Εκκλησία "Κοίμηση της Θεοτόκου" Βρύσες Μεσσηνίας
Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται στο χωριό Βρύσες του δήμου Τριφυλίας νομού Μεσσηνίας
Από τον εορτασμό στις 15 Αυγούστου 2014
Η εκκλησία Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η πιο παλιά και θα μπορούσαμε να την θεωρήσουμε και την αρχαιότερη από όλες τις άλλες εκκλησίες που ανήκουν στις Βρύσες του δήμου Τριφυλίας νομού Μεσσηνίας, και ίσως όλης της ευρύτερης περιοχής.
Βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και είναι κτισμένη πιθανότατα κατά τα Μέσο - Βυζαντινά χρόνια 700-710 μ.Χ. με βυζαντινή αρχιτεκτονική την οποία χαρακτηρίζουν οι αρμονικές αναλογίες του εσωτερικού της συνδυαζόμενες με ποικιλία από τα κομψοτεχνήματα του εξωτερικού χώρου, χωρίς εξωτερικά επιχρίσματα για να φαίνεται η περίτεχνος τοιχοδομία με λαξευτές (σκαλιστές) πέτρες πλαισιωμένες από τούβλα διακοπτόμενα με κεραμίνες γεωμετρικές και διακοσμήσεις από σειρές από οδοντωτά κεραμίδια κόκκινου χρώματος. Αυτά όλα εύκολα φαίνονται στη Δυτική πλευρά του καμπαναριού η οποία δεν έχει σοφατιστεί.
Η εκκλησία έχει σχήμα παραλληλόγραμμο, απλή χωρίς τρούλο και εσωτερικές διακοσμήσεις, με πρόναο και γυναικωνίτη. Παράθυρα δεν είχε αρχικά, στο δυτικό μέρος, ψηλά, είχε μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα κατά τη δύση του ηλίου, τους θερινούς μήνες, ο ήλιος χαμηλώνοντας έφτανε μέχρι την Αγία Τράπεζα, περνώντας από την τρύπα αυτή. Δεν έδιναν στο εσωτερικό των εκκλησιών πολύ φως για να είναι πιο φοβερός ο χώρος, και να προκαλεί δέος.
Τέμπλο δεν είχε. Αντί τέμπλου είχε διάστυλα. Μια σειρά από τέσσερις μαρμάρινους στύλους ύψους ενός μέτρου και είκοσι εκατοστών περίπου που άφηναν να φαίνεται ο χώρος του ιερού με την Αγία Τράπεζα από όλο το εκκλησίασμα. Μεταξύ των στύλων υπήρχε ξύλινη διακόσμηση. Το σχέδιο τέμπλου «έρκος» διαμορφωνόταν ανάλογα με την τεχνική εμπειρία των τεχνιτών, τις συνθήκες της κάθε περιοχής και εποχής, όλα προ του 824 μ.Χ. Έτσι περίπου ήταν το «έρκος» της αρχαιότερης εκκλησίας Κοίμηση της Θεοτόκου. Σχεδίαση Αλέκος Σουλιμιώτης.
Η είσοδος του ναού ήταν κοντά στο καμπαναριό και εισερχόμενος ο κάθε εκκλησιαζόμενος βρίσκονταν αμέσως στον πρόναο όπου έμεναν και παρακολουθούσαν την θεία λειτουργία η κατηχούμενοι, στο χώρο αυτό γίνονταν και η βάπτιση τους. Στη συνέχεια ήταν ο κυρίως ναός και το άγιο βήμα. Πάνω από τον πρόναο ήταν ο γυναικωνίτης.
Γύρω από τον ναό υπήρχε μικρός πλακόστρωτος διάδρομος που χώριζε το ναό από τα γύρω σπίτια που είχαν χτιστεί κοντά σ' αυτόν, τα θεμέλια, καθώς και οι τοίχοι των σπιτιών αυτών υπάρχουν και σήμερα και βρίσκονται κάθε φορά που ανοιγόταν ένας νέος τάφος στο χώρο αυτό, γιατί ήταν χώρος του κοιμητηρίου του χωριού και παραμένει σαν μαυσωλείο και σήμερα μετά την ίδρυση του νέου κοιμητηρίου.
