|
|
Το κίτρινο σπίτι, Martin Gayford
Στις 23 Οκτωβρίου του 1888 ο Πωλ Γκωγκέν, ύστερα από πρόσκληση του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, φτάνει στην Αρλ όπου φιλοξενείται στο «Κίτρινο σπίτι»· οι δυο ζωγράφοι συμβιώνουν και συνεργάζονται για δυο περίπου μήνες στη βρόμικη αυτή πόλη του νότου που επέλεξε ο Βίνσεντ «χωρίς ιδιαίτερο λόγο», ή γιατί ένιωθε πως τα «χρώματα του πρίσματος ήταν καλυμμένα από την ομίχλη του νότου». Ήταν μια πρωτότυπη ιδέα, δεδομένου ότι η βόρεια Ευρώπη είχε γεμίσει κοινότητες μποέμ ζωγράφων, δεν υπήρχε όμως κάποια τέτοια κοινότητα στο νότο. Ο Βίνσεντ αποκαλούσε τη φανταστική του ομάδα ζωγράφων άγνωστων και πρωτοποριακών«οι καλλιτέχνες της Petit Boulevard», μια κοινότητα όπου θα ζούσαν και θα δούλευαν όλοι μαζί στο λαμπερό, καθαρό φως του νότου. Πολλές επιστολές (τέσσερις αποστολές με το τρένο καθημερινά) ανταλλάσουν οι δυο φίλοι με τους φίλους τους και τον αδελφό του Βίνσεντ, τον Τεό, (που ως γνωστόν προστάτευε οικονομικά τον Βίνσεντ) κι αυτές είναι η βασική πηγή απ’ όπου αντλεί το υλικό του ο συγγραφέας του βιβλίου/ κριτικός τέχνης M. Gayford για να περιγράψει και να μεταφέρει τον τρόπο ζωής, το πνεύμα και το έργο των δυο μεγάλων ζωγράφων κατά την περίοδο αυτή. Κάπως επιφανειακή και πληροφοριακή η προσέγγιση, γραμμική στον άξονα του χρόνου, αλλά με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τη ζωή και τις συνήθειες των δυο ζωγράφων, και με στοιχειώδη σχόλια για τους πίνακες που φιλοτέχνησαν κατά την περίοδο αυτή (που παρατίθενται στο βιβλίο κι ο αναγνώστης μπορεί να τους μελετήσει).
Έτσι, βλέπουμε τον τρόπο ζωής των δυο καλλιτεχνών,
τις συνήθειές τους και τον διαφορετικό χαρακτήρα τους: πιο οργανωτικός, σκληρός
κι αποφασιστικός ο Γκωγκέν, πιο ευάλωτος, ταπεινός, αγχώδης και α-ταχτος ο Βαν
Γκογκ. Παρακολουθούμε και τις σκέψεις τους, όπως αυτές παραδόθηκαν μέσα από τις
επιστολές τους. Καταλαβαίνουμε τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την καλλιτεχνική
τους έκφραση από αυτή των σύγχρονών τους ζωγράφων, όταν βλέπουμε ότι ο Βαν Γκογκ
φερειπείν, αναζητά να «εκφράσει τα τρομερά πάθη των ανθρώπων» στα καφενεία,
ανάμεσα στις πόρνες και τους μπεκρήδες. Παρόλες τις αντιθέσεις τους, υπάρχουν
και βαθιές αναλογίες στον τρόπο που βλέπουν την πραγματικότητα (Γκωγκέν:
οτιδήποτε ολοκληρωμένο και τέλειο παραπέμπει στο άπειρο, και η απόλαυση
οποιουδήποτε όμορφου πράγματος είναι, όπως η σαρκική επαφή, μια στιγμή του
απείρου). Όπως παρουσιάζεται μέσα από τις επιστολές, ο Βαν Γκογκ καθησυχάζεται
από την παρουσία του Γκωγκέν τον οποίο θαυμάζει, αλλά διακατέχεται από τη μόνιμη
ανασφάλεια ότι θα φύγει. Ο Γκωγκέν ήδη είχε αρχίσει να κάνει μεγάλη εντύπωση
στον Βίνσεντ με έναν πίνακά του που είχε φέρει από τη Καραϊβική, που απεικόνιζε
τέσσερις μαύρες γυναίκες – ένας δάσκαλος των πλούσιων χρωμάτων και των θερμών,
παραδεισένιων τόπων. Έχοντας ήδη αποδράσει από το παριζιάνικο πνεύμα («εσύ είσαι
ένας αληθινός Παριζιάνος. Άσε με εμένα στην εξοχή. Εδώ ανακαλύπτω τους βάρβαρους
και τους πρωτόγονους. Όταν τα ξύλινα παπούτσια μου χτυπούν το γρανιτένιο έδαφος,
ακούω τον πνιχτό, υπόκωφο τόνο, επίπεδο και δυναμικό, που προσπαθώ να πετύχω
στους πίνακές μου»[1]), συναρπάζει τον Βαν Γκογκ με τις ιστορίες του από τους
τροπικούς, επηρεάζοντάς τον σε τέτοιο βαθμό, που ο τελευταίος θεωρεί ότι "το
μικρό κίτρινο σπίτι εδώ στην Αρλ θα παραμείνει ένας ενδιάμεσος σταθμός ανάμεσα
