ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑ – ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Ο ΓΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣ (Δήμος Τσέλιος) (1785 – 1854)
ΜΗΤΣΗΣ Θ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ (ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ) ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ
Ο ΓΕΡΟΣ-ΔΗΜΟΣ (ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ)
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Διαβάζοντας τα βιβλία: "Η διαλλακτικότητα του Δήμου Τσέλιου..." του καθηγητή και ιστορικού, Διον. Μιτάκη και "Λησμονημένοι μαχητές" του λαογράφου Ν.Θ. Μήτση, καθώς και πολλά αποσπάσματα λαογράφων της περιοχής Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας: κ. Αθ. Παπαναστάση, Γερ. Παπατρέχα κ.ά., ένιωσα την ανάγκη ως δάσκαλος, να μεταφέρω τη ζωή του Γέρου-Δήμου μέσα από ένα θεατρικό δρώμενο (ως εναλλακτική πρόταση) για τις ανάγκες της σχολικής γιορτής της 25ης Μαρτίου. Έτσι, προσπάθησα την ιδέα-σκέψη να τη μετατρέψω σε μια ολοκληρωμένη πρόταση, παρουσιάζοντας τη ζωή και τη δράση του (προσωπογραφία) σαν ένα είδος αφιερώματος στον ήρωα των προεπαναστατικών χρόνων, των επαναστατικών χρόνων και των χρόνων της ελεύθερης Ελλάδας. Η πρόταση δεν έχει μόνο στόχο, να αναδείξει και να προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση στον τρόπο παρουσίασης μιας σχολικής γιορτής, αλλά κύρια προτρέπει συναδέλφους να αναδείξουν άγνωστες ηρωικές μορφές των απελευθερωτικών χρόνων. Έτσι και 'γω ελπίζω και εύχομαι να ευαισθητοποιήσω (παράλληλα) συναδέλφους της περιοχής Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας ώστε να βοηθήσουν: στην ανάδειξη της πολύπλευρης προσωπικότητας του μπροστάρη αγωνιστή Δήμο Τσέλιο (Γέρο-Δήμο) στα μάτια των μαθητών τους και της τοπικής κοινωνίας. Γιατί η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας, της δικής τους ιστορίας, που είναι άλλωστε κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας, είναι ανάγκη των καιρών. ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ή ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΗΣ – ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
..... Δ. ΣΧΟΛΕΙΟ .......
ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ (1821 – 200..)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΥ (Δήμου Τσέλιου) (1785-1854)
Α. ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - Ο ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΗΣ (Η ζωή και η δράση του)
Β. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ
Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ - Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ (ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ)
-
ΑΠΟΨΕΙΣ-ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟ Α. ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ νέος και κλέφτης (Η ζωή και η δράση του)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πριν ξεκινήσει ο α' αφηγητής να μιλά περιληπτικά για τη ζωή και τη δράση του Γέρου-Δήμου, καλό είναι, ως εισαγωγή, να ακουστεί ο Θούριος του Ρήγα (χορικό τραγούδι, Χρήστος Λεοντής – Χορωδία) ή Όλα τα Έθνη (χορικό τραγούδι, Μουσική Χρήστος Λεοντής, Τραγούδι Χρήστος Σίκκης – Χορωδία.
Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά, να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή! ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗΎμνος πατριωτικός της Ελλάδος και όλης της Γραικίας προς ξαναπόκτησιν της αυτών Ελευθερίας
Όλα τα έθνη πολεμούν και στους Τυράννους τους ορμούν, εκδίκησιν γυρεύουν και τους εξολοθρεύουν· και τρέχουν για την δόξαν με χαρά στη φωτιά! [...] Έτζι κ' εμείς, ω αδελφοί, να σηκωθούμεν με ορμή, εκδίκησιν ζητούντες, Τυράννους απολούντες, για την Ελευθερίαν, με χαρά, μπρε παιδιά!
Ως πότ' ημείς υπομονή, και να μη βγάνωμεν φωνή; Σα να'μαστε δεμένοι, ζούμεν τυραννισμένοι, και καταφρονημένοι, στη φωτιά, μπρε παιδιά!
Όλα τα έθνη το θωρούν και πάλ' ευθύς το απορούν, πώς τέτοια παλληκάρια, που 'να σαν τα λιοντάρια, να ζουν στην τυραννίαν· στη φωτιά, μπρε παιδιά!
Λοιπόν, τινάξετε για μια, την τυραννίαν και σκλαβιά! Παράδειγμά μας είναι των προπατόρων μνήμαι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: (Ο δάσκαλος-α ή ένας μαθητής διαβάζει ένα σύντομο βιογραφικό)
Στα προεπαναστατικά χρόνια, τον καιρό που οι κλέφτς και οι αρματολοί είχαν σηκώσει "μπαϊράκι" κατά των αλλόθρησκων κατακτητών Τούρκων, γεννιέται στο Μεγανήσι Λευκάδας (1785) ο Δήμος Τσέλιος ή Δήμος Φερεντίνος. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Ζάβιτσα Ξηρομέρου (σημερινό Αρχοντοχώρι), οι οποίοι για λόγους ασφαλείας είχαν καταφύγει στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Το 1795 περίπου επιστρέφουν ξανά στη Ζάβιτσα όπου πλέον ξεκινούν μια καινούρια ζωή, μιας και το χωριό τους εκείνη την εποχή βρισκόταν (κοινωνικοοικονομικά) σε καλή κατάσταση (αγροτο-κτηνοτροφική ανάπτυξη). «Στο Βάρνακα τα καπετανάτα και στη Ζάβιτσα τα αρχοντάτα...» έλεγε ένα δίστιχο εκείνης της εποχής.
