χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Το κοινόβιο, Μάριος Χάκκας

 

(επίσης: Μάριος Χάκκας, Το κοινόβιο

Βασίλης Συμεωνίδης)

                                                                       

Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων («τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές· στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα εξαντλούνται») αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», όπως επισημαίνουν οι εκδότες, δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.[1]

 

1.       ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ

Είναι  το δεύτερο στη σειρά αφήγημα, που επιγράφεται με τον λιτό και απροκάλυπτο τίτλο «Τα τελευταία μου», και  συγκλονίζει με τη γενναιότητα του ανθρώπου που βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει απλά, λαϊκά  και καθημερινά για το επικείμενο τέλος του (το ξέρω, δε γλιτώνω με τίποτα. Όχι που λένε να σταματήσω το κάπνισμα, μια λεπτομέρεια στις δυνάμεις που με σπρώχνουν στο χαμό και παρακάτω  δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αυτή ήταν η φυσική του εξέλιξη: ξεκίνησε σα ρεβύθι, έγινε τάλιρο, μετά σαν αυγό, τώρα είναι μέγεθος γροθιάς. Ξεφτάνε οι ελπίδες).

Σελ.64:

Μου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θα μπορώ ν’ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, πού και πού θα πηγαίνω κανένα περίπατο, αρκεί φυσικά να μη σπαταλιέμαι, και κυρίως στο γράψιμο. (..) Τους εξήγησα ότι δεν πρόκειται, δε θέλω χάρη καμιά, αλλά επειδή ξεκίνησα να γράφω λίγο μεγάλος, τριαντάρης και βάλε, κι επειδή όπως φαίνεται δεν μπορώ να πάω πέρα από τα σαράντα, μ’ άλλα λόγια δεν προλαβαίνω κι έχω πέντε δέκα εικόνες στο μυαλό μου, να μην πάνε χαμένες, κάτι παράξενες σκέψεις που ίσως δεν τις κάνει άλλος μετά από μένα, ίσα ίσα ένα βιβλιαράκι ακόμα, όχι μεγάλο πολύ, λίγο πιο χοντρό από το προηγούμενο, όλο κι όλο δυο δάχτυλα πάχος.

(…)

Το πρόσωπό του στεγνό, «άρρηκτον τείχος», κι εγώ ν’ αποζητάω κάποια ρωγμή, μια μικρή σύσπαση για να γλιστρήσω και να περάσω σώος από την άλλη μεριά ίσαμε να γραφτεί αυτό το βιβλίο, όχι για πάντα, ούτε για το μέσο ποσοστό ηλικίας δε συζητάμε, μια μικρή εξαίρεση στο μεγάλο κανόνα, μια μικρή εξαίρεση, κάποιο φάρμακο που θα κρατάει τον όγκο για τέσσερα πέντε χρόνια στο ίδιο σημείο, όχι ίαση, αναζητώντας μια χαραμάδα κι όσο δεν τη βρίσκω να φυραίνω από εφίδρωση σε εφίδρωση μέχρι τον τελικό ρόγχο καταγραμμένο κι αυτόν.

Το απλό «κουβεντιαστό», καθημερινό κι εξομολογητικό ύφος γίνεται άλλοτε λυρικό, άλλοτε κωμικοτραγικό, άλλοτε χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός. Ο αφηγητής Μάριος Χάκκας/στιχουργός και αυτοκτόνος [2] καταθέτει σαν σε ημερολόγιο τις περιπλανήσεις του σώματος και του πνεύματος  στις τελευταίες αυτές στιγμές:

Είναι να μη μπλέξεις με τη μεταφυσική. Ψάχνω μήπως κι ανακαλύψω αυτόν που μου βάζει το αίνιγμα. Βλέπω μια επιγραφή «καγώ αναπαύσω υμάς». Όχι, να λείπει τέτοια ανάπαυση. Το ξέρω, το σώμα μου στα θυμαράκια και θα μου περισώσουν λέει την ψυχή. Το πρόβλημα για μένα είναι ακριβώς το αντίθετο, αν γίνεται να σώσω το σώμα, για την ψυχή αδιαφορώ, στα καζάνια, στις πίσσες, ας μην αναπαυτεί ποτέ κλπ. κλπ.

