|
|
Ο πύργος, Φράντς Κάφκαο τρόμος της τέχνης είναι ότι το όνειρο αποκαλύπτει την πραγματικότητα
Είναι το τέταρτο βιβλίο που διαβάζω, για το οποίο μπορώ να πω ότι ο αναγνώστης –ή τουλάχιστον …εγώ(!) - «παθαίνει» αυτό που παθαίνει κι ο πρωταγωνιστής… Διαβάζοντας το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, ένα αίσθημα ευεξίας παρόμοιας με την ευεξία που ένιωθε ο ήρωας στο σανατόριο των Άλπεων, το διαδέχεται η κόπωση, η εξάντληση· στο τέλος αρρωσταίνεις κι εσύ μαζί με τον ήρωα χάνοντας την εγρήγορση και τη διαύγεια σ’ ένα νοσηρό κυκεώνα. Παρόμοια συναισθήματα διαβάζοντας το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ: η υπερευαισθησία του ήρωα, που στην αρχή συναρπάζει, φτάνει σε βαθμό νεύρωσης κι ένιωσα να τρελαίνομαι, όταν έφτασα και σταμάτησα πια στον τρίτο …τόμο! Στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου τα πράγματα ήταν πιο απενεχοποιημένα: ο αναγνώστης –εν πάση περιπτώσει …εγώ - δεν αισθάνεται ότι το πρόβλημα υπάρχει στον ίδιο, αλλά ακολουθεί το παραλήρημα και τις οπτικές του πρωταγωνιστή ως μετεξέλιξη μιας συνείδησης όπου τον οδήγησαν οι έξω συνθήκες, οι παραλογισμοί της ιστορίας.
Έτσι
λοιπόν και στον Πύργο, παρακολουθώντας τον Κ. στην επίμονη προσπάθειά του να
γίνει δεκτός από τον περίφημο Κλαμ, ένιωσα να εξαντλούμαι μαζί του στις
ατέλειωτες, α-νόητες και χωρίς σκοπιμότητα σπείρες γύρω από τον στόχο του. Με
κούρασε, με κούρασε, αυτή είναι η … αλήθεια! Κι αναρωτιέμαι αν αυτή ήταν μια από
τις προθέσεις αυτού του πολυδιάστατου- γι’ άλλη μια φορά- έργου. Ίσως και να μην
το τέλειωνα, αν δεν μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον η κάπως ελεύθερη μεταφορά
σε θεατρικό έργο από τον
Μ.
Μαρμαρινό (Ποιος είναι ο κ. Κέλερμαν και γιατί λέει όλα αυτά τα βρωμερά πράγματα
για μενα;),
και συγκεκριμένα έψαχνα ένα σημείο του κειμένου (που δεν το βρήκα, αν και ο
Μαρμαρινός διατήρησε πολλά σημεία του κειμένου σχεδόν αυτούσια):
Ο
περίφημος Κ. (στην αρχή ο Κάφκα έγραφε σε α΄ενικό, στη συνέχεια το άλλαξε,
παραπέμποντας ίσως στη «Δίκη») ορίζεται ως «χωρομέτρης» στον Πύργο, όπου
καταφτάνει ένα χιονισμένο πρωινό με πόθο να γνωρίσει τον «Κόμη», να φτάσει στο
εσωτερικό του Πύργου, «παράφορος και
ανυπόκριτος», και «με
ακατανίκητη επιθυμία να αναζητήσει καινούριες γνωριμίες, αλλά η κάθε καινούρια
γνωριμία έμοιαζε μονάχα να του μεγαλώνει την κούραση». Η προσπάθειά
του από ένα σημείο και μετά περιορίζεται στο να προσεγγίσει τον Κλαμ, μια
απρόσωπη αρχή σαν υπερβατική θεότητα, την οποία κανένας δεν έχει δει ποτέ, και
για την οποία όλοι κάτι λίγο ξέρουν - σαν τον ελέφαντα στο γνωστό πείραμα της
ψυχολογίας:
Η εικόνα
του Κλαμ είναι άπιαστη, ωστόσο η σημασία του καθοριστική:
Ο Κ.
μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι στον Πύργο δε χρειάζονται χωρομέτρη, ήταν ένα λάθος
η πρόσκλησή του. Παρόλ’ αυτά, εμμένει στις απέλπιδες προσπάθειες να διεισδύσει
στο κέντρο, σε αντίστροφη πορεία με τον Κ. της Δίκης που προσπαθεί ν’ αποφύγει
την εξουσία. Εκείνος, ένας ξένος, ένας
παρείσακτος, ένας ανεπιθύμητος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και δημιουργεί
συνέχεια εμπόδια, δείχνει την αποφασιστικότητα το θάρρος και την
επιμονή που τον χαρακτήριζε και στη Δίκη:
Οι σπείρες
δεν οδηγούν πουθενά. Ο Κ. βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν κόσμο παραλόγου,
στον οποίο συνοδεύεται από δυο «βοηθούς»- καρικατούρες που τον στοιχειώνουν και
ταυτόχρονα τον διακωμωδούν. Τα βήματα με τα οποία «προχωράει» η υπόθεσή του
είναι σχεδόν «σημειωτόν», μέσα από ατέλειωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες, (π.χ.
στις Υπηρεσίες Ελέγχου οι τοίχοι είναι
σκεπασμένοι με φακέλους εγγράφων, που στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον, και
καθώς κατά σωρούς τα έγγραφα εισέρχονται και εξέρχονται συνεχώς με μεγάλη
ταχύτητα, οι φάκελοι ολοένα πέφτουν στο πάτωμα και ακριβώς αυτοί οι αιώνιοι,
αδιάκοποι κρότοι αποτελούν το διακριτικό γνώρισμα του γραφείου του Σορτίνι).
Σκέτη ποίηση! Μοιάζει Οδύσσεια η περιπλάνηση του Κ., μέσα σε σκηνικά ασφυκτικά, εφιαλτικά, νυχτερινά, σε σπίτια μίζερα, σε λουτρά, πλυσταριά, άδεια σχολεία και στάβλους όπου οι άνθρωποι ή κοιμούνται ή είναι άρρωστοι, ή νυστάζουν, ή ο ίδιος είναι εξουθενωμένος. Η περίπτωση του Βαρνάβα, αγγελιοφόρου που μοναδική του αποστολή ήταν να παραδώσει κάποτε μια επιστολή στον Κ. περιγράφεται χαρακτηριστικά, θυμίζοντας θέατρο του παραλόγου (σελ. 212: Μιλάει στον Κλαμ, είναι όμως ο Κλαμ; Μήπως είναι κανένας που μοιάζει στον Κλαμ; (…)Έτσι ο κόσμος καλλιεργεί ο ίδιος το μπέρδεμά του). Απίστευτα νυσταγμένος είναι ο Κ. στο σημείο που φτάνει πιο κοντά στον στόχο του (τίποτα σπουδαίο, όχι καν στον Κλαμ), κι όλο και περισσότερο εξουθενωμένος καθώς προχωράει στη σπειροειδή του αναζήτηση (υφίσταται και δυο νυχτερινές ανακρίσεις). Το έργο δεν τελείωσε, αλλά , απ’ ό, τι ο ίδιος ο Κάφκα ανέφερε στον Μπροντ, ο Κ. θα πέθαινε από εξάνληση τη μέρα που θα του ανακοινωνόταν ότι πλέον μπορεί να ζει και να εργάζεται μόνιμα στο χωριό…
Δε θεωρώ
σκόπιμο ν’ αναζητά κανείς αλληγορικές σχέσεις στην τέχνη του παράλογου. Οι
εικόνες μιλούν μόνες τους. Αυτό που δυσκολεύεται κανείς να επισημάνει είναι μια
γεύση «πνευματικής ελευθερίας» που χαρακτηρίζει τον Κ. και στη Δίκη και στον
Πύργο, αλλά εντοπίζεται πρώιμα, όχι στο τέλος όπου ο ήρωας φαίνεται να νικιέται
πια από δυνάμεις υπεράνω των δικών του. Αντιγράφω από τη σελίδα 129:
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 07. Μαρτίου 2008 |
|