Πέντε χρόνια ο μικρός Δήμος βοσκούσε πρόβατα στα βουνά και τα λιβάδια των Ακαρνικών ορέων. Ώσπου μια μέρα, σε ηλικία 15 ετών, για τα μάτια μιας όμορφης Ζαβιτσάνας, πήρε το δρόμο για τα βουνά του Βάλτου και των Αγράφων. Να γίνει κλέφτης (1800). Κοντά στον Κατσαντώνη και τον Λεπενιώτη έμαθε πολλά· για την κλέφτικη ζωή και την τέχνη του κλεφτοπόλεμου. Έτσι, ο Δήμος ξεδίπλωσε όλες τις ικανότητές του, πρώτα ως αρματολός και κλέφτης, ύστερα ως πρωτοπαλίκαρο και αργότερα ως αρχηγός μπουλουκιού (καπετάνιος). Άρχισε σιγά-σιγά να ξεσηκώνει τους σκλαβωμένους Έλληνες του Ξηρομέρου, του Βάλτου, της Άρτας, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου... και να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε πολλές μάχες: στο Βραχώρι, στη Βόνιτσα, στο Λεσίνι, στην Άρτα, στο Μακρυνόρος, στη Μχαλά (Μοναστήρι Λιγοβίτσι), στην Κατούνα, στη Λευκάδα, στον Προφήτη Ηλία, στη Ναύπακτο, στην Άμφισσα κ.ά. Έφτασε σιγά μέχρι το βαθμό του στρατηγού και για τη μεγάλη προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα τιμήθηκε με ξεχωριστά αξιώματα. Ο Γέρο-Δήμος είχε άριστη συνεργασία με τους πολιτικούς της περιοχής Ξηρομέρου και ιδιαίτερα με το συγχωριανό του πολιτικό Φώτιο Καραπάνο [Βουλευτής και βασικός συνεργάτης του Μαυροκορδάτου, συντάκτης (μέλος συντακτικής επιτροπής) των συνταγματικών διατάξεων στις Α' και Β' Εθνοσυνελεύσεις). Άριστη συνεργασία είχε επίσης και με τους στρατηγούς Γ. Καραϊσκάκη, Μ. Μπότσαρη, Κ. Τζαβέλα, Γ. Βαρνακιώτη, Γ. Γρίβα, καθώς και με τους ομόβαθμούς του Ράγκο, Τσόγκα, Δραγαμέστο, Ν. Τσέλιο (ανιψιός του), Γριβογιώργο... «Πράος, ισορροπιστής, έξυπνος, διπλωμάτης, τίμιος αγωνιστής, γενναίος στρατιωτικός, γνήσιος πατριώτης, ηθικός... κ.ά.» είναι μερικοί από τους τιμητικούς χαρακτηρισμούς που του απέδιδαν πολλοί στρατιωτικοί και πολιτικοί φίλοι του (Τερτσέτης, Μαυροκορδάτος, Καραϊσκάκης*, Μπότσαρης, Μαυρομάτης, Καραπάνος κ.ά.). Μετά την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας από τον τούρκικο ζυγό, επέστρεψε στην Επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου ως διοικητής του Φρουρίου της Βόνιτσας. Όμως, οι πολιτικές του διαφωνίες με το μοναρχικό καθεστώς του Όθωνα και της Αμαλίας τον έφεραν σε δυσμένεια, αφαιρώντας του όλους τους στρατιωτικούς τίτλους και όλες τις διοικητικές αρμοδιότητες (ο Γέρο-Δήμος είχε πρωτοστατήσει το 1863 στη Δυτική Ελλάδα, στο πολιτικοκοινωνικό κίνημα κατά του Όθωνα που ζητούσαν περισσότερη συμμετοχή... και συνταγματικές αρχές...). Αποκαταστάθηκε πλήρως για την προσφορά του στο Έθνος και την Πατρίδα, το 1843 με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου (Μακρυγιάννης...). Το 1854 πεθαίνει σε βαθιά γερατειά! Ο μεγάλος μας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνεύσθηκε τόσο από τη ζωή και τη δράση του αγωνιστή Γέρου-Δήμου (Δήμου Τσέλιου) όσο και από την ανθρωπιά που τον διακατείχε και έγραψε το γνωστό ποίημα "Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ" όπου απαγγέλλεται ή και δραματοποιείται στις σχολικές γιορτές της 25ης Μαρτίου.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Ένα μικρό παιδί, το οποίο θα φορά μια φουστανελίτσα, θα υποδυθεί το ρόλο του Δήμου σε μικρή ηλικία. Ένα μεγάλο κορίτσι, το οποίο θα φορά την παραδοσιακή ξηρομερήτικη στολή, θα υποδυθεί το ρόλο της μητέρας του Δήμου. Επίσης ένα μεγάλο αγόρι, που θα φορά ένα ντουλαμά ή μια μακριά φουστανέλα, θα υποδυθεί το ρόλο του πατέρα του Δήμου. Το σκηνικό μπορεί να είναι ένα βουνό (Μπούμιστος). Στο δεξιό μέρος του σκηνικού να είναι σχεδιασμένο ένα πεδινό μέρος με λίγα σπιτάκια (Παλιά Ζάβιτσα, θέση Αρχοντικά). Σ' αυτό το σκηνικό, αναπτύσσεται ο πρώτος διάλογος από τα μέλη της οικογένειας του Δήμου Τσέλιου (με την πρώτη επαφή), όταν επέστρεψαν από το Μεγανήσι Λευκάδας στον τόπο καταγωγής τους.
