Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Μικρά ταξίδια

Από τη δημοσιά στο Μπέσικο*, (30-5-2018)  

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα "Η ΡΟΔΑΥΓΗ", αρ. φ. 159, Ιούλ. - Σεπτ. 2020, σ. 3,

αρ. φ. 160, Οκτ. - Δεκ. 2020 & Ιαν. 2021, σ. 6,

αρ. φ. 161, Φεβρ. - Μάιος 2021, σ. 6,

αρ. φ. 162, Ιούν. - Σεπτ. 2021, σ. 6.

 

   Κάθε φορά που πορεύομαι σε δρόμους της γενέτειράς μου, η ψυχή μου παλεύει ανάμεσα σε μνήμες και εικόνες που αφορούν στο παρελθόν και στο παρόν τους. Και το πάλεμα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη συντελεσθείσα αναπόφευκτη αλλαγή, αλλά με ό,τι αυτοί οι δρόμοι σηματοδοτούν και στους οποίους λίγα, ή πιο πολλά κατά περίπτωση, έχουν απομείνει, για να θυμίζουν αυτό, το οποίο η μνήμη φέρνει κάθε φορά στο προσκήνιο και συνιστούν μέρος της ιστορίας τους.

   Μα, έχουν ιστορία οι δρόμοι; Χωρίς αμφιβολία, ναι! Διότι, αφότου οι πρώτοι απ’ αυτούς χαράχτηκαν, έγιναν φορείς ανθρώπων, εμπορευμάτων και πολιτισμού! Μόνο που, αν και όλοι έπαιξαν λίγο πολύ αυτό τον ρόλο στο μέτρο που τους αναλογούσε, δεν είχαν στο σύνολό τους την τύχη να μείνουν στην Ιστορία, όπως για παράδειγμα η Εγνατία οδός, εκείνη του Μεταξιού, ακόμα και η ιδιότυπη Δίολκος!

   Ένας μικρός, γνωστός σ’ όσους τον βάδισαν δρόμος, είναι εκείνος, ο οποίος οδηγεί από τη δημοσιά της Ροδαυγής στο Μπέσικο, βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το πατρικό μου και, αν και δεν καταγράφηκε στους σημαντικούς της Ιστορίας, έχει τη δική του ιστορία. Οπωσδήποτε δεν είναι γνωστό πότε χαράχθηκε, ούτε ποια ήταν η αρχική μορφή του. Με το να συνδέει, όμως, πολλούς συνοικισμούς, ειδικά τότε που η περιφέρεια του χωριού είχε πολύ κόσμο, πρέπει η γένεσή του να πηγαίνει αρκετά πίσωστον χρόνο. Πάντως, στα παιδικά μου χρόνια, και όχι μόνο, αποτελούσε σημαντική αρτηρία, στην οποία διακινούνταν άνθρωποι, ζώα, προϊόντα και μ’ αυτή ως άξονα πραγματοποιούνταν πλήθος δραστηριοτήτων. Είναι, μάλιστα, τόσο βαθιά χαραγμένα όλα αυτά στη μνήμη, ώστε συνιστούν ένα δυναμικό κομμάτι ζωής, το οποίο διεκδικεί με πολλές αφορμές να ζει στο παρόν. Δύσκολο αυτό, αλλά η διεκδίκηση, διεκδίκηση! Και η πρόκληση να το κάνεις να ζήσει, όπως πλείστα άλλα, τόσο δυνατή, που η σκέψη γεννά λέξεις, οι λέξεις φράσεις κι οι φράσεις, βαλμένες η μια δίπλα στην άλλη, διηγούνται, διηγούνται… και στον βαθμό που μπορούν, ξαναζωντανεύουν εικόνες, ανθρώπους, συναισθήματα,…, τα οποία θαρρούσες πως ο χρόνος είχε ξεθωριάσει! Θαρρούσες, όμως, η ιδιότυπη μηχανή του χρόνου τρέχει πάντα με τους δικούς της ρυθμούς και συχνά σταματά, όχι για να κατεβούμε απ’ αυτή, αλλά για να κοιτάξουμε πίσω και ν’ αναλογιστούμε τη σημασία όλων εκείνων, που ξεμακραίνουν ή πιο κοντά, αλλά πάντα πίσω βρίσκονται, όπως κι ο δρόμος, ο οποίος οδηγεί από τη δημοσιά στο Μπέσικο.