Η αφήγηση διακόπτεται από οράματα με γυναίκες, χωρίς μεταφυσικό χαρακτήρα, αλλά μάλλον σουρρεαλιστικό (!), με πολλά λογοπαίγνια (Σκωτία/σκοτία, Αλέξης/ λέξεις κ.α.)  

Σελ.56:

Έτσι συνεχίστηκε ο αγώνας με τις λέξεις κι ο άλλος, η πάλη με τις γυναίκες· αυτά τα δυο μ’ έβγαζαν έξω από τα όρια του κόσμου, με σφεντόνιζαν στα χάη κι έλεγα πως δε θα επιστρέψω ποτέ από κει, ώσπου για λίγο επέστρεφα στην πραγματικότητα, ασχολιόμουν με την αρρώστια και πάλι αναχωρούσα.

Σελ. 66:

Αριστερά η γυναίκα μου, δεξιά η άλλη εκείνη η ψηλή, θα μου πλένουν τα πόδια με μια κολόνια πανάκριβη. (…) Αυτές οι τρεις γυναίκες κάνουν τον πρώτο κλοιό γύρω μου, με παραστέκουν ασυμφιλίωτες πάντα μεταξύ τους, η μάνα μου γιατί η γυναίκα μου της πήρε το γιο της, η γυναίκα μου γιατί η φιλενάδα μου της πήρε τον άντρα. Αύριο κάποιος άλλος θα με πάρει κι έτσι θα μπορέσουν να συμφιλιωθούμε. Τελικά όλο και κάπου ανήκω, δικός μου δε μπόρεσα να υπάρξω ποτέ.

(…)

Θα ρθει καιρός που θα πάω να προσπέσω παρακαλώντας για μια μόνο μέρα. Μόλις ακούσω τους γύρω μου να ψιθυρίζουν «μέχρις εδώ ήτανε», τότε θα ξαναπάω ζητιανεύοντας έστω μια μέρα μονάχα, κι αν είναι φιλεύσπλαχνος θα μου τη δώσει κι ας του έχω σούρει τόσα και τόσα.

Ο τραγικός λόγος του Χάκκα δεν ξεπέφτει σε μελόδραμα, ο λυρικός του τόνος δεν εγείρει την εύκολη συγκίνηση, αν και η περίσταση είναι πρόσφορη. Ο αναγνώστης κατακλύζεται από ένα αίσθημα ιερότητας  μπροστά στο δράμα του συνανθρώπου που στέκει γυμνός και ανήμπορος μπροστά στη μοίρα του, με απόγνωση, με αγωνία αλλά και με ανάλαφρο χιούμορ, αντίφαση που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά του. Η τελευταία σελίδα του αφηγήματος, καθαρή ποίηση, κλονίζει με την -αιρετική- τόλμη της και την απελπισία της*

 

2.     ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

 

Δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι το «ιδιόρρυθμο κοινόβιο» που οραματίζεται ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένα «ανακάλεμα» παλιών φίλων, συντρόφων που βαδίσαν στον ίδιο δρόμο της φυλακής και της εξορίας, της «σπατάλης» (κι όμως: μ’ εξυπνάδες και κουταμάρες, αλήθειες και ψεύδη, αυτό είναι τελικά το βιβλίο σου, καλή κακή αυτή είναι η ζωή σου, πώς να τη διαγράψεις και να ξαναρχίσεις). Ο γνωστός εξομολογητικός τόνος προσδίδει την ένταση του προηγούμενου αφηγήματος αλλά τώρα εστιασμένος στους συντρόφους. Έτσι, μέσα σ’ ένα παραληρηματικό μονόλογο μαθαίνουμε για τον γερο- Παγγουρέλια, τον Φαίδωνα, τον γιατρό, τον Θωμά, τον Τσαούση, τον Νότη, τον Νεόφυτο κλπ. …και

