Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), Λυρικός Βίος, τ. Ε', Ίκαρος 1978

 

Πνευματικό Ἐμβατήριο

Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,

(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μές στὸ χρόνο),

στὸ φωτογώνι τῆς καινούριας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα,

 

μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰ νά ’ταν

ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νά ’χα,

τ᾿ ἅγιο κελὶ τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου,

ὅπου, χρόνια, 

γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς λογισμούς του 

καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἄρματα

στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό...

Γιγάντιες σκέψεις,

σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα 

σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα,

ἄναβαν στὸ νοῦ μου, 

τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ

στὴν ἔγνοια 

τῆς καινούριας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα!

 

Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...

Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα, εἶμαι,

καὶ νά, ἂς καεῖ σὰ δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι,

καταβολάδα τοῦ Ἐμπυραίου,

μὲ τὴ δάδα τούτην, 

ὀρθὸς πορεύοντας, ὥσμε τὴν ὕστερη ὥρα, 

ὅλες νὰ φέξω τέλος οἱ γωνιὲς τῆς Οἰκουμένης, 

ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνέμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα!                                 

                             *

Εἶπα, κ’ ἐβάδισα 

κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου σηκώτι

στὸν Καύκασό Σου, 

καὶ τὸ κάθε πάτημά μου

ἦταν τὸ πρῶτο, κ’ ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο, 

τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου, 

τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκόνταβε στὰ πτώματά Σου, 

γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνέμα

καθρεφτιζόταν, σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἵματά Σου!

 

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη, Ἑλλάδα,

καθρέφτη ἀπύθμενο, καθρέφτη τῆς ἀβύσσου,

τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου, εἶδα τὸν ἑαυτό μου

βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο, 

καινούριο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούριας πλάσης 

ὁπού νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει, Ἑλλάδα!

 

Κ’ εἶπα:

Τὸ ξέρω, ναὶ, τό ξέρω, ποὺ κ’ οἱ Θεοί Σου, 

οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο, 

γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθιὰ βαθιά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.

Καὶ τὸ θεμέλιο διπλοστέριωσε κ᾿ ἐτριπλοστέριωσε ὅλο

μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω... 

Κι ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ γιά τὸ τάμα 

τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα, 

μέρες καὶ νύχτες, τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσό τους, 

ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα!...

 

Μοίρα· κ’ ἡ Μοίρα Σου ὥς στὰ τρίσβαθα δική μου! 

Κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸν Ἀγάπη, 

νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν, ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει

ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσει

τὴ νέα καρδιὰ ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα!

Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη, 

καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους:

 

«Ὀμπρὸς· βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα· 

ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο! 

Τί, ἰδέτε, ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθιὰ στὴ λάσπη, 

κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθιὰ μές στὸ αἷμα! 

Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβει ὁ ἥλιος· 

σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος, νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη, 

σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα, νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα. 

Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω του ὁμοαίματοι ἀδελφοί του!

Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του, 

ὀμπρός, ὀμπρὸς κ’ ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε, ἀδελφοί μου!

 

»Ὀμπρὸς, οἱ δημιουργοί! Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας, 

στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος! 

Βοηθᾶτε με κ’ ἐμένανε, ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα! 

Τί πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα. 

τί πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον ἴλιγγο μαζί του! 

Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση·

δικέφαλος ἀιτός, κι ἀπάνω μου τινάζει

τὶς φτέρουγές του καὶ βογκάει ὁ σάλαγός του 

στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου, 

καὶ τὸ μακρὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μέ πιὰ εἶν᾿ ἕνα! 

Πρωτάκουστες, βαρειές μὲ ζώνουν Ἁρμονίες! Ὀμπρός, συντρόφοι,

βοηθᾶτε νὰ σκωθεῖ, νὰ γίνει ὁ ἥλιος Πνέμα!

 

»Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψει 

στὴ νέα του φλόγα, νοῦ καὶ σῶμα, ἀτόφιο ἀτσάλι. 

Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου! 

Παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας 

νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἱμάτου,

πιὸ πλούσιο, πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι! 

Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια 

τὴ γῆν αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμένη...

Ν᾿ ἀνθίσει ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένει, 

καὶ ἡ Ἄμπελό μας ν’ ἁπλωθεῖ ὥς τὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης…

 

»Ὀμπρός, παιδιά, καί δέ βολεῖ μονάχος του ν’ ἀνέβει ὁ ἥλιος.

Σπρῶχτε μέ γόνα καί μέ στῆθος, νά τόν βγάλουμε ἀπ’ τή λάσπη·

Σπρῶχτε μέ στῆθος καί μέ γόνα, νά τόν βγάλουμε ἀπ’ τό γαῖμα·

Σπρῶχτε μέ χέρια καί κεφάλια, γιά ν’ ἀστράψει ὁ ἥλιος Πνέμα!»

                               *

Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι 

(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μές στὸ χρόνο) 

στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα, 

 

ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νά ’ταν 

ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νά ’χα

τ᾿ ἅγιο κελὶ τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου,

ὅπου, χρόνια, 

γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του 

καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἄρματα

στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ, 

ὡς Σᾶς ἔκραζα, συντρόφοι!