   Ο δρόμος – αχ! αυτός ο δρόμος! – ή μάλλον το φαρδύ, σπαρμένο με πέτρες μονοπάτι, καθώς λόξευε κατηφορικά από τη δημοσιά, δημιουργούσε στην τομή τους μια οξεία γωνία που όλο μεγάλωνε κι από ένα σημείο και μετά έχανες τον λογαριασμό για τον τρόπο, με τον οποίο αναπτυσσόταν. Στην αρχή, από τη δεξιά μεριά του, έστεκαν θραψερά πουρνάρια – ακόμα υπάρχουν κάποια εκεί – που ο μούγκρος** τους κεντούσε όμορφες αποχρώσεις του πράσινου στους κλώνους τους την άνοιξη και οι αναρριχημένες σ’ αυτά αγράμπελες, με τις λεπτεπίλεπτες υπόλευκες ταξιανθίες τους, στόλιζαν εμφατικά τα αγκαθωτά κλαδιά τους, σκόρπιζαν μεθυστικές μυρουδιές, ενώ το μελισσολόι, το οποίο ρουφούσε αχόρταγα γύρη, βόμβιζε ακατάπαυστα στην καρδιά του καλοκαιρού. Και πολλά τιτιβίσματα πουλιών ακούγονταν εκεί, όλο τον χρόνο, αφού τα πυκνά κλωνάρια τους ήταν κατάλληλος χώρος για τη δημιουργία φωλεών για την αναπαραγωγή και κατ’ επέκταση για τη στέγαση των οικογενειών τους.

   Στη σειρά, πλάι τους, έστεκε αγέρωχη μια τεράστια καρυδιά, της οποίας τον κορμό δεν αρκούσαν δυο ανοιχτές αγκαλιές, για να τον περικλείσουν. Για πολλά χρόνια υψωνόταν περήφανη εκεί και κάθε χρόνο γέμιζε σακιά με τους καρπούς της! Μια θεομηνία, όμως, – μα, τι θεομηνία ήταν αυτή! – την έριξε κάτω από ρίζα, όπως από ξαφνική, αναπάντεχη αρρώστια πεθαίνει γυναίκα δυνατή και γόνιμη, ενώ όλοι αναμένουν απ’ αυτή να τους μοιράνει με τα πλούτη του κορμιού και της ψυχής της.

   Στον όχτο, αντίκρυ απ’ αυτά, κρέμονταν βάτοι, οι οποίοι την άνοιξη στολίζονταν με υπέροχα άνθη, ενώ το καλοκαίρι γέμιζαν με ώριμους χυμώδεις καρπούς, τους οποίους βουλιμικά γευόμασταν. Στην άκρη του μονοπατιού, όχι μακριά πολύ από κει όπου κρέμονταν οι βάτοι, μαζί με άλλη άγρια βλάστηση, υπήρχε ένας ογκόλιθος, ο οποίος λειτουργούσε ως αποκούμπι για τις γυναίκες, οι οποίες μετέφεραν στους ώμους τους λογής φορτία. Τις θυμάμαι να στέκονται με ακουμπισμένο κάποιο φορτίο, ενώ το πρόσωπό τους, ιδρωμένο και αναψοκοκκινισμένο, μαρτυρούσε τον μόχθο της ανηφορικής κοπιώδους πορείας τους. Συχνά είχαν μαζί τους κάποιο παιδί, στο οποίο έλεγαν κουβεντούλες, ή κάποιο ζωντανό δεμένο με τριχιά από τη ζώνη της ποδιάς τους, ενώ τα χέρια τους, τα οποία ήταν αμάθητα στη σχόλη και την τεμπελιά, έπλεκαν ή έγνεθαν, και τα κουρασμένα πόδια τους, ποδεμένα με παπούτσια από καουτσούκ, πετούσαν φλόγες. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ο ογκόλιθος έπεσε θύμα της διάνοιξης του δρόμου, αλλά οι μορφές και τα ονόματα αυτών των γυναικών δεν έσβησαν από τη μνήμη μου. Πώς μπορείς να ξεχάσεις αυτές τις ιέρειες της ζωής, οι οποίες είχαν αφιερώσει κάθε ικμάδα του σώματός τους, τη ζωή τους ολόκληρη, στην οικογένεια, στους συγγενείς, στην κοινότητα! Δεν μπορείς!  

   Λίγο πιο δίπλα και ψηλά υπήρχε ένας θεόρατος πλάτανος. Το ύψος και το σχήμα του δεν θύμιζαν σε τίποτα τα φουντωτά αδέλφια του, τα οποία συναντάμε σε πλατείες και κυρίως σε ρεματιές. Αυτός, κλαδεμένος, υψωνόταν αλαζονικά με τέτοιο τρόπο, που τον έκανε να μη μοιάζει με πλάτανο. Μια μέρα, μάλιστα, στη γνωστή θεομηνία, η οποία ξερίζωσε την πελώρια καρυδιά, η κορυφή του έσπασε και σαν φτερό στον άνεμο έπεσε σε παρακείμενη σκεπή θραύοντας αρκετά κεραμίδια! Για πολλά χρόνια στη μικρή υπώρεια, η οποία σχηματιζόταν κάτω από τον κορμό του, μέχρι που κόπηκε από ρίζα κι έγινε καυσόξυλα, οι κάτοικοι έριχναν οικοδομικά υλικά, τα οποία συχνά γίνονταν παιχνίδι στα χέρια των παιδιών, ενώ, όσο καιρό το σημείο ήταν άδειο, χρησίμευε ως σύντομο μονοπάτι για το ανεβοκατέβασμά τους στη δημοσιά κι από κει στις κοντινές αλάνες.

