ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ – ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

Ο ΓΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣ (Δήμος Τσέλιος)

(1785 – 1854)

 

                                                                              ΜΗΤΣΗΣ Θ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

                                                         ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ

ΠΡΟΤΑΣΗ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ (ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ)

ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ

 

Ο ΓΕΡΟΣ-ΔΗΜΟΣ (ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ)

 

 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

 

            Διαβάζοντας τα βιβλία: "Η διαλλακτικότητα του Δήμου Τσέλιου..." του καθηγητή και ιστορικού, Διον. Μιτάκη και "Λησμονημένοι μαχητές" του λαογράφου Ν.Θ. Μήτση, καθώς και πολλά αποσπάσματα λαογράφων της περιοχής Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας: κ. Αθ. Παπαναστάση, Γερ. Παπατρέχα κ.ά., ένιωσα την ανάγκη ως δάσκαλος, να μεταφέρω τη ζωή του Γέρου-Δήμου μέσα από ένα θεατρικό δρώμενο (ως εναλλακτική πρόταση) για τις ανάγκες της σχολικής γιορτής της 25ης Μαρτίου.

            Έτσι, προσπάθησα την ιδέα-σκέψη να τη μετατρέψω σε μια ολοκληρωμένη πρόταση, παρουσιάζοντας τη ζωή και τη δράση του (προσωπογραφία) σαν ένα είδος αφιερώματος στον ήρωα των προεπαναστατικών χρόνων, των επαναστατικών χρόνων και των χρόνων της ελεύθερης Ελλάδας.

            Η πρόταση δεν έχει μόνο στόχο, να αναδείξει και να προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση στον τρόπο παρουσίασης μιας σχολικής γιορτής, αλλά κύρια προτρέπει συναδέλφους να αναδείξουν άγνωστες ηρωικές μορφές των απελευθερωτικών χρόνων.

            Έτσι και 'γω ελπίζω και εύχομαι να ευαισθητοποιήσω (παράλληλα) συναδέλφους της περιοχής Ξηρομέρου Αιτωλοακαρ­νανίας ώστε να βοηθήσουν: στην ανάδειξη της πολύπλευρης προσωπικότητας του μπροστάρη αγωνιστή Δήμο Τσέλιο (Γέρο-Δήμο) στα μάτια των μαθητών τους και της τοπικής κοινωνίας.

            Γιατί η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας, της δικής τους ιστορίας, που είναι άλλωστε κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας, είναι ανάγκη των καιρών.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ή

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΗΣ – ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

 

..... Δ. ΣΧΟΛΕΙΟ .......

 

ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ (1821 – 200..)

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΤΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΥ (Δήμου Τσέλιου) (1785-1854)

 

 

Α.        ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

            -   Ο ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΗΣ

                (Η ζωή και η δράση του)

 

Β.        ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

            -   Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ

 

Γ.         ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

            -   Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ (ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ)

            -   ΑΠΟΨΕΙΣ-ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟ
(ΔΗΜΟ ΤΣΕΛΙΟ)


 

Α. ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ νέος και κλέφτης

(Η ζωή και η δράση του)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Πριν ξεκινήσει ο α' αφηγητής να μιλά περιληπτικά για τη ζωή και τη δράση του Γέρου-Δήμου, καλό είναι, ως εισαγωγή, να ακουστεί ο Θούριος του Ρήγα (χορικό τραγούδι, Χρήστος Λεοντής – Χορωδία) ή Όλα τα Έθνη (χορικό τραγούδι, Μουσική Χρήστος Λεοντής, Τραγούδι Χρήστος Σίκκης – Χορωδία.

 

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ

 

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά

μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;

 

Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

 

Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,

να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

 

Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

 

Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

 

Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗ

Ύμνος πατριωτικός της Ελλάδος και όλης της Γραικίας

προς ξαναπόκτησιν της αυτών Ελευθερίας

 

Όλα τα έθνη πολεμούν

και στους Τυράννους τους ορμούν,

εκδίκησιν γυρεύουν

και τους εξολοθρεύουν·

και τρέχουν για την δόξαν

με χαρά στη φωτιά!

             [...]

Έτζι κ' εμείς, ω αδελφοί,

να σηκωθούμεν με ορμή,

εκδίκησιν ζητούντες,

Τυράννους απολούντες,

για την Ελευθερίαν,

με χαρά, μπρε παιδιά!

 

Ως πότ' ημείς υπομονή,

και να μη βγάνωμεν φωνή;

Σα να'μαστε δεμένοι,

ζούμεν τυραννισμένοι,

και καταφρονημένοι,

στη φωτιά, μπρε παιδιά!

 

Όλα τα έθνη το θωρούν

και πάλ' ευθύς το απορούν,

πώς τέτοια παλληκάρια,

που 'να σαν τα λιοντάρια,

να ζουν στην τυραννίαν·

στη φωτιά, μπρε παιδιά!

 

Λοιπόν, τινάξετε για μια,

την τυραννίαν και σκλαβιά!

Παράδειγμά μας είναι

των προπατόρων μνήμαι.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:    (Ο δάσκαλος-α ή ένας μαθητής διαβάζει ένα σύντομο βιογραφικό)

 

            Στα προεπαναστατικά χρόνια, τον καιρό που οι κλέφτς και οι αρματολοί είχαν σηκώσει "μπαϊράκι" κατά των αλλόθρησκων κατακτητών Τούρκων, γεννιέται στο Μεγανήσι Λευκάδας (1785) ο Δήμος Τσέλιος ή Δήμος Φερεντίνος. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Ζάβιτσα Ξηρομέρου (σημερινό Αρχοντοχώρι), οι οποίοι για λόγους ασφαλείας είχαν καταφύγει στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Το 1795 περίπου επιστρέφουν ξανά στη Ζάβιτσα όπου πλέον ξεκινούν μια καινούρια ζωή, μιας και το χωριό τους εκείνη την εποχή βρισκόταν (κοινωνικοοικονομικά) σε καλή κατάσταση (αγροτο-κτηνοτροφική ανάπτυξη).

          «Στο Βάρνακα τα καπετανάτα

            και στη Ζάβιτσα τα αρχοντάτα...»

            έλεγε ένα δίστιχο εκείνης της εποχής.

 

            Πέντε χρόνια ο μικρός  Δήμος βοσκούσε πρόβατα στα βουνά και τα λιβάδια των Ακαρνικών ορέων. Ώσπου μια μέρα, σε ηλικία 15 ετών, για τα μάτια μιας όμορφης Ζαβιτσάνας, πήρε το δρόμο για τα βουνά του Βάλτου και των Αγράφων. Να γίνει κλέφτης (1800).

            Κοντά στον Κατσαντώνη και τον Λεπενιώτη έμαθε πολλά· για την κλέφτικη ζωή και την τέχνη του κλεφτοπόλεμου.

            Έτσι, ο Δήμος ξεδίπλωσε όλες τις ικανότητές του, πρώτα ως αρματολός και κλέφτης, ύστερα ως πρωτοπαλίκαρο και αργότερα ως αρχηγός μπουλουκιού (καπετάνιος).

            Άρχισε σιγά-σιγά να ξεσηκώνει τους σκλαβωμένους Έλληνες του Ξηρομέρου, του Βάλτου, της Άρτας, της Ναυπάκτου, του Μεσολογ­γίου... και να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε πολλές μάχες: στο Βραχώρι, στη Βόνιτσα, στο Λεσίνι, στην  Άρτα, στο Μακρυνόρος, στη Μχαλά (Μοναστήρι Λιγοβίτσι), στην Κατούνα, στη Λευκάδα, στον Προφήτη Ηλία, στη Ναύπακτο, στην Άμφισσα κ.ά.

            Έφτασε σιγά μέχρι το βαθμό του στρατηγού και για τη μεγάλη προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα τιμήθηκε με ξεχωριστά αξιώματα.

            Ο Γέρο-Δήμος είχε άριστη συνεργασία με τους πολιτικούς της περιοχής Ξηρομέρου και ιδιαίτερα με το συγχωριανό του πολιτικό Φώτιο Καραπάνο [Βουλευτής και βασικός συνεργάτης του Μαυροκορδάτου, συντάκτης (μέλος συντακτικής επιτροπής) των συνταγματικών διατάξεων στις Α' και Β' Εθνοσυνελεύσεις).

            Άριστη συνεργασία είχε επίσης και με τους στρατηγούς Γ. Καραϊσκάκη, Μ. Μπότσαρη, Κ. Τζαβέλα, Γ. Βαρνακιώτη, Γ. Γρίβα, καθώς και με τους ομόβαθμούς του Ράγκο, Τσόγκα, Δραγαμέστο, Ν. Τσέλιο (ανιψιός του), Γριβογιώργο...

            «Πράος, ισορροπιστής, έξυπνος, διπλωμάτης, τίμιος αγωνιστής, γενναίος στρατιωτικός, γνήσιος πατριώτης, ηθικός... κ.ά.» είναι μερικοί από τους τιμητικούς χαρακτηρισμούς που του απέδιδαν πολλοί στρατιωτικοί και πολιτικοί φίλοι του (Τερτσέτης, Μαυροκορδάτος, Καραϊσκάκης*, Μπότσαρης, Μαυρομάτης, Καραπάνος κ.ά.).

            Μετά την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας από τον τούρκικο ζυγό, επέστρεψε στην Επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου ως διοικητής του Φρουρίου της Βόνιτσας.

            Όμως, οι πολιτικές του διαφωνίες με το μοναρχικό καθεστώς του Όθωνα και της Αμαλίας τον έφεραν σε δυσμένεια, αφαιρώντας του όλους τους στρατιωτικούς τίτλους και όλες τις διοικητικές αρμοδιότητες (ο Γέρο-Δήμος είχε πρωτοστατήσει το 1863 στη Δυτική Ελλάδα, στο πολιτικοκοινωνικό κίνημα κατά του Όθωνα που ζητούσαν περισσότερη συμμετοχή... και συνταγματικές αρχές...).