… ξέρω πολλούς που σπατάλησαν τη ζωή τους, μήπως και ξαναφτάσουν σε κείνη την έξαρση. Μάταια. Ήταν οι τελευταίες βροντές μιας μπόρας που πέρασε. Κάπου αλλού έβρεχε. Μερικοί νόμιζαν πως το σύνεφο γύριζε. Οι αρχηγοί μάλιστα καλέσαν και βροχοποιό να το φέρει οπωσδήποτε πίσω. Τελικά δεν ήρθε  εκείνος ο ομαδικός ψυχισμός, κι ούτε φυσικά θα ξανάρθει. Από τη μια οι αρχηγοί, από την άλλη οι ξένοι, χαντακώθηκε η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.

Πέρα όμως απ’ το περιεχόμενο, κάποιες φράσεις είναι ανεπανάληπτες:

·                 (…) χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι εγώ

ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.

·                 Από τη μια η αρρώστια, από την άλλη η ηλικία, τώρα πολλές φορές δεν έχουν και νόημα, γι’ αυτό αποφεύγω τους χώρους που κάποτε εκδήλωνα την αυτοπεποίθησή μου.

·                 Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα.

·                 Δάσκάλε μου, ελπίζω να είσαι στο πόστο σου, καθισμένος στο κότσι, διδάσκοντας το αιώνιο κλάμα κι ας στερείσαι το μπουζούκι. Δεν έχουν σημασία τα μέσα. Μόνο το μεράκι να υπάρχει, και βρίσκεται τρόπος για έκφραση.

·                 Για δικούς μου εντελώς προσωπικούς λόγους βρέθηκα ανάσκελα στη ρίζα ενός δέντρου.

          Σ’ αυτό το δέντρο βρίσκεται στο τέλος του αφηγήματος ο αφηγητής με τη θέλησή του, και νιώθοντας σταδιακά να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του αποχαιρετά έναν έναν.

 

3. ΕΝΟΧΟΣ ΕΝΟΧΗΣ

 

Μια υποθετική, φανταστική κι εφιαλτική δίκη και καταδίκη, με πικρό χιούμορ μέσα στο παράλογο σκηνοθετεί εδώ ο Μ. Χάκκας, κι ίσως είναι το μόνο της σειράς αφήγημα που έχει ένα «μύθο», δεν αποτελεί δηλαδή άμεση εξομολόγηση. Μέσα από το υποβλητικό ελλειπτικό σκηνικό, μέσα από τις σουρεαλιστικές περιστάσεις που σατιρίζουν σαφώς το ανακριτικό σύστημα ανατολής και δύσης, ορθώνει μια αδύναμη αλλά σταθερή  φωνή  ο υπόδικός/κατάδικος Χ, ομολογώντας όλες τις μικρές και μεγάλες ενοχές και οδηγώντας πειθήνια τον εαυτό του στην εκτέλεση.

 

4.  ΡΕΤΑΛΙΑ

Πέντε μικρότερης έκτασης αφηγήματα αποτελούν την ενότητα αυτή  όπου διαγράφεται πιο ξεκάθαρα η πολιτική πορεία του αφηγητή.

Από το «Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι»:

Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνησεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουνε τριγύρω τους.

Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική.

Από το «Με τη θέλησή μου»:

«Μα γιατί, είσαι δικός τους», επέμεναν οι άλλοι από πάνω, «είσαι δικός μας», έλεγαν οπι άλλοι από κάτω . «Κανενός. Επιτέλους, είμαι δικός μου».

 

Δεν ξέρω αν είναι σκόπιμος ο όρος «γενιά της ήττας», που αποδόθηκε βασικά στον Αναγνωστάκη (εκείνος όμως τον απαρνιόταν όσον αφορά τον εαυτό του) αλλά πιστεύω ότι αντίστοιχα στην πεζογραφία εκφράζεται στο ακέραιο στον Μ. Χάκκα, τουλάχιστον όπως φανερώνεται στο τελευταίο του αυτό έργο. Ασφαλώς, οι έννοιες ήττα/νίκη είναι σχετικές, και δεν είναι οι μόνες που μπορούν να χαρακτηρίσουν τη γενιά, γιατί η σκοπιά του Μ. Χάκκα, πέρα από το μηδενισμό στο υπαρξιακό επίπεδο, προδίδει κι έναν "αναρχισμό", όπως φαίνεται από τα παραπάνω αλλά κι από τα παρακάτω αποσπάσματα:

Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις τον ζυγό του κόμματος.