   Στην άκρη του δρόμου και κατά μήκος του αναπτυσσόταν αυλάκι, το οποίο χρησίμευε, τόσο για τη διοχέτευση των όμβριων υδάτων, όσο και για την καθοδήγηση εκείνων, με τα οποία ποτίζονταν οι κήποι τα καλοκαίρια κι έρχονταν από το πάνω μέρος του χωριού, από λάκκους, που είχαν γεμίσει με νερό από τη Συκιά, τη ζείδωρη νερομάνα! Ο ιδιότυπος ήχος του νερού, το οποίο κατέβαινε στο διψασμένο χωμάτινο αυλάκι, ηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, αφού, πέρα από την αισιοδοξία που μας γέμιζε, μια και θα πότιζε τα κηπευτικά μας, γινόταν ευχάριστο δροσιστικό παιχνίδι, καθώς πλατσουρίζαμε, πετούσαμε φούχτες νερού ο ένας στον άλλον και βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο νιώθαμε απέραντη ευτυχία! Μάλιστα, το μικρότερο σε μήκος αυλάκι, το οποίο διοχέτευε νερό στον δικό μας κήπο, βρισκόταν δίπλα στο σπίτι μας και καθώς έπεφτε ορμητικά σε δυο τοίχους, από τους οποίους ο ένας στήριζε το μονοπάτι κι ο άλλος το πεζούλι που ήταν από κάτω, σχημάτιζε όμορφους καταρράκτες, οι οποίοι, πραγματικά, έκαναν τον ευχάριστο καθόλα ήχο των αυλακιών να ακούγεται ως παράξενη μουσική συγχορδία.  Αλλά και η εικόνα τους ήταν ειδυλλιακή, αφού ο πρώτος έπεφτε σε απόσταση αναπνοής από την προαναφερθείσα θαλερή καρυδιά κάτω από την οποία μπορεί να μην αναπτύσσονταν πολλά φυτά, μια κι ο ίσκιος της, όπως όλων των καρυδιών, ήταν βαρύς, αλλά όλο και κάποια έβρισκαν εκεί όσο ήλιο χρειάζονταν, για να υπάρχουν και να στολίζουν μινιμαλιστικά το σημείο.

   Το αυλάκι συνέχιζε την πορεία του διακλαδιζόμενο, όπου ήταν αναγκαίο, ενώ ο δρόμος γινόταν πιο κατηφορικός. Δεξιά, υπήρχαν και υπάρχουν το πατρικό μου, καθώς και σπίτια συγγενών, ενώ στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στους όχτους, θρασομανούσαν λογής θάμνοι, ενώ στις άκρες ή εδώ κι εκεί στα παρακείμενα πεζούλια φύονταν οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούνταν στη φτενή τους γη λαχανικά, καλαμπόκια, τριφύλλι. Όλα έδιναν τη δική τους διακριτική πινελιά στο τοπίο και φυτεμένα γι’ άλλο σκοπό το καθένα, προσέφεραν καρπούς γι’ ανθρώπους και ζώα, τόσο για κείνα που τρυγούν χωρίς να ’χουν κοπιάσει, όσο και για τα κατοικίδια, τα οποία τρέφονταν με το αζημίωτο από τους νοικοκυραίους. Ήταν, πράγματι, χάρμα οφθαλμών να βλέπεις ό,τι καλλιεργείτο, τόσο στους ξένους κήπους, όσο και στον δικό μας, ο οποίος βρισκόταν κάπως ανάμερα. Τα μικρά φυτά που μεγάλωναν κι ανθούσαν σ’ αυτούς, έβγαζαν πολλών αποχρώσεων λουλούδια και καρπούς, το μέγεθος των οποίων δεν προμήνυε κανένα ανθάκι τους, ούτε της φασολιάς, ούτε της ντοματιάς, ούτε της πιπεριάς, ούτε της μελιτζάνας, ούτε της αγγουριάς, ούτε… Και τα πανύψηλα καλαμπόκια – έτσι τα βλέπαμε τότε, αφού ξεπερνούσαν κατά πολύ το ανάστημά μας! – γίνονταν ιδιαίτερα θελκτικά, όταν σχηματίζονταν οι καρποί στον κορμό τους και αναμέναμε, μόλις ψωμώσουν κάπως, να τους γευτούμε ψημένους ή βραστούς. Συχνά, δεν αντέχαμε την αναμονή, οπότε τους κόβαμε, τους ξεφλουδίζαμε και τους τρώγαμε ωμούς!  Στους καρπούς τους μας άρεσαν πολύ και οι «κλωστές» που αναπτύσσονταν στην άκρη τους και, όταν τις χτυπούσε ο ήλιος, θύμιζαν μετάξι. Αυτές κάποιες φορές τις αποκολλούσαμε, για να τις βάλουμε αντί για μαλλιά στις αυτοσχέδιες κούκλες μας ή σαν μουστάκια κάτω από τη μύτη μας, για να γελάσουμε. Όσο για τα τριφύλλια, αυτά ήταν πανέμορφα και όταν χλόιζαν και όταν οι γεωργοί τα άφηναν ν’ ανθίσουν, για να μαζέψουν σπόρο, οπότε απολαμβάναμε το ωραίο λιλά των ανθών τους.  