            Αποκαταστάθηκε πλήρως για την προσφορά του στο Έθνος και την Πατρίδα, το 1843 με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου (Μακρυγιάννης...).

            Το 1854 πεθαίνει σε βαθιά γερατειά! Ο μεγάλος μας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνεύσθηκε τόσο από τη ζωή και τη δράση του αγωνιστή Γέρου-Δήμου (Δήμου Τσέλιου) όσο και από την ανθρωπιά που τον διακατείχε και έγραψε το γνωστό ποίημα "Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ" όπου απαγγέλλεται ή και δραματοποιείται στις σχολικές γιορτές της 25ης Μαρτίου.


 

 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

 

            Ένα μικρό παιδί, το οποίο θα φορά μια φουστανελίτσα, θα υποδυθεί το ρόλο του Δήμου σε μικρή ηλικία. Ένα μεγάλο κορίτσι, το οποίο θα φορά την παραδοσιακή ξηρομερήτικη στολή, θα υποδυθεί το ρόλο της μητέρας του Δήμου.

            Επίσης ένα μεγάλο αγόρι, που θα φορά ένα ντουλαμά ή μια μακριά φουστανέλα, θα υποδυθεί το ρόλο του πατέρα του Δήμου.

            Το σκηνικό μπορεί να είναι ένα βουνό (Μπούμιστος). Στο δεξιό μέρος του σκηνικού να είναι σχεδιασμένο ένα πεδινό μέρος με λίγα σπιτάκια (Παλιά Ζάβιτσα, θέση Αρχοντικά).

            Σ' αυτό το σκηνικό, αναπτύσσεται ο πρώτος διάλογος από τα μέλη της οικογένειας του Δήμου Τσέλιου (με την πρώτη επαφή), όταν επέστρεψαν από το Μεγανήσι Λευκάδας στον τόπο καταγωγής τους.

 

ΔΗΜΟΣ:        Μάνα τούτος ο τόπος ο όμορφος

                        σάμπως, μου φαίνεται, να'ν' γνωστός.

                        Τούτο το μέρος με τα πανύψηλα βουνά

                        (δείχνει τα βουνά (Μπούμιστου)...)

                        όλο και με μαγεύει.

                        Τούτο το μέρος μάνα, σου λέω αληθινά

                        στιγμή δεν περνά

                        που να μην με αναστατώνει.

 

                        Τα μονοπάτια μου φαίνεται

                        πως τα 'χω περπατήσει

                        και στις πλαγιές τις δύσβατες

                        πως έχω ανεβεί·

                        και τους ανθρώπους που αντίκρισα

                        πως χρόνια μαζί τους έχω ζήσει...

 

                        Μα να 'ναι μάνα

                        στ' αλήθεια όλα αυτά;

ΜΑΝΑ:           Σώπασε γιόκα μου γλυκέ

                        και μην η ψυχή σου ταράζεται έτσι

                        γιατί είσαι μικρό παιδί

                        ένα δεκάχρονο αγόρι.

                        Τούτα τα μέρη σου 'ν' γνωστά

                        γιατί οι πρόγονοί σου ζούσανε εδώ.

                        Οι παππούδες σου εδώ γεννήθηκαν.

                        Για λίγο καιρό φύγαμε στο Μεγανήσι και τον Κάλαμο,

                        γιατί η Τουρκιά

                        κυνήγαγε το δύστυχο πατέρα.

                        Όμως η ξενιτιά είναι βαριά,

                        παιδί μου, για όλο τον κόσμο,

                        γι' αυτό και πίσω ήρθαμε

                        εις τα γνωστά λημέρια

                        τον πόνο να απαλύνουμε

                        και μια ζωή καινούρια

                        να 'ρχίσουμε ξανά.

 

ΔΗΜΟΣ:        Τώρα καταλαβαίνω μάνα,

                        τι ήταν 'κείνο το θεριό

                        που έτρωγε τα σωθικά μου.

 

ΜΑΝΑ:           Δήμο μου, πρόσεχε καλά.

                        Τούτα τα μέρη που πατάς

                        θέλω να τα δοξάσεις.

                        Δε θέλω τους παππούδες σου,

                        - στον κόσμο – να ντροπιάσεις.

 

                        Άξιος άντρας, τίμιος αγωνιστής,

                        συνεχιστής να γίνεις

                        και όταν η πατρίδα σε καλεί

                        το αίμα σου να δίνεις.

ΠΑΤΕΡΑΣ:    Ευχή σου δίνω γιόκα μου

                        τους Τσελαίους να δοξάσεις,

                        τώρα που ήρθαμε ξανά

                        στους συγγενείς μας δίπλα

                        θάρρος να πάρεις και χαρά

                        να ζήσεις, δίχως πίκρα.

 

                        Τρέχα, παιδί μου, στα σπαρτά

                        και στα χωράφια τρέχα

                        πέρνα απ' τις ράχες, τα βουνά

                        να τα πατήσεις όλα,

                        να δεις τον τόπο

                        που θα ζεις

                        απ' το εξής και πέρα,

                        να μάθεις πώς να κρύβεσαι

                        από του Τούρκου τη φοβέρα.

 

ΔΗΜΟΣ:        Μάνα, Πατέρα,

                        όρκο σας δίνω

                        τώρα εδώ

                        τ' όνομα να δοξάσω:

                        εσάς, τους συγγενείς, τους χωριανούς

                        και τους προγόνους όλους

                        ποτέ δε θα ντροπιάσω.

 

                        Φεύγω τώρα. Βιάζομαι.

                        Φτερά βάζω στα πόδια,

                        να αλωνίσω τα βουνά

                        παρέα με τα βόδια.

 


 

                        Κι αν κάποτε

                        δύσκολα τα βρω

                        από του Τούρκου τη φοβέρα... (σταματά για λίγο)

                        πάλι να φύγουμε από δω...

                        δε γίνεται πατέρα.

 

ΠΑΤΕΡΑΣ:    Τράβα, παιδί μου, γιόκα μου

                        και της ψυχής βλαστάρι

                        κι έχε μαζί τα λόγια μας:

                        «ποτέ ύπνος βαρύς να μη σε πάρει».

 

 

            Αγκαλιάζουν το Δήμο, πρώτα ο πατέρας και ύστερα η μάνα. Μόλις ο Δήμος φύγει από τη σκηνή, η μάνα και ο πατέρας προσεύχονται μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας (Ζωοδόχος Πηγή) που θα έχει στηθεί σε μια γωνία της σκηνής.

            Μετά την προσευχή (Πάτερ ημών ή άλλη προσευχή) σιγά-σιγά κλείνει η σκηνή.


 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

 

            Στο ίδιο σκηνικό παρουσιάζεται η Ρηνιώ. Ένα όμορφο κορίτσι και καλλίφωνο θα υποδυθεί τη Ρηνιώ, η οποία θα κάθεται αμέριμνα, πάνω σε μια πέτρα (κοντά στο πεδινό μέρος του σκηνικού), γνέθοντας και τραγουδώντας τραγούδια της αγάπης, του πόνου και της ξενιτιάς (δημοτικά).

            Τραγούδι: Σόλο μουσική (κλαρίνο) το τραγούδι του Δήμου.

            Μετά το τραγούδι θα πεταχτούν – ξαφνικά – τρεις Τουρκαλβανοί και θα την πιάσουν, προσαθώντας να της δέσουν τα χέρια.

            Κάποια στιγμή (μετά το διάλογο με τους Τουρκαλβανούς), θα πεταχτεί ο Δήμος (ως από μηχανής θεός) και, αφού παλέψει γενναία, θα τη σώσει από τα χέρια τους. Είναι η πρώτη ηρωική πράξη του Δήμου. Και η πρώτη συνάντησή τους. Εδώ θα αναπτυχθεί ο έρωτας του Δήμου με τη Ρηνιώ του Γιάννη Μήτροβα.

            Επειδή ο Δήμος πλέον βρίσκεται σε ηλικία 15 χρονών, εδώ το ρόλο του Δήμου θα τον παίξει ένα μεγαλύτερο παιδί.

            Επίσης στη σκηνή αυτή θα δούμε ακριβώς το λόγο και την αιτία που ανάγκασε τον Δήμο να γίνει ο ξακουστός αρματολός και κλέφτης.

 


 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΤΟΥΡΚΑΛΒΑΝΟΙ Α, Β, Γ:

 

ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Α:     Μέρες και μήνες ψάχναμε

                              να 'βρούμε τη στιγμή

                              που το ομορφοκόριτσο

                              θα είναι μοναχό του.

 

ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Β:    Μέρες και μήνες είχαμε

                              τη γκρίνια του Πασά:

                              για να του πάμε δίπλα του

                              κόρη γερή και μορφονιά.

 

                              (Η Ρηνιώ συνέχεια αντιστέκεται)

 

ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Γ:     Και τώρα που σε βρήκαμε

                              κόρη του Μήτροβα, Ρηνιώ,

                              κοντά θε να σε πάρουμε,

                              μην κάνεις το θεριό.

 

ΡΗΝΙΩ:                (Τρομαγμένη, φωνάζει δυνατά, απεγνωσμένα και κάτω από την απειλή των τουφεκιών του Τουρκαλβανών)

                              Βοήθεια! Βοήθεια!

                              Όχι, σας λέω, παλιότουρκοι,

                              σκλάβα των Τούρκων

                              δε θα γινώ

                              εγώ, η Ρηνιώ του Μήτροβα,

                              του Καπετάνιου η κόρη.

 

                              Γυναίκα,

                              στο τούρκικο χαρέμι του Πασά

                              δεν έρχομαι.


