| |
Λιόσα Μάριο
Βάργκας, Το παλιοκόριτσο
Ένας Λιόσα ισοδύναμος της
καταπληκτικής «Γιορτής του τράγου», αλλά με τελείως διαφορετικό θέμα. Ο
Περουβιανός νεαρός Ρικάρντο σκιαγραφεί τη ζωή του, αρχικά ως έφηβου στο
προεπαναστατικό Περού και στη συνέχεια ως διερμηνέα και μεταφραστή στη Γαλλία
του ’60 @ την Αγγλία του ’70. *Το κεντρικό θέμα, όμως, είναι ο μοιραίος έρωτας
του αφηγητή με το «παλιοκόριτσο», ένας έρωτας τόσο μονόπλευρος (ειδικά στην
αρχή), που αναγκαστικά είναι ρηχός και μονοδιάστατος.
Η μικρή Χιλιανή που συγκινεί τον
Ρικάρντο με το χορό της και τα σκέρτσα της, αποδεικνύεται ότι είναι φτωχή
Περουβιανή, εξαφανίζεται, ενώ πολύ αργότερα (δεκαετία του ’60) ο ήρωας τη
συναντά στο Παρίσι ως Περουβιανή αντάρτισσα (εποχή μετά τη δικτατορία του
στρατηγού Οδρία, της Περουβιανής επανάστασης), για ν’ ανακαλύψει πρώτον, ότι
«δεν δίνει δυάρα για την πολιτική» και δεύτερον, ότι λέει απανωτά ψέματα, ότι το
μόνο που τη συγκινεί είναι ο απόλυτος έρωτας του ήρωα, ενώ εκείνη αντίθετα μένει
τελείως απαθής, Μετά από ένα σύντομο και μονόπλευρο ειδύλλιο, την ξαναβρίσκει
μετά από χρόνια με άλλο όνομα, ως σύζυγο του εμπορικού ακόλουθου της γαλλικής
πρεσβείας, προκειμένου να φύγει από την Κούβα (όπου είχε πάει για …επαναστατική
εκπαίδευση). Αλλάζει λοιπόν ρόλους και προσωπεία, με στόχο ν’ ανέβει κοινωνικά
και να ζήσει μια πλούσια ζωή, ενώ ο άκρατος εγωκεντρισμός, ο τυχοδιωκτισμός και
ο αμοραλισμός της φαίνεται ότι είναι αυτά που προσελκύουν τον Ρικάρντο.
Οι ερωτικές τους συνευρέσεις είναι πολύ αραιές στην αρχή κι απολύτως
μονόπλευρες.
(Σελ. 71: Μιλούσε με τόση ψυχρότητα που δεν έμοιαζε με κοπέλα που έκανε έρωτα
αλλά μ’ έναν γιατρό που διατύπωνε μια τεχνική περιγραφή, ξένη προς την απόλαυση.
Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου, ήμουν απολύτως ευτυχής, όπως δεν ήμουν για πολύ καιρό,
ίσως ποτέ).
Είναι οι προδιαγραφές για ένα δράμα. Ο απόλυτος έρωτας προς
κάποιο «ψυχρό» κι απρόσιτο πρόσωπο (εγώ ποτέ δεν θα είμαι ευχαριστημένη με
όσα κι αν έχω), έρωτας που φτάνει μέχρι την αυτοταπείνωση, το «σβήσιμο του
εγώ», δεν μπορεί παρά να’ χει δραματική εξέλιξη. Το παλιοκόριτσο αναζητά το
καθρέφτισμά της μέσα στα μάτια του παθιασμένου Ρικάρντο, ενώ αραιά και πού
φαίνεται ν’ απολαμβάνει τις ερωτικές στιγμές. Όταν όμως η προσέγγιση ξεπερνά
κάποιο όριο, ανεξήγητα τον προσβάλλει ή φεύγει, κόβει κάθε δεσμό κι
εξαφανίζεται.
Ο Ρικάρντο, που αυτοχαρακτηρίζεται «κομψός χίπης», ζει τον πνευματικό
αναβρασμό της Γαλλίας του Μάη του ’68 αλλά και της Αγγλίας των χίπηδων και των
σκίνχεντς. Μέσω της φιλίας του με τον χαρακτηριστικότατο και πολύ ενδιαφέροντα
Χουάν Μπαρέτο, μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής. Όταν πια η υπόθεση της μικρής
Χιλιανής έχει ξεχαστεί, την ξανασυναντά, σχεδόν τυχαία, ως … Μεξικάνα, γυναίκα
κάποιου εκτροφέα αλόγων (Μίσες Ρίτσαρτσον), έχοντας αφήσει τον Γάλλο σύζυγό της
και κυνηγημένη από την αστυνομία της Ελβετίας, εφόσον σήκωσε τον λογαριασμό του.
Οι δυο ήρωες αρχίζουν και συγκλίνουν κάπως περισσότερο, εφόσον ο Ρικάρντο έχει
γίνει πιο δυναμικός (You are learning, καλόπαιδο) :
Σελ. 130: Με τα χρόνια έγινα σαν κι εσένα. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά
για να κατακτήσεις αυτό που θες. Είναι τα λόγια σου, παλιοκόριτσο, και γω, το
ξέρεις καλά, το μόνο πράγμα που θέλω στ’΄αλήθεια στον κόσμο είσαι εσύ. (…) το
χειρότερο δεν είναι ότι σου λέω (γλυκανάλατα λόγια). Το χειρότερο είναι ότι
τα νιώθω. Με μετατρέπεις σε ήρωα σαπουνόπερας, δεν τα έχω πει σε καμία άλλη
εκτός από σένα.
