χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

 Το ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι, Μαρίνα Καραγάτση

 

Τρεις εσωτερικοί μονόλογοι («Μια ανοιξιάτικη μέρα του ’50») κι ένα μικρό «θεατρικό» («Μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006») αποτελούν το μικρό αυτό βιβλιαράκι της κόρης του Μ. Καραγάτση, τρεις μονόλογοι ωστόσο που καταφέρνουν να μπουν στα «άδυτα» της οικογενειακής ζωής του συγγραφέα, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια ότι το βασικό φίλτρο είναι η σκοπιά της κόρης του, της Μαρίνας Καραγάτση.

Στον πρώτο –μικρότερης έκτασης μονόλογο- αφηγητής είναι ο ίδιος ο Καραγάτσης. Έχει ενδιαφέρον κι είναι καλογραμμένος, εφόσον δίνεται  ανάγλυφα και παραστατικά ο ψυχισμός που υποθέτουμε ότι είχε ο συγγραφέας, δοσμένος από ένα άτομο που τον ήξερε καλά και τον αγαπούσε (αλλά βέβαια, δεν είναι και ο … αντικειμενικότερος παρατηρητής). Ιδιαίτερη όμως σημασία είχαν για μένα, από ψυχολογικής άποψης, τα σημεία όπου ο αφηγητής/Καραγάτσης αναφέρεται στην κόρη του, γιατί δείχνουν με ποιον τρόπο πίστευε η Μαρίνα ότι την έβλεπε ο πατέρας της. Δεν υπάρχει καταγραμμένη πίκρα αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο:

Όσο για τη θυγατέρα μου, σκοπός μου είναι να καταπολεμήσω την παθητικότητά της, να κεντρίσω τα ενδιαφέροντά της, να σταματήσω αυτή τη ροπή της προς ρομαντικές αναπολήσεις, να τη στρέψω προς τη ζωή, να μάθει να αντλεί υλικό από την ίδια τη ζωή. Απορώ σε ποιον έμοιασε αυτό το κορίτσι. Πάντως όχι σε μας τους Ροδόπουλους.

(…)

Αυτό το κορίτσι δεν έχει ούτε τη γλύκα της μάνας της, ούτε τη σκληράδα τη δικιά μου που είναι σημάδια στοχασμού και ζωής. Είναι σοβαρή, είναι του καθήκοντος, αλλά της λείπει ο ενθουσιασμός, της λείπει η φαντασία. Με άλλα λόγια, είναι ανιαρά ενάρετη. Πίσω απ’ το απλανές βλέμμα της διακρίνει κανείς την απουσία κάθε αισθήματος. Μια νέκρα, μια παγωμάρα. Αυτό είναι που με ανησυχεί ιδιαιτέρως. Την παρατηρώ στην καθημερινή της ζωή. Τύπος και υπογραμμός. (..) Γιατί αυτό το παιδί δεν έχει καμιά περιέργεια; Γιατί δεν κάνει ποτέ μια ερώτηση; Γιατί δεν παρατηρεί γύρω της; Γιατί αντιμετωπίζει τη ζωή με τέτοια αδιαφορία; Ο φιλόλογος της λέει ότι εφέτος άρχισε να γράφει ωραίες εκθέσεις. Σύμφωνα βέβαια με τα γούστα ενός επαρχιώτη ψιλοαριστερού δασκαλάκου. Εγώ τώρα τι να πω; Αφού δε γράφει παρά κοινοτοπίες;

Τις πιο πολλές φορές το ρίχνει στις μελιστάλαχτες ηθογραφικές περιγραφές με καλυβούλες που ζούνε μέσα αγνοί ψαράδες ή γεωργοί. Όλοι τους υπέροχοι. Άγιοι άνθρωποι, πατεράδες, μανάδες, παππούδες, γιαγιάδες. Άσε την τελευταία της μανία για κοινωνική κριτική: Κακοί πλούσιοι μεγαλοβιομήχανοι εκμεταλλεύονται καλούς φτωχούς εργάτες, κλπ. κλπ.

Βρήκα σπαραχτικό το να νιώθει αυτού του είδους την απόρριψη η κόρη από μέρους του Πατέρα, ενός πατέρα που δεν κάνει άλλο παρά να προβάλλει –κλασικά- τον εαυτό του  στην κόρη του. Προς τιμήν της, η συγγραφέας δε σχολιάζει ούτε προβαίνει σε χαρακτηρισμούς. Άλλωστε δεν το επιτρέπει η «δομή» του βιβλίου, ο τρόπος που διάλεξε να ξεδιπλώσει την προσωπικότητα του Καραγάτση, εφόσον μιλά ο ίδιος.  Αντίθετα, η τεχνική του μονόλογου δίνει τη δυνατότητα να εκφράσει ο εκάστοτε αφηγητής τις αντιφάσεις και τις παλινδρομήσεις του, όπως κάνει στην παραπάνω περίπτωση ο Μ. Καραγάτσης αμέσως μετά:(Κι εγώ ξάφνου ένιωσα βαθιά μέσα μου μεγάλη ταραχή που την αιτία της, γιατί να το κρύψω, τη γνώριζα πολύ καλά: Ο φοβερός δαίμονας που φωλιάζει μέσα μου εδώ και χρόνια, ξύπνησε πάλι και με τα γνωστά του ερτίπια, τα οδυνηρά κουλουριάσματα και τα στριφογυρίσματά του, με αγρίεψε τόσο, ώστε γα να ξεσπάσω βάλθηκα αυτή τη φορά να συγκρίνω το ταλέντο μου με τις εκθεσούλες της κόρης μου)

Πέρ’ απ’ αυτό όμως, στο συγκεκριμένο σημείο δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι οι αδυναμίες για τις οποίες κατηγορεί ο Μ. Καραγάτσης την κόρη του, είναι κατά κανόνα αδυναμίες και στους δικούς του πληθωρικούς πλην όμως στερεότυπους και «μονοκόμματους» χαρακτήρες, με τη διαφορά ότι συνήθως δεν είναι «άγιοι» αλλά παραδομένοι στα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες (κατά τη γνώμη μου αυτή η τόλμη είναι που ανέδειξε τον Μ. Καραγάτση κι όχι τόσο η λογοτεχνικότητά του).