 

                              Κάλλιο καλύτερα να πεθάνω

                              εδώ,

                              στα άγια τα χώματά μας,

                              παρά στα σπίτια των Τουρκών

                              να γίνω υπηρέτρα.

 

ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Α:     Σταμάτα ωρέ, ομορφοκόριτσο

                              να κάνεις τη γενναία.

                              Άμα δε 'ρθεις με το καλό

                              στον κρόταφο σου ρίχνω.

                              (Δείχνει προκλητικά το τουφέκι του)

 

                              (Φωνάζει το Μουχτάρ, τον Τουρκαλβανό Β' που κρατάει στον ώμο ένα σχοινί)

                              Μουχτάρ, φέρε το σχοινί

                              τα χέρια της να δέσω,

                              φέρε και το μαντήλι σου

                               το στόμα της να κλείσω.

 

ΡΗΝΙΩ:                Βοήθεια! Βοήθεια!

                              (Κουνιέται, τινάζεται, αντρειώνεται, φωνάζει)

 

ΜΟΥΧΤΑΡ

ΤΟΥΡ/ΝΟΣ Β:    Σταμάτα κόρη λυγερή

                              του Μήτροβα βλαστάρι,

                              γιατί 'ναι του Πασά ευχή,

                              εις το χαρέμι να σε πάρει.

 

                              (Μέχρι να τη δέσουν, παρεμβαίνει ένας μαθητής ή μαθή­τρια και αφηγείται το μέρος εκείνο, όπου ελευθερώνεται η Ρηνιώ από το Δήμο.

                              Οι αφηγητές και οι μαθητές θα κάθονται αριστερά και δεξιά της σκηνής.

                              Για να έχουμε μεγαλύτερη συμμετοχή παιδιών, μπο­ρούμε να εναλλάσσουμε τους ευανάγνωστους αφηγητές με αγόρια και κορίτσια από τις μεγάλες τάξεις του σχολείου.)

 

ΜΑΘΗΤΗΣ/

ΜΑΘΗΤΡΙΑ:        Κοντά στο χειμαδιό του Μήτροβα, είχαν το χειμαδιό τους και η οικογένεια του Δήμου. Εκεί που έβοσκε τα ζώα του, αμέριμνα, ο 15χρονος τώρα νέος Δήμος, άκουσε μια φωνή που ζητούσε βοήθεια. Έτρεξε γρήγορα. Μόλις έφτασε στο μέρος που ακούγονταν οι απεγνωσμένες κραυγές, αντίκρυσε τους τρεις Τουρκαλβανούς να 'χουν τη Ρηνιώ (Κατερίνα) δεμένη. Όρμησε σαν λιοντάρι πάνω σ' ένα Τούρκο, τον έριξε κάτω και του άρπαξε το τουφέκι.

                              Μ' αυτό ο Δήμος σκότωσε τους άλλους δύο. Ο τρίτος πρόλαβε και το 'βαλε στα πόδια. Έτρεξε να δλαλήσει τα χουνέρια που έπαθαν, στα τούρκικα χαρέμια του Ξηρομέρου (Κουτούνα, Μαχαλά, Καρβασαρά...).

                              Ο Δήμος έμεινε μόνος. Άρχισε σιγά-σιγά να λύνει τα σχοινιά απ' τα πόδια και τα χέρια της Ρηνιώς.

                              Ύστερα στέκονται για λίγο αμίλητοι. Η Ρηνιώ ξαφνικά πέφτει πάνω στο Δήμο. Τον αγκαλιάζει και κλαίει. Τον φιλάει στα μάγουλα, ζεστά και τρυφερά.

 

                              (Όλα θα γίνονται παραστατικά)

 

                              Κείνη τη στιγμή σκίρτησαν οι εφηβικές καρδιές του Δήμου και της Ρηνιώς και ξύπνησε ο μεγάλος έρωτάς τους.

 

            Μια διαφορετική αίσθηση θα δώσει... αν αυτή η εικόνα επενδυθεί μουσικά με τα αντίστοιχα τραγούδια του Δήμου και της Ρηνιώς "Ο Δήμος" και "Τ' έχεις Ρήνα κι αρρωσταίνεις;". Η επικοινωνία (ερωτική) μπορεί να τραγουδηθεί από τους μαθητές, αρκεί να το διδαχτούν καλά απ' την κασέτα του Ν.Θ. Μήτσου και του Τάκη Καρναβά.

            Το δε δημοτικό τραγούδι που θα διαβάσει ο αφηγητής στη συνέχεια, θα δέσει καταπληκτικά και θα δώσει μια διαφορετική εικόνα απ' την καθημερινότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής...

 

 

Ο ΔΗΜΟΣ

 

Αυτά τα μάτια Δήμομ' τάμορφα (δις)

τα φρύδια τα γραμμένα, γεια σου Δήμο μου

τα φρύδια τα γραμμένα, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Αυτά με κάνουν Δήμομ' κι αρρωστώ (δις)

και πέφτω και πεθαίνω, γεια σου Δήμο μου

και πέφτω και πεθαίνω, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Για πάρε Δήμομ' δίπλα τα βουνά (δις)

δίπλα τα κορφοβούνια, γεια σου Δήμομ' γειασ'

δίπλα τα κορφοβούνια, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Κι ουθ' εύρεις Δήμομ' λάφια σκότωνε (δις)

κι αρκούδια μήρωσέ τα, γεια σου Δήμομ'

κι αρκούδια μήρωσέ τα, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Κι ουθ' εύρεις Δήμομ' την αγάπη μου (δις)

ρίξε και σκότωσέ την, γεια σου Δήμομ' γειασ'

ρίξε και σκότωσέ την, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Να μην την πάρεις Δήμομ' στο πλευρό (δις)

μήτε και στο κεφάλι, γεια σου Δήμομ' γειασ'

μήτε και στο κεφάλι, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Να τηνε πάρεις Δήμομ' στη καρδιά (δις)

να μη ματανασάνει, γεια σου Δήμομ' γειασ'

να μη ματανασάνει, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

Κι πάρε Δήμομ' το σπαθάκι σου (δις)

κι βάλτο στη καρδιά μου, γεια σου Δήμο μου

κι βάλτο στη καρδιά μου, γεια σ' αγάπημ' γεια σ'.

 

Κι αν σε ρωτήσουν Δήμομ' τι ν' αυτό (δις)

το αίμα της καρδιάς μου, γεια σ' αγάπημ' γεια σ'

το αίμα της καρδιάς μου, σε κλαιν τα μάτια μου.

 

 

ΤΕΧΕΙΣ ΡΗΝΑ ΚΙ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙΣ;

 

Ωρέ τέχεις Ρήνα μ' κι αρρωσταίνεις (δις)

κι όλο δένεις το λαιμό δε βγαίνεις να σε δω

κι όλο δένεις το λαιμό πολύ σε αγαπώ.

 

Ωρέ ποιος γιατρός θα σε γιατρέψει (δις)

το θαυμάζω κι εγώ δε βγαίνεις να σε δω

το θαυμάζω κι εγώ διαβόλου θηλυκό.

 

Ωρέ στόπα σπάσε αυτή τη Ρόκα (δις)

τι θέλεις τα προικιά κόρη του παπά

τι θέλεις τα προικιά θα σε κλέψω μια βραδιά.

 

Ωρέ σε παντρεύει η ομορφιά σου (δις)

τα σγουρά σου τα μαλλιά κόρη του παπά

τα σγουρά σου τα μαλλιά θα σε κλέψω μια βραδιά.

Α'

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:      Στα μάτια την εκοίταξε κι όλα χαμογελούσαν

                              κι όλα μιλούσαν κι έλεγαν για την αγάπη μόνο.

                              Κι ο Δήμος την αγκάλιασε

                              και την φιλάει στα χείλη

                              και τη φιλάει στο μάγουλο

                              και τη φιλάει στα μάτια

                              στάλα-στάλα το φιλί,

                              τρυπάει το λιθάρι

                              κι η Ρήνη με τα νάζια της

                              σφάζει το παλικάρι.

                              (Δημοτικό – από το βιβλίο του Ν.Θ. Μήτση "Λησμονημένοι Μαχητές")

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:      Ήταν το έτος 1800, Αύγουστος μήνας.

                              Ο Νίκος Θ. Μήτσης, στο βιβλίο του "Λησμονημένοι μαχητές", γράφει:

                              Ο Δήμος δεν μπορούσε πια να μείνει στο χωριό του, τη Ζάβιτσα. Είχε τώρα στην πλάτη του δύο φόνους, κι αυτό δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ ο Αλή Πασάς.

                              Ύστερα τον μάγευε και το θυμάρι, τον μεθούσε το μπαρούτι και τον πλήγωνε βαθιά η σκλαβιά της πατρί­δας του. Αγανακτούσε, όταν έβλεπε τον πατέρα του και τους συγχωριανούς του να πληρώνουν κεφαλικό φόρο στους Κοτζαμπάσηδες Λαλα-Σταμαίους...

                              Έτσι πήρε το δρόμο για το βουνό κι ενώθηκε μαζί με τους αρματολούς και κλέφτες. Βρέθηκε κοντά στον Κατσαντώνη και τα αδέρφια του Κωσταντή Λεπενιώτη και Γιώργη Χασιώτη. Κοντά στον συγχωριανό του Τσόγκα.


 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

 

            Στη σκηνή είναι ο πατέρας και η μάνα του Δήμου. Ο πατέρας σκουπίζει το όπλο του και η μητέρα πλέκει ή κάνει κάτι άλλο.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:      Ο Δήμος, μετά το επεισόδιο με τους Τούρκους, αγάπησε τη Ρηνιώ. Την παρουσιάζει στη μάνα του και τον πατέρα του και τους εξιστορεί τα γεγονότα αλλά και τους λόγους που τον αναγκάζουν τώρα να φύγει από τη Ζάβιτσα και να βγει στο βουνό να γίνει – προεπανα­στατικά – ένας από τους ξακουστούς κλέφτες και αρματολούς.