ΔΗΜΟΣ: Μάνα τούτος ο τόπος ο όμορφος σάμπως, μου φαίνεται, να'ν' γνωστός. Τούτο το μέρος με τα πανύψηλα βουνά (δείχνει τα βουνά (Μπούμιστου)...) όλο και με μαγεύει. Τούτο το μέρος μάνα, σου λέω αληθινά στιγμή δεν περνά που να μην με αναστατώνει.
Τα μονοπάτια μου φαίνεται πως τα 'χω περπατήσει και στις πλαγιές τις δύσβατες πως έχω ανεβεί· και τους ανθρώπους που αντίκρισα πως χρόνια μαζί τους έχω ζήσει...
Μα να 'ναι μάνα στ' αλήθεια όλα αυτά; ΜΑΝΑ: Σώπασε γιόκα μου γλυκέ και μην η ψυχή σου ταράζεται έτσι γιατί είσαι μικρό παιδί ένα δεκάχρονο αγόρι. Τούτα τα μέρη σου 'ν' γνωστά γιατί οι πρόγονοί σου ζούσανε εδώ. Οι παππούδες σου εδώ γεννήθηκαν. Για λίγο καιρό φύγαμε στο Μεγανήσι και τον Κάλαμο, γιατί η Τουρκιά κυνήγαγε το δύστυχο πατέρα. Όμως η ξενιτιά είναι βαριά, παιδί μου, για όλο τον κόσμο, γι' αυτό και πίσω ήρθαμε εις τα γνωστά λημέρια τον πόνο να απαλύνουμε και μια ζωή καινούρια να 'ρχίσουμε ξανά.
ΔΗΜΟΣ: Τώρα καταλαβαίνω μάνα, τι ήταν 'κείνο το θεριό που έτρωγε τα σωθικά μου.
ΜΑΝΑ: Δήμο μου, πρόσεχε καλά. Τούτα τα μέρη που πατάς θέλω να τα δοξάσεις. Δε θέλω τους παππούδες σου, - στον κόσμο – να ντροπιάσεις.
Άξιος άντρας, τίμιος αγωνιστής, συνεχιστής να γίνεις και όταν η πατρίδα σε καλεί το αίμα σου να δίνεις. ΠΑΤΕΡΑΣ: Ευχή σου δίνω γιόκα μου τους Τσελαίους να δοξάσεις, τώρα που ήρθαμε ξανά στους συγγενείς μας δίπλα θάρρος να πάρεις και χαρά να ζήσεις, δίχως πίκρα.
Τρέχα, παιδί μου, στα σπαρτά και στα χωράφια τρέχα πέρνα απ' τις ράχες, τα βουνά να τα πατήσεις όλα, να δεις τον τόπο που θα ζεις απ' το εξής και πέρα, να μάθεις πώς να κρύβεσαι από του Τούρκου τη φοβέρα.
ΔΗΜΟΣ: Μάνα, Πατέρα, όρκο σας δίνω τώρα εδώ τ' όνομα να δοξάσω: εσάς, τους συγγενείς, τους χωριανούς και τους προγόνους όλους ποτέ δε θα ντροπιάσω.
Φεύγω τώρα. Βιάζομαι. Φτερά βάζω στα πόδια, να αλωνίσω τα βουνά παρέα με τα βόδια.
Κι αν κάποτε δύσκολα τα βρω από του Τούρκου τη φοβέρα... (σταματά για λίγο) πάλι να φύγουμε από δω... δε γίνεται πατέρα.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Τράβα, παιδί μου, γιόκα μου και της ψυχής βλαστάρι κι έχε μαζί τα λόγια μας: «ποτέ ύπνος βαρύς να μη σε πάρει».