Περιστατικά όπως ο ξεφτιλισμός του «ψιλοαριστερού δασκαλάκου» ή η καταφυγή του Καραγάτση σε μέντιουμ προκειμένου να μη διακινδυνεύσει να κυκλοφορήσει στην Αθήνα την περίοδο της κατοχής (ενώ αναγκαζόταν να ριψοκινδυνεύει καθημερινά η γυναίκα του), η δειλία του και η ανασφάλειά του, ο συντηρητισμός του στην πολιτική και η μανία του με τις γυναίκες είναι στοιχεία/γεγονότα που δε μπορούν ν’ αμφισβητηθούν αυτά καθ’ αυτά. Σίγουρα η συγγραφέας τα φιλτράρει μέσα απ’ τη δική της οπτική γωνία, είναι όμως φανερό ότι στέκεται με αγάπη και κατανόηση μπροστά σ’ αυτές τις «αδύναμες πλευρές» προσπαθώντας να μην «εκθέσει» τον συγγραφέα αλλά να τονίσει την ανθρώπινη πλευρά του.

 

Οι δυο επόμενοι μονόλογοι, κάπως εκτενέστεροι, εστιάζουν κυρίως σε άλλες πτυχές της οικογενειακής ζωής της συγγραφέως. Στον δεύτερο, όπου αφηγήτρια είναι η Μαρίνα κι επιγράφεται «Η Μαρίνα και η Λασκαρώ», το κέντρο βάρους πέφτει στην πολύπαθη ιστορία της  Λασκαρώς, μιας λαϊκής και δυναμικής γυναίκας από την Άνδρο που μετά από πολλά βάσανα ήρθε στο σπίτι ως υπηρέτρια και με την οποία η Μαρίνα είχε μια ιδιαίτερη σχέση, ενώ στον τρίτο αφηγήτρια είναι η γιαγιά Μίνα (πεθερά του Καραγάτση) η οποία με τη σειρά της  απλώνεται σε άλλες, ενδιαφέρουσες πτυχές της οικογενειακής ζωής του ανδριώτικου σογιού. Ακούμε τρεις διαφορετικές φωνές ενώ διαγράφονται σιγά σιγά κάποιοι χαρακτήρες, όπως της μητέρας της Μαρίνας, της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, του αδελφού της Αντώνη αλλά και της ίδιας της Μαρίνας, που μένει διακριτικά στο περιθώριο, αφανής αλλά παρούσα… Όπως γράφει και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο άρθρο του «Από το σόι στους ανθρώπους»( http://ta-nea.dolnet.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=1401343&enthDate=27092008): Και στις τρεις αφηγήσεις η παρουσία της ίδιας της Μαρίνας είναι αθόρυβη, περιθωριακή, και τα δικά της συναισθήματα δεν γίνονται ποτέ το επίκεντρο του κειμένου ούτε περιγράφονται, αν και δίνεται διακριτικά στον αναγνώστη η δυνατότητα να τα εικάσει.

 Η προφορικότητα της αφήγησης προσδίδει ζωντάνια στο ύφος (σημειωτέον ότι διαφέρει το «ύφος» των τριών αφηγητών) αλλά και στο περιεχόμενο δίνεται η δυνατότητα να καταγραφούν οι αντιφάσεις και οι διαφορές.

Δε μου άρεσε όμως το τέταρτο μέρος, το «θεατρικό». Ως εύρημα, έδωσε τη δυνατότητα στη συγγραφέα να «κλείσει» κάποιες ανοιχτές υποθέσεις, είτε σε επίπεδο ιστορίας, είτε σε συναισθηματικό, αλλά μου φάνηκε κάπως πλαστό και «χαζοχαρούμενο». Όλοι στο τέλος, νεκροί πια το 2006, συναντιούνται σ’ ένα «αυλιδάκι» της Άνδρου, όπου αποδεικνύονται μεγαλόκαρδοι και συναινετικοί, έτοιμοι να αποδεχτούν τους άλλους και να τους συγχωρέσουν, ενώ οι διάλογοι -όπως είναι φυσικό- δεν έχουν καθόλου αληθοφάνεια.

 

Κλείνοντας, ήθελα να τονίσω ότι δε γύρευα στο βιβλίο αυτό να ανιχνεύσω κάτι από την προσωπικότητα του Μ. Καραγάτση, κάτι που να μου «ερμηνεύσει» την συμπεριφορά του ή το έργο του. Είδα το βιβλίο αυτό εξαρχής ως μια κατάθεση ψυχής της Μαρίνας Καραγάτση, μιας γυναίκας αξιόλογης που είχε την τύχη/ατυχία να χει ως πατέρα μια πολύ έντονη προσωπικότητα, και μάλιστα δημόσιας εμβέλειας. Το είδα σαν ένα προσωπικό ξεγύμνωμα, και μου προκάλεσε θαυμασμό απ’ τη μια το θάρρος να αντικρίσει κατάματα κάποιες πικρές αλήθειες, κι απ’ την άλλη η αγάπη και η κατανόηση με την οποία προσέγγισε τους «δικούς της ανθρώπους». Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το παρατσούκλι με το οποίο την προσφωνούσε η Λασκαρώ,  «το ευχαριστημένο»!

 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 23. Οκτωβρίου 2008 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007