 

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Μπαίνουν ο Δήμος με τη Ρηνιώ, λαχανιασμένοι.

 

ΔΗΜΟΣ:              Μάνα, θα φύγω, δεν μπορώ

                              τον Τούρκο να υπομένω.

                              θα κυνηγά το σώμα μου

                              σ' όποια κορφή κι αν μένω.

 

                          «  Δώσε μου γρήγορα το σπαθί

                              βγάλε και το ντουφέκι.

                              Μάνα μου βγάλε τη στολή

                              τη χιλιοματωμένη.»

                              (Λευτεριά και Ρωμιοσύνη)

 

                              Σκότωσα σήμερα δυο εχθρούς,

                              που 'δέσαν τη Ρηνιώ μας

                              κι ήθελαν να ντροπιάσουνε,

                              μ' αυτό όλο το χωριό μας.

 


 

                              Σκλάβα τη θέλαν, στου Πασά

                              το σπίτι να την πάνε

                              γι' αυτό κι πέσαν τα σκυλιά

                              πάνω της να τη φάνε.

 

                              Μα τη φωνή της σαν άκουσα

                              εσάλεψε ο νους μου

                              τα λόγια τα άξια, τα σοφά

                              μου ήρθαν του παππού μου.

 

                              Κι όρμησα πάνω τους σαν θεριό

                              τους άρπαξα τα όπλα

                              και με τα βόλια τους ξανά

                              τους έριξα στο χώμα.

 

                              Και έτσι τους πήρα τη Ρηνιώ,

                              τη φέρνω εδώ κοντά σας

                              να τη φυλάτε, σαν να 'τανε

                              απ' τα σπλάχνα τα δικά σας.

 

                              Εγώ θα φύγω, στα βουνά.

                              Εδώ δε με χωράει ο τόπος

                              και θα 'στε όλοι στην καρδιά

                              μέχρι να 'ρθει το σκότος.

 

            Τον αγκαλιάζουν όλοι. Πρώτα η μάνα, ύστερα ο πατέρας και στο τέλος η Ρηνιώ. Η Ρηνιώ τον αγκαλιάζει και κλαίει. Στο τέλος αγκαλιάζονται όλοι μεταξύ τους και ύστερα προσεύχονται στο εικονοστάσι.

            Τη στιγμή που κλείνει η σκηνή πρέπει ν' ακουστεί ένα κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, π.χ. "Κλέφτες" (Κιτσάκης, Πέτρος Λουκάς).


 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

 

            Το σκηνικό αλλάζει. Ένα νέο σκηνικό, με καταπράσινα βουνά εδώ είναι απαραίτητο, γιατί θα δείξει το πέρασμα του Δήμου στην Κλεφτουριά. Μεταξύ των δέντρων να ξεχωρίζει ένα πλατάνι. Θα χρειαστεί σε δύο σκηνές. Ένας-ένας ανεβαίνουν στη σκηνή οι καπεταναίοι κλέφτες και αρματολοί και κάθονται σε ένα ημικυκλικό σχήμα, τρώγοντας και συζητώντας.

            Πρόσωπα: Κατσαντώνης (αρχηγός), Τσόγκας, Λεπενιώτης, Χασιώτης, Δίπλας κ.ά.

            Εδώ μπορεί να ακουστεί το τραγούδι: "Κάτω στου βάλτου τα χωριά" από χορωδία ή ζωντανά από κάποιον μαθητή:

 

 

ΚΑΤΩ ΣΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ ΤΑ ΧΩΡΙΑ

 

Κάτω στου βάλτου τα χωριά

Ξηρόμερο και Άγραφα

και στα πέντε Βιλαέτια

φάτε πιείτε μωρ' αδέλφια.

 

Εκεί είν' οι κλέφτες οι πολλοί,

ούλοι ντυμένοι στο φλουρί.

Κάθονται και τρων' και πίνουν

και την Άρτα φοβερίζουν.

 


 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      Κάτω απ' το γέρο πλάτανο

                                      θα πέσω να πλαγιάσω,

                                      που 'χει ίσκιο δροσερό

                                      κι είναι όλο παχύ χορτάρι.

 

                                      Μη με ξυπνήσει πουλιού λαλιά

                                      μήτε αετός, μήτε τσακάλι

                                      αφήστε με να ξαποστάσω

                                      ώστε ταχιά: να δω και να σκεφτώ,

                                      πως στο Βραχώρι θε να φτάσω.

 

ΤΣΟΓΚΑΣ:                  Ξάπλωσε, καπετάνιε μου

                                      και πάρε έναν ύπνο,

                                      εγώ θα κάτσω για να δω

                                      μην Τούρκος ξετρυπώσει

                                      και αν βρω τα δύσκολα πολύ

                                      τότε θα σε ξυπνήσω.

 

Ξαφνικά ο Χασιώτης σταματά τον Τσόγκα γιατί το αετίσιο μάτι του παρατήρησε να κινείται κάτι περίεργα.

 

ΧΑΣΙΩΤΗΣ:                Μωρ' τι είναι εκείνο στο βουνό

                                      που τρέχει σαν ποτάμι;

                                      και σαν αετός πετά για δω...

                                      μαλλιά και σώμα έχει

                                      σαν λιοντάρι;

 


 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      Άστονα να 'ρθει κατά δω

                                      παιδί δικό μας θα 'ναι.

                                      Βλέπω, ασπρίζει η στολή

                                      και τ' άρματα χτυπάνε.

 

Μπαίνει στη σκηνή ο Δήμος, καμαρωτός-καμαρωτός και με περίσσιο θάρρος.

 

ΔΗΜΟΣ:                      Γεια σας, καπεταναίοι μου

                                      της κλεφτουριάς λιοντάρια.

                                      Ώρες και μέρες έκανα να 'ρθω

                                      περνώντας βουνά, λιθάρια·

                                      να μείνω δίπλα στ' ακουστά

                                      του Βάλτου παλικάρια.

 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      Τι είναι μικρέ πολεμιστή

                                      και κάνεις το λιοντάρι;

                                      Τι είναι αυτό που σ' έφερε εδώ

                                      νύχτες χωρίς φεγγάρι;

                                      Δεν εφοβήθηκες το βόλι του εχθρού,

                                      του Τούρκου του μαχαίρι,

                                      δεν τρόμαξες μέσ' τα βουνά

                                      του Αλή Πασά τ' ασκέρι;

 

ΔΗΜΟΣ:                      Τίποτα, καπετάνιε μου,

                                      δεν σκέφτηκα στο δρόμο·

                                      παρά την ώρα δεν έβλεπα

                                      να σας ανταμώσω... μόνο.

 

                                      Να μπω στο "μπαϊράκι σας"

                                      κλεφτόπουλο να γίνω·

                                      Τούρκο στα μέρη μας μη δω

                                      υπόσχεση σου δίνω.

 

ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ:          (Τον βάζει σε δοκιμασίες. Του δείχνει το τουφέκι του και τ' άρματά του και του λέει:)

                                      Ξέρεις τουφέκι να κρατάς;

                                      Βόλι να σημαδεύεις;

                                      Ξέρεις, άρματα να ζώνεσαι,

                                      σπαθί, στα δάχτυλα να παίζεις;

 

Εδώ η χορωδία ή κάποιος (απόμερα) τραγουδά το τραγούδι "Κλέφτικη ζωή".

 

ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ

 

Μαύρη μωρέ, μαύρη ζωή που κάνουμε, (2)

μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι κλέφτες. (2)

 

Με φό- μωρέ, με φόβο τρώμε το ψωμί

με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατούμε. (2)

 

Ποτέ μωρέ ποτέ μας δεν αλλάζουμε, (2)

ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε. (2)

 

Όλη μέρα, όλη μερούλα πόλεμο, (2)

όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι. (2)

 

Κοντά μωρέ, κοντά στα ξημερώματα, (2)

κοντά στα ξημερώματα, γυρίζω να πλαγιάσω. (2)

 

Το χέ-, μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο, (2)

το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα. (2)

 

Και το μωρέ, και το ντουφέκι μου αγκαλιά (2)

και το ντουφέκι μου αγκαλιά, σαν το παιδί η μάνα. (2)

ΔΗΜΟΣ:                      (Ντροπιασμένος, κάνει ένα βήμα πιο πέρα)

                                      Με την ψυχή και την καρδιά

                                      θα μάθω να παλεύω

                                      και με τη σκληρή δουλειά

                                      το σώμα θ' αντρειώσω.

                                      Κι όπου Τούρκου κεφάλι συναντώ,

                                      με μάτι αετού

                                      εγώ θα σημαδεύω.

 

ΤΣΟΓΚΑΣ:                  Για στάσου παλικάρι μου.

                                      Από πού έρχεσαι;

                                      Ποιο είναι το χωριό σου;

                                      Ποιος είναι ο τόπος σου;

                                      Και ποιο το όνομά σου;

                                      Τι είναι τούτο που σ' έφερε κοντά μας;

 

ΔΗΜΟΣ:                      Απ' του Ξηρομέρου τα βουνά

                                      έρχομαι 'δω κοντά σας.

                                      Την ξακουστή τη Ζάβιτσα

                                      με τα πολλά αρχοντάτα

                                      (πρωτεύουσα Ακαρνανίας πριν γίνει το Βραχώρι)

                                      κει κοντά που 'ναι ο Βάρνακας

                                      που 'χει καπετανάτα.

 

                                      Δήμος Τσέλιος είναι τ' όνομά μου

                                      και το κρατώ απ' τον παππού

                                      το γένος της μαμάς μου.