Με πολλή τέχνη ο Λιόσα μάς μεταφέρει στα βάθη αυτής της μοναδικής σχέσης
που αρχίζει και αποκτά κάποιο νόημα. Η γυναίκα έχει αυτόν τον μοναδικό τρόπο να
ηδονίζεται (με αυτή την ένταση που εγώ δεν είχα δει ποτέ σε άλλη γυναίκα, στη
δική της ευχαρίστηση, μοναχική, προσωπική, εγωιστική- σελ. 134) και βλέπουμε
ότι, αν μη τι άλλο, είναι αληθινή:
-Ποτέ δεν έχω πει «σε θέλω», «σ’ αγαπώ» νιώθοντάς το στ’ αλήθεια. Σε κανέναν.
Αυτά τα πράγματα τα λέω πάντα στα ψέματα. Γιατί δεν έχω αγαπήσει ποτέ κανέναν,
Ρικαρντίτο. Τους έχω πει ψέματα, σε όλους, πάντα. Νομίζω ότι ο μόνος άντρας που
δεν έχω πει ψέματα στο κρεβάτι είσαι εσύ.
-Μπα, από σένα αυτό είναι ερωτική εξομολόγηση.
Μια δικαιολογημένη καθυστέρηση από μέρους του Ρικάρντο είναι η
αφορμή για μια εκ νέου εξαφάνιση. Και αρχίζει η οδύνη. Αρχίζει επιτέλους ο
ήρωας/αφηγητής να «νιώθει φτυσμένος», ωστόσο αρχίζει κατά κάποιον τρόπο η
αντίστροφη κίνηση, η αντίστροφη αναζήτηση: το παλιοκόριτσο είναι τώρα μπλεγμένο
μ’ έναν Ιάπωνα γκάνγκστερ, αλλ’ αρχίζει και προσεγγίζει τον Ρικάρντο πιο
τρυφερά, πιο ουσιαστικά. Μέχρις που αποκαλύπτεται ότι οι ερωτικές περιπτύξεις
τους κι η θερμή συμπεριφορά της «Κουρίκο» (άλλαξε φυσικά και όνομα!) ηδονίζει
τον «αφέντη» της που κάθεται κρυφά στο σκοτάδι και τους παρακολουθεί…
Το σοκ κανει τον Ρ. να τη σιχαθεί, ν΄απομακρυνθεί με την
απόφαση πια να μην ξαναεξεφτελιστεί ποτέ…
Είμαστε στη σελ. 207, και το «θέμα» του μυθιστορήματος είναι στην
κορύφωση. Είναι-κατά τη γνώμη μου η ακραία ταπείνωση του έρωτα, και σ΄αυτήν την
οριακή στιγμή αφορά και τους δυο πρωταγωνιστές. Παρακολουθούμε με κομμένη την
ανάσα την ψυχολογική κρίση και ωρίμανση του ήρωα, ο οποίος καταφέρνει κι
αποστασιοποιείται, συνέρχεται και αφοσιώνεται σε άλλες δραστηριότητες. Τώρα
όμως, το παλιοκόριτσο είναι που τον κυνηγά, κι όταν πια, ύστερα από αφόρητες
πιέσεις, ο Ρ. δέχεται να ξανασυναντηθούν, η γυναίκα είναι πια ένα ζωντανό πτώμα.
Από τις κακοποιήσεις και τις διαστροφές του Ιάπωνα, του «έρωτα της ζωής της»;
Φτωχή, διωγμένη, κυνηγημένη.
Άλλη πορεία, άλλα συναισθήματα. Προσέγγιση, φροντίδα, θεραπεία, …γάμος.
Στιγμές αγάπης, επικοινωνίας, αλλά και πάλι φυγή.
(-Ο γάμος μας έγινε μόνο για να πάρω τα χαρτιά. Έτσι, μη μου ζητάς εξηγήσεις
για τίποτα.
Με προκαλούσε τσιτωμένη σαν κοκόρι. Στην κούραση τώρα προστέθηκε και μια αίσθηση
γελοιότητας. Είχε δίκιο: ήμασταν πια γέροι για τέτοιες σκηνές).
Το «παλιοκόριτσο» φυσικά επιστρέφει, όταν πια πλησιάζει η ώρα του
θανάτου, για να πεθάνει κοντά στον ώριμο πια -συναισθηματικά- Ρικάρντο. Η
μεταστροφή και η αντιστροφή είναι δραματική.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο δράμα πάνω σ’ ένα θέμα σχεδόν …τετριμμένο,
(αχ, αυτός ο έρωτας!), που κατά τη γνώμη μου ο Λιόσα το χειρίζεται με μοναδικό
και μη μελοδραματικό τρόπο.
*Αξιόλογη η παρουσίαση της
anagnostria, αλλά και του
Δημήτρη Αθηνάκη (ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συζήτηση στα σχόλια για
την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Λιόσα)
επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή
Ημερομηνία τελευταίας
επεξεργασίας:
Πέμπτη, 10. Ιανουαρίου 2008
|