Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Δημήτρη Παπανικολάου, «Πύρινα τοπία», σ. 40, εκδ. Αιγαίον, (14-1-2016)

 

Αγαπητέ Δημήτρη, γεια σου.

      Κατ' αρχήν σ' ευχαριστώ […] και για την ποιητική συλλογή «Πύρινα τοπία», (εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2013) που μου χάρισες. Τη μελέτησα κι έχω να πω πως εισέπραξα πολύ πόνο και υπαρξιακό αδιέξοδο. Θαρρώ, μάλιστα, πως το μότο του Νίκου Καρούζου προαναγγέλλει το κλίμα, στο οποίο κινείται η δική σου ποιητική γραφή. Δεν σου κρύβω πως κι εγώ έχω νιώσει σε περιόδους της ζωής μου οικεία με σένα συναισθήματα κι έχω την αίσθηση πως, αν δεν νιώσεις, δεν μπορείς να γράψεις.  

       Στην ποίησή σου κυριαρχεί το αστικό τοπίο και η αστική ζωή που και τα δύο είναι πολύ εύκολο, αν και οι άνθρωποι για πολλούς λόγους τα επιλέγουν, να δημιουργήσουν συνθήκες μοναξιάς, εσωτερικής και εξωτερικής, και να προκαλέσουν συνθήκες για ζωή που ζωή δεν είναι. Η νύχτα, η μουντή ατμόσφαιρα, η σιωπή, η ερημιά, ο φόβος, η μοναξιά, οι πλάνητες έρωτες, τα άδεια μάτια, ο πόνος, η άνυδρη εποχή, τα καμένα όνειρα, οι αιμάσσουσες πληγές, η προσδοκία, η ελπίδα, τι θα κάναμε άραγε χωρίς αυτήν,..., λέξεις με πολλά σημαινόμενα, οι περισσότερες από τις οποίες και μέσω των συμφραζομένων πονούν, συντρίβουν το είναι και το πηγαινοφέρνουν από αδιέξοδο σε αδιέξοδο. Και το άτομο έρμαιο παλεύει να βγει στο φως και ν' ανασάνει. 

      Δεν έχω διαβάσει άλλους στίχους σου, πάντως αυτοί με έκαναν να νιώσω πολλά απ' όσα σε έκαναν να τους γράψεις. Υπεροψία, ίσως πεις! Πώς μπόρεσες; Αλλά, Δημήτρη, σε τούτη τη ζωή άλλος λίγο, άλλος πολύ, παρόμοια βιώματα κουβαλά, μόνο που εμείς οι γραφιάδες τα σωματοποιούμε, τα πνευματικοποιούμε και, όταν μέσα μας πάρουν μορφή, τα χαράσσουμε στο χαρτί κι ίσως κάποιοι που θα τα μελετήσουν θα βρουν πως κι οι ίδιοι έτσι ένιωσαν κάποτε. 

      […]

      Σε χαιρετώ ευχόμενη κάθε καλό.

      Καλό ξημέρωμα,

      Παναγιώτα.

 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ (σ. 11)

Μουντή πολιτεία

τό βράδυ ὑγρό

ἀφήνεις καί φεύγεις,

πίσω ἀπ’ τό τζάμι,

τρεμοπαίζοντας τά φῶτα.

Κρύβεις τό πρόσωπο

μέ πλάνητες ἔρωτες

στό πήγαιν’ ἔλα

τῶν στιγμῶν καί τῶν πόθων.

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ (σ. 17)

Σ’ αὐτή τήν ἄνυδρη ἐποχή

λουλούδι πῶς ν’ ἀνθίσει;

Φυσᾶ βοριάς, φυσᾶ θρακιάς

τά ὄνειρά μου καίει.

 

ΝΟΣΤΟΣ (σ. 24)

Σπίτια πέτρινα, ἐρημωμένα

φόβοι ἀπέραντης σιωπῆς,

ἀνάλαφροι βηματισμοί,

μνῆμες

          στιγμές.

Σκιές γλιστροῦν στόν τοῖχο

στά βουρκωμένα μάτια,

μονάχος σάν βυθίζομαι

μές στήν ἀλέα τοῦ χρόνου.

Ξαγρύπνησα τή μοναξιά μου

προσμένοντας

τήν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς.

 

ΑΠΕΙΛΗ (σ. 28)

Μέρα τή μέρα,

                     ὥρα τήν ὥρα

χάνω καί τίς τελευταῖες μου ἐλπίδες.

τίποτα δέ βρίσκεται

δίπλα μου νά σταθεῖ

κι εἶναι τό χτές

μια ἐπαναληπτική στιγμή

πού μέ καταδιώκει.

 

ΠΥΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ (σ. 32)

Ἑστίες πυρκαγιᾶς παντοῦ.

Μέσα μου τήκεται τό μέλλον,

αἱμάσσουσες παλιές πληγές

πυορροοῦν, ἀνάφτουν.

Φλογίζονται τά ὄνειρα,

πυρώνουν τήν ψυχή μου.

Φίδια πετάγονται οἱ φωτιές,

ἀκούγονται καμπάνες.

Καιόμενος καί μένοντας

ἐν βάτῳ, ἐν καμίνῳ,

ἀφήνω τά σημάδια μου

στό πέρασμα τοῦ χρόνου.