 

                                      Πριν λίγο καιρό εσκότωσα

                                      δυο Τούρκους, σε κάτι βράχια.

                                      Όρμησα πάνω τους γερά

                                      για της Ρηνιώς τα μάτια.


 

                                      Κι ύστερα... δεν άντεχα άλλο τη σκλαβιά

                                      και το ζυγό των Τούρκων.

                                      Πήρα της μάνας την ευχή

                                      και της Ρηνιώς το δάκρυ

                                      τα όπλα έζωσα βαριά

                                      και βρήκα σε σας την άκρη.

 

ΤΣΟΓΚΑΣ:                  (Τον αγκαλιάζει σφιχτά)

                                      Αγόρι μου, παλικάρι μου.

                                      Τις θύμησες και τις πληγές

                                      τις ξύνεις στην καρδιά μου.

                                      Όση ώρα εσύ μιλάς

                                      για το χωριό, τον τόπο μας...

                                      σκίζεις τα σωθικά μου.

 

                                      (Ο Τσόγκας γυρίζει προς τον Κατσαντώνη και του λέει:)

                                      Κράτα τον Καπετάνιε μου

                                      κοντά σου να γνωρίσει,

                                      πώς στις σπηλιές να κρύβεται,

                                      στα χέρια Τούρκου να μην πέσει.

 

                                      Κράτα τον Καπετάνιε μου

                                      τώρα που 'γω θα φύγω

                                      για να γυρίσω στο χωριό

                                      τον πόνο να απαλύνω.

 

                                      Και μαθ' του βόλι και κρυφτό,

                                      να παίζει γιαταγάνι,

                                      πώς τις πληγές του γρήγορα

                                      να ξέρει για να γιάνει.

 


 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      Τράβα Τσόγκα στα μέρη σου

                                      και μη χολοσκάς καθόλου

                                      και πες στη μάνα του

                                      και στη Ρηνιώ του προύχοντα

                                      πως είναι στα χέρια τα δικά μου·

                                      πρωτοπαλίκαρό μου θα γενεί

                                      δίπλα στα σωθικά μου.

 

ΤΣΟΓΚΑΣ:                  (Ο Τσόγκας ετοιμάζεται να φύγει. Τους αγκαλιάζει και τους φιλάει έναν-έναν. Τελευταία αγκαλιάζει το Δήμο, λέγοντάς του:)

                                      Δήμο, λεβέντη μου, καλέ,

                                      του Ξηρομέρου γέννα,

                                      μη φοβηθείς όπου βρεθείς

                                      του Τούρκου τη φοβέρα.

 

                                      Γρήγορα, σου εύχομαι λεβέντη μου:

                                      να στήσεις δικό σου μπαϊράκι

                                      να σώσεις πατριώτες μας

                                      σε κάθε κορφή, σε κάθε ράχη·

 

                                      από τον Τούρκο που πατά

                                      τ' άγια τα χώματά μας

                                      και γρήγορα να νιώσουμε

                                      όλοι τη λευτεριά μας.

 

                                      Ψάξε και βρες εδώ κοντά

                                      τον στρατηγό τον Ράγκο

                                      που 'χει μπουλούκι διαλεχτό

                                      στης Άρτας μας τον Κάμπο.

 


 

                                      Βρες και τους άλλους χωριανούς,

                                      Χεινόπωρο και Μήτζη (Μήτση)

                                      και πες τους να τραβήξετε

                                      πολέμους... δίχως μίση.

 

ΔΗΜΟΣ:                      Πήγαινε Καπετάνιε μου

                                      στα μέρη μας τα Άγια.

                                      Στρατιώτες πολλούς γεννά η Ζάβιτσα

                                      και είναι έτοιμοι να πάρουνε

                                      τις ράχες, τους κάμπους,

                                      και των βουνών τα πλάγια.

                                      Να σώσουν την πατρίδα μας

                                      απ' τη σκλαβιά του Τούρκου

                                      να διώξουν τους αφέντες τους

                                      που πίνουν το αίμα όλο.

 

                                      Και πες στον πατέρα, τη μάνα και τη Ρηνιώ

                                      πως εδώ πέρα είμαι

                                      πως νύχτα-μέρα τους σκέφτομαι

                                      μες τα βαθιά φαράγκια

                                      κάθοντας στα περάσματα

                                      να παίρνω Τούρκων τα κεφάλια.

 

                                      (Ο Τσόγκας φεύγει. Η σκηνή κλείνει.)


 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              Μετά από 6 χρόνια, το 1806 περίπου, η Ρηνιώ, επειδή δεν άντεχε το συνεχές κυνήγημα των Τούρκων και τη μοναξιά στα βουνά που ήταν κρυμμένη, πήρε την απόφαση να πάει να συναντήσει τον αγαπημένο της Δήμο. Σ' αυτό βοήθησε και ο καπετάν Τσόγκας που είχε επιστρέψει στο χωριό. Έτσι μια μέρα σκότωσε δυο Τούρκους και πήρε το δρόμο για τα βουνά του Βάλτου και των Αγράφων, ντυμένη όμως κλεφτόπουλο.

 

 

 

ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ

 

            Η χορωδία ή ένα παιδί τραγουδάει το δημοτικό τραγούδι "Μάνα μου τα κλεφτόπουλα". Εδώ γίνεται δραματοποίηση του τραγουδιού. Όλοι οι κλέφτες (στο ίδιο σκηνικό και τα ίδια πρόσωπα) τρώνε, πίνουν και χορεύουν τσάμικο ("Ένας αητός").

            Ο Δήμος, το κλεφτόπουλο, κάθεται απόμερα, κοιτάζοντας το τουφέκι του και το σπαθί του. Στο τέλος των τραγουδιών παρουσιάζεται στη σκηνή η Ρηνιώ, ντυμένη κλεφτόπουλο, και ζητάει κι αυτή να μπει στο σώμα του Κατσαντώνη.

 

 


 

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

 

Μάνα μου τα κλεφτόπουλα

τρώνε και τραγουδάνε

άιντε, πίνουν και γλεντάνε.

 

Μόνο ένα μικρό κλεφτόπουλο

δεν τρώει, δεν τραγουδάει

ούτε πίνει, ούτε γλεντάει.

 

Μόν' τ' άρματά του κοίταζε

του τουφεκιού του λέει:

γεια σου "Κίτσο" μου λεβέντη.

 

Τουφέκι μου περήφανο

τουφέκι πονεμένο

μια χαρά 'σαι το καημένο.

 

Πόσες φορές με γλύτωσες

απ' των εχθρών τα χέρια

κι απ' των Τούρκων τα μαχαίρια.

 

 


 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

 

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

(ΡΗΝΙΩ):                     Γεια σας, καπεταναίοι μου.

 

ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ:          Καλώς το παλικάρι.

                                      Πώς απ' τα μέρη μας κόπιασες

                                      αμούστακο παιδάκι;

                                      Τι είναι αυτό που σ' έκανε

                                      να τρέχεις τόσα βράδια

                                      μέρες και νύχτες να διαβείς

                                      στα δύσβατα φαράγγια;

 

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

(ΡΗΝΙΩ):                     Του Τούρκου τη φοβέρα

                                      δεν άντεξα άλλο πια

                                      γι' αυτό ήρθα εδώ πέρα

                                      να 'βρω γαλήνη, γιατρειά.

 

                                      Δυο Τούρκους πλήγωσα βαριά

                                      με το σπαθί στη μέση·

                                      ήταν απ' τ' ασκέρι του Πασά

                                      απ' το κάτω Βαλαέτι. (δείχνει)

 

                                      Και αμέσως με κυνηγήσανε

                                      εις των βουνών τις ράχες

                                      μα 'γω τους ξέφυγα... καλά

                                      γιατί είχα γερές τις πλάτες.

 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      Και πόσο χρόνων είσαι;

                                      Φαίνεσαι νέος πολύ για να βγεις κλέφτης στο βουνό.

 

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

(ΡΕΝΙΩ):                     Δεν είμαι και τόσο νιος, όσο συ νομίζεις, Καπετάνιε. Είμαι είκοσι χρονών και κάτι.

 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      Και πώς σε λένε, παλικάρι;

 

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

(ΡΗΝΙΩ):                     Τ' όνομά μου θα το πω, μα θα με δοκιμάσεις πρώτα. Δώσε μου ένα σπαθί και πες σ' ένα από τα παλικάρια σου να 'ρθει να μετρηθούμε.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              Ο Κατσαντώνης του δίνει το δικό του γιαταγάνι και κάνει νόημα στο Δήμο που είναι πρωτοπαλίκαρό του να ετοιμαστεί. Ο Δήμος με χαμόγελο πηγαίνει προς το κλεφτόπουλο, κάθεται μπροστά του, παίζοντας με το σπαθί του. Το κλεφτόπουλο αρχίζει να τρέμει. Δεν έχει δύναμη, δεν έχει ψυχή, το Δήμο να χτυπήσει.

 

ΔΗΜΟΣ:                      (περιπαιχτικά)

                                      Τι έχει το παλληκάρι μας

                                      και τρέμει το χέρι του όλο;

                                      Γιατί ιδρώτας το 'πιασε

                                      την όψη μου σαν βλέπει;

                                      (Κάνει κάποιες επιδέξιες κινήσεις και η στολή του κλεφτόπουλου σκίζεται και η μορφή του αλλάζει.)

 

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

(ΡΗΝΙΩ):                     Δεν ημπορώ, δε δύναμαι

                                      το Δήμο ν' αντικρίσω.

                                      Δεν ημπορώ, δε δύναμαι

                                      το αίμα του να χύσω.

 

                                      (Αφήνει το γιαταγάνι κάτω και κλαίει.

                                      Ο Δήμος την πλησιάζει. Την πιάνει... και αναστατώ­νεται).

