χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Μακ Κορτ Φρανκ, Οι στάχτες της Άντζελα

 

  

Αν δεν είχα γράψει τις Στάχτες της Άντζελας, θα είχα πεθάνει παρακαλώντας, Δώσε μου άλλον ένα χρόνο μόνο, Θεέ μου, άλλον ένα χρόνο μόνο, γιατί αυτό το βιβλίο είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που θέλω να κάνω στη ζωή μου.

(από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο δάσκαλος»)

Το αγόρασα υπό το κράτος του ενθουσιασμού για το άλλο βιβλίο του ίδιου που διάβασα πρόσφατα («Ο δάσκαλος»), έχοντας κατά νου ότι ίσως με κουράσει η επανάληψη του ίδιου ύφους γι’ άλλες εξακόσιες σελίδες. Πράγματι, στην αρχή η σύγκριση με τον «Δάσκαλο», του οποίου το θέμα είναι εξ ορισμού συναρπαστικό, ήταν αναπόφευκτη. Στη συνέχεια όμως, με κέρδισε το περιεχόμενο γι’ άλλη μια φορά, η απίστευτη παιδική ηλικία και η ενηλικίωση του αφηγητή/συγγραφέα Φρανκ Μακ Κορτ. Πρόκειται δηλαδή για την καταγραφή πάλι των προσωπικών βιωμάτων του Κορτ, που από μόνα τους είναι συγκλονιστικά και δε νομίζω ότι αυτό μειώνει τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει: αν έχεις όντως κάτι να πεις, το λες, κι αυτό έχει πρώτιστη σημασία. Άλλωστε, χιλιάδες άλλοι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν παρόμοιες εμπειρίες, και δεν το’ καναν. Ο Μακ Κορτ, ωστόσο, έχει και το κατάλληλο ύφος ώστε αυτό το «κάτι» να μην εξαντλείται στη μοναδικότητα της εμπειρίας ή στον αυτοοικτιρμό, θα έλεγα ότι δουλεύει τις σιωπές.

Βρισκόμαστε αρχικά στο Μπρούκλιν, μέχρι που ο μεγαλύτερος γιος, ο Φρανκ, γίνεται περίπου πέντε (ακολουθούν ο Μάλαχι, δυο δίδυμα κι ένα κοριτσάκι) και στη συνέχεια η οικογένεια μεταφέρεται στην Ιρλανδία, στο Λίμερικ απ’ όπου κατάγεται η μάνα (Άντζελα). Είναι απερίγραπτη η φτώχεια, η ανεργία, η πείνα, η γύμνια, το κρύο, η βρωμιά στην οποία αναγκάζονται να ζουν, αλλά και η σκληρή αντιμετώπιση των συγγενών οι οποίοι περιφρονούν και δείχνουν ανοιχτά την προκατάληψή τους απέναντι στον πατέρα της οικογένειας που είναι από τη Β. Ιρλανδία, ένας ακόμα μπεκρούλιακας που, όταν πού και πού βρίσκει δουλειές της πλάκας ξοδεύει και την τελευταία του δεκάρα στο ποτό, ενώ, ακόμα κι όταν πεθαίνει το ΤΡΙΤΟ του παιδί από την πείνα (έχουν ήδη πεθάνει απ’ τη φτώχεια άλλα δυο) εξαφανίζεται με τα λεφτά για το φέρετρο και γυρνά μετά την κηδεία στο σπίτι πιωμένος. Η μάνα, μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση απ’ την κούραση και τη θλίψη  πολλές φορές παραιτείται, αποσύρεται, αρρωσταίνει κι απομένει στο δύστυχο Φρανκ  να τα βγάλει πέρα ζητιανεύοντας για ξεροκόμματα ή για  κάρβουνα που έχουν πέσει στο δρόμο κλπ. Η βρωμιά και οι συνθήκες διαμονής είναι ανεκδιήγητες, κι είναι απορίας άξιον πώς, σ’ ευρωπαϊκή χώρα του 20ου αι. και σε περίοδο ειρήνης υπήρξαν τέτοιες καταστάσεις. Επίσης, αναρωτιέται κανείς, πώς, σε τέτοιες συνθήκες ανατροφής, χειρότερες κι από του τελευταίου ζητιάνου, ο Φρανκ κατάφερε να μορφωθεί, να γίνει δάσκαλος, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο (έστω και με τις αποτυχίες που μας περιγράφει στο άλλο του βιβλίο) και να γράψει τα βιβλία που έγραψε. Ίσως βέβαια, αυτοί είναι οι βαθύτεροι κοινωνικοί λόγοι της καρτερικότητας, της ταπεινοσύνης και της βαθιάς κατανόησης που δείχνει με αυθεντικό τρόπο ως δάσκαλος (θυμήσου ιστορία με σάντουιτς!!)