Το καμπαναριό του ναού είναι πανύψηλο, αν εκτιμήσουμε την κλίση του εδάφους, παρατηρώντας το δε από την εξωτερική δυτική πλευρά του θαυμάζουμε το ύψος και την τεχνική του.
Ο Ναός κατεστράφη το έτος 1769 στα Ορλωφικά, αναστηλώθηκε πρόχειρα και το 1825 (7-10-1825) κατεστράφη και πάλι δεύτερη φορά από τους βάρβαρους του Ιμπραήμ. Μετά την αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, οι Έλληνες που ήλθαν από τα γύρω ορεινά χωριά της Αρκαδίας και ορεινής Τριφυλίας, εγκαταστάθηκαν στο χωριό αναστήλωσαν το ναό κάνοντας πολλές αλλαγές 1830 - 1836. Έκλεισαν την παλιά είσοδο μεταφέροντας την λίγα μέτρα αριστερότερα της παλιάς, άνοιξαν παράθυρα στους πλευρικούς τοίχους και άλλη μια είσοδο στο δυτικό μέρος. Κατήργησαν το χώρο του πρόναου, έκαναν γυναικωνίτη και ξύλινο τέμπλο, επίσης και ταβάνι, το οποίο αργότερα κόσμησαν με ξύλινα σκαλίσματα και χρώματα. Σιγά - σιγά πολλοί χριστιανοί, Βρυσαίοι και Κυπαρίσσιοι στόλισαν το ναό με αφιερώματα διάφορα (Κανδήλια - πολυέλαιο) και κυρίως εικόνες, πολλές υπάρχουν και σήμερα.
Ο ναός αργότερα έγινε καθεδρικός ναός του χωριού και είναι καθεδρικός ακόμη και σήμερα.
Ο χώρος μπροστά στην είσοδο του ναού διαμορφώθηκε σε κοιμητήριο και περιτειχίστηκε.
Στο ναό αυτό ετελούντο όλα τα μυστήρια, βαπτίσεις - γάμοι κ.λ.π. Από το έτος 1830 μέχρι και το 1955-56 σε αυτό το ναό βαπτίστηκαν και φωτίστηκαν χριστιανοί όλοι οι Βρυσαίοι, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων κατά καιρούς. Σ' αυτό το ναό διαβάστηκαν οι γονείς πάππου προς πάππου όλων μας και ενταφιάστηκαν στο προ αυτού κοιμητήριο
Σήμερα ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου έχει ανακαινιστεί και τίποτα δεν μαρτυρεί πια την παλαιότητα του, εκτός από την δυτική εξωτερική πλευρά του καμπαναριού που δεν έχει σοβατιστεί καθώς και το επάνω μέρος που είναι τοποθετημένη η καμπάνα. Η μικρή καμπάνα που υπάρχει τοποθετήθηκε το έτος 1910.
Για το ναό Κοίμηση της Θεοτόκου αξίζει ν' αναφέρουμε μια παράδοση που διηγούνταν οι παππούδες μας:
«Μετά το έτος 1810-1814 είχε αρχίσει η μύησης των οπλαρχηγών για την επανάσταση που πλησίαζε και οι οπλαρχηγοί ενημέρωναν τους άνδρες τους και το ελληνικό - χριστιανικό κόσμο και τους οργάνωναν. Όλοι ήλθαν ν' ακούσουν, να μάθουν πότε θα έλθει εκείνη η ημέρα της λευτεριάς, με λαχτάρα άκουγαν και ετοιμάζονταν, κανείς δεν μιλούσε ελεύθερα για ότι μάθαιναν, κάθε πληροφορία την έθαβαν μέσα στην ψυχή τους, γιατί γνώριζαν τον Τούρκο πόσο κακός ήταν....
Ο παπά - Αντώνης Αναγνωστόπουλος, τους μάζευε τα Σαββατόβραδα στην εκκλησία της Κοίμηση της Θεοτόκου, τους διάβαζε τον εσπερινό με κλειστές τις πόρτες και λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας πληροφορούσε τους χωριανούς για όσα ετοιμάζονταν να συμβούν και τους καθοδηγούσε να είναι έτοιμοι και ξάγρυπνοι.