Αγκαλιάζουν το Δήμο, πρώτα ο πατέρας και ύστερα η μάνα. Μόλις ο Δήμος φύγει από τη σκηνή, η μάνα και ο πατέρας προσεύχονται μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας (Ζωοδόχος Πηγή) που θα έχει στηθεί σε μια γωνία της σκηνής.Μετά την προσευχή (Πάτερ ημών ή άλλη προσευχή) σιγά-σιγά κλείνει η σκηνή.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Στο ίδιο σκηνικό παρουσιάζεται η Ρηνιώ. Ένα όμορφο κορίτσι και καλλίφωνο θα υποδυθεί τη Ρηνιώ, η οποία θα κάθεται αμέριμνα, πάνω σε μια πέτρα (κοντά στο πεδινό μέρος του σκηνικού), γνέθοντας και τραγουδώντας τραγούδια της αγάπης, του πόνου και της ξενιτιάς (δημοτικά).Τραγούδι: Σόλο μουσική (κλαρίνο) το τραγούδι του Δήμου.Μετά το τραγούδι θα πεταχτούν – ξαφνικά – τρεις Τουρκαλβανοί και θα την πιάσουν, προσαθώντας να της δέσουν τα χέρια. Κάποια στιγμή (μετά το διάλογο με τους Τουρκαλβανούς), θα πεταχτεί ο Δήμος (ως από μηχανής θεός) και, αφού παλέψει γενναία, θα τη σώσει από τα χέρια τους. Είναι η πρώτη ηρωική πράξη του Δήμου. Και η πρώτη συνάντησή τους. Εδώ θα αναπτυχθεί ο έρωτας του Δήμου με τη Ρηνιώ του Γιάννη Μήτροβα. Επειδή ο Δήμος πλέον βρίσκεται σε ηλικία 15 χρονών, εδώ το ρόλο του Δήμου θα τον παίξει ένα μεγαλύτερο παιδί. Επίσης στη σκηνή αυτή θα δούμε ακριβώς το λόγο και την αιτία που ανάγκασε τον Δήμο να γίνει ο ξακουστός αρματολός και κλέφτης.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥΡΚΑΛΒΑΝΟΙ Α, Β, Γ:
ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Α: Μέρες και μήνες ψάχναμε να 'βρούμε τη στιγμή που το ομορφοκόριτσο θα είναι μοναχό του.
ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Β: Μέρες και μήνες είχαμε τη γκρίνια του Πασά: για να του πάμε δίπλα του κόρη γερή και μορφονιά.
(Η Ρηνιώ συνέχεια αντιστέκεται)
ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Γ: Και τώρα που σε βρήκαμε κόρη του Μήτροβα, Ρηνιώ, κοντά θε να σε πάρουμε, μην κάνεις το θεριό.
ΡΗΝΙΩ: (Τρομαγμένη, φωνάζει δυνατά, απεγνωσμένα και κάτω από την απειλή των τουφεκιών του Τουρκαλβανών) Βοήθεια! Βοήθεια! Όχι, σας λέω, παλιότουρκοι, σκλάβα των Τούρκων δε θα γινώ εγώ, η Ρηνιώ του Μήτροβα, του Καπετάνιου η κόρη.
Γυναίκα, στο τούρκικο χαρέμι του Πασά δεν έρχομαι. Κάλλιο καλύτερα να πεθάνω εδώ, στα άγια τα χώματά μας, παρά στα σπίτια των Τουρκών να γίνω υπηρέτρα.
ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Α: Σταμάτα ωρέ, ομορφοκόριτσο να κάνεις τη γενναία. Άμα δε 'ρθεις με το καλό στον κρόταφο σου ρίχνω. (Δείχνει προκλητικά το τουφέκι του)
(Φωνάζει το Μουχτάρ, τον Τουρκαλβανό Β' που κρατάει στον ώμο ένα σχοινί) Μουχτάρ, φέρε το σχοινί τα χέρια της να δέσω, φέρε και το μαντήλι σου το στόμα της να κλείσω.
ΡΗΝΙΩ: Βοήθεια! Βοήθεια! (Κουνιέται, τινάζεται, αντρειώνεται, φωνάζει)
ΜΟΥΧΤΑΡΤΟΥΡ/ΝΟΣ Β: Σταμάτα κόρη λυγερή του Μήτροβα βλαστάρι, γιατί 'ναι του Πασά ευχή, εις το χαρέμι να σε πάρει.
(Μέχρι να τη δέσουν, παρεμβαίνει ένας μαθητής ή μαθήτρια και αφηγείται το μέρος εκείνο, όπου ελευθερώνεται η Ρηνιώ από το Δήμο. Οι αφηγητές και οι μαθητές θα κάθονται αριστερά και δεξιά της σκηνής. Για να έχουμε μεγαλύτερη συμμετοχή παιδιών, μπορούμε να εναλλάσσουμε τους ευανάγνωστους αφηγητές με αγόρια και κορίτσια από τις μεγάλες τάξεις του σχολείου.)
ΜΑΘΗΤΗΣ/ΜΑΘΗΤΡΙΑ: Κοντά στο χειμαδιό του Μήτροβα, είχαν το χειμαδιό τους και η οικογένεια του Δήμου. Εκεί που έβοσκε τα ζώα του, αμέριμνα, ο 15χρονος τώρα νέος Δήμος, άκουσε μια φωνή που ζητούσε βοήθεια. Έτρεξε γρήγορα. Μόλις έφτασε στο μέρος που ακούγονταν οι απεγνωσμένες κραυγές, αντίκρυσε τους τρεις Τουρκαλβανούς να 'χουν τη Ρηνιώ (Κατερίνα) δεμένη. Όρμησε σαν λιοντάρι πάνω σ' ένα Τούρκο, τον έριξε κάτω και του άρπαξε το τουφέκι. Μ' αυτό ο Δήμος σκότωσε τους άλλους δύο. Ο τρίτος πρόλαβε και το 'βαλε στα πόδια. Έτρεξε να δλαλήσει τα χουνέρια που έπαθαν, στα τούρκικα χαρέμια του Ξηρομέρου (Κουτούνα, Μαχαλά, Καρβασαρά...). Ο Δήμος έμεινε μόνος. Άρχισε σιγά-σιγά να λύνει τα σχοινιά απ' τα πόδια και τα χέρια της Ρηνιώς. Ύστερα στέκονται για λίγο αμίλητοι. Η Ρηνιώ ξαφνικά πέφτει πάνω στο Δήμο. Τον αγκαλιάζει και κλαίει. Τον φιλάει στα μάγουλα, ζεστά και τρυφερά.
