|
|
Πατρίκ Μοντιανό, Στο café της χαμένης νιότης Θα ήθελα να ξαναβρώ τον κατάλογο των δρόμων που δεν είναι μόνο ουδέτερες ζώνες, αλλά και μαύρες τρύπες στο Παρίσι.
