χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Μιχαλοπούλου Αμάντα, Όσες φορές αντέξεις

 

Βιβλίο βασικά «εσωτερικό», εφόσον πρόκειται για την περιήγηση- περιπλάνηση (εξωτερική και εσωτερική) μιας γυναίκας «ώριμης», (σαραντάρας) αλλά που «με τα μέτρα της ενηλικίωσης των άλλων δεν είχε περάσει τα είκοσι». Μοναχική, εκκεντρική, με διάφορες εμμονές (π.χ. μαζεύει τα γράμματα των αναγνωστών στις εφημερίδες και τα ταξινομεί). Γνωρίζει λοιπόν σ’ ένα μπαρ τον Τσέχο Ίβο κι αρχίζει ένας σφοδρός έρωτας (που τον αποδίδει με μεγάλη μαεστρία, όχι περιγραφικά, αλλά «επαγωγικά»). Το εμπόδιο της γλώσσας (γερμανικές φράσεις διανθισμένες με τσέχικες λέξεις) στην αρχή φαίνεται να εξυπηρετεί ηθογραφικούς στόχους, αλλά στη συνέχεια αποδεικνύεται ένα γοητευτικό παιχνίδι: γίνεται ένας ολόκληρος κόσμος, ένας σπάνιος κώδικας, προσωπικός, ποιητικός, ουσιαστικός κι ολοκληρωμένος. (σελ. 77: Ένα φιλοσοφικό νηπιαγωγείο, να τι ήμασταν).

(σελ. 60):

-         Πού θέλεις να πάμε;

-         Παντού.

Η απάντηση του με αναστάτωσε τόσο, ώστε αγκάλιασα τον ορίζοντα με το βλέμμα, για να εντοπίσω αυτό το «παντού». Επειδή δεν ξέραμε τις αποχρώσεις της γερμανικής γλώσσας, χρησιμοποιούσαμε ολοστρόγγυλες λέξεις – πάντα, τίποτα, ναι- και μ’ αυτές κατασκευάζαμε ένα νέο κόσμο όπου όλα ήταν αναπάντεχα και δεσμευτικά.

               (σελ. 37):

 Εκείνη τη στιγμή, αν μου έβαζαν στο χέρι ένα σκαλιστήρι, θα μπορούσα να σκαλίσω τ’ αυλάκια ενός οποιουδήποτε στόχου. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται διαύγεια, κι αν το εκμεταλλευτείς κατάλληλα ίσως ευτυχήσεις. Ό,τι δε σου αρέσει το καις, ό,τι ονειρεύεσαι το έχεις. 

Αυτός ο μικρόκοσμος έσβησε όταν ο Ίβο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. («Τόσα μισοαρχινισμένα μαθήματα γραμματικής είχαν θρυμματίσει τη σύνταξη όχι μόνο της φράσης, αλλά και του κόσμου»). Έτσι, η «μούι μπρόουτσκου» ξεκινά ένα ταξίδι περιπλάνησης-  αναζήτησης στην Πράγα (οικογένεια του Ίβο), Μόναχο, (όπου φιλοξενείται από την φράου Έρικα), Γενεύη και Μαδέρα, στα ίχνη του αγαπημένου της, ο οποίος, όπως στο τέλος αποκαλύπτεται, είναι μπλεγμένος σ΄ένα οικογενειακό μυστήριο.

Η πλοκή σε κάποια σημεία είναι παρατραβηγμένη, εξεζητημένη, αλλά σώζεται από το κάπως  ποιητικό, ανάλαφρα γλυκόπικρο ύφος. Όπου αναζητιέται ο παράδοξος ρόλος των αντικειμένων, οι σχέσεις των συμπτώσεων, το νόημα των αιφνιδιασμών, αλλά όλα αυτά μ’ ένα ποιητικό περίβλημα.

Η πρωταγωνίστρια, μετά απ’ την ατέλειωτη σωματική και ψυχική περιπλάνηση, βρίσκει επιτέλους τον Ίβο, βουτηγμένο μέσα σε μια τραγική παραδοξότητα [κουφή πλοκή: έχει ανακαλύψει ότι είναι αδελφός μιας συγγραφέως (Γκρέτε Σάμσα) για την οποία ισχυρίζονται οι κριτικοί ότι είναι …μετενσάρκωση του Κάφκα κι έχει δημιουργήσει σάλο, αλλά όταν πάει να τη συναντήσει, τη χτυπά με το αυτοκίνητο κι αυτή περιέρχεται στην κατάσταση …φυτού για πολύ καιρό, τελικά επιβιώνει]. Απλώς τον αγγίζει (από πίσω) και:

Άρχισα να πισωπατώ πανικόβλητη, ξενυχιάζοντας μερικούς θεατές, εισπράττοντας αγκωνιές και βρισιές. Ξέφυγα απ’ το πλήθος κι ακούμπησα λαχανιάζοντας στον κορμό ενός δένδρου. Γιατί ήρθα μέχρι εδώ για να τον βρω, αφού έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να τον χάσω; Στάθηκα στην άκρη του γκρεμού κι ύστερα καταντροπιασμένη απ’ την ίδια μου τη δειλία, αποφάσισα να μην πηδήξω.

       Και…

Αφού δε μπορούσα να πολεμήσω τη ματαιότητα, της έκανα μικρές υποκλίσεις…      

Το βιβλίο δεν τελειώνει με την τελευταία φράση της συγγραφέως: «Τώρα μπορώ να επιστρέψω πια σ’ ένα οποιοδήποτε σπίτι».  Ακολουθεί ένα επίμετρο (πλαστό),- κριτική απέναντι στο βιβλίο που προηγήθηκε, που υποτίθεται ότι το έγραψε η …αληθινή Γκρέτε Σάμσα. Δε νομίζω ότι πρόσθεσε τίποτα αυτή η προσθήκη, δε θυμάμαι τίποτα ενδιαφέρον, νομίζω ήταν περιττό.
 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τετάρτη, 28. Μαρτίου 2007 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007