(Όλα θα γίνονται παραστατικά)
Κείνη τη στιγμή σκίρτησαν οι εφηβικές καρδιές του Δήμου και της Ρηνιώς και ξύπνησε ο μεγάλος έρωτάς τους.
Μια διαφορετική αίσθηση θα δώσει... αν αυτή η εικόνα επενδυθεί μουσικά με τα αντίστοιχα τραγούδια του Δήμου και της Ρηνιώς "Ο Δήμος" και "Τ' έχεις Ρήνα κι αρρωσταίνεις;". Η επικοινωνία (ερωτική) μπορεί να τραγουδηθεί από τους μαθητές, αρκεί να το διδαχτούν καλά απ' την κασέτα του Ν.Θ. Μήτσου και του Τάκη Καρναβά. Το δε δημοτικό τραγούδι που θα διαβάσει ο αφηγητής στη συνέχεια, θα δέσει καταπληκτικά και θα δώσει μια διαφορετική εικόνα απ' την καθημερινότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής...
Ο ΔΗΜΟΣ
Αυτά τα μάτια Δήμομ' τάμορφα (δις) τα φρύδια τα γραμμένα, γεια σου Δήμο μου τα φρύδια τα γραμμένα, σε κλαιν τα μάτια μου.
Αυτά με κάνουν Δήμομ' κι αρρωστώ (δις) και πέφτω και πεθαίνω, γεια σου Δήμο μου και πέφτω και πεθαίνω, σε κλαιν τα μάτια μου.
Για πάρε Δήμομ' δίπλα τα βουνά (δις) δίπλα τα κορφοβούνια, γεια σου Δήμομ' γειασ' δίπλα τα κορφοβούνια, σε κλαιν τα μάτια μου.
Κι ουθ' εύρεις Δήμομ' λάφια σκότωνε (δις) κι αρκούδια μήρωσέ τα, γεια σου Δήμομ' κι αρκούδια μήρωσέ τα, σε κλαιν τα μάτια μου.
Κι ουθ' εύρεις Δήμομ' την αγάπη μου (δις) ρίξε και σκότωσέ την, γεια σου Δήμομ' γειασ' ρίξε και σκότωσέ την, σε κλαιν τα μάτια μου.
Να μην την πάρεις Δήμομ' στο πλευρό (δις) μήτε και στο κεφάλι, γεια σου Δήμομ' γειασ' μήτε και στο κεφάλι, σε κλαιν τα μάτια μου.
Να τηνε πάρεις Δήμομ' στη καρδιά (δις) να μη ματανασάνει, γεια σου Δήμομ' γειασ' να μη ματανασάνει, σε κλαιν τα μάτια μου.
Κι πάρε Δήμομ' το σπαθάκι σου (δις) κι βάλτο στη καρδιά μου, γεια σου Δήμο μου κι βάλτο στη καρδιά μου, γεια σ' αγάπημ' γεια σ'.
Κι αν σε ρωτήσουν Δήμομ' τι ν' αυτό (δις) το αίμα της καρδιάς μου, γεια σ' αγάπημ' γεια σ' το αίμα της καρδιάς μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
ΤΕΧΕΙΣ ΡΗΝΑ ΚΙ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙΣ;
Ωρέ τέχεις Ρήνα μ' κι αρρωσταίνεις (δις) κι όλο δένεις το λαιμό δε βγαίνεις να σε δω κι όλο δένεις το λαιμό πολύ σε αγαπώ.
Ωρέ ποιος γιατρός θα σε γιατρέψει (δις) το θαυμάζω κι εγώ δε βγαίνεις να σε δω το θαυμάζω κι εγώ διαβόλου θηλυκό.
Ωρέ στόπα σπάσε αυτή τη Ρόκα (δις) τι θέλεις τα προικιά κόρη του παπά τι θέλεις τα προικιά θα σε κλέψω μια βραδιά.