 

ΔΗΜΟΣ:                      Ρηνιώ; Εσύ είσαι Ρηνιώ; Ρηνιώ!

                                      Ρηνιώ, αστέρι τ' ουρανού

                                      και της αυγής δροσούλα

                                      μέρες και νύχτες χτύπαγε

                                      του Δήμου η καρδούλα.

                                      (Την αγκαλιάζει και τη φιλάει).

 

ΡΗΝΙΩ:                        Δεν ημπορούσα, Δήμο μου,

                                      να μείνω άλλο πίσω.

                                      Γι' αυτό δυο μέρες επερπάτησα

                                      για να σε συναντήσω.

 

                                      Από τότε που με γλίτωσες

                                      απ' του εχθρού τα χέρια,

                                      ποτέ τους δε με άφησαν

                                      να 'δω μια άσπρη μέρα.

 

                                      Με κυνηγούσαν ολοχρονίς

                                      στου Μπούμιστου τις ράχες

                                      στου Μέγα Όρους τις σπηλιές

                                      μόνη μου έδινα μάχες.

 

ΔΗΜΟΣ:                      Και πώς μπόρεσες

                                      κι ήρθες στα μέρη ετούτα;

                                      Ρηνιώ, κόρη του Μήτροβα,

                                      του Δήμου περηφάνια;

                                      Ποιος σου 'πε τα λημέρια μας,

                                      το δρόμο να τραβήξεις

                                      δίχως εχθρό στο δρόμο σου

                                      κρυφά να συναντήσεις;

 

ΡΗΝΙΩ:                        Πριν λίγο καιρό

                                      εις το χωριό μας πέρα,

                                      ήρθε ένας σεβάσμιος γέροντας

                                      στη μάνα... και στον πατέρα.

 

                                      Τσόγκα τον λέγανε πολλοί

                                      και στρατηγό οι άλλοι.

 

                                      Αυτός μας μίλησε για σε,

                                      τα τόπια, τα λημέρια.

                                      Πως δω να 'ρθω να σε βρω

                                      αν θέλω κάποια μέρα.

 

                                      Χρόνια λαχταρούσα να σε δω

                                      έστω για λίγη ώρα

                                      κι είχα κρυμμένη μέσα μου βαθιά

                                      την όμορφη τη μέρα

                                      τότε,

                                      που από τα χέρια των Τουρκών

                                      με γλίτωσες. Θυμάσαι;

                                      Απ' το μυαλό και την ψυχή

                                      δεν έλειψες μια μέρα

                                      και ο νους μου πήγαινε να τρελαθεί

                                      αν δε σ' αντάμωνα εδώ πέρα.

 


 

ΔΗΜΟΣ:                      (Την αγκαλιάζει σφιχτά και ύστερα την αφήνει).

                                      Ρηνιώ μου! Γλυκιά μορφή

                                      της Ζάβιτσας κοπέλα

                                      τ' αγαπημένα μάτια σου

                                      μου λείπανε εδώ πέρα.

 

                                      Καθημερινά σκεφτόμουνα

                                      πάνω στο καραούλι,

                                      πόσο κοντά μου θα 'θελα,

                                      μαζί μου να 'στε ούλοι.

 

                                      Με του πατέρα την ψυχή

                                      της μάνας μου το δάκρυ

                                      και την αγάπη της Ρηνιώς

                                      θα 'φτιαχνα ένα στάχυ.

 

                                      Και τα κλωνιά του θα 'ριχνα

                                      στους κάμπους να φυτρώσουν·

                                      τα παλληκάρια του ντουνιά

                                      τους Τούρκους να σκοτώσουν.

 

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ:      (Προς τους καπεταναίους, που όλο χαμογελούσαν).

                                      Για σταθείτε, ουρέ εσείς.

                                      Τούτη η στιγμή είναι σεβαστή.

                                      Τούτη η στιγμή είναι ιερή.

                                      Ραγίζει η καρδιά μου.

                                      Τρίζουν τα σωθικά μου.

                                      Ουρέ, εσείς. (προς το Δήμο και τη Ρηνιώ)

                                      Ποτέ δε λύγισα. Ποτέ δε λύγισα

                                      μπροστά στων Τούρκων τα ασκέρια.

                                      Μα σεις με λυγίσατε πολύ... και κάνατε

                                      και κλάψαν, τ' ουρανού τ' αστέρια.


 

                                      Δήμο, πρωτοπαλίκαρο

                                      της κλεφτουριάς καμάρι,

                                      φύγε και πάρε τη Ρηνιώ

                                      κοντά σου να την έχεις.

                                     

                                      Κάνε ασκέρι κλεφτουριάς

                                      να λευτερώσουμε τη γη μας.

                                      Σύρε στα μέρη τα γνωστά

                                      πολέμα κι όσους μπορείς ξεκάνε.

                                      Εγώ ο δόλιος, γέρασα

                                      θα γύρω να 'ποθάνω.

                                      Να, πάρε, Ρηνιώ, μαζί σου τ' άρματα

                                      τον Κατσαντώνη να θυμάσαι

                                      και τύχη σου δίνω κόρη μου

                                      πάντα μαζί του να 'σαι.

 

 

            Όταν ο Κατσαντώνης ξαπλώσει για να ξαποστάσει κάτω από το γέρο πλάτανο (στο σκηνικό), θα ακουστεί ο ύμνος του Κατσαντώνη. Το τραγούδι αυτό "Ο Κατσαντώνης", που υμνεί τα κατορθώματά του, τραγουδήθηκε από πολλούς... Μεταξύ αυτών είναι και ο Κιτσάκης με μουσική συνοδεία (κλαρίνο) τον Καψάλη και τον Πέτρο Λούκα.

            Ο Λεπενιώτης, ο Δήμος και οι άλλοι ρίχνουν τουφεκιές.

            Έτσι περνάμε, με το θάνατο του Κατσαντώνη, στη δημιουργία ενός νέου μπαϊρακιού με το Δήμο Τσέλιο Καπετάνιο.


 

Β. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Ο ΔΗΜΟΣ ΑΡΧΙΚΛΕΦΤΗΣ (ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ)

 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              Μετά το θάνατο του Κατσαντώνη, ο Δήμος φτιάχνει δικό του μπαϊράκι. Μαζί του είναι και η Ρηνιώ του Μήτροβα. Μάχεται, δίπλα του, για πολλές μέρες και νύχτες, ώσπου σε μια μάχη η Ρηνιώ λαβώνεται θανάσιμα.

 

 

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

 

Στη σκηνή είναι ο Δήμος. Ταμπουρωμένος τουφεκάει, γεμίζει, ενισχύει τους άλλους αρματολούς και κλέφτες στη μάχη... Ξαφνικά ο Δήμος λαβώνεται. Η Ρηνιώ τρέχει κοντά του και τη στιγμή εκείνη ένα βόλι την ξαπλώνει κάτω:

 

 

ΔΗΜΟΣ:                      Ρηνιώ! Ρηνιώ! (την κουνάει)

                                      Ρηνιώ! (δεν σαλεύει)

                                      Πέθανε! Ρηνιώ!

 

                                      (Κλαίει, ο Δήμος αρχίζει να μοιρολογά:)

 

                                      Τώρα Ρηνιώ μου διάλεξε

                                      ο Χάρος να σε πάρει

                                      τώρα που ήρθες δίπλα μου

                                      στις νύχτες, με φεγγάρι

                                      να ξεδιπλώσεις την καρδιά

                                      με την περίσσια χάρη.

 

                                      Τώρα Ρηνιώ μου έφυγες

                                      απ' τον σκληρό αγώνα

                                      και πας σε μέρη μακριά

                                      μέσα στο μαύρο χώμα.

 

                                      (Την  αγκαλιάζει. Ύστερα την αφήνει απαλά. Σηκώ­νεται όρθιος και φωνάζει τα παλληκάρια του).

 

ΔΗΜΟΣ:                      Ελάτε παλληκάρια μου

                                      και πάρτε τη Ρηνιώ μου.

 

                                      Θέλω σ' εκείνο εκεί κοντά (δείχνει)

                                      το γέρικο πλατάνι

                                      να σκάψτε βαθιά, καλά

                                      του ήλιου ακτίνα

                                      μη την πιάνει.

 

                                      Θέλω ο ίσκιος

                                      να 'ναι ελαφρύς

                                      και το νερό τρεχάτο.

 

                                      Θέλω να νιώθει

                                      τη δροσιά

                                      και των πουλιών

                                      το δάκρυ.

 

Τα παλληκάρια την παίρνουν και τη μεταφέρουν προς το μεγάλο πλατάνι του σκηνικού. Ύστερα ο Δήμος τουφεκά τρεις φορές και ακολουθούν τα παλληκάρια του. Μένουν για λίγο σκεφτικοί. Ύστερα παρεμβαίνει ο αφηγητής.

 


 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              (ή τραγούδι μοιρολόγι)

 

                                  «  Πήρε ξημέρωμα κι αυγή

                                      κι ο Δήμος κλαίει ακόμα

                                      κλαίνε μαζί του τα βουνά

                                      κλαίνε μαζί του οι κάμποι

                                      κλαίνε και τα κλεφτόπουλα

                                      του Μήτροβα την κόρη

                                      που ήτανε πρώτη στο φιλί

                                      πρώτη στο καριοφίλι

                                      και στης αγάπης το φιλί

                                      δεν είχε ταίριασμά της. »

                                      (Δημοτικό)

 

                                      (Κλείνει η σκηνή)

 

 


 

ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ-ΔΗΜΟΥ

από τα βιβλία των Δ. Μιτάκη και Ν.Θ. Μήτση

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Α

(αγόρι ή κορίτσι):      Ο Δήμος διακρινόταν ιδιαίτερα στην πολεμική τέχνη. Σκορπούσε παντού τον τρόμο. Γι' αυτό και η λέξη τρόμος ήταν συνώνυμη του ονόματος Τσέλιος.

