χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Μοιραία Jean Patrick Manchette 

Μια κομψή νεαρή γυναίκα, η Αιμέ Ζουμπέρ, επαγγελματίας δολοφόνος, είναι η πρωταγωνίστρια σ’ αυτό το μυθιστόρημα «νουάρ» του Μανσέτ. Την παρακολουθούμε από την αρχή, αφού διέπραξε έναν από τους πληρωμένους φόνους ως Μελανί Χορστ,  να ταξιδεύει και ν’ αλλάζει πόλη και ταυτότητα, αλλάζοντας μέσα σε λίγες ώρες με επαγγελματική άνεση και την αμφίεσή της, την κόμμωση, την ταυτότητα και τον κοινωνικό της ρόλο. Δε διαρρέει κανένα συναίσθημα α περιγράφεται με κινηματογραφικό τρόπο η «βιονική» αυτή γυναίκα. Είναι μια μοναχική και αδίσταχτη δολοφόνος που έχει καλοκουρδίσει τη ζωή της γύρω από το «επάγγελμά» της, κάνει τη δουλειά της όσο μπορεί καλύτερα και τακτοποιεί τα αποκόμματα των εφημερίδων που αναγγέλλουν τον εκάστοτε φόνο: ένας γιατρός, ένας βιομήχανος, κ.α. Μόνο η σύντομη επίσκεψη στη μητέρα της αφήνει να διαφανεί μια αντιφατική ψυχοσύνθεση.

Τέλος, φτάνει στη Μπλεβίλ. Χάρη στην κομψότητα και τη νεανική της παρουσία, εισχωρεί  με άνεση στον κύκλο της άρχουσας τάξης και στοχεύει στον επόμενο φόνο επί χρήμασιν. . Όπως μονολογεί και η ίδια:

-Ε. λοιπόν, πάλι τα ίδια και τα ίδια, έτσι δεν είναι; Η εξέλιξη φαίνεται αργή, αλλά στην πραγματικότητα είναι αρκετά γρήγορη. Πάντοτε οι γκομενοδουλειές εμφανίζονται πρώτες. Μετά έρχονται τα εγκλήματα συμφέροντος. Και τέλος τα παλαιά εγκλήματα. Λοιπόν, γλυκιά μου, επανέλαβε, τα ςεγκλήματα έρχονται τελευταία κι εσύ πρέπει να είσαι υπομονετική.

Η κατάσταση στη Μπλεβίλ είναι κάπως σύνθετη. Η πόλη είναι ανάστατη από το «σκάνδαλο των αλλοιωμένων ψαριών» όπου είναι μπλεγμένη διάφοροι ιθύνοντες της πόλης:

 σελ. 91:

Κάθε πρωί το πρωτοσέλιδο άρθρο μιλούσε για τα «σκάνδαλα» κι έβγαζε καινούρια λαβράκια. Τίποτα εξαιρετικό.απλως αποκαλυπτόταν, γενικώς και αορίστως, ότι η δημοτική αρχή και ο δημόσιος τομέας της Μπλεβίλ χρησιμοποιούνταν πάντα με τρόπο που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Λορκ και Λανβεργκέζ. Η αστική τάξη της Μπλεβίλ βρέθηκε χωρισμένη στα δυο.

Στα δυο τρίτα το βιβλίο με κούρασε. Μου φάνηκε πολύ γραμμικό, προβλέψιμο και επίπεδο. Ότι όλο το ενδιαφέρον του βιβλίου εξαντλείται στο να δούμε πώς μια γυναίκα, αξιοποιώντας και τα γυναικεία θέλγητρα, διεισδύει μέσα στη διαφθορά, βρίσκοντας νόημα μόνο στο χρήμα. Στη στυγνή και σαδιστική  εκμετάλλευση αυτής της διαφθοράς, Η φλεγματικότητα του χαρακτήρα και η αποστασιοποίηση της γραφής δημιουργούν ένα στυλ, αλλά… φτάνει τόσο. Οι σελίδες άρχισαν να γυρνούν χωρίς ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στη σκηνή του καίριου φόνου, του πληρωμένου φόνου από εφτά διαφορετικούς

«πελάτες»,  γίνεται η ανατροπή.  Η υπόθεση παίρνει τέτοια μη προβλεπόμενη τροπή, ώστε  η Αιμέ εξομολογείται ότι «είναι ξοφλημένη», ότι «μέχρι εδώ ήταν το ταξίδι της». Ακολουθεί μια χιονοστιβάδα από γεγονότα, κυνηγητά, φόνους και θανάτους αφήνοντας στο τέλος ένα τοπίο νεκρό.

Δε συμφωνώ με την κρίση του Jean Echenoz, στο επίμετρο που παρατίθεται στο τέλος ότι «αυτό το βιβλίο είναι τόσο μαύρο, διότι δεν αφήνει σχεδόν καμία θέση σ’ έναν πολιτικό λόγο, αν και το έργο του Μανσέτ ενσωματώνει στενά τον πολιτικό λόγο στην οργάνωση της μυθοπλασίας». Είναι όντως μαύρο, αλλά υπάρχουν διάσπαρτες και πολύ διακριτικές πινελιές που δείχνουν μια κοινωνική ματιά (π.χ. για τον τοπικό Τύπο «το ένα φύλλο υπερασπιζόταν μια και το άλλο πάλι μια καπιταλιστική ιδεολογία της αριστεράς» ή «Μπορούμε να τους σκοτώνουμε. Τους χοντρομαλάκες μπορούμε να τους σκοτώνουμε. Εξάλλου χρειαζόμουν χρήματα αλλά δεν είχα όρεξη να δουλέψω»). Οι πινελιές αυτές είναι γρήγορες και διακριτικές, χωρίς αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά αρκετά χαρακτηριστικές ώστε να δίνουν μια οπτική γωνία, μια κοινωνική ερμηνεία.

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007