Ωρέ σε παντρεύει η ομορφιά σου (δις) τα σγουρά σου τα μαλλιά κόρη του παπά τα σγουρά σου τα μαλλιά θα σε κλέψω μια βραδιά. Α'ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Στα μάτια την εκοίταξε κι όλα χαμογελούσαν κι όλα μιλούσαν κι έλεγαν για την αγάπη μόνο. Κι ο Δήμος την αγκάλιασε και την φιλάει στα χείλη και τη φιλάει στο μάγουλο και τη φιλάει στα μάτια στάλα-στάλα το φιλί, τρυπάει το λιθάρι κι η Ρήνη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι. (Δημοτικό – από το βιβλίο του Ν.Θ. Μήτση "Λησμονημένοι Μαχητές")
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ήταν το έτος 1800, Αύγουστος μήνας. Ο Νίκος Θ. Μήτσης, στο βιβλίο του "Λησμονημένοι μαχητές", γράφει: Ο Δήμος δεν μπορούσε πια να μείνει στο χωριό του, τη Ζάβιτσα. Είχε τώρα στην πλάτη του δύο φόνους, κι αυτό δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ ο Αλή Πασάς. Ύστερα τον μάγευε και το θυμάρι, τον μεθούσε το μπαρούτι και τον πλήγωνε βαθιά η σκλαβιά της πατρίδας του. Αγανακτούσε, όταν έβλεπε τον πατέρα του και τους συγχωριανούς του να πληρώνουν κεφαλικό φόρο στους Κοτζαμπάσηδες Λαλα-Σταμαίους... Έτσι πήρε το δρόμο για το βουνό κι ενώθηκε μαζί με τους αρματολούς και κλέφτες. Βρέθηκε κοντά στον Κατσαντώνη και τα αδέρφια του Κωσταντή Λεπενιώτη και Γιώργη Χασιώτη. Κοντά στον συγχωριανό του Τσόγκα.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Στη σκηνή είναι ο πατέρας και η μάνα του Δήμου. Ο πατέρας σκουπίζει το όπλο του και η μητέρα πλέκει ή κάνει κάτι άλλο.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Δήμος, μετά το επεισόδιο με τους Τούρκους, αγάπησε τη Ρηνιώ. Την παρουσιάζει στη μάνα του και τον πατέρα του και τους εξιστορεί τα γεγονότα αλλά και τους λόγους που τον αναγκάζουν τώρα να φύγει από τη Ζάβιτσα και να βγει στο βουνό να γίνει – προεπαναστατικά – ένας από τους ξακουστούς κλέφτες και αρματολούς.
ΔΙΑΛΟΓΟΣΜπαίνουν ο Δήμος με τη Ρηνιώ, λαχανιασμένοι.
ΔΗΜΟΣ: Μάνα, θα φύγω, δεν μπορώ τον Τούρκο να υπομένω. θα κυνηγά το σώμα μου σ' όποια κορφή κι αν μένω.
« Δώσε μου γρήγορα το σπαθί βγάλε και το ντουφέκι. Μάνα μου βγάλε τη στολή τη χιλιοματωμένη.» (Λευτεριά και Ρωμιοσύνη)
Σκότωσα σήμερα δυο εχθρούς, που 'δέσαν τη Ρηνιώ μας κι ήθελαν να ντροπιάσουνε, μ' αυτό όλο το χωριό μας.
Σκλάβα τη θέλαν, στου Πασά το σπίτι να την πάνε γι' αυτό κι πέσαν τα σκυλιά πάνω της να τη φάνε.
Μα τη φωνή της σαν άκουσα εσάλεψε ο νους μου τα λόγια τα άξια, τα σοφά μου ήρθαν του παππού μου.
Κι όρμησα πάνω τους σαν θεριό τους άρπαξα τα όπλα και με τα βόλια τους ξανά τους έριξα στο χώμα.
Και έτσι τους πήρα τη Ρηνιώ, τη φέρνω εδώ κοντά σας να τη φυλάτε, σαν να 'τανε απ' τα σπλάχνα τα δικά σας.
Εγώ θα φύγω, στα βουνά. Εδώ δε με χωράει ο τόπος και θα 'στε όλοι στην καρδιά μέχρι να 'ρθει το σκότος.
Τον αγκαλιάζουν όλοι. Πρώτα η μάνα, ύστερα ο πατέρας και στο τέλος η Ρηνιώ. Η Ρηνιώ τον αγκαλιάζει και κλαίει. Στο τέλος αγκαλιάζονται όλοι μεταξύ τους και ύστερα προσεύχονται στο εικονοστάσι. Τη στιγμή που κλείνει η σκηνή πρέπει ν' ακουστεί ένα κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, π.χ. "Κλέφτες" (Κιτσάκης, Πέτρος Λουκάς).
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Το σκηνικό αλλάζει. Ένα νέο σκηνικό, με καταπράσινα βουνά εδώ είναι απαραίτητο, γιατί θα δείξει το πέρασμα του Δήμου στην Κλεφτουριά. Μεταξύ των δέντρων να ξεχωρίζει ένα πλατάνι. Θα χρειαστεί σε δύο σκηνές. Ένας-ένας ανεβαίνουν στη σκηνή οι καπεταναίοι κλέφτες και αρματολοί και κάθονται σε ένα ημικυκλικό σχήμα, τρώγοντας και συζητώντας. Πρόσωπα: Κατσαντώνης (αρχηγός), Τσόγκας, Λεπενιώτης, Χασιώτης, Δίπλας κ.ά. Εδώ μπορεί να ακουστεί το τραγούδι: "Κάτω στου βάλτου τα χωριά" από χορωδία ή ζωντανά από κάποιον μαθητή:
ΚΑΤΩ ΣΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ ΤΑ ΧΩΡΙΑ
Ξηρόμερο και Άγραφα και στα πέντε Βιλαέτια φάτε πιείτε μωρ' αδέλφια.
