|
|
675 λέξεις για τη Γραφομηχανή, εισαγωγή στις Σκέψεις του Πασκάλ του Γεράσιμου Βώκου
Το αρχικό κεφάλαιο για την Αριθμομηχανή αποτελεί και την εισαγωγή του βιβλίου, τόσο στο έργο όσο και στο δημιουργικό βίου του Μπλέζ Πασκάλ. Τίθενται τα ζητήματα της περιγραφής και των οδηγιών για τη χρήση και την αναπαραγωγή της μηχανής που επινόησε ο Πασκάλ, ώστε να διευκολύνει τους ανθρώπους στην πραγματοποίηση των αριθμητικών πράξεων. Η δυσκολία να δοθούν γραπτές εξηγήσεις, χωρίς την εποπτεία του αντικειμένου, είναι το χαρακτηριστικό κάθε τέτοιας απόπειρας και αναγκαιότητας. Ο Πασκάλ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ρολογιού, μιας ήδη οικείας μηχανής, για να γίνει περισσότερο κατανοητός. Ωστόσο η αριθμομηχανή του Πασκάλ δεν είχε επιτυχία, γιατί υπήρχε το πρόβλημα της αναπαραγωγής αντιγράφων. Στο κύριο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο Σκέψεις, ο συγγραφέας με λιτό και απέριττο ύφος παρουσιάζει την ιστορία των σημειώσεων του Πασκάλ και των εκδόσεών τους. Κάθε εκδότης ήταν υποχρεωμένος να βγάζει το “δικό του” βιβλίο αναδιατάσσοντας και ταξινομώντας τα αποσπάσματα με βάση το χαρτόδετο/ δερματόδετο Πρωτότυπο και τα δύο Αντίγραφα. Το παράδοξο λοιπόν είναι ότι έχουμε βιβλία που περιέχουν κείμενα του Πασκάλ, αλλά ο ίδιος δεν είναι ο συγγραφέας τους. Τα προβλήματα είναι πολλά και σημαντικότερα είναι ίσως τα απλούστερα: τι θεωρείται έργο; Θα πρέπει να ενταχθούν σε αυτό ένα σημείωμα, μια υπόμνηση ενός ραντεβού; επανερχόμαστε στο Πρωτότυπο και στα δύο Αντίγραφα, γιατί αυτά αποτελούν την αφετηρία κάθε έκδοσης. Ο Βώκος παρουσιάζει σχολαστικά τα ζητήματα και τα προβλήματα των εκδόσεων και με συνεχείς τεκμηριώσεις. Στο τρίτο κεφάλαιο με τον τίτλο Γραφομηχανή καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε κάποια μορφή ως τελική για το βιβλίο που σχεδίαζε να γράψει ο Πασκάλ. Ίσως γιατί είναι σημειώσεις για τη συγγραφεί ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας αυτής της Εισαγωγής στις Σκέψεις του Πασκάλ ισχυρίζεται ότι η Πρωτότυπη συλλογή και τα δύο Αντίγραφα λειτουργούν σα μηχανές παραγωγής βιβλίων και καταδείχνουν ότι κάθε βιβλίο είναι μια μηχανή. Το βιβλίο τελειώνει με δύο Ερμηνείες για τις Σκέψεις του Πασκάλ. Πρώτα αυτή του Leon Brunschvicg, την οποία προφανώς ο Βώκος απορρίπτει. Οι Σκέψεις, σα μηχανή, εμπεριέχουν το μηχανισμό ασφαλείας τους που καθορίζει και την καλή λειτουργία τους και προστατεύει από εσφαλμένους χειρισμούς. Η ταξινόμηση και η ερμηνεία του Leon Brunschvicg οδηγεί στη θλίψη και στην ανία, χαρακτηριστικά που δεν έχει, δεν προκαλεί η ανάγνωση των αποσπασμάτων του Πασκάλ. Δεύτερη η ερμηνεία του Lucien Goldman. Βασικό μεθοδολογικό εργαλείο της είναι η κατηγορία της ολότητας η οποία βρίσκεται στο κέντρο της διαλεκτικής σκέψης όπως αυτή αναπτύσσεται από το Χέγκελ, το νεαρό Μαρξ και το Λούκατς. Κινητήρια δύναμη αυτής της μεθόδου είναι οι διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα στο όλο και τα μέρη του. Αυτή η προσπάθεια ερμηνείας αντιμετωπίζει τον αποσπασματικό χαρακτήρα των Σκέψεων του Πασκάλ. Η αναζήτηση μιας τάξης στο έργο του φιλοσόφου έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το έργο, γιατί υπονομεύει τη συνοχή του. Ο Πασκάλ είναι ο προπομπός της ενότητας μορφής και περιεχομένου, συνεπώς δε μπορούμε να αναζητούμε ένα πραγματικό πλάνο συγγραφής. Σύμφωνα με τον Lucien Goldman οι Σκέψεις αποτελούν και δεν αποτελούν σύστημα, γιατί η συνοχή τους βρίσκει το νόημά της σε ένα σύστημα σκέψης που δεν έχει εμφανιστεί ακόμα: στη διαλεκτική. Η σκέψη του Πασκάλ είναι ανιστορική και αρνείται το γίγνεσθαι. Αυτό της δίνει το πλεονέκτημα να παρουσιάζει ανάγλυφα τις αντιφάσεις και το μειονέκτημα να παραμένει σε αυτές αγνοώντας τη σύνθεσή τους. Υπάρχει απουσία ιστορικής προοπτικής, η σύνθεση δεν επιτυγχάνεται και έτσι “τριγυρνάμε, μόνοι, και φωτίζουμε όπως μπορεί ο καθένας τη ζωή του και τα κομμάτια της”. Το βιβλίο - εισαγωγή, που μιλά για τις Σκέψεις του Πασκάλ χωρίς να τις υποκαθιστά, κλείνει με το παρακάτω απόσπασμα: Αυτοί που κρίνουν ένα βιβλίο χωρίς κανόνα είναι ως προς τους άλλους όπως είναι αυτοί που έχουν ρολόι ως προς τους άλλους. Ο ένας λέει: εδώ και δύο ώρες, ο άλλος λέει: έχουν περάσει μόνο τρία τέταρτα της ώρας. Κοιτάζω το ρολόι μου και λέω στον ένα: νιώθετε ανία, και στον άλλο: ο χρόνος δε σας σημαδεύει, γιατί έχει περάσει μιάμιση ώρα και περιγελώ όσους λένε ότι ο χρόνος σημαδεύει εμένα και ότι τον κρίνω κατά το κέφι μου. Δεν ξέρουν ότι τον κρίνω με το ρολόι μου.
Βασίλης Συμεωνίδης
Ημερομηνία
τελευταίας επεξεργασίας:
Σάββατο, 12. Σεπτεμβρίου 2009 |
|