                                      Δήμος Τσέλιος τ' όνομά του, με απήχηση μεγάλη. Στο Ξηρόμερο, στο Βάλτο, τ' Άγραφα, παντού ήταν ξακουστός στους Έλληνες, και τρόμος του Αλή Πασά.

                                      Ο Πασάς, επειδή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, του είχε κάνει πρόταση, να του δοθεί – αυτό που κατείχε με την κλεφτουριά – επίσημα το αρματολίκι, αρκεί να συνεργαστεί μαζί του.

                                      Ο Δήμος Τσέλιος όμως το αρνήθηκε.

                                      Να τι μας λέει ο λαϊκός μας ποιητής για την άρνησή του αυτή:

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Β

(αγόρι):                        Γρήγορα να 'ρθεις  Δήμο μου

                                      να 'ρθεις να προσκυνήσεις.

                                      Να σου χαρίσω το ψωμί

                                      στο Λούρου και στην Άρτα.

                                      Να φέρνεις ντέθρι τα χωριά

                                      στη μούλα σου καβάλα.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ

(αγόρι):                        Γώμε, Τσέλιος ο περήφανος,

                                      Δήμος, ο παινεμένος.

                                      Κι άλλοτε νέταξες, Πασά σε με

                                      Ξηρόμερο και Βάλτο.

 

                                      Χωριά χωρίς τον πόλεμο,

                                      χωρίς κλεφτών τουφέκι

                                      ο Τσέλιος δεν τα δέχεται

                                      ο Δήμος δεν τα θέλει.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Α

(αγόρι ή κορίτσι):      Ο Δήμος Τσέλιος, για τις ηρωικές του πράξεις – σ' όλες τις φάσεις του αγώνα των Ελλήνων για απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό – τιμήθηκε με το βαθμό του Χιλίαρχου, δηλαδή του Αντιστρά­τηγου από τον Γεώργιο Κουντουριώτη.

 

                                      Και, όπως λένε τα σχετικά έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους που βρήκαν οι μελετητές της ιστορίας του (Διον. Μιτάκης κ.ά.), το 1825 έγινε Στρατηγός με απόφαση του Υπουργείου Πολέμου.

 

                                      Ο Δήμος Τσέλιος πήρε μέρος σε πολλές μάχες: Άρτα, Πέτα, Βραχώρι (Αγρίνιο), Β' Πολιορκία του Μεσολογγίου, Αμφιλοχία (Καρβασαρά), Ζαμπατίνα, Βόνιτσα, Ναύπακτο, Αιτωλικό, Άκτιο, Μακρυνόρος, Μαχαλά, Αράχωβα κ.ά.

 

                                      Αξίζει εδώ να διαβάσουμε την επιστολή του Καραϊ­σκάκη στις 24/11/1826, όπου επαινεί τον Τσέλιο για τη γενναιότητα που υπέδειξε στη μάχη της  Αράχωβας.

 

 

 

                                 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Β

(αγόρι):                        «Ήταν απαραδειγμάτιστος και η γενναιότης του στρατηγού Δήμου Τσέλιου, ο οποίος αφού έπιασεν τον σημαντικώτερον αριθμόν ζωντανών, εφόνευσε περίπου δεκαπέντε μόνος του και επειδή ο αριθμός των εχθρών ήτο πολυάριθμος, αγνοώ ανίσως εφόνευσεν και περισσότερους.

                                      Τούτο μόνο σας λέγω, ότι εις κάθεν εποχήν, δείχνει μεγάλη γενναιότητα. Και τους τοιούτους, επειδή δεν ευχαριστιούνται με άλλο τι, τουλάχιστον να τον καταχωρήσετε εις τας εφημερίδας της Διοικήσεως...»

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ:           «Ο Δήμος Τσέλιος ήταν αήττητος, συμφιλιωτικός, ηθικός, διαλλακτικός και πάνω απ' όλα αληθινός πατριώτης», λόγια τόσο του Καραϊσκάκη όσο και του Μαυροκορδάτου.         

                                      Μετά την απελευθέρωση της Ακαρνανίας, διορίστηκε απ' τον Καποδίστρια το 1832 Φρούραρχος στη Βόνιτσα της επαρχίας Ξηρομέρου.

 


 

Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

 

Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ

(Απόψεις, εκτιμήσεις)

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

 

Ο Γέρο-Δήμος παρουσιάζεται σ' ένα καινούριο σκηνικό, κάστρο. Γύρω του συζητούν μεταξύ τους, στρατηγοί απ' την περιοχή (Γ. Γρίβας, Τσόγκας, Χεινόπωρος, Κουσουρής) για την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              Βρισκόμαστε στα χρόνια της Βαυαροκρατίας. Ο ανήλικος Βασιλιάς Όθωνας και οι προστάτες του Άρμανσμπεργ, Μάουερ και Έυδεκ προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν τη Μοναρχία, ως πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας μας.

                                      Αυτό φυσικά, σε πολλούς στρατηγούς, δεν άρεσε και άρχισε να αναπτύσσεται ένα νέο πολιτικοκοινωνικό κίνημα κατά της Μοναρχίας.

                                      Στην Επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου, ο φρούραρχος στρατηγός Δήμος Τσέλιος, το Φλεβάρη του 1836, ξεκίνησε το δικό του εγερτήριο, έχοντας μαζί του τους στρατηγούς Μακρυσταθαίους, Αναγνώστη Λύτρα (Κ), Χρήστο Παστέλη (Ζ), Ρούπα (Ζ), Κουσουρή (Ζ), Δραγαμέστο και Ν. Στράτο (Α), Ν. Τσέλιο (ανιψιός του), τους Παλιογανναίους (Β) κ.ά.

 


 

ΔΗΜΟΣ:                      (προς τους άλλους στρατηγούς:)

                                      Πενήντα χρόνια πολεμώ

                                      εις των βουνών τις ράχες

                                      να διώξω τον τούρκικο ζυγό·

                                      κι όλες σκληρές οι μάχες.

 

                                      Τη λευτεριά να νιώσουμε

                                      όλοι μαζί, αδέλφια

                                      και την πατρίδα τη γλυκιά

                                      να χτίσουμε με κέφια.

 

                                      Μα τώρα αδέλφια μου, κατά

                                      καινούριος ζυγός μας ήρθε

                                      να κάτσει εις το σβέρκο μας

                                      το αίμα μας να πίνει.

 

                                      Ακούστε παλληκάρια μου

                                      του Ξηρομέρου γέννες

                                      ζυγούς απολυταρχικούς

                                      δεν άντεξε ο Έλληνας

                                      στην Ιστορία του γένους.

 

                                      Του Έλληνα ο τράχηλος

                                      δεν θέλει βασιλιάδες

                                      δεν θέλει ξένους, αφέντες

                                      τη μοίρα του να φτιάξει.

 

                                      Πάρτε ξανά τα όπλα, τα σπαθιά

                                      και βγείτε πάλι στα χωριά μας

                                      και κάντε επανάσταση

                                      στα νέα αφεντικά μας.

 

                                      Ένας-ένας φεύγει...

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              Κυριάρχησαν σ' όλη την Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία και Δυτική Φωκίδα (στα μέρη που κυρίως δρούσε στα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια).

                                      Όμως, η εξέγερση αυτή του Δήμου Τσέλιου δεν κράτησε πολύ. Η καταστολή της εξέγερσης απ' το βασιλικό στρατό δεν άργησε να έρθει. Διεγράφη απ' τις τάξεις του στρατού και φτωχός πλέον πέρασε στη Λευκάδα για να σώσει τη ζωή του.

                                      Βρισκόμενος «εν ταπεινοτάτη και εσχάτη πενία» ζήτησε τέσσερις φορές χάρη από τον Όθωνα που μικρόχαρα την αρνήθηκε.

                                      Το 1841 βρισκόμενος ήδη «γεγηρακώς ησθενικώς, εξ αιτίας των οποίων αποφέρει πολλών πληγών επί του σώματός του, άπορος και με τέκνα κατήνησεν ανίκανος να διάγει ησύχως εις ξένην γην, υποφέρων αταράχως και γενναίως τας προκυψάσας απείρους δυστυχίας».

                                      Ο Υπουργός Στρατιωτικών Αντρέας Μεταξάς συνηγορεί εις το να πάρει χάρη ο Δήμος Τσέλιος και να επιστρέψει στον τόπο του.

                                      Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 αποκατέ­στησε τον Δήμο Τσέλιο, δίνοντάς του το βαθμό του Συνταγματάρχη και τη Διοίκηση του αποσπάσματος Φαλλαγγιτών Μεγάρων.

                                      Ο Γεώργιος Τσερτσέτης, όταν είδε τον Τσέλιο φτωχοντυμένο και λυπημένο στους δρόμους της Αθήνας, είχε δημοσιεύσει το εξής;


 

                                    «Προχθές είδα εις τον δρόμο των Αθηνών

                                      με πενιχρά φορέματα

                                      πολύ πλέον πενιχρά,

                                      βυθισμένο εις λύπην,

                                      τον Οπλαρχηγό Δημοτσέλιο.

 

                                      Αυτός είναι, έλεγα

                                      ο ένδοξος, ο φρόνιμος

                                      ο πατριώτης στρατιωτικός...

 

                                      Ταλαίπωρη Ελλάς

                                      τα αληθινά σου τέκνα

                                      θρέφονται με τα δάκριά των,

                                      παραλογούν ή παραμιλούν

                                      εις τους δρόμους...»

 


 

ΓΕΡΟΣ ΠΙΑ (ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ)

 

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

 

            Επιστρέφει στη σκηνή μαζί με τα παλληκάρια του, γέρος πια, έτοιμος να πεθάνει.