Εκεί είν' οι κλέφτες οι πολλοί, ούλοι ντυμένοι στο φλουρί. Κάθονται και τρων' και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Κάτω απ' το γέρο πλάτανο θα πέσω να πλαγιάσω, που 'χει ίσκιο δροσερό κι είναι όλο παχύ χορτάρι.
Μη με ξυπνήσει πουλιού λαλιά μήτε αετός, μήτε τσακάλι αφήστε με να ξαποστάσω ώστε ταχιά: να δω και να σκεφτώ, πως στο Βραχώρι θε να φτάσω.
ΤΣΟΓΚΑΣ: Ξάπλωσε, καπετάνιε μου και πάρε έναν ύπνο, εγώ θα κάτσω για να δω μην Τούρκος ξετρυπώσει και αν βρω τα δύσκολα πολύ τότε θα σε ξυπνήσω.
Ξαφνικά ο Χασιώτης σταματά τον Τσόγκα γιατί το αετίσιο μάτι του παρατήρησε να κινείται κάτι περίεργα.
ΧΑΣΙΩΤΗΣ: Μωρ' τι είναι εκείνο στο βουνό που τρέχει σαν ποτάμι; και σαν αετός πετά για δω... μαλλιά και σώμα έχει σαν λιοντάρι;
ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Άστονα να 'ρθει κατά δω παιδί δικό μας θα 'ναι. Βλέπω, ασπρίζει η στολή και τ' άρματα χτυπάνε.
Μπαίνει στη σκηνή ο Δήμος, καμαρωτός-καμαρωτός και με περίσσιο θάρρος.
ΔΗΜΟΣ: Γεια σας, καπεταναίοι μου της κλεφτουριάς λιοντάρια. Ώρες και μέρες έκανα να 'ρθω περνώντας βουνά, λιθάρια· να μείνω δίπλα στ' ακουστά του Βάλτου παλικάρια.
ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Τι είναι μικρέ πολεμιστή και κάνεις το λιοντάρι; Τι είναι αυτό που σ' έφερε εδώ νύχτες χωρίς φεγγάρι; Δεν εφοβήθηκες το βόλι του εχθρού, του Τούρκου του μαχαίρι, δεν τρόμαξες μέσ' τα βουνά του Αλή Πασά τ' ασκέρι;
ΔΗΜΟΣ: Τίποτα, καπετάνιε μου, δεν σκέφτηκα στο δρόμο· παρά την ώρα δεν έβλεπα να σας ανταμώσω... μόνο.
Να μπω στο "μπαϊράκι σας" κλεφτόπουλο να γίνω· Τούρκο στα μέρη μας μη δω υπόσχεση σου δίνω.
ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ: (Τον βάζει σε δοκιμασίες. Του δείχνει το τουφέκι του και τ' άρματά του και του λέει:) Ξέρεις τουφέκι να κρατάς; Βόλι να σημαδεύεις; Ξέρεις, άρματα να ζώνεσαι, σπαθί, στα δάχτυλα να παίζεις;
Εδώ η χορωδία ή κάποιος (απόμερα) τραγουδά το τραγούδι "Κλέφτικη ζωή".
ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ
Μαύρη μωρέ, μαύρη ζωή που κάνουμε, (2) μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι κλέφτες. (2)
Με φό- μωρέ, με φόβο τρώμε το ψωμί με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατούμε. (2)
Ποτέ μωρέ ποτέ μας δεν αλλάζουμε, (2) ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε. (2)
Όλη μέρα, όλη μερούλα πόλεμο, (2) όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι. (2)
Κοντά μωρέ, κοντά στα ξημερώματα, (2) κοντά στα ξημερώματα, γυρίζω να πλαγιάσω. (2)
Το χέ-, μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο, (2) το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα. (2)
Και το μωρέ, και το ντουφέκι μου αγκαλιά (2) και το ντουφέκι μου αγκαλιά, σαν το παιδί η μάνα. (2) ΔΗΜΟΣ: (Ντροπιασμένος, κάνει ένα βήμα πιο πέρα) Με την ψυχή και την καρδιά θα μάθω να παλεύω και με τη σκληρή δουλειά το σώμα θ' αντρειώσω. Κι όπου Τούρκου κεφάλι συναντώ, με μάτι αετού εγώ θα σημαδεύω.
ΤΣΟΓΚΑΣ: Για στάσου παλικάρι μου. Από πού έρχεσαι; Ποιο είναι το χωριό σου; Ποιος είναι ο τόπος σου; Και ποιο το όνομά σου; Τι είναι τούτο που σ' έφερε κοντά μας;
ΔΗΜΟΣ: Απ' του Ξηρομέρου τα βουνά έρχομαι 'δω κοντά σας. Την ξακουστή τη Ζάβιτσα με τα πολλά αρχοντάτα (πρωτεύουσα Ακαρνανίας πριν γίνει το Βραχώρι) κει κοντά που 'ναι ο Βάρνακας που 'χει καπετανάτα.
