|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»
Από τον Σταύρο Ιντζεγιάννη, λογοτέχνη
Δημοσιεύτηκε: arta-news 16-6-09, «Μαχητής» 17-6-09, «Ηχώ» 18-6-09, «Γνώμη» (Άρτας) 18-6-09, «Αμβρακία» 29-6-09, αρ. φ. 1320, σ. 16, «Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι», τχ. 94, Απρίλιος - Ιούνιος 2009, τ. 94, σ. 10, «Αρτηνή Ευθύνη», τεύχος 212, Ιούλιος 2009, σ. 2
Τη δεύτερη πεζογραφική της έκδοση κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό η φιλόλογος – λογοτέχνης και λαογράφος κυρία Παναγιώτα Λάμπρη.
Μου θύμισε σε μια «ποιητική αδεία» αναγωγή το «Επέστρεφε» του Αλεξανδρινού καθώς η μηχανή του χρόνου αναπαράγει εικόνες της παιδικής ηλικίας γεμάτες τρυφερότητα πάντα με τη νοσταλγία της γενέθλιας γης και της αγάπης στις ρίζες.
Κι εδώ όπως και στην πρώτη της λαογραφική μελέτη «Ροδαυγή, το ρόδο της Αυγής» φανερή η αγάπη της στη λαογραφία καθώς και τα 20 διηγήματά της (246 σελίδες – έκδοση Μαλλιάρη – Παιδεία) κυριαρχούνται από προσωπικά βιώματα δεμένα αναπόσπαστα με παραδόσεις που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά από τις μητέρες και τις γιαγιάδες – αυτές τις ιέρειες του Ελληνισμού – και κρατούν τη ρότα της ζωής της Ελληνικής υπαίθρου, στη διαχρονική της συνέχεια
Λιτός, με μια Δωρική απλότητα ο λόγος, ενσωματώνει το λεκτικό του φιλόλογου με τη ντοπιολαλιά της Ηπειρωτικής υπαίθρου που σιγά – σιγά χάνεται κι αυτή καθιστώντας σε μερικές περιπτώσεις απαραίτητο το γλωσσάρι που στο τέλος του βιβλίου διευκολύνει τον αναγνώστη, ενώ συνάμα διασώζοντάς τη γίνεται και πολύτιμο εργαλείο μελέτης για τους γλωσσολόγους μελετητές.
Και τα 20 διηγήματα κρατούν μια σταθερή θέση στον χώρο και τον χρόνο που παραμένει θαρρείς ακινητοποιημένος και εν πολλοίς στον σπιτικό αυλόγυρο. Οι παιδικές μνήμες γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο δίνουν ανάγλυφη την εικόνα του χωριού και μ’ όλο που δεν αναφέρονται σε χρονολογία ο αναγνώστης εύκολα εικάζει ότι πρόκειται για το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Το Ηλεκτρικό ρεύμα που μόλις έρχεται. Τα ραδιόφωνα που ακόμη λειτουργούν με μπαταρία. Οι νερόμυλοι που ακόμη υπάρχουν ή το νερό που το κουβαλούν σε βαρέλες μια εικόνα τόσο αναλλοίωτη σε όσους ζήσαμε σε χωριό της εποχής εκείνης.
Η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο με κύριο συναυτουργό τη μητέρα, λιγότερο τον πατέρα, δίνει τον μητριαρχικό τόνο της υπαίθριας ζωής όπου η μητρική στοργή αναλαμβάνει τη μύηση και τη διδαχή των παιδιών στα ήθη και τα έθιμα – τις αξίες – που σημάδεψαν λίγο πολύ όλους μας.
Κύριο χαρακτηριστικό οι λαογραφικές πληροφορίες έτσι που το κάθε διήγημα γίνεται μια λαογραφική αναφορά. Λ.χ. Το πρώτο κέντημα που πρέπει να ρίχνει στο ποτάμι. Τα ερωτικά μαντέματα με τα λουλούδια κάτω από το προσκέφαλο κ.α. Το στόλισμα του επιταφίου από τα κορίτσια κ.α.
Σε κάθε διήγημα προτάσσεται μια αφιέρωση ή κάποιο απόσπασμα από ποίηση ή πεζογραφία υπογραμμίζοντας την ευρυμάθεια και την ενασχόληση με τη λογοτεχνία της συγγραφέως της κυρίας Παναγιώτας Λάμπρη. Ενώ χαρακτηριστικές είναι οι λυρικές τόσο ζωντανές φυσιολατρικές περιγραφές μια τοιχογραφία θα έλεγα του χωριού και της υπαίθρου.
Σίγουρα πρόκειται για ένα βιβλίο γραμμένο από καρδιάς in memoriam μιας εποχής και κάποιων ανθρώπων που πέρασαν μαζί της.