Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

 

Στις πλαγιές του Βέρμιου

 

Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί την εισαγωγή του κεφαλαίου «Στις πλαγιές τον Βέρμιου», που ολοκληρώνεται με την περιγραφή της Νάουσας και της Βέροιας. Ο συγ­γραφέας προσπαθεί να συλλάβει ό,τι ουσιαστικό έχουν να του προσφέρουν οι τόποι που επισκέπτεται και να δώσει όχι μόνο ό,τι βλέπει με το μάτι, αλλά και ό,τι νιώθει μπροστά σ' αυτό που βλέπει.

    

 Το Βέρμιο ανήκει στα εγκάρδια βουνά, στα βουνά που δεν τα τρομάζεις με τ' από­κρημνα ύψη τους, που δεν τα βαριέσαι με την αδυσώπητη μονοτονία τους, που συμφιλιώνεσαι αμέσως μαζί τους και τα παίρνεις με όλη σου την ευχαρίστηση πι­στούς συντρόφους στο ταξίδι σου.

 

    Ένας παλιός συγγραφέας τ' ονομάζει «μέγα σινικόν τείχος», που χωρίζει την περιφέρεια της Καστοριάς, της Ανασελίτσης, της Κο­ζάνης, των Γρεβενών και της Κατερίνης από τη μέση και ανατολική Μακεδονία.

  

  0 χαρακτηρισμός μου φαίνεται και άστοχος και βαρύς. Τα «μεγάλα σινικά τείχη» εί­ναι όγκοι τεράστιοι πετρών που απομονώνουν, που βασανίζουν και ταλαιπωρούν το Βέρμιο, ολωσδιόλου αντίθετα, σε προσκαλεί φιλικά με κάθε του πλαγιά, με κάθε χα­ράδρα του, με κάθε κορυφή του, με την αστείρευτη δροσιά του και την άφθονη βλά­στηση.

     

   Καθώς πηγαίνεις με το τρένο από την Έδεσσα στη Βέροια, το βλέπεις πότε να ξεμακραίνει διακριτικά και να χάνεται στο κατάφωτο γαλάζιο βάθος του καλο­καιρινού ουρανού, πότε να πλησιάζει χαρούμενο και πρόθυμο. Οι πολιτείες και τα χωριά που αναπαύονται στις πλαγιές του είναι σαν τεράστιοι κήποι, που τους συ­ντηρούν, τους ανανεώνουν και τους ωραΐζουν οι θαυμάσιες ροές του Βέρμιου.

    Νε­ρά παφλάζουν εδώ, νερά κατεβαίνουν με τραγουδιστό ξετύλιγμα παραπέρα, πυκνοί ίσκιοι ξαλαφρώνουν το στρατοκόπο κάτω από παμπάλαιες καρυδιές και καστανιές και τον προσκαλούν να ευφρανθεί σε αερικά πλατώματα, ανάμεσα στις χαρούμενες συντροφιές των ανθισμένων θάμνων. Το Βέρμιο παρουσιάζεται διπλό στην υπόστα­ση: είναι το βουνό της ειδυλλιακής ομορφιάς, το κατάφυτο και κατάρρυτο, το αγνό­τατο, και το βουνό της κοινωνικής χρησιμότητας.

      Στα πόδια του ένας κόσμος ολό­κληρος παίρνει τη δύναμη που του χρειάζεται, για να κάμει τον κόπο του γόνιμο και για να δημιουργήσει την προκοπή του. Οι καταρράκτες που πηδούν ανυπόμονοι από τα ύψη των βράχων του, ο πολύτιμος «λευκός άνθραξ» της Μακεδονίας, κινούν ερ­γοστάσια και γεμίζουν από χρήσιμη δραστηριότητα τις πολιτείες των στενών ορεινών κοιλάδων.

    Μαζί με το πλατάγισμα του νερού και τον ήχο της αύρας ανάμεσα στα πράσινα φύλλα, ο ταξιδιώτης ακουρμαίνεται  και τον κρότο της μηχανής· εργο­στάσια, που αποτελούν θερμές κυψέλες ζωής, ανοίγουν την κατακόκκινη συμφωνία των αλλεπάλληλων στεγών των, σα μεγάλη κηλίδα στην καταπράσινη απεραντοσύ­νη της πλαγιάς· καπνοδόχοι στέλνουν τον γκρίζο καπνό τους στα ύψη· χιλιάδες άν­θρωποι πάνε κι έρχονται, κατασκευάζουν, μεταφέρουν, διαπραγματεύονται, γεμί­ζουν τον τόπο από το σάλαγο της ζωντανής, της αποδοτικής εργασίας.

     Αφέντης και προστάτης του τόπου το νερόχαρο βουνό. Αυτό γεμίζει από σύννεφα, βροχές και χιόνια μέρες ατέλειωτες· αυτό στραγγίζει τ' ασκιά τ' ουρανού στα ευρύχωρα στέρνα του· κι αυτό ξαναστέλνει το ευεργετικό του απόθεμα στην πλαγιά και στον κάμπο με χίλιους τρόπους: με σκισίματα απότομα, που δημιουργούν τους βουερούς καταρράχτες, με ποτάμια ορμητικά, που προσπερνούν σαν μεθυσμένα άλογα τις σκιερές συ­στοιχίες των πλατάνων, με μοναχικές, σιωπηλές πηγές, με λιγνές κλωστές υδάτινες, που κατεβαίνουν, για να ποτίσουν το περιβόλι και το χωράφι, για να θρέψουν το λα­χανικό, για να γεμίσουν από ευωδιά το λουλούδι.

    Την ώρα τούτη όλα στο Βέρμιο εί­ναι ανθισμένα: ο ταξιδιώτης νομίζει πως δε βρίσκεται κατακαλόκαιρα στην καρδιά της Μακεδονίας, μα πως έχει προφτάσει μια θαυμάσια όψιμη άνοιξη.