Δήμος Τσέλιος είναι τ' όνομά μου και το κρατώ απ' τον παππού το γένος της μαμάς μου.
Πριν λίγο καιρό εσκότωσα δυο Τούρκους, σε κάτι βράχια. Όρμησα πάνω τους γερά για της Ρηνιώς τα μάτια. Κι ύστερα... δεν άντεχα άλλο τη σκλαβιά και το ζυγό των Τούρκων. Πήρα της μάνας την ευχή και της Ρηνιώς το δάκρυ τα όπλα έζωσα βαριά και βρήκα σε σας την άκρη.
ΤΣΟΓΚΑΣ: (Τον αγκαλιάζει σφιχτά) Αγόρι μου, παλικάρι μου. Τις θύμησες και τις πληγές τις ξύνεις στην καρδιά μου. Όση ώρα εσύ μιλάς για το χωριό, τον τόπο μας... σκίζεις τα σωθικά μου.
(Ο Τσόγκας γυρίζει προς τον Κατσαντώνη και του λέει:) Κράτα τον Καπετάνιε μου κοντά σου να γνωρίσει, πώς στις σπηλιές να κρύβεται, στα χέρια Τούρκου να μην πέσει.
Κράτα τον Καπετάνιε μου τώρα που 'γω θα φύγω για να γυρίσω στο χωριό τον πόνο να απαλύνω.
Και μαθ' του βόλι και κρυφτό, να παίζει γιαταγάνι, πώς τις πληγές του γρήγορα να ξέρει για να γιάνει.
ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Τράβα Τσόγκα στα μέρη σου και μη χολοσκάς καθόλου και πες στη μάνα του και στη Ρηνιώ του προύχοντα πως είναι στα χέρια τα δικά μου· πρωτοπαλίκαρό μου θα γενεί δίπλα στα σωθικά μου.
ΤΣΟΓΚΑΣ: (Ο Τσόγκας ετοιμάζεται να φύγει. Τους αγκαλιάζει και τους φιλάει έναν-έναν. Τελευταία αγκαλιάζει το Δήμο, λέγοντάς του:) Δήμο, λεβέντη μου, καλέ, του Ξηρομέρου γέννα, μη φοβηθείς όπου βρεθείς του Τούρκου τη φοβέρα.
Γρήγορα, σου εύχομαι λεβέντη μου: να στήσεις δικό σου μπαϊράκι να σώσεις πατριώτες μας σε κάθε κορφή, σε κάθε ράχη·
από τον Τούρκο που πατά τ' άγια τα χώματά μας και γρήγορα να νιώσουμε όλοι τη λευτεριά μας.
Ψάξε και βρες εδώ κοντά τον στρατηγό τον Ράγκο που 'χει μπουλούκι διαλεχτό στης Άρτας μας τον Κάμπο.
Βρες και τους άλλους χωριανούς, Χεινόπωρο και Μήτζη (Μήτση) και πες τους να τραβήξετε πολέμους... δίχως μίση.
ΔΗΜΟΣ: Πήγαινε Καπετάνιε μου στα μέρη μας τα Άγια. Στρατιώτες πολλούς γεννά η Ζάβιτσα και είναι έτοιμοι να πάρουνε τις ράχες, τους κάμπους, και των βουνών τα πλάγια. Να σώσουν την πατρίδα μας απ' τη σκλαβιά του Τούρκου να διώξουν τους αφέντες τους που πίνουν το αίμα όλο.
Και πες στον πατέρα, τη μάνα και τη Ρηνιώ πως εδώ πέρα είμαι πως νύχτα-μέρα τους σκέφτομαι μες τα βαθιά φαράγκια κάθοντας στα περάσματα να παίρνω Τούρκων τα κεφάλια.
(Ο Τσόγκας φεύγει. Η σκηνή κλείνει.)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μετά από 6 χρόνια, το 1806 περίπου, η Ρηνιώ, επειδή δεν άντεχε το συνεχές κυνήγημα των Τούρκων και τη μοναξιά στα βουνά που ήταν κρυμμένη, πήρε την απόφαση να πάει να συναντήσει τον αγαπημένο της Δήμο. Σ' αυτό βοήθησε και ο καπετάν Τσόγκας που είχε επιστρέψει στο χωριό. Έτσι μια μέρα σκότωσε δυο Τούρκους και πήρε το δρόμο για τα βουνά του Βάλτου και των Αγράφων, ντυμένη όμως κλεφτόπουλο.
ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ
Η χορωδία ή ένα παιδί τραγουδάει το δημοτικό τραγούδι "Μάνα μου τα κλεφτόπουλα". Εδώ γίνεται δραματοποίηση του τραγουδιού. Όλοι οι κλέφτες (στο ίδιο σκηνικό και τα ίδια πρόσωπα) τρώνε, πίνουν και χορεύουν τσάμικο ("Ένας αητός"). Ο Δήμος, το κλεφτόπουλο, κάθεται απόμερα, κοιτάζοντας το τουφέκι του και το σπαθί του. Στο τέλος των τραγουδιών παρουσιάζεται στη σκηνή η Ρηνιώ, ντυμένη κλεφτόπουλο, και ζητάει κι αυτή να μπει στο σώμα του Κατσαντώνη.
ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ
|