|
|
Λίλα Κονομάρα, Τέσσερις εποχές-Λεπτομέρεια
«μόνον ο έρωτας και ο θάνατος θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς της μνήμης που ανασύρουν ακόμα και τις πιο αρχέγονες εγγραφές»
Μια μοναχική γυναίκα κι ένας μοναχικός άντρας, χωρίς ν’ αποτελούν ζευγάρι, μεσήλικες κι οι δυο, συμβιώνουν κλεισμένοι ο καθένας στον κόσμο του («μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν»). Δυο φωνές σε α’ ενικό εναλλάσσονται ενώ παρεμβάλλεται κι η φωνή του αφηγητή. Έτσι, απλά καθημερινά γεγονότα τα βλέπουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες. (!) Δυο απρόσμενοι επισκέπτες όμως τούς αναστατώνουν τις ισορροπίες. Το έγκλημα είναι αναπότρεπτο. Η πλοκή είναι λιτή κι ευρηματική, ασφαλώς δεν είναι αποτελεί το κέντρο βάρους (έχει και κάποιες «λογικές αδυναμίες», φερ' ειπείν, πώς δεν συνελήφθησαν οι εγκληματίες;) Θα μπορούσε να δώσει υλικό για ένα χορταστικό μυθιστόρημα, αντ’ αυτού ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του ένα μικρό ποιητικό βιβλιαράκι. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι πρόκειται για … σημειώσεις, ωστόσο γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς ότι πρόθεση της συγγραφέως ήταν να εκφράσει με το βαθύ της και τ΄ ωραίο γράψιμό της κάποιες δυσδιάκριτες ψυχικές καταστάσεις, σ’ ένα καθαρά μυστικιστικό πνεύμα. Η χρήση των πολλαπλών φωνών κι η ελλειπτικότητα των γεγονότων ενδυναμώνει την ποιητική ατμόσφαιρα. Η μελαγχολία της μέσης ηλικίας, ο ανικανοποίητος έρωτας, το πάθος, η προδοσία.
· Όσο για τη Βέρα… Πίστευα πως θα βρισκόταν πάντα πλάι μου, και, ξαφνικά, ξύπνησα μια μέρα και διαπίστωσα ότι δεν ήταν πια εκεί. Είχα ξεχάσει κάποιο ραντεβού μας, αυτή ήταν η αφορμή. Είχα ξεχάσει τη σχέση μας, αυτός ήταν ο λόγος. Και με αυτή τη σιγουριά ολιγωρούσα, έδινα διαρκώς παράταση σε πράγματα που έπρεπε ήδη να έχω κάνει και λόγια που έπρεπε ήδη να έχω πει. Κάθε μέρα που περνούσε, εγώ μετέθετα κι εκείνη απέσυρε, ώσπου δεν έμεινε τίποτα ανάμεσά μας (Ο αφηγητής για το ίδιο θέμα: Έτσι διέγραψε ό, τι καλύτερο συνέβη στη ζωή του. Επειδή πίστεψε πως τα πράγματα στη ζωή θα ήταν όπως στην αγκαλιά της μαμάς: θα μπορούσε πάντα να επιστρέφει.) · Η νεότητα ήταν όλη εκεί, την έβλεπα, αναμφισβήτητα. Υπέρτατα αλαζονική μέσα στην αθωότητά της. Πανίσχυρη κι ανυπεράσπιστη μαζί. Τα έβλεπα όλ’ αυτά και άλλα πολλά. Δεν γινόταν όμως να βρω το βλέμμα της πρώτης φοράς. Όταν αυτό συνέβη αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα πως, από τους αντίποδες, μόνον ο έρωτας και ο θάνατος θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς της μνήμης που ανασύρουν ακόμα και τις πιο αρχέγονες εγγραφές. · Η στιγμή είχε περάσει, αφήνοντας όμως μέσα του μια ανεπαίσθητη