Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Άννας Φωτιάδου - Μίθυμη, «Ελένη… Ζωή σαν παραμύθι!», εκδ. Μαλλιάρης - Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 160

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πολιτισμικά» Θεσσαλονίκης, Ιαν. 2008

 

Η ανθρώπινη μαρτυρία, όσο κι αν εμπεριέχει έντονα το στοιχείο της υποκειμενικότητας, καθίσταται ένα σημαντικό στοιχείο όχι μόνο της προσωπικής ιστορίας των ανθρώπων αλλά και του ιστορικού γίγνεσθαι. Η θησαυρισμένη εμπειρία όσων έζησαν σε δύσκολους καιρούς και συμμετείχαν ενεργά σε γεγονότα και καταστάσεις που καθόρισαν τη ζωή τη δική τους και άλλων, έχει αξία όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για όλους εκείνους που πιστεύουν ότι η πορεία των ανθρώπων πάνω στη γη δε δικαιώνεται μόνο από τις επιλογές και τις πράξεις των διάσημων της ιστορίας, αλλά και από τις αντίστοιχες των αφανών.

      Από μια τέτοια  άποψη και στάση, ξεκίνησε και το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου της Άννας Φωτιάδου-Μίθυμη «Ελένη… Ζωή σαν παραμύθι!...», η Ελένη, η οποία «…κάποια στιγμή πήρε στα χέρια ένα τετράδιο κι άρχισε να γράφει ό, τι θυμόταν από τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια…». Η ίδια η Ελένη στον πρόλογο, σε μια προσπάθεια να προλάβει την πιθανή αρνητική κρίση για την επιλογή της να καταγράψει τις προσωπικές και όχι μόνο εμπειρίες, σημειώνει: «Έχουν γράψει πολλοί πριν από μένα, άνθρωποι μορφωμένοι, για τα ιστορικά και πολιτικά πράγματα της εποχής στην οποία αναφέρομαι. Ελάχιστοι όμως ασχολήθηκαν με τις περιπέτειες του απλού κόσμου, τη δυστυχία που έζησε ο λαός μας, την πείνα και την εξαθλίωση που ένιωσε ως το κόκαλό του».

      Η Ελένη λοιπόν, ανέσυρε από τα κατάβαθα της μνήμης και της ψυχής της όλα εκείνα που έζησε ως παιδί στα χρόνια της κατοχής και πολλά από κείνα που κουβαλούσαν οι πρόγονοί της από τη Μικρά Ασία και με «το γράψιμό της το απελέκητο» τα κατέγραψε για μη χαθούν. Η πράξη αυτή ήταν ένα χρέος- μνημόσυνο προς τον πατέρα της που, όταν έφυγε για τον πόλεμο, της είπε: «Ελενίτσα, γιαβρί μ’, μας χρειάζεται η πατρίδα» κι, όταν ο πόλεμος βρίσκονταν στο τέλος του τον έχασε για πάντα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Όπως σημειώνει, αισθάνθηκε την ανάγκη να καταγράψει τη δική της «ιστορία», όχι μόνο γιατί τη θεωρούσε «μοναδική», αλλά και γιατί πίστευε πως μιλάει και για άλλους ανθρώπους που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις και δεν επιβίωσαν, αλλά  και για κείνους που θα ανακαλύψουν μέσα στη δική της «ιστορία» κάτι από τη δική τους «μοναδική ιστορία».

      Η Ελένη, κατέγραψε γεγονότα της ζωής της από το 1936 ως το 1951, όταν παιδί ακόμα (γεννήθηκε το 1931) αναγκάστηκε, όπως και πολλά άλλα παιδιά της γενιάς της, να βιώσει τραυματικά την παιδική της ηλικία μέσα στο φόβο, την ανασφάλεια, την πείνα και όλα τα άλλα δεινά που φέρνει μαζί του ο πόλεμος. Η Ελένη θυμάται τις αφηγήσεις των προσφύγων προγόνων της για τη βιαιότητα των Τούρκων εις βάρος τους και συνδέει εκείνα τα γεγονότα με αυτά που βιώνει η ίδια.

      Η οικογένειά της και τα πρόσωπα που σχετίζονται μ’ αυτή είναι ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίο πλέκει την αφήγησή της η Ελένη. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής που αντιμετωπίζει στην κατοχική Αθήνα η οικογένεια της, τη στιγμή που ο πατέρας έχει φύγει για το μέτωπο και για καιρό δε γνωρίζουν, αν ζει ή πέθανε, η αδήριτη ανάγκη να συμμετέχουν, ουσιαστικά να αναλάβουν τα παιδιά την αναζήτηση της τροφής και της επιβίωσης, περνούν παραστατικά από τις σελίδες του βιβλίου. Η Ελένη με τον ίδιο  ρεαλιστικό τρόπο αφηγείται την περιπετειώδη πορεία της οικογένειάς της από την Αθήνα προς τα χωριά της Αριδαίας, όπου, αν και κει δεν έλειψαν τα ποικίλα προβλήματα, γνώρισαν αγάπη και θαλπωρή από συγγενείς και φίλους και η αφήγηση τελειώνει με την αποχώρηση από τα χωριά της Αριδαίας, την άφιξη και εγκατάσταση στην Αμφίπολη, τα τελευταία γεγονότα του πολέμου και την απώλεια του πατέρα της.