Η αφήγηση, όπως και στο «Δάσκαλο», σε λίγα σημεία εκπίπτει σε συναισθηματισμούς και ερμηνείες, παρόλο που τα γεγονότα αυτά καθαυτά προσφέρονται. Καταγράφονται ωστόσο με τόσο συγκλονιστικές λεπτομέρειες, λεπτομέρειες που μιλάνε από μόνες τους, που δεν «περισσεύει» χώρος για μπλα- μπλα. Ένα τυχαίο παράδειγμα: όταν πέθανε το πρώτο παιδί, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, το μόνο στο οποίο έδειξε τόση αδυναμία ο πατέρας ώστε δεν ξενυχτούσε για να πίνει:

           Δυο ημέρες αργότερα ο μπαμπάς γύρισε από τη βόλτα για τσιγάρα.

Αυτή η λιτή φράση, λέει τόσα πολλά που δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Έτσι, μ’ ένα γλυκόπικρο χιούμορ που φτάνει καμιά φορά και σε κυνισμό, σε σαρκασμό (βλ. 1η σελίδα:…μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία δεν αξίζει τον κόπο να τη ζη κανείς. Και ακόμη χειρότερη από μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία είναι η ιρλανδική δυστυχισμένη παιδική ηλικία. Όμως, χειρότερη κι απ’ αυτή είναι η καθολική ιρλανδική παιδική ηλικία),  αυτό το παραμελημένο παιδί που σηκώνει στις πλάτες του το βάρος όλης της οικογένειας πολλές φορές, καταθέτει όλες αυτές τις μνήμες που τον διαμόρφωσαν, τον έκαναν συμπονετικό κι όχι σκληρό όπως θα περίμενε κανείς, τον έκαναν να’ χει ένα ιδιαίτερο δεσμό με τον απίστευτο πατέρα.

Πολλά σημεία του βιβλίου είναι ξεκαρδιστικά, όπως οι ιστορίες με την εκμάθηση χορού, με την προσπάθεια του μικρού Φρανκ να γίνει παπαδοπαίδι, σκηνές με τους διάφορους ιδιόρρυθμους δασκάλους, με τη «δουλειά» που βρήκε να διαβάζει σ’ ένα κουλτουριάρη γέρο κλπ. Θα τολμούσα να πω ότι η εξιστόρηση, το ύφος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο αφήνουν τη γεύση που αφήνει ο Καραγκιόζης, ή καλύτερα ο Σαρλό, ο Χοντρός και λιγνός (λιγότερο, γιατί εδώ υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της φάρσας).

Όσο μεγαλώνει ο Φρανκ και κοινωνικοποιείται, ως πρώτο παιδί της οικογένειας, διακρίνουμε το ενδιαφέρον του για τη γνώση, δεν το προβάλλει ωστόσο ιδιαίτερα. Φερειπείν, έμμεσα συνειδητοποιεί την αγάπη του για τη λογοτεχνία όταν αναγκάζται να διαβάζει βιβλία στον κύριο Τιμόουνι, κερδίζοντας το φοβερό ποσόν των έξι πενών. Όταν έχασε τη δουλειά (άλλη ξεκαρδιστική ιστορία, σελ. 287):

Έτσι τέλειωσαν τα σαββατιάτικα εξάπενά μου, αλλά εγώ είχα αποφασίσει να συνεχίσω το διάβασμα στον κ. Τ. ανεξάρτητα από τα χρήματα.(…) Περπατάω μίλια ολόκληρα μέχρι τον Οίκο της Πόλης για να μη χάσει το διάβασμά του.

Με αφορμή τη φοβερή έκθεση που έγραψε «Ο Ιησούς και ο καιρός» (πώς να την αντιγράψω όλη; Θυμίζει πάντως τις εκθέσεις στο «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω»!), τον μεταφέρουν από την Πέμπτη στην έκτη τάξη όπου ο δάσκαλος:

Πρέπει να διαβάζετε και να μαθαίνετε ώστε να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη σχετικά με την ιστορία και οτιδήποτε άλλο αλλά δεν μπορείτε να διαμορφώσετε ένα άδειο μυαλό. Γεμίστε το μυαλό σας, γεμίστε το μυαλό σας. Είναι το δικό σας θησαυροφυλάκιο και κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να μπει μέσα του. Αν αγοράζατε ένα σπίτι που χρειαζόταν επίπλωση θα το γεμίζατε με χαρτιά και διάφορα άλλα σκουπίδια; Το μυαλό σας είναι το σπίτι σας κι αν το γεμίσετε με σκουπίδια θα σαπίσει μέσα στο κεφάλι σας. Μπορεί να είστε φτωχοί, τα παπούτσια σας μπορεί να είναι σκισμένα, όμως το μυαλό σας είναι ένα παλάτι. 

Το βιβλίο τελειώνει όταν ο δεκαπεντάχρονος πια Φρανκ εγκαταλείπει την Ιρλανδία και μπαίνει στη «χώρα της επαγγελίας», στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 04. Μαΐου 2007 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007