στην Αφρική, τους Τροπικούς και τους ανθρώπους του Βορρά". Οι δυο τους διαβάζουν πολλά βιβλία, συζητούν, κάνουν περιπάτους· ο Γκωγκέν ήταν δεινός ξιφομάχος, έπαιζε πιάνο και μαντολίνο. Η επικοινωνία τους είναι γνήσια, συμπληρωματική αλλά και αντιθετική, αμιά φορά και ανταγωνιστική. Ζωγραφίζουν με το δικό του τρόπο ο καθένας το ίδιο θέμα, θέματα που ανλούν από την καθημερινότητα και το περιθώριο. Βλέπουμε ακόμα έμμεσα και τις σχέσεις των ζωγράφων με τους άλλους καλλιτέχνες της εποχής, το θαυμασμό π.χ. του Γκωγκέν προς τον Σεζάν και την αντιπαράθεσή του με τον Σερά (ο πουαντιγισμός για τον Γκωγκέν ήταν υπερβολικά λογικός, επιστημονικός κι επιφανειακός), σε αντίθεση με τον Βαν Γκογκ που τον θαυμάζει. Εντυπωσιακές είναι και οι συνειδητές προσπάθειες συσχετισμού της ζωγραφικής με τη μουσική (σελ.177, 184), της πολυχρωμίας π.χ. με την πολυφωνία (η συναισθησία, η έκφραση μιας αίσθησης διαμέσου μιας άλλης), στο κεφάλαιο «Ζωγραφίζοντας σαν μουσικοί»:
σελ.186:
Η δομή του βιβλίου είναι λίγο ακατάστατη. Ενώ τα
κεφάλαια είναι χωρισμένα με ημερολογιακή σειρά (κατά βδομάδες σχεδόν), γίνονται
ξαφνικά κάποιες σύντομες αναδρομές στο παρελθόν, προκειμένου να ερμηνευτούν
πρόχειρα κάποιες συμπεριφορές. Έτσι, πληροφορούμαστε σύντομα για το διαλυμένο
γάμο του Γκωγκέν αλλά και τη γεύση οικογένειας που είχε ο Βίνσεντ συζώντας για
λίγα χρόνια με την πόρνη Sien και το παιδί της (γεγονός που υπήρξε αιτία πολλών
επιθέσεων). Αναφορά γίνεται και στα πρώιμα επεισόδια αποκλίνουσας συμπεριφοράς
του, που ερμηνεύτηκαν από την οικογένεια του ως ψυχική νόσος, με αποτέλεσμα ο
πατέρας του να θέλει να τον κλείσει σε ψυχιατρείο. Εκείνοι που ζουν στην κόψη του ξυραφιού έχουν και την ικανότητα να βλέπουν πιο μακριά. Οι γρήγορες σκέψεις, οι συσχετισμοί μεταξύ πραγμάτων που κανένας άνθρωπος σε κανονική πνευματική κατάσταση δεν μπορεί να κάνει, η οξύτητα των συναισθημάτων και των οδυνών- όλα αποτελούν τα καύσιμα για ένα δημιουργικό ταξίδι. Η παράνοια των καλλιτεχνών δεν είναι απόλυτα μυθική. Στο ερώτημα που τίθεται στο τέλος του βιβλίου, “Αν λοιπόν ο Βίνσεντ είχε εξεταστεί απ' τους γιατρούς μετά από έναν αιώνα, θα υπήρχε έτοιμη διάγνωση. Θα υπήρχε επίσης και θεραπεία. Στα μέσα του εικοστού αιώνα ανακαλύφθηκε πως οι απότομες εναλλαγές της διάθεσης μπορούν να ελεγχθούν με φάρμακα, όπως το λίθιο. Θα δεχόταν, όμως, ο Βίνσεντ μια τέτοια θεραπεία;», δίνεται η απάντηση:
«Τα χάπια θα μείωναν τον ψυχικό του πόνο, αλλά πολλοί
διπολικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες που έκαναν την θεραπεία, γρήγορα τη
σταμάτησαν. Τους έλειπε η έξαψη των “ανεβασμένων” συναισθημάτων όπως το έθεσε ο
Hugo Wolf, ένας ακόμη παθών-, όταν “το αίμα μετατρέπεται σε φλογοβόλο δύναμη”. Η
λογική ήταν γι' αυτούς μια πολύ επίπεδη κατάσταση».
Πρόκειται συνολικά για μια προσεκτική και συνεπή
μελέτη, με παράθεση πηγών και βιβλιογραφίας στο τέλος του βιβλίου, με αξιόλογες
παρατηρήσεις και τεκμηρίωση. Είναι μια ακαδημαϊκή προσέγγιση, με όλα τα
πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται αυτό. Σίγουρα όμως δεν έχει
το πάθος και τη φλόγα της προσέγγισης του Αντονέν Αρτώ, στο βιβλίο του «Ο
αυτόχειρας της κοινωνίας», που μπορεί να είναι ακραία και υποκειμενική, αλλά
μεταδίδει τους παλμούς του μεγάλου καλλιτέχνη. επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή
Ημερομηνία τελευταίας
επεξεργασίας:
Σάββατο, 12. Σεπτεμβρίου 2009 |
|