Γιάτρα του φιγγάρ – κοίτα το φεγγάρι |
Κατρίσκις απάνς; – ούρησες τα ρούχα σου; |
Χέτσας ίσι; - φοβιτσιάρης είσαι; |
Του τφέικ(ι)σις του πλι; - το τουφέκισες το πουλί |
Τι τφικάς; - τι τουφεκάς; |
Πούστι ρε; - Πού είστε βρε |
Τίπατι; - τι είπατε; |
Κουρκούτιασι του μιαλότ- θόλωσε το μυαλό του |
Ντίπ ζούδιου ίσι;- χαζός είσαι; |
Κάφκαλου – κρανίο |
Νταβάς – ταψί |
Τσόλια- ρούχα |
Ταβλιάσκα- έπεσα ξερός κάτω |
Αψτουμίθκα- αναποδογύρισα |
Μι του ζμπάθιου – με το συμπάθειο |
Μαυρέλου- καημένη |
Τι ριχτς μέσας- τι πολύ που τρως |
Φουρδάκλιασα – κοκκίνισα |
Αφαλ(ι)σμένο- παλαβό |
Ξιφσάς – ξεφυσάς |
Μι φσας – μη φυσάς |
Κουκουμέλα – μανιτάρι |
Μπουβόλια- σαλιγκάρια |
Λίμπα- λεκάνη |
Τσπίις; – τις πήγες; |
Τβαέλι – πανί στο τραπεζομάντιλο |
Φούσκους του – φούσκωσε το |
Παρέκι – παραπέρα |
Έπσα- έψησα, έπεσε |
Προυγγάου – διώχνω |
Ματσαλιάσκι – έλιωσε |
Ντιπ ζλαπ – εντελώς ζώο |
Πιρπάτσις; – περπάτησες; |
Που πίις; - πού πήγες; |
Πίις τστρούγκα; - πήγες στο στάβλο |
Τσουκάν(ι) – κουδούνι |
Σαμάρ - σαμάρι |
Λ(ι)θάρ – πέτρα |
Του πέτσουσι; - το πέτυχε; |
Πέτσουσα – πέτυχα |
Στουμπιά – πέτρα |
Σφιλάγγ(ι) – αράχνη |
Ου τρουμάρας – άντε βρε |
Τσαρπατσούκαλο – μικρό αντικείμενο |
Τσουτσουμίρκου – πολύ μικρό |
Κουψουμισιάσκα – με πόνεσε η μέση μου |
Αναφτώθκα- άναψα |
Ούι – έκφραση θαυμασμού |
Φαφούτς – αυτός που δεν έχει δόντια |
Χάλεψα- ζήτησα |
Ζλάπ – άγριο ζώο |
Κατρίσκα απάν(ι)μ – ούρησα στα ρούχα μου |
Πτσαρίνα - δυναμική γυναίκα |
Απστόμσα – αναποδογύρισα |
Ζαλίσκα – ζαλίστηκα |
Λαμπάδιασα- ζεστάθηκα πολύ |
Κλούρ –κουλούρι |
Μπικιόν(ι) – μεταλλικό ποτήρι |
Ψτούρα- ψητό κρέας |
Πιρδικλόθκα – μπερδεύτηκα |
Στάνιαρα- δυνάμωσα |
Αι για πίν(ι)μα – άντε πνίξου |
Τι φκιανς ικί; – τι κάνεις εκεί; |
Τι δλια έις – τι δουλειά έχεις |
Ιψες ξινίχτσα – χθες ξενύχτησα |
Φούσκους του – φούσκωσέ το |
Πάμι παρακάτ- πάμε παρακάτω |
Μι μι ζμπας – μην με πιέζεις |
Ζμπάω – πιέζω |
Κατσίτι – καθίστε |
Ζήβατο – σβήστο |
Σμαζώνω – συμμαζεύω |
Σμάστα ούλα – μάζεψέ τα όλα |
Μι του ζορ – με το ζόρι |
Μι του στανιό – με το ζόρι |
Δε ζλέου – δε σου λέω |
Φούλημ – αδερφέ μου, αγαπητέ μου |
Τσέξ – στις έξι |
Τσιφτά – στις επτά |
Τσουχτο – στις οχτώ |
Τσδύο – στις δύο |
Τστρείς – στις τρεις |
Τστέσιρις- στις τέσσερις |
Τσινιά – στις εννιά |
Να σπου – να σου πω |
Ντρίτ – την Τρίτη |
Ντιτάρτ – την Τετάρτη |
Τδιφτέρα – τη Δευτέρα |
Ντμπέμτ – την Πέμπτη |
Ντπαρασκιβί – την Παρασκευή |
Του Σαββάτου – το Σάββατο |
Να μι ζμπαθάτι – να με συμπαθάτε |
Έπσα – έψησα |
Κουσί κουσί – τρέχοντας |
Χέσκα απάν(ι)μ – φοβήθηκα αρκετά |
Σκουντούφλιασα – σκόνταψα |
Του τφέικ(ι)σις του πλι;- το τουφέκησες το πουλί; |
Τσακίσκα- τσακίστηκα |
Πδάου τα παλούκια – είμαι ανυπάκουος |
Ζμπλατεία – στη πλατεία |
Ζγκαντάψιξ – στην κατάψυξη |
Να μι μίνι κουλιμπιθρόξλου – τίποτα όρθιο |
Μας τά πριξις- μας εκνεύρισες |
Α του σιμιουμένου- τον άσχημο |
Άκσα – άκουσα |
Σκλι - σκυλί |
Αγκουσιψα- λαχάνιασα |
Α – συμφωνώ |
Απδάου - πηδάω |
Αστόισα - ξέχασα |
Αγγιά - κατσαρολικά |
Αβέρτα- συνέχεια |
Α ωρέ- άντε ελά |
Άι μάναμ – δεν πας καλά |
Ακουρμάς – άκουσε |
Κ(ι)λόριψι- κομήθηκε βαριά |
Γρουμπούλ(ι) –μικρό εξόγκωμα στο δέρμα |
Γούρμασι – ωρίμασε |
Γκράνιαξα- δίψασα πολύ |
Κτι – κουτί |
Λακάου- φεύγω γρήγορα |
Λιανόματα – μικρά κέρματα |
Μαβλάου- προσκαλώ |
Μι σούρξι – μου σφύριξε |
Μουλόιμα έγινα- με έμαθαν όλοι |
Μαρκαλάου – κάνω sex |
Ινι μπούζ- είναι κρύο |
Μπουρμπούτσαλου – μικρό έντομο |
Μστρι – μυστρί |
Δε νουγάου ντιπ – δε καταλαβαίνω τίποτα |
Ξαστόισα – ξέχασα |
Ξιμουτόχ – επίτιδες |
Ξισκλάου- σκίζω |
Φσεκ(ι) – μεθυσμένος |
Πουδάρ – πόδι |
Πραζ- πειράζει |
Ζβόηρας - ζωηρός |
Σκτια- ρούχα |
Στάκα- περίμενε |