   Στην άκρη της αυλής του θείου μου ζούσε για χρόνια μια όμορφη, στιβαρή κρανιά, της οποίας κάποια κλωνάρια εκτείνονταν προς τον δρόμο. Στο πιο χοντρό συνηθίζαμε να δένουμε μια τριχιά και να φτιάχνουμε κούνια και ενίοτε, αντί για τη ζακέτα μας, τοποθετούσαμε ως κάθισμα τη βάση κάποιας παλιάς καρέκλας, που η χρήση της τις περισσότερες φορές απέβαινε μοιραία, καθώς λόγω της αστάθειάς της δεν έλειπαν οι πτώσεις και οι τραυματισμοί.  Η αιώρηση, όσο κι αν φαντάζει παράξενο, γινόταν καταμεσής του δρόμου, οπότε, όταν περνούσε κάποιος, μόνος ή συνοδεύοντας ζώα, αναμερίζαμε την κούνια για λίγο και κατόπιν την επαναφέραμε συνεχίζοντας το παιχνίδι!

   Η κρανιά, εκτός από πλήθος σχετικών με τα παιχνίδια αναμνήσεων, μένει στη μνήμη για τα λεπτεπίλεπτα κίτρινα άνθη της που βιάζονταν, όπως και της αμυγδαλιάς, ν’ ανθίσουν, και, φυσικά, για τους μακρόστενους και γυαλιστερούς κόκκινους καρπούς της, οι οποίοι ωρίμαζαν το φθινόπωρο και την ιδιαίτερη υπόξινη γεύση τους την απολαμβάναμε δεόντως. Τα κράνα, εκτός που το αφέψημά τους το πίναμε ως αποτελεσματικό ίαμα κατά του βήχα, τα τρώγαμε αποξηραμένα, κυρίως βρασμένα μαζί με, επίσης, αποξηραμένα απιδοκόμματα και κεράσια τον χειμώνα.  

   Τα κλαδιά της εν λόγω κρανιάς έσμιγαν ερωτικά με κείνα μιας φιρικιάς, η οποία βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μέσα από τον υποτυπώδη φράχτη που περιέβαλε το κτήμα και τον οποίο με πολλές αφορμές υπερπηδούσαμε, ειδικά τον χειμώνα που δεν υπήρχαν καλλιέργειες. Όταν άνθιζε η φιρικιά, τα όμορφα άνθη της γέμιζαν με μέλισσες και στην αρχή του φθινοπώρου τα μακρουλά μήλα της με το ιδιότυπο χρώμα και την ξεχωριστή τους γεύση μάς έκαναν να περιμένουμε πώς και πώς να πέσει κάποιο στη γη, να το τρίψουμε πάνω στο ρούχο μας, για να φύγουν οι σκόνες, και να το γευτούμε. Θα μπορούσαμε να τραβήξουμε και τα κλωνάρια της και να φτάσουμε μερικά, αλλά οι γονείς μάς είχαν μάθει να μην καρπωνόμαστε ξένο βιος! Έτσι, αν έπεφτε κάποιο, όπως και τ’ άλλα ζωντανά της φύσης, μπορούσαμε να το φάμε.

   Αμέσως μετά τις κατοικίες, την κρανιά και τη φιρικιά, προχωρώντας, εκατέρωθεν του δρόμου υπήρχαν κι άλλα δέντρα, οπωροφόρα ή μη, όπως κερασιές, συκιές, κορομηλιές, απιδιές, κλήματα αναρριχώμενα, κυρίως πάνω σε πουρνάρια, τα οποία αδέλφωναν τους κλώνους τους δημιουργώντας υπέροχο ίσκιο για τους στρατοκόπους. Σε μικρή απόσταση από τον δρόμο υπήρχαν και υπάρχουν τα σπίτια των γειτόνων μας, όπου φτάναμε στις αυλές τους, για να παίξουμε με τα παιδιά τους, αλλά και για να κάνουμε θελήματα χωρίς βαρυγκώμια.

   Συχνά, κάναμε στάση απέναντι από το σπίτι της μακαρίτισσας πλέον Λαμπρινής, για να βρέξουμε τα πόδια μας στο τρεχούμενο νερό, το οποίο έπεφτε στην άκρη του δρόμου, ερχόμενο από τη Βριτσίλα, την όμορφη κρήνη που υπήρχε στη δημοσιά και έπεσε θύμα της διάνοιξης του κεντρικού δρόμου, και όχι μόνο. Βέβαια, τα καλοκαίρια ήταν λιγοστό, εκτός και πετυχαίναμε τη στιγμή, κατά την οποία είχαν ανοίξει τον λάκκο που υπήρχε μια ανάσα κάτω από την κρήνη, κι έπεφτε ορμητικό στο ίδιο σημείο, για να οδηγηθεί με αυλάκι στους κήπους και να τους ξεδιψάσει. Το μέρος αυτό συνιστούσε, επίσης, ένα όμορφο σκηνικό, αφού και το κατακαλόκαιρο κρατιόταν χλοερό από τα υδροχαρή φυτά, τα οποία φύτρωναν τριγύρω και κάποια αντανακλούσαν κάτω από το νερό φωτεινούς σμαραγδένιους χρωματισμούς. Ως εκεί, μας έφτανε κυνηγώντας μας κι ένας εύρωστος κόκορας με όμορφα πολύχρωμα φτερά, που είχαμε κάποτε στο κοτέτσι μας, ο οποίος, μόλις έβλεπε μικρό παιδί, άγνωστο γιατί, το έπαιρνε στο κυνηγητό! Άλλο που δεν επιζητούσαμε κι εμείς, βέβαια. Γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητά του, δεν χάναμε ευκαιρία να τον πλησιάσουμε, για να τον συναγωνιστούμε στο τρέξιμο και, φυσικά, κάποιες φορές δεν γλιτώναμε τις οργισμένες τσιμπιές του! 

   Ενώ στα δεξιά του δρόμου απλώνονταν επάλληλα πεζούλια, κατάφυτα με δέντρα και κηπευτικά, αριστερά πάνω από τον ψηλό όχτο φύτρωναν διάφορα οπωροφόρα, όπως μουριές, στις οποίες αναρριχώντο ζαμπέλλες, καθώς και κορομηλιές. Φυσικά, υπήρχε και κήπος, ελάχιστα ορατός στην άκρη του. Εκεί, χωμένο μες στο πράσινο είναι και το σπίτι των Πολιταίων, στην αυλή του οποίου, όντας μικρή, δοκίμασα τη γεύση της χλωρίνης από ένα μπουκάλι αφημένο σε μια άκρη της. Ευτυχώς, δεν μου άρεσε φαίνεται, οπότε δεν ήπια αρκετή! Γι’ αυτό λένε πως στα επικίνδυνα πράγματα δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση τα παιδιά, αφού η περιέργειά τους να γνωρίσουν τον κόσμο, που τα περιβάλλει, είναι δεδομένη και συχνά μπορεί να καταστεί επικίνδυνη ή να αποβεί μοιραία.   

   Κατεβαίνοντας, το τελευταίο σπίτι αριστερά, πάνω από τον δρόμο, χτίστηκε, όταν ήμουν παιδί, ή, μάλλον, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Πριν, μια και το κτήμα το είχε αγοράσει η ξαδέλφη μου η Δημητρούλα, πήγαινα και βοσκούσα τις προβατίνες μας, τέσσερις τον αριθμό, από τις οποίες οι τρεις ήταν άσπρες και η μία λάγια. Θυμάμαι αυτό το χωράφι γεμάτο μαργαρίτες την άνοιξη, αλλά και χλοερό μεγάλο μέρος του χρόνου. Όταν είχε καλό καιρό, ενώ επέβλεπα τις προβατίνες, μ’ άρεσε να χαζεύω το τοπίο που απλωνόταν γύρω μου ως μακριά στον ορίζοντα. Αν ο καιρός προμήνυε βροχή, πάλι πήγαινα τα ζώα στη βοσκή, με τη διαφορά ότι κουβαλούσα μαζί μου, για παν ενδεχόμενο, μια μεγάλη, μαύρου χρώματος, αντρική ομπρέλα. Αν άρχιζε να βρέχει, την άνοιγα, ενώ συχνά η ομίχλη, πυκνή ή πιο αραιή, δημιουργούσε πλήθος εικόνων και το σκηνικό θύμιζε ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, όπου εγώ κι οι προβατίνες μας είχαμε ρόλους κομπάρσων, μπορεί και πρωταγωνιστών!

   Αλλά η φύλαξη των προβατίνων είχε και τα αναπάντεχα, τα ευτράπελα, θα μπορούσα να πω. Διότι αυτά τα αγαθά ζώα, τα οποία είναι ευτυχία να τα βόσκεις, έτσι και πιάνονταν από τα πληθωρικά μαλλιά τους κάποιος βάτος, γινόταν χαμός! Καθώς προσπαθούσαν ν’ απαλλαγούν από τον ενοχλητικό παρείσακτο, έτρεχαν δώθε κείθε. Όσο για τη λάγια, αυτή έφερνε γύρω σαν σβούρα! Οπότε ως βοσκοπούλα τι να ’κανα; Προκειμένου να τις απαλλάξω, έτρεχα κατόπι τους προσπαθώντας ν’ αφαιρέσω τον βάτο. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, αλλά δεν λησμονώ τ’ αγαπημένα μας πλουτοφόρα ζωντανά, που αν και με βασάνιζαν κάποιες φορές – τι να ’καναν κι αυτά, αφού δεν μπορούσαν ν’ αποδιώξουν μόνα τους τον βάτο; – μας χάριζαν γάλα, μαλλί και χαριτωμένα, παιχνιδιάρικα αρνάκια!

   Μόλις η ξαδέλφη, αρκετά πιο μεγάλη από μένα, έχτισε το σπιτάκι της – πριν έμενε στη Λάψαινα – ήμουν συχνή επισκέπτριά της, ειδικά τον χειμώνα. Εκτός από τη συγγένεια, η οποία μου έδινε το θάρρος των επισκέψεων, ήταν και οι περιποιήσεις της που με κρατούσαν αιχμάλωτη. Μόλις έφτανα, έπιανα το παραγώνι αντίκρυ στον γέρο πατέρα της, τον μπάρμπα Νάσιο, από τον οποίο δεν χόρταινα ν’ ακούω ιστορίες, πολλές από τις οποίες, αν και ήταν αληθινές, στο παιδικό μου μυαλό φάνταζαν παραμυθένιες. Ο μπάρμπας, έχοντας ζήσει μέρος της ζωής του με Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν κατακτήσει τον τόπο μας για πάνω από τετρακόσια χρόνια, και καθώς ο Άραχθος ήταν για αρκετό καιρό το σύνορο ανάμεσα στο Ελληνικό κράτος και την Οθωμανική αυτοκρατορία, είχε ένα σωρό σχετικά περιστατικά να αφηγείται. Και φυσικά, ενώ εγώ άκουγα αφοσιωμένη τα ιστορούμενα, η Δημητρούλα φούντωνε τη φωτιά, έβαζε μικρά καλαμπόκια στον ψήστη κι έφτιαχνε παπαδίτσες***, οι οποίες ήταν νοστιμότατες και δεν προέρχονταν από υβριδικούς σπόρους, οι οποίοι έχουν σκληρό φλοιό, αλλά από ντόπιους, που με τρέλαινε η γεύση τους. Μόλις ήταν έτοιμες, τις άδειαζε σ’ ένα ταψί, το έβαζε μπροστά μου κι εγώ τις έτρωγα με φανερή χαρά και ικανοποίηση. Χρόνια μετά θυμάμαι με νοσταλγία, τόσο την ιδιαίτερη επικοινωνία με τον μπάρμπα, όσο και την ξαδέλφη, η οποία πάντα με καλοδεχόταν και με κανάκευε. Και ασφαλώς δεν λησμονώ τις παπαδίτσες! Πώς να τις λησμονήσω, αφού είναι από κείνες τις γεύσεις που συνδέονται με την παιδική μου ηλικία και με όμορφες αναμνήσεις, οι οποίες τους έδιναν ξεχωριστό νόημα.        

   Αντίκρυ από το σπίτι της ξαδέλφης, στην άκρη του δρόμου και στην αρχή ενός άλλου χωραφιού, υπήρχε μια απιδιά που ’κανε κάτι απίδια μούρλια! Ήταν δικιά μας; Όχι! Το πώς γνωρίζω τη γεύση τους δεν έχει να κάνει με κάποια λαθροχειρία! Είπαμε, αυτή απαγορευόταν! Τα απίδια αυτά τα γευόμασταν, γιατί μας τα ’φερνε μες στον τορβά της – ιερό το χώμα που τη σκέπασε – η μικροκαμωμένη και καλοσυνάτη θεια Πανάγιω, η οποία, κάθε που ωρίμαζαν, περνούσε από το σπίτι και μας φίλευε. Την αγαπούσαμε πολύ αυτή τη θεια, η οποία, όταν την κερνούσαμε γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι, μας ευχόταν εγκάρδια «Καλή πρόβα!». Αγράμματη καθώς ήταν, την πρόοδο την είχε πιάσει τ’ αυτί της ως πρόβα! Εμείς την ευχαριστούσαμε εγκάρδια, χωρίς να τη διορθώνουμε. Όχι γιατί δεν θέλαμε να μάθει να λέει σωστά τη λέξη, αλλά επειδή μας άρεσε πολύ να την ακούμε να μας εύχεται εκ βαθέων εκείνο το «Καλή πρόβα!», το οποίο, μαζί με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και το αγαθό βλέμμα της, με συγκίνηση θυμάμαι.

   Μερικά μέτρα πιο κάτω από την απιδιά, ο δρόμος, πάντα κατηφορικός, αποτελεί μια όμορφη δίοδο ανάμεσα στο καταπράσινο τοπίο. Απ’ αυτό το σημείο μέχρι την πηγή, αν εξαιρέσεις τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, το φυσικό περιβάλλον παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο. Από την αριστερή μεριά πάνω στις σχισμές των αρχέγονων βράχων ζουν ακόμα πουρνάρια, που άλλες από τις ρίζες τους κρέμονται γυμνές, ζητώντας, λες, βοήθεια, κι άλλες, προφανώς οι περισσότερες, είναι βυθισμένες στην πετρώδη γη αναζητώντας θρεπτικά συστατικά και νερό. Ανάμεσα στα πουρνάρια, τα οποία στεφανώνουν τα βράχια και κάτω απ’ αυτά, στην απότομη κλίση του εδάφους, αναπτύσσονται μικρότερα σκιόφιλα φυτά, ενώ δεξιά μέχρι όπου βλέπει το μάτι απλώνεται η ρεματιά, η οποία φιλοξενεί την πηγή Μπέσικο. Λίγο πιο κάτω, άλλα βράχια κρέμονται αριστερά, σε μεγαλύτερο ύψος από τα προηγούμενα, αλλά όχι ιδιαίτερα απειλητικά, αφού τα πανύψηλα πλατάνια, τον καιρό που είναι ντυμένα με φυλλώματα, βέβαια, ημερεύουν τον τόπο και κρύβουν τους απότομους καρστικούς σχηματισμούς τους.

   Το αγνάντεμα του τοπίου σ’ αυτό το σημείο και σ’ όση ανομοιογενή ακτίνα περιφέρεται το βλέμμα, αποτελεί εκλεκτή εμπειρία. Η θέαση των υψηλών πλατάνων προκαλεί δέος, ενώ το περιφερόμενο βλέμμα ελκύεται από τα βρύα και τις μικρές φτέρες που φύονται στους κορμούς τους, αναδεικνύοντας και σ’ αυτή την περίπτωση τον τρόπο, με τον οποίο η φύση κοσμεί τα εαυτής. Όσο για τους κλώνους τους, αυτοί αίρονται προς τα πάνω αναζητώντας φως και σπάνια επιτρέπουν μέσα από τα φυλλώματά τους να δεις μια χούφτα ουρανό. Τα υδρόφιλα πλατάνια κυριαρχούν σχεδόν ως μονοκαλλιέργεια στη ρεματιά, στις υπώρειες της οποίας μπορείς να διακρίνεις εδώ κι εκεί πουρνάρια ή καρυδιές. Της προσοχής, μάλιστα, δεν διαφεύγουν οι αναρριχημένοι στους κορμούς και σε κλαδιά των δέντρων αειθαλείς κισσοί, οι οποίοι, ειδικά τον χειμώνα, δίνουν ιδιαίτερο τόνο πρασινάδας στο τοπίο, ενώ με τους σφαιρικούς μαύρους σπόρους τους γίνονται πόλος έλξης για όσα πτηνά τους αγαπούν.  

   Και η πηγή, στο σύνολό της, αποτελούσε ένα εναρμονισμένο με το περιβάλλον αρχιτεκτόνημα, το οποίο διακρινόταν από λιτή αρχοντιά. Χτισμένη με μαύρες σχιστολιθικές πέτρες, είχε δύο μεταλλικούς κρουνούς, όπου έσβηναν για χρόνια άνθρωποι κι άνθρωποι τη δίψα μας! Το νερό της, ζείδωρο αγαθό για τους ανθρώπους, για τα ζωντανά, για τον νερόμυλο, για τα χωράφια, πήγαζε από τα σπλάχνα της γης κι αφού επιτελούσε την αποστολή του, όσο απέμενε, έσμιγε μετά από μακρύ ταξίδι με τα νερά του μαγευτικού, θορυβώδους Αράχθου.  

   Τώρα, κάθε φορά που περπατώ στον ίδιο δρόμο, αναπολώ στιγμές αλλοτινής ζωής, στήνω μπροστά μου σκηνικά σαν και κείνα, τα οποία έζησα κάποτε, και παρατηρώ, άλλοτε με θλίψη κι άλλοτε με αποδοχή, όσα έχουν αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου. Δεν λυπάμαι για τις αναπόφευκτες αλλαγές που αυτός φέρνει, αλλά για κείνες που οι άνθρωποι αλόγιστα έχουν προκαλέσει. Κάποια αφορά στην πηγή. Αχ! αυτή η πηγή! πόσο με πληγώνει! Έχει χάσει παντελώς την ταυτότητά της, αφού καταστράφηκε εκ θεμελίων και έχει αντικατασταθεί από άλλη, κατασκευασμένη από πέτρες υπόλευκου χρώματος και μ’ άλλη αρχιτεκτονική αντίληψη. Καθώς, μάλιστα, οι γυναίκες δεν φτάνουν πλέον ως εκεί, για να κάνουν την πλύση των κάθε είδους σκουτιών, η πηγή δεν υποφέρει μόνο από μοναξιά, αλλά κι από εμφανή για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου παραμέληση, ενώ η γούρνα, στην οποία εκείνες ξέπλεναν τα σκουτιά τους, ως άχρηστη, καταστράφηκε. Ίχνος της δεν έχει απομείνει! Λες και δεν ήταν μέρος της ζωής και της παράδοσης του τόπου μας, λες και πέρασαν αιώνες από την ύπαρξή της! 

   Κι ο νερόμυλος, πιο κάτω, μαζί με την κάναλη, η οποία οδηγούσε το νερό σ’ αυτόν και τον έθετε σε λειτουργία, αποτελούν μια ενδιαφέρουσα λαϊκή αρχιτεκτονική έκφραση στην καρδιά της ρεματιάς. Με την αρμονική τους συνύπαρξη άλεσαν για χρόνια γεννήματα και γεννήματα και συνέβαλαν στην ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Βέβαια, η σημερινή εικόνα τους αποπνέει ερημιά και εγκατάλειψη, ενώ δύσκολα μπορείς να πεις ότι αποτελεί όλες τις μέρες του χρόνου προσιτό σημείο επίσκεψης. Μικρές παρεμβάσεις, πριν μερικά χρόνια, έσωσαν τον μύλο από την κατάρρευση, όμως, ακόμα και τώρα, με μια γενναία αναπαλαίωση, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει λίγη από την παλιά αίγλη του, ακόμα και χρηστικός να γίνει, και οπωσδήποτε ν’ αποτελέσει, όπως και παλιά, κόσμημα της ρεματιάς. Και τούτο, διότι η ρεματιά του Μπέσικου δεν διακρίνεται μόνο για το υπέροχο φυσικό της τοπίο, αλλά έρχεται από το παρελθόν φορτωμένη με τη ζωή αρίφνητων προγόνων, οι οποίοι έδρασαν με ποικίλες αφορμές στους κόλπους της, ενώ το εναρμονισμένο, με τις όποιες εξαιρέσεις, αρχιτεκτονικό σύνολο – ας προσθέσουμε σ’ αυτό και τον λιθόχτιστο λάκκο, όπου συλλεγόταν νερό για το πότισμα κτημάτων – που αναπτύσσεται στον κορμό της, την καθιστά χώρο περιπάτου, χώρο αναψυχής και χώρο γνωριμίας με το παρελθόν και το παρόν του τόπου. Με μία υποσημείωση, η οποία λέει πως οι ιθύνοντες έχουν ολιγωρήσει στο να την κάνουν για πολλούς λόγους ελκυστική και οφείλουν, κάνοντας τις αναγκαίες επιμελημένες ενέργειες και παρεμβάσεις – υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα στην πατρίδα μας – να την αναδείξουν ως σημείο ουσιαστικής αναφοράς για την περιοχή.   

   Οπωσδήποτε η διάνοιξη, η αρχική τσιμεντόστρωση και η τωρινή ασφαλτόστρωση του δρόμου, ώστε να κινούνται οι άνθρωποι άνετα με τα τροχοφόρα ή πεζοί, υπήρξε αναγκαία συνθήκη, η οποία, όσο κι αν αλλοίωσε κάποια σημεία στις άκρες του, δεν συνιστά λόγο για μεμψιμοιρίες και άλλα όμοια. Η φύση, άλλωστε, όπως μόνο αυτή γνωρίζει να το κάνει, φρόντισε να καλύψει με τον καλύτερο τρόπο τα σημεία που αρχικά έχασκαν από το μηχάνημα που προέβη στη διάνοιξη. Και σε συνάρτηση με τα δώρα της φύσης, περνούν μπροστά από τα μάτια μου πολλοί γνώριμοι άνθρωποι, οι οποίοι διάβηκαν τον δρόμο λόγω των αναγκαίων καθημερινών μετακινήσεών τους ή προκειμένου να συνοδεύουν εν πομπή αγαπημένα πρόσωπα στο ξεκίνημα της καινούργιας τους ζωής, σε βαφτίσια και γάμους, στον πηγαιμό για πρώτη φορά στο σχολείο ή στο τελευταίο τους ταξίδι.

   Μ’ όλα αυτά στο βλέμμα, σκέφτομαι όλους εκείνους που έφυγαν για το επέκεινα, όσους ξενιτεύτηκαν και σπάνια πια τον διαβαίνουν, και χαίρομαι μ’ όσους ακόμα καθημερινά τον χρησιμοποιούν, που κι αυτοί μέρα με τη μέρα λιγοστεύουν! Βέβαια, όταν ο καιρός είναι καλός και κυρίως τα καλοκαίρια, ο δρόμος δέχεται περισσότερους επισκέπτες, συχνά παιδιά και νέους, που φτάνουν ως το Μπέσικο, για ν’ απολαύσουν τη δροσιά του παχιού ίσκιου και του νερού της πηγής. Κι εγώ πολλές από τις φορές που επιστρέφω στην πατρώα και τη μητρώα γη, φθάνω ως εκεί, μόνη ή με φίλους, για να θυμηθώ ή για να τους μιλήσω για όσα η βαθύσκιωτη ρεματιά συνιστά για μένα. Κι όταν μακριά είμαι, δεν είναι λίγες οι φορές που ο δρόμος από τη δημοσιά ως το Μπέσικο, παίρνει ζωή μέσα από τη σκέψη και την πένα μου, έτσι, όπως κι άλλα πράγματα που αγάπησα και συνδέονται με αληθινές στιγμές ζωής!  

 

Γλωσσάρι

* http://users.sch.gr/panlampri/arthr106.html

**μούγκρος (ο) τρυφερός βλαστός πουρναριού

***παπαδίτσες (οι) μικρό καλαμπόκι ψημένο, pop corn