(…)

Τώρα που βάρυνα, όλο και χάνω, βλέπω τους στόχους μου ν’ απομακρύνονται, ξαναπερνάω αντίστροφα τα ίδια σημεία, ίσως πάω και παρακάτω από κει που ξεκίνησα, θα βρεθώ στο τέλος στον πάτο. Κι όλ’ αυτά γιατί δεν πήρα τις σκάλες που ανέβαιναν. Ήθελα προφανώς να παρουσιαστώ για μαγκιόρος, κι ως φαίνεται δεν ήμουν τέτοιος, δεν ήμουν.  

 

Κλείνω επιστρέφοντας στο αφήγημα «Τα τελευταία μου» -που μαζί με «Το κοινόβιο» αλλά και το Ένοχος ενοχής» νομίζω ότι έχει περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα-, για να παραθέσω αυτούσια την τελευταία σελίδα, μια σελίδα ποίησης, το απόσταγμα της μαρτυρίας, του περάσματος του Μ. Χάκκα από τη ζωή προς το θάνατο:

 

*Δε θέλω έλεος, δε θέλω έλεος, Θεέ ΅ου (Το Θεέ ΅ου, αναστεναγμός από τα φύλλα της καρδιάς κι όχι επίκληση)

Γιατί δεν έχω ανομήματα να εξαλείψεις

ανο΅ίες να ΅ου ξεπλύνει ς

κι α΅αρτίες να ΅ου καθαρίσεις.

Εγώ πρώτος θα γνώριζα τις ανο΅ίες ΅ου και τις α΅αρτίες ΅ου κι αυτές θα ΅ε καταδίκαζαν στα ΅άτια ΅ου για πάντα.

Κανέναν, κανέναν δεν έβλαψα και τίποτα το πονηρό σε

βάρος άλλου δεν έπραξα έτσι που να δικαιώσω τα λόγια σου και να δεχτώ την κρίση σου.

Δε δέχο΅αι πως φταίνε οι γονείς ΅ου κι ότι η μητέρα

΅ου αμαρτωλά ΅' έφερε ΅έσα στην κοιλιά της.

Ψάχνω και δεν βρίσκω την αλήθεια,  τα κρυφά και τ

αφανέρωτα ΅ού ΅ένουν πάντα άγνωστα. Ραντίστε ΅ε τη ρίγανη και της μυρτιάς το σπόρο, τού

θυ΅αριού τη σκόνη, τη ΅ούχλα τού βουνού κι ίσως καθαριστώ κι ίσως ακό΅α γίνω πιο άσπρος απ' το χιόνι.

'Ακούω μουσικές κι ευφραίνομαι, τα κουρασμένα κοκαλάκια ΅ου αγάλλονται.

Κοιτάξω, κοίταξε στο πρόσωπό ΅ου καθρεφτίζεται η                   ,

καθαρή ΅ου καρδιά κι από ΅έσα  βαθια ΅ου αναδύεται το ντό΅προ ΅ου πνεύ΅α.

 

Χριστίνα Παπαγγελή


 


[1] «είναι ο ίδιος ο Μάριος Χάκκας που κινείται μέσα στις σελίδες, όσα διαβάζω δεν είναι πλαστά, αποκύημα φαντασίας, είναι η ίδια του η ύπαρξη που κατατίθεται και γίνεται λέξεις, λόγος», Βασ. Συμεωνίδης, 237 λέξεις για το Κοινόβιο του Μ.Χάκκα

[2] «Το κοινόβιο», σελ.37

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Κυριακή, 23. Νοεμβρίου 2008 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007