ρωγμή, κάτι σαν εκκρεμότητα. Τα αναπάντητα ερωτήματα είχαν ήδη παρεισφρήσει και σιωπηλά, ύπουλα, συνέχιζαν αυτό που είχαν ήδη ξεκινήσει. · Παλιότερα, χώριζα τη ζωή μου στα δυο, όπως αυτοί που πάσχουν από μια βαριά αρρώστια: υπήρχε το πριν και το μετά. Το πρώτο μου ορόσημο ήταν (… ) Τώρα καταλαβαίνω πια πως δεν υπάρχουν πριν και μετά, μια διαρκής αλληλουχία είναι, το ένα φέρνει το άλλο και πάει λέγοντας… Όλα, αν το καλοσκεφτείς, συνεργούν προς κάποια κατεύθυνση (…) · Δεν μπόρεσαν να φανούν αντάξιοι του πόθου τους. (…) Μα πάλι, πώς ν’ αποδεχτεί κανείς την απώλεια; Πώς να συμφωνήσει πως το «για πάντα» δεν είναι παρά ένα σχήμα λόγου; Γιατί είναι τρομακτικό, δεν είναι; Να αγκαλιάζεις τον άλλο σφιχτά και όμως ήδη να τον αποχαιρετάς… Εκεί που άλλοτε όλα γίνονταν σιωπηλά και αυτόδηλα, μπαίνουν οι λέξεις και οι εικόνες αποκαθηλώνονται… · Ό, τι είχαμε να πούμε, το είπαμε. Δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε. Πάψε να περιμένεις απαντήσεις που δεν θα έρθουν. Υπάρχουν μόνο γεγονότα. Θα μάθουμε να ζούμε μ’ αυτά όπως μαθαίνουμε να ζούμε με τους πόνους που εμφανίζονται πια καθημερινά στο σώμα μας. Κι άλλα πολλά σημεία θα μπορούσε να σημειώσω γιατί θεώρησα ότι έχουν μια μοναδικότητα. Η Λίλα Κονομάρα εντυπωσίασε με το πρώτο της βιβλίο, το «Μακάο», και μ’ αυτό το δεύτερο μικρό βιβλιαράκι δεν διαψεύδει τις προσδοκίες του αναγνώστη και την πρώτη εντύπωση ότι πρόκειται για μια αξιόλογη παρουσία. (Δεν μπόρεσα ωστόσο να εντάξω τον τίτλο, ιδιαίτερα τη λέξη «λεπτομέρεια»). Το βιβλίο ολόκληρο διαπνέεται από ένα πνεύμα «μυστικό», και ως προς το περιεχόμενο -γιατί εστιάζει στα άδυτα των ανθρώπινων-, αλλά και ως προς το ύφος. Το παρακάτω απόσπασμα άλλωστε, εκφράζει αυτό το στοιχείο αλλά και την αδυναμία των λέξεων …απερίφραστα (!) αλλά και κάπως «απόλυτα»: · Τα μεγάλα πάθη είναι κρυφά κι σιωπηλά. Όταν κρατάς μέσα στη χούφτα σου πράγματα θεϊκά, φροντίζεις να’ ναι πάντα σφαλισμένες. Ένας απλός υπηρέτης είσαι και παραπάνω. Όσοι το ξέχασαν και βγήκαν στο σεργιάνι, ξανακοιτάζοντας τις χούφτες τους δεν βρήκαν τίποτα. Δεν τα μοιράζεσαι αυτά, όπως δεν μοιράζεσαι ένα μεγάλο έρωτα ή ένα βαρύ πένθος. Σιωπάς και πράττεις αυτά που έχεις να πράξεις, τίποτα περισσότερο. Καμία λέξη δεν χωράει απανάμεσα. Γιατί, τι άλλο είναι ποι λέξεις παρά μια ομολογία πως αδυνατείς να ζήσεις τα μεγάλα;(…) Ο κόσμος, ως γνωστόν, αναπλάθει διαρκώς το πλαίσιο μιας οικείας μετριότητας.Τα ανείπωτα τρομάζουν. Εκείνος τα είχε κρατήσει όλα μέσα του, παράφορα, σπαρακτικά κι ανέπαφα εδώ και τόσα χρόνια. Και με την ίδια βία που είχε ζήσει τότε την οιστρηλασία, εβίωνε πάλι τώρα την απόσυρση.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Κυριακή, 09. Σεπτεμβρίου 2007 |
|