|
|
261 λέξεις για τη Βάρδια του Νίκου Καββαδία
Γιατί συναρπάζει αυτή η αίσθηση ταξιδιού; Η ζωή μας γίνεται μια βάρδια. Δεν είναι μόνο η ζωή των ναυτικών που καταγράφει ο Καββαδίας. Περισσότερο είναι ο καθένας που βρίσκει τον εαυτό του απογυμνωμένο από τα πρόσθετα στοιχεία της ζωής του. Είναι η καθημερινότητα απαλλαγμένη από τις συμβάσεις και τους τρόπους μιας κοινότοπης, συμβατικής ζωής που δε νιώθουμε δική μας. Αυτά βρήκα στη βάρδια που διάβασα ... Μέσα στον περιορισμένο χώρο, του καραβιού ή του λιμανιού, ο χρόνος διαστέλλεται, περισσεύει, η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά άλλη διάσταση, βρίσκοντας και φανερώνοντας άλλες πτυχές της και γνωρίσματα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις απαλλάσσονται από το βάρος της ψευδαίσθησης ελευθερίας που δίνει η δυνατότητα επιλογής, Η «λιτότητά» τους, που οφείλεται ίσως στον αναγκαίο χαρακτήρα που έχουν, απομακρύνει ή αφανίζει τις μικρότητες Και οι λέξεις του Καββαδία, ως αφρισμένα κύματα και ως αφρός κυμάτων, λαμπιρίζουν μέσα στη σκέψη μας το φάσμα του φωτός, τα χρώματα ιδωμένα μέσα από τις σταγόνες τις στιγμές εκείνες που μας σημαδέψαν. Γίνονται εικόνες, αισθήσεις, σκέψεις. Ανάλαφρες ή βαριές κουβαλώντας οσμή μπαχαρικών και πίσσας. Ο λόγος της Βάρδιας μπορεί να είναι πεζός, η πρόσληψή της όμως παραμένει το ίδιο ποιητική όπως και στο έργο του που ακολουθεί την παραδοσιακή ποιητική φόρμα. Νιώθω ότι είπα πολλά χωρίς να το δικαιούμαι. Ο Καββαδίας είναι ίσως ο ποιητής που κέρδισε και κερδίζει τον καθένα ξεχωριστά και συνεπώς όλους. Αυτό σημαίνει ότι καθένας ίσως λίγο θίγεται όταν ακούει άλλον να μιλά για τον ποιητή που εξέφρασε την ενδόμυχη πραγματικότητα που κρύβει μέσα του. Αυτή η οικειότητα μας κάνει να ψιθυρίζουμε μέσα του ο καθένας: αυτός είναι δικός μου ποιητής.
και άλλες 299 λέξεις από το βιβλίο
o Ένας μπερδεμένος λαός, γιομάτος χρώμα. Ο καθένας με τη δικιά του θρησκεία κι όλοι μαζί δίχως πίστη (23) o Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε. (30) o Ή μας λυπάται ο Θεός ή μας ξεχνάει ο διάολος. (38) o ... κάθε ναύτης έχει τον καρχαρία του (39) o Η αλήθεια είναι αμαρτία. Η πιο χοντροκομμένη, η πιο αφιλάνθρωπη μορφή της ψευτιάς. Να την πει κανείς μόνο για να σώσει κεφάλι από κρεμάλα, μόνο τότε πρέπει. (39) o Μαστρονίκο μου, τση φοβάμαι τση γυναίκες. Τση μπουκαπόρτες και τση γυναίκες. Γλιστράνε το ίδιο και μπορεί να τσακιστείς με δαύτες. (54) o Η μάνα του δεν τον έκλαψε. Σε κείνο το νησί οι γυναίκες δεν κλαίνε ποτέ μπροστά στους άλλους. ¨όταν κλαις είναι σα να γδύνεσαι και χειρότερο. (95) o Φτάνει... Άνοιξε τα μάτια σου. Όσο τα κλείνεις βλέπεις μέσα σου και δεν κάνει. Με ανοιχτά βλέπεις μονάχα γύρω σου... (116) o Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαραγδί. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπινί. Τα λενε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε. (124) o ... και μια παροιμία λέει πως το μεταξωτό πάπλωμα ή απάνωθε σου το βάλεις ή από κάτω κάνει την ίδια ζέστη. (160) o Νόμισα εκείνη τη στιγμή πως αν δεν είπα την αλήθεια, όμως της είπα κάτι σωστό (170) o Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην γίνεται. Το πιο απίθανο, το πιο τρμαχτικό. Φτάνει κάποιος να το σκεφτεί. (175) o Τον καλύτερο καφέ στη ζωή μου τον ήπια στη Μόκα. Το καλύτερο τσάι στο Colombo. Όταν ζήτησα τρίτο κύπελλο του Ινδού που σερβίριζε, θύμωσε. «Θέλεις λοιπόν να χάσεις ότι κέρδισες;» μου ‘πε. Ο χειρότερος καφές που πήγα ποτέ στη μάνα μου ήταν αγορασμένος από τη Μόκα. Το χειρότερο τσάι που αγόρασα ήταν στο Colombo. Από τα ίδια μαγαζιά που είχα πιεί. (175) o Ξέρω ‘γω... Οι γυναίκες από τη μέση και κάτω δεν έχουνε πατρίδα. (186)
Συμεωνίδης Βασίλης Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τρίτη, 19. Ιουνίου 2007 |
|