      Μέσα από όλη την αφήγηση αναπηδούν  πολύ έντονα συναισθήματα,  προβληματισμοί  και ουσιαστικά ο αγώνας για επιβίωση και ένταξη μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι ενός παιδιού που γίνεται γυναίκα και που σ’ αυτό το μεταίχμιο φορτώθηκε και έφερε εις πέρας ευθύνες που δεν του άρμοζαν. Ο χρόνος που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στα γεγονότα και την καταγραφή τους, λειτουργεί σχεδόν καθαρτικά και από τη μια τους προσδίδει την, ως ένα βαθμό πιο αντικειμενική τους προσέγγιση κι από την άλλη απαλύνει τα αρνητικά βιώματα και συναισθήματα. Η Ελένη προσπαθεί μέσα από τα γραφόμενά της να προσεγγίσει και εν τέλει να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση και όπου μπορεί να τη δικαιολογήσει, ακόμα κι όταν οι άνθρωποι δε φέρονται καθόλου ανθρώπινα. Η  πείρα της ζωής έχει διδάξει πολλά την ίδια και έχει κανείς την αίσθηση ότι θέλει με τη σειρά της όχι μόνο να γνωστοποιήσει γεγονότα, αλλά και να αφήσει μια παρακαταθήκη για τη δική της ζωή που θα διδάξει τους νεότερους. Σ’ αυτό συνηγορεί και η μεγαλοσύνη με την οποία αντιμετωπίζει, όσους προκάλεσαν στην ίδια και την οικογένειά της πολλή δυστυχία, αφού τους συγχωρεί και με αυτή τη συγχώρεση κάνει μεγαλύτερο το ανάθεμα για τις πράξεις τους.

      Η Άννα, ως κόρη της Ελένης, δε θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που έκανε. Έχοντας στην ψυχή της τα βιώματα με τα οποία τη γαλούχησε η μητέρα της και στα χέρια της τα τετράδιά της, μας παρουσίασε την «ιστορία» της.  Για τον τρόπο με τον οποίο την προσέγγισε, η ίδια στο εισαγωγικό σημείωμα λέει: «Την απέδωσα όπως ήταν γραμμένη στα τετράδια και όπως  μου τη διηγήθηκε, με κάποιες διευκρινιστικές παρεμβολές, οι οποίες όμως δεν αλλοιώνουν τη διήγηση μιας αγράμματης γυναίκας. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή, ανθρώπινη και δεν αφήνει περιθώρια λήθης!».

      Θα μπορούσαμε κι εμείς να συμμεριστούμε την άποψη πως, οι ανθρώπινες «ιστορίες» αυτού του είδους, δεν πρέπει να αφήνουν περιθώρια λήθης. Όχι μόνο, γιατί πολλές τέτοιες «ιστορίες» καθόρισαν την ανθρώπινη περιπέτεια, αλλά και γιατί στην εποχή μας που η κατανάλωση αισθημάτων και υλικών πραγμάτων καθορίζουν τη ζωή των πολλών, έρχονται ως ένα φωτεινό εναρκτήριο λάκτισμα που θα στρέψει τη ζωή μας στο ουσιαστικό και σ’ αυτό που εν τέλει έχει πραγματική αξία.

      Έχω την πεποίθηση πως, όποιος διαβάσει το βιβλίο της Άννας, δε θα περάσει μόνο ευχάριστα την ώρα του. Θα χαρεί ένα κείμενο που έχει τη δροσιά και την αμεσότητα του προφορικού λόγου και που αβίαστα και χωρίς περιττά στολίδια λέει σημαντικά πράγματα χωρίς να βαρύνει τον αναγνώστη με δυσνόητες διατυπώσεις. Επίσης, αν και θα μεταφερθεί σε μια δύσκολη ιστορική περίοδο που η καθημερινότητα των ανθρώπων δε θυμίζει σε τίποτα τη δική μας, κλείνοντας το βιβλίο θα νιώσει εκτός των άλλων και ικανοποίηση που στην εποχή μας υπάρχουν άνθρωποι που μέσα από τις δικές τους δύσκολες εμπειρίες ζωής στέλνουν με το δικό τους τρόπο ένα μήνυμα πως τη ζωή αξίζει να τη ζεις με όσες δυσκολίες κι αν σου παρουσιάζονται και πως τις δυσκολίες πρέπει να τις κάνεις κίνητρο για εγρήγορση και δράση και όχι για μεμψιμοιρία και παραίτηση.