            Πριν όμως γίνει αναπαράσταση του γνωστού ποιήματος "Ο Δήμος και το καριοφίλι του", ο αφηγητής θα πει λίγα λόγια για το τέλος του.

            Ενώ ο Δήμος είναι στη σκηνή, ακουμπισμένος πάνω σε μια πέτρα, γύρω του είναι όσα μπορούμε περισσότερα παιδιά-παλληκάρια ντυμένα.

            Εδώ θα είναι η αναπαράσταση του θανάτου του με βάση τα λόγια του μεγάλου ποιητή μας Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:              Πέθανε πάμφτωχος το 1854. Η ταφή των οστών του έγινε στο Ηρώον του Μεσολογγίου το 1901, με την παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και άλλων κρατικών λειτουργών.

                                      Στην τελετή της ταφής παρευρίσκετο και ο μεγάλος μας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, όπου εκεί εμπνεύστηκε το γνωστό σε όλους μας ποίημά του: "Ο Δήμος και το καριοφίλι".

 

                                      Ακολουθεί η δραματοποίηση του ποιήματος. Εδώ πρέπει να διδαχθεί καλά το τραγούδι της τάβλας που αφορά το Δήμο από το μαθητή Γέρο-Δήμο.

 

 


 

Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙ ΤΟΥ

 

Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης

τον ύπνο δεν χόρτασα και τώρ' αποσταμένος

θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου

βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαγματιά δεν μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο,

να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,

και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω. (κάθεται)

Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!

Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω

θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα άρματα να κρεμάνε,

να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.

Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,

θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,

να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα και οι χρόνοι την αντρειά μου.

Ήρθε και μένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε

τ' αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη...

Σταθήτ' εδώ τριγύρω μου, σταθήτ' εδώ σιμά μου

τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου

κι εν' από σας το νιώτερο, ας ανεβεί στην ράχη

ας πάρει το τουφέκι μου, το άξιο μου καριοφίλι

κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:

 

«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει!»

Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θε να βογγήξει ο βράχος

θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν,

και τ' αγεράκι του βουνού όπου περνά δροσάτο,

θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,

για να μην πάρει τη βοή άθελα και την φέρει

και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος,

και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου, γρήγορα, τρέχα ψηλά στην ράχη

και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου απάνω

θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.»

 

(Ένα κλεφτόπουλο παίρνει το τουφέκι και...)

 

Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να 'τανε ζαρκάδι

ψηλά στην ράχη του βουνού και τρις φορές φωνάζει:

«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει» (τρεις φορές)

Κι εκεί αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,

ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει. (ήχος)

Στην τρίτη και την ύστερη τ' άξιο καριοφίλι

βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,

φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο

πέφτει απ' του βράχου τον γκρεμό, χάνεται πάει, πάει!

 

Άκουσ' ο Δήμος την βοή μεσ' στο βαθύ του ύπνο,

τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...

Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει!

Τ' αντρειωμένου η ψυχή του φοβερού του κλέφτη

με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφα απαντιέται

αδελφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήνονται, πάνε.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

 

           

 

 

 

 


 

            Η γιορτή τελειώνει α) με το τραγούδι του Χρήστου Λεοντή "Ο ήλιος εβασίλεψε", απόσπασμα από τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη.

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΨΕ

 

Ο Ήλιος εβασίλεψε,

- Έλληνά μου, βασίλεψε –

και το Φεγγάρι εχάθη

κι' ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια,

τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.

Γυρίζει ο Ήλος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:

«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,

άκ'σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια

γι' αυτά τα 'ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,

και μες στο αίμα το πολύ είν' όλα βουτημένα.

Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη, τα καημένα».

 

 

και β) με το τραγούδι "Λευτεριά" (Μουσική: Μαρκόπουλος) από τη χορωδία του σχολείου.

 

 


 

ΛΕΥΤΕΡΙΑ

 

Πηδά η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες

κι αυτός ολόρθος στέκει

πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο (2 φορές)

και λευτεριά φωνάζει. (2 φορές)

 

Ελευτεριά για 'σένα χάνομαι (2 φορές)

μα θα 'ρθουν πίσω μου άλλοι (2 φορές)

στρατοί οι γυιοι μου και τα εγγόνια μου (2 φορές)

και θα σ' ελευθερώσουν. (2 φορές)

 

Μην κλαις κυρά κι εγώ θα αναστηθώ (2 φορές)

και θα σ' αρπάξω πάλε (2 φορές)

θα σπω τις αλυσίδες της σκλαβιάς (2 φορές)

θα καταλνώ τα κάστρα. (2 φορές)

 

Στη γη είμαστε κι αλίμονο στης γης (2 φορές)

αν ξοφληθεί η γενιά μας (2 φορές)

στρατοί οι γυιοι μου και τα εγγόνια μου (4 φορές)

και θα σ' ελευθερώσουν. (4 φορές)


 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

Πληροφορίες για βοήθεια ώστε να οργανωθεί και παρουσιαστεί καλύτερα η πρόταση "Θεατρική παράσταση και αφήγηση".

 

α)         Η γιορτή έχει διάρκεια περίπου 80 λεπτών, γι' αυτό ο συντονιστής της γιορτής μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει κομμάτια απ' την αφήγηση, ώστε ο χρόνος να ταιριάζει στις όποιες απαιτήσεις της σχολικής γιορτής και των οργανωτών – υπευθύνων.

 

β)         Τα ιστορικά στοιχεία, που είναι αποτέλεσμα πολύχρονων κόπων και ερευνών των Ιστορικών και Λαογράφων που συχνά αναφέρω, θα αφηγηθούν από μεγάλους, καλλίφωνους μαθητές ή από δύο δασκάλους. Ο αριθμός των αφηγητών δεν είναι δεσμευτικός.

 

γ)         Στο θεατρικό όλοι οι πρωταγωνιστές καλό είναι να είναι ντυμένοι με παραδοσιακές στολές. Σε περίπτωση που ο αριθμός των παιδιών είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ρόλων και αφηγητών, μπορούμε να μοιράσουμε έναν ρόλο ή μια παρουσίαση αφηγητή σε περισσότερα παιδιά.


 

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ - ΣΚΗΝΙΚΑ

 

            Για τα τραγούδια γίνεται αναφορά και στο αναλυτικό πρόγραμμα-πρόταση της γιορτής.

            (Η μουσική επένδυση-πρόταση είναι ηχογραφημένη σε κασέτα και μπορεί να ζητηθεί).

           

            Προτείνονται τα εξής τραγούδια:

            (Είναι στη σειρά με βάση τη ροή του προγράμματος).

·        Ο Θούριος του Ρήγα ή Όλα τα έθνη, του Χρήστου Λεοντή, ως εισαγωγή στην όλη πρόταση-παρουσίαση.

·        Κλέφτικο, σόλο κλαρίνο, αναφορά στο Γέρο-Δήμο.

·        Ο Δήμος (δημοτικό). (Να διδαχθεί σε ρόλο για ζωντανή απόδοση).

·        Τ' έχεις Ρήνα κι αρρωσταίνεις. (Να διδαχθεί για ζωντανή απόδοση).

·        Κλέφτες (Κιτσάκης, Πέτρος Λουκάς).

·        Κάτω στου Βάλτου τα χωριά. (Να διδαχθεί σε έναν "κλέφτη" ή στη χορωδία).

·        Κλέφτικη ζωή. Να διδαχθεί σε έναν "κλέφτη".

·        Ένας αητός, Τα κλεφτόπουλα... (Δραματοποίηση).

·        Ο Κατσαντώνης

·        Ο Δήμος και το καριοφίλι (Κλέφτικο... ή το τραγούδι της τάβλας).

·        Ο Ήλιος εβασίλεψε, απόσπασμα από τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη, Χρήστου Λεοντή.

·        Λευτεριά (Γιάννης Μαρκόπουλος): επίλογος της σχολικής γιορτής.

 

            Η μουσική επένδυση, όπως παρουσιάζεται στην πρόταση, δεν είναι υποχρεωτικό να εφαρμοστεί.

            Επίσης τα σκηνικά που προτείνονται σε διάφορες σκηνές δεν είναι δεσμευτικά.

            Όλα, με λίγα λόγια, μπορούν να αντικατασταθούν με άλλες ιδέες και όλα μπορούν με το μεράκι του καθενός να απλοποιηθούν.


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

1)         "Η διαλλακτικότητα του Δήμου Τσέλιου και η προς Αράχωβαν αριστεία του", 1973. Διον. Μιτάκης.

2)         "Τα τρία Τσελιόπουλα", Περιοδικό. Στερεά Ελλάς, 1978. Διον. Μιτάκης.

3)         Νέα του Αρχοντοχωρίου: "Ο Δήμος Τσέλιος ένα ίνδαλμα του '21" (τεύχος 23/1987). Διον. Μιτάκης.

4)         "Η επανάσταση του 1836". Διον. Μιτάκης.

5)         "Λησμονημένοι μαχητές", 1987. Ν.Θ. Μήτσης.

6)         "Ιστορήματα Ξηρομέρου", 1983. Γ. Ηρ. Παπατρέχα.

7)         "Ο Στρατηγός Δήμος Τσέλιος", 1930. Ευδοκία Κουμουτσοπούλου.

8)         "Απομνημονεύματα Δ. Τσέλιου". Γ.  Τσερτσέτης.

9)         Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό "Ήλιος". Βιβλιοθήκη 125ου Δ.Σ. Αθηνών.

10)      Ιστορικό Λεξικό του '21 (Λεξικογραφική κατάταξη δημοσιευμένου υλικού). Χρήστος Στασινόπουλος. (Βιβλιοθήκη 104ου Δ.Σ. Αθηνών).