Ο Σελίμ Αγάς εκ φύσεως πονηρός και περίεργος έβλεπε ότι ο εσπερινός κρατούσε πολλή ώρα, κάτι υποψιάστηκε!!. Το σαράϊ του, το παλάτι του ήταν στο χώρο που είναι σήμερα το σπίτι των Θεμιστοκλή Γιαννόπουλου και Ηλία Γιαννόπουλου. Ένα Σάββατο βράδυ, θέλησε να ικανοποιήσει την περιέργεια του. Φώναξε λοιπόν ένα τζαρταμά, αστυνομικό, της προσωπικής του ασφάλειας και του είπε:
Άντε μωρέ να ιδείς τι τους λέγει τόσες ώρες αυτός ο σαϊτάν παπάς (διαβολοπαπάς) εκεί μέσα σ' αυτό το χάλασμα. (Η εκκλησία ήταν μισοχαλασμένη γιατί απαγορευόταν η συντήρηση των εκκλησιών από τους Τούρκους).
Ο τζαταρμάς πηγαίνοντας προς την εκκλησία έπεσε επάνω στο καραούλι, το σκοπό, που είχε τοποθετήσει ο παπά - Αντώνης να παρακολουθεί μήπως πλησιάσει κανένας Τούρκος.
Μαρχαμπά εφέντη μου (για σου αφέντη μου) λέγει στον Τουρκαλά, μήπως είδες στο δρόμο σου το γάιδαρο μου; Μου έφυγε το ζουλάπι και ψάχνω να το ευρώ από το ηλιοβασίλεμα....
Παράλληλα με το πόδι του τραβούσε την κεροκλωνά που ήταν δεμένη σ' αυτό και συνδεόταν μένα κουδούνι που ήταν κρεμασμένο μέσα στην εκκλησία, και έδινε το σύνθημα του κινδύνου.
Ο Τουρκαλάς κοίταζε μέσα στο σκοτάδι να γνωρίσει τον συνομιλητή του. Τι λες ωρέ ζαγάρ που γυρνάς τέτοια ώρα; Το πόδι όμως με την κλωστή δούλευε και το σύνθημα ακουγόταν από όλους μέσα στην εκκλησία. Όταν τ' άκουσε ο παπά Αντώνης το σύνθημα κινδύνου άρχισε να ψέλνει δυνατά: «Τη Θεοτόκο εκτενώς νυν προσδράμωμεν....» Πλησιάζει ο τζαταρμάς ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα και ακούει τον παπά να ψέλνει και βλέπει τους χωριανούς να σταυροκοπούνται.
Στέκει λίγο, κλείνει την πόρτα, πάλι, και γυρίζει στον Αγά και του λέει:
Τι να σου πω Αγά μου, η εκκλησία είναι γεμάτη από καπνό και ο παπάς τραγουδούσε για τη Μαριάμ, αλλά αφέντη μου εκεί μέσα είχε μια μυρωδιά μμμμμμ.... σε λίγωνε.... Για λέγε ωρέ, τι μυρωδιά ήταν αυτή; Τι γινόταν εκεί μέσα, για κάν' τα μου λιανά. Καλά πασά μου θα σου ειπώ. Αυτός ο παπάς τραγουδούσε τη Μαριάμ κι είχε μια σίδερο κουτάλα στο χέρι του και την κινούσε, αυτή έβγαζε καπνό που μοσχοβολούσε, κι όλα τα γκιαούρια ήταν γονατισμένα...
Ε ωρέ βεζεβέκι, τους λιβάνιζε ωρέ να φύγουν τα ξωτικά και το βάσκαμα ωρέ, αλλά εσύ μπουνταλά που να καταλάβεις.... Με αυτή την έρευνα που έκανε ο τζαταρμάς και την περιφρονητική απάντηση του Αγά τελείωσε και η υποψία του.
πηγή: από το βιβλίο "Βρύσες Τριφυλίας" του Αλέκου Σουλιμιώτη
Φωτογραφία: Ψιλόπουλος Ντίνος