-Ειδικά για την Ιστορία,
η πιο ταιριαστή μεταφορά είναι
το ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού- κάθε φλούδα και δάκρυ.
το ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού- κάθε φλούδα και δάκρυ.
Οδυνηρά τολμηρό το καινούριο βιβλίο του Β.
Γκουρογιάννη[1],
εφόσον αγγίζει την πληγή της Κυπριακής τραγωδίας του ’74, και μάλιστα από
μια απροσδόκητη οπτική γωνία: βετεράνοι ελλαδίτες που πήραν μέρος στην
τότε ΕΛΔΥΚ (ελληνικές δυνάμεις Κύπρου) συναντιούνται μετά από 30 χρόνια σε
συνέδριο στην Κύπρο, με σκοπό να ανιχνεύσουν τις μνήμες τους από τα
γεγονότα του πολέμου αλλά και να διεκδικήσουν τη μιάμιση σειρά ιστορίας
που τους αναλογεί στο ...καινούριο βιβλίο ιστορίας της Στ΄ δημοτικού[2]
(«Ορίστε, διάβασε! Από τις πέντε γραμμές οι δύο είναι ότι ανατρέψαμε
τον Μακάριο. Ποιοι; Εμείς, οι έλληνες χουντικοί. Εμάς εννοεί, τους Έλληνες
που ήμασταν εκεί. Εμ κερατάδες, εμ δαρμένοι»).
Το μυθιστόρημα εστιάζει σ’ αυτήν την κρυμμένη πτυχή της ιστορίας, στο δράμα των ελλαδιτών που βρέθηκαν στη φωτιά του πολέμου, οι περισσότεροι αθώα φανταράκια της ελληνικής δύναμης της ΕΛΔΥΚ,(που είχε συσταθεί ήδη από την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1959, αντίστοιχα με την ΤΟΥΡΔΥΚ) και που η ιστορία τούς αγνόησε, ταυτίζοντάς τους με τις χουντικές δυνάμεις που ανέτρεψαν το Μακάριο. Έμμεσα λοιπόν, το βιβλίο είναι ένα σχόλιο στο τι είναι ιστορική «αλήθεια» και στο πώς κατασκευάζεται η ιστορία («Κι αν είναι αλήθεια;» «Όσο αλήθεια κι αν είναι, εμείς δεν φέρουμε ευθύνη. Διαταγές εκτελούσαμε». «Αχ, αυτές οι διαταγές…»). Στη διπλή εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα, να θυμίσουμε ότι οι ελληνικές δυνάμεις καθώς και η Κυπριακή Εθνοφρουρά (που είχε και πολλούς ελλαδίτες αξιωματικούς) έμειναν τελείως ακάλυπτοι κι εκτεθειμένοι.
O «Πρόεδρος» της οργάνωσης ΝΟΜΕ (Νέα Οργάνωση Ελλήνων Μαχητών), ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, διαβιβαστής το ’74 και νυν δικηγόρος στο επάγγελμα, είναι αυτός που επωμίζεται την ευθύνη του συνεδρίου, της επακόλουθης συζήτησης αλλά και της επίσκεψης στα κατεχόμενα. Έχουν περάσει, ωστόσο, τριάντα τρία χρόνια. Η λήθη σβήνει τις πληγές, ή έστω, τις καλύπτει κατ’ επίφαση. Οι μεσόκοποι βετεράνοι εναποθέτουν με σεβασμό το στεφάνι στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας αλλά ουσιαστικά τριγυρνάνε σαν τουρίστες, κάπως απρόθυμοι να ανασκαλίσουν τη μνήμη τους, και κυρίως να καταθέσουν στο ακροατήριο τις οδυνηρές τους αναμνήσεις. Γιατί, δεν πρόκειται φυσικά για ηρωικές σελίδες πολέμου, όπως τις μαθαίνουμε σε σελίδες της ιστορίας. Πρόκειται, αντίθετα, για σύνδρομα άγνοιας, ντροπής ή ενοχής πολλές φορές, απωθημένες ιστορίες «φρίκης» που τις αποκαλύπτουν όμως εντέλει ύστερα από ψυχολογημένους ελιγμούς και την πειστική εισήγηση του προέδρου.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις διαγράφονται αριστοτεχνικά από τον Γκουρογιάννη, σ’ ένα ύφος άμεσο, απέριττο, χωρίς διακηρύξεις και συμπεράσματα. Ο λιτός ρεαλισμός δίνει βάθος στη δραματικότητα που υπάρχει «φύσει» στις αποσπασματικές αφηγήσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ ένα συναισθηματικό φόρτο και που συνθέτουν ένα παζλ ελλειμματικό, θραυσματικό, πληγωμένο. Αυτή η δομή επιτρέπει να συνυπάρχουν ποικίλες οπτικές γωνίες, μια πολυφωνία.
Το μυθιστόρημα εστιάζει σ’ αυτήν την κρυμμένη πτυχή της ιστορίας, στο δράμα των ελλαδιτών που βρέθηκαν στη φωτιά του πολέμου, οι περισσότεροι αθώα φανταράκια της ελληνικής δύναμης της ΕΛΔΥΚ,(που είχε συσταθεί ήδη από την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1959, αντίστοιχα με την ΤΟΥΡΔΥΚ) και που η ιστορία τούς αγνόησε, ταυτίζοντάς τους με τις χουντικές δυνάμεις που ανέτρεψαν το Μακάριο. Έμμεσα λοιπόν, το βιβλίο είναι ένα σχόλιο στο τι είναι ιστορική «αλήθεια» και στο πώς κατασκευάζεται η ιστορία («Κι αν είναι αλήθεια;» «Όσο αλήθεια κι αν είναι, εμείς δεν φέρουμε ευθύνη. Διαταγές εκτελούσαμε». «Αχ, αυτές οι διαταγές…»). Στη διπλή εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα, να θυμίσουμε ότι οι ελληνικές δυνάμεις καθώς και η Κυπριακή Εθνοφρουρά (που είχε και πολλούς ελλαδίτες αξιωματικούς) έμειναν τελείως ακάλυπτοι κι εκτεθειμένοι.
O «Πρόεδρος» της οργάνωσης ΝΟΜΕ (Νέα Οργάνωση Ελλήνων Μαχητών), ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, διαβιβαστής το ’74 και νυν δικηγόρος στο επάγγελμα, είναι αυτός που επωμίζεται την ευθύνη του συνεδρίου, της επακόλουθης συζήτησης αλλά και της επίσκεψης στα κατεχόμενα. Έχουν περάσει, ωστόσο, τριάντα τρία χρόνια. Η λήθη σβήνει τις πληγές, ή έστω, τις καλύπτει κατ’ επίφαση. Οι μεσόκοποι βετεράνοι εναποθέτουν με σεβασμό το στεφάνι στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας αλλά ουσιαστικά τριγυρνάνε σαν τουρίστες, κάπως απρόθυμοι να ανασκαλίσουν τη μνήμη τους, και κυρίως να καταθέσουν στο ακροατήριο τις οδυνηρές τους αναμνήσεις. Γιατί, δεν πρόκειται φυσικά για ηρωικές σελίδες πολέμου, όπως τις μαθαίνουμε σε σελίδες της ιστορίας. Πρόκειται, αντίθετα, για σύνδρομα άγνοιας, ντροπής ή ενοχής πολλές φορές, απωθημένες ιστορίες «φρίκης» που τις αποκαλύπτουν όμως εντέλει ύστερα από ψυχολογημένους ελιγμούς και την πειστική εισήγηση του προέδρου.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις διαγράφονται αριστοτεχνικά από τον Γκουρογιάννη, σ’ ένα ύφος άμεσο, απέριττο, χωρίς διακηρύξεις και συμπεράσματα. Ο λιτός ρεαλισμός δίνει βάθος στη δραματικότητα που υπάρχει «φύσει» στις αποσπασματικές αφηγήσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ ένα συναισθηματικό φόρτο και που συνθέτουν ένα παζλ ελλειμματικό, θραυσματικό, πληγωμένο. Αυτή η δομή επιτρέπει να συνυπάρχουν ποικίλες οπτικές γωνίες, μια πολυφωνία.
Ευρηματική στο μυθιστόρημα είναι και η παρουσία των «δυο καθηγητών», του καθηγητή/πρώην αντιπρύτανη του Παντείου και κυρίως του νεαρού ιστορικού, Μάριου Λιάκου, ο οποίος είχε ξεκινήσει διατριβή πάνω στα γεγονότα του ’74 αλλά τη διέκοψε λόγω «της επιλεκτικής μνήμης ή μάλλον της επιλεκτικής αμνησίας των ανθρώπων που μετείχαν στα γεγονότα». Η αποστασιοποίησή του από τα γεγονότα επιτρέπει να εκφραστούν ερωτήματα σχετικά με τη φύση της ιστορίας και της γραφής της, στις εκπληκτικές σελίδες 152-165.
Σελ. 155:
-Εμείς, οι λεγόμενοι ιστορικοί, είμαστε ένα κλαμπ και ανταλλάσσουμε μεταξύ μας υποψίες για το τι ενδεχομένως έχει συμβεί σε κάποιον τόπο και κυρίως σε κάποιο χρόνο.
-(…)Ναι, αλλά από το σημείο όπου βρίσκομαι, να έχω ξεχάσει ήδη τη σχολική ιστορία, και να προσπαθώ τώρα να αναπληρώσω τα κενά με τα ιστορικά μυθιστορήματα, η απόσταση είναι μεγάλη. Καταλαβαίνω τι ακριβώς στερήθηκα: τη χαρά να ξεφυλλίσω το τριαντάφυλλο, για να βρω πού κρύβεται ευωδιά.
-Ειδικά για την ιστορία, η πιο ταιριαστή μεταφορά είναι το ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού- κάθε φλούδα και δάκρυ.
Και:
Ο νεαρός καθηγητής παρατήρησε: «Ένα δίδαγμα, ένα συμπέρασμα σχετικό με την ιστορία, το οποίο μάλλον αντέχει στο χρόνο, δεν είναι ο κόπος να τη μάθεις αλλά να την ξεμάθεις. Δεν εννοώ ασφαλώς να την ξεχάσεις, ούτε να την αγνοήσεις».
Ευρηματική είναι η παρουσία του νεαρού ιστορικού και για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί έντεχνα μας επιτρέπει να δούμε και τις μαγνητοφωνημένες μαρτυρίες δυο Τούρκων, που του τις είχαν καταθέσει όταν έκανε έρευνα για το διδακτορικό του («έχω χαρά γιατί διαπιστώνω ότι οι εχθροί μας υπήρξαν εξίσου φοβισμένοι και δειλοί μ’ εμάς κι εμείς εξίσου εγκληματίες μ’ αυτούς»).
Το τριήμερο του συνεδρίου κλείνει με την επίσκεψη στα «κατεχόμενα», απ’ όπου οι εντυπώσεις μεταφέρονται μ’ ένα συγκρατημένο ρεαλισμό, αλλά λειτουργούν ως κάθαρση σε μια τραγωδία χωρίς τέλος. Όμως δεν τελειώνει και το βιβλίο. Οι τελευταίες σελίδες είναι αποκλειστικά εστιασμένες στον «πρόεδρο» (δε μαθαίνουμε το όνομά του) που σ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματός τον βλέπουμε σημαδεμένο, σκοτεινό και στοχαστικό, να κουβαλά το μυστικό του κομμένου του ποδιού· ν’ αποφεύγει να μιλήσει για την προσωπική του εμπειρία και να μην μπορεί να ξετινάξει τη «ντροπή» ότι ήταν διαβιβαστής, σε μια θέση δηλαδή λίγο πολύ από τη φύση «αμφισβητούμενη» στο στρατό, διότι συνήθως την καταλαμβάνουν όσοι έχουν μέσον. Κατά τη γνώμη μου, οι τελευταίες αυτές σελίδες ήταν κάπως κουραστικές γιατί ο συγγραφέας προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να δώσει ένα βάθος υπαρξιακό, όπου η αυτολύπηση και η αυτοτιμωρία πρωταγωνιστούν -σε πολύ μεγάλη έκταση-, ως απάντηση στο προσωπικό αδιέξοδο του ήρωα.