Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Συνομιλίες, (26-9-2019)

 

Δημοσιεύτηκε στην προσωπική μου σελίδα στο facebook στις 27 Σεπτεμβρίου 2019

 

   Πάντα με εξέπλητταν ευχάριστα οι διάλογοι, ή μάλλον, οι μυστικές, μυστηριακές, θα έλεγα, συνομιλίες μεταξύ του λαϊκού και του επώνυμου λόγου, της λαϊκής και της επώνυμης τέχνης,… Πόσο μάλλον, που, όχι σπάνια, υπάρχει αμφίδρομη σχέση, στην οποία γνωστοί δημιουργοί εμπνέονται από λαϊκές δημιουργίες και λαϊκές δημιουργίες έχουν τόσο πολύ ενσωματώσει επώνυμες, που με το διάβα των καιρών δυσκολεύεσαι να βρεις την άκρη του νήματος.

   Αυτό το διαχρονικό δούναι λαβείν φαντάζει πολύ γοητευτικό. Θεωρώ, μάλιστα, πως συνιστά μια δυναμική πλευρά της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής, η οποία λειτουργεί πέρα από κανόνες και στερεότυπα, επομένως, κατά το δυνατόν, ελεύθερα. Όσοι δημιουργούν, γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία της ατομικής έκφρασης, που μπορεί να είναι μπολιασμένη με δημιουργήματα άλλων, αλλά φέρνει στο προσκήνιο τη δική τους έμπνευση και την ξεχωριστή πρόσληψη όλων αυτών, τα οποία κάνουν κάθε δημιούργημά τους μοναδικό.

   Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είπα να παρουσιάσω μια τέτοια συνομιλία, η οποία αφορά σ’ έναν μύθο, σε μια παροιμία και σ’ ένα δικό μου ποίημα.

   Ο μύθος είναι ο ακόλουθος:

   «Καυχιότανε μια φορά το Αραποσίτι πως είναι καλόψυχο, και ζουν απ’ αυτό ζώα, πουλιά κι άνθρωποι.

   Τ’ άκουσε το Σιτάρι κι είπε:

   «Βρε μερμηγκοκέφαλε, τι είσαι τόσο περήφανος; Γιατί σε τρώνε τα γουρούνια κι η φτωχολογιά; Εμένα με τρώει τ’ αρχοντολόι μοναχά».

   «Βρε αγριομούσταξε, που σου τσουλουφράνε τα μουστάκια, και σε πατάνε τ’ άλογα στ’ αλώνι, δεν έχεις και ντροπή λιγάκι;»

   Τότε ντροπιάστηκε το Σιτάρι και πήγε στη μάνα του (τη Γη) να παραπονεθεί, και της είπε τα παράπονά του.

   «Να πας πίσω» του είπε η μάνα του, «να το χαιρετίσεις γλυκά και τότε θα δεις».

   «Ώρα καλή σου, αδερφάκι μου» είπε στο Καλαμπόκι το Σιτάρι, «από σένανε καλοπερνούν όλα τα ζωντανά και τα πουλιά κι η φτώχεια».

   «Καλώς την την τιμή της εκκλησιάς, τ’ αντίδωρο της λειτουργιάς και το καρβέλι της αρχοντολογιάς!» είπε το Αραποσίτι.» (Γ. Βλαχογιάννη, Ιστορικά Ανέκδοτα και Αξιοπερίεργα Επιφανών Ελλήνων», εκδ. γνώση, 2012, σ. 14)

   Το σημαινόμενο του μύθου συνομιλεί, θαρρώ, με την παροιμία «Τον λόγο που προσμένεις πες τον πρώτα εσύ!», την οποία άκουσα από την πεθερά μου και κάποια στιγμή, θησαυρισμένη στη μνήμη μου, με οδήγησε να γράψω τους ακόλουθους στίχους:  

 

Συμβουλή («Χαρμολῦπες», 2018, σ. 24)

 

«Τόν λόγο πού προσμένεις

πές τον πρῶτα ἐσύ!».

 

Αὐτή τή συμβουλή,

μέ κάθε ἀφορμή,

θυμόσοφα ἡ γερόντισσα δίνει.

 

Τόν λόγο τόν καλό

ἡ ἴδια ἀφειδώλευτα σκορπίζει·

καθόλου δέν τή μέλλει

ἄν οἱ ἄλλοι πάντα τόν ἐννοοῦν·

οὕτως ἤ ἄλλως, λόγους καλούς

πολλούς γιά μοίρασμα ἔχει

καί τούς χαρίζει σ’ ἄρρωστες ψυχές

φάρμακο νά τούς ἔχουν.

 

   Φυσικά, κλείνοντας τούτη τη σύντομη αναφορά στις συνομιλίες μεταξύ λαϊκών και επωνύμων ειδών τέχνης, θα ήταν άτοπο να αναλύσω το ποίημά μου. Σημασία έχει πως και στα τρία κειμενικά είδη, τα οποία παρατέθηκαν, πέραν άλλων, προτάσσονται ως βασικοί παράγοντες της αρμονικής κοινωνικής ζωής η υπομονή, η κατανόηση, η καλοσύνη,… Και σαν από αγαθή τύχη κυριαρχεί η σπουδαιότητα της συμβουλής, η οποία δίνεται από άτομο προχωρημένης ηλικίας, που συμβαίνει να είναι και μητέρα! Δεν είναι πολύ τρυφερό αυτό και δεν δείχνει με απέριττο τρόπο πόσο όμορφες είναι οι συνομιλίες, για τις οποίες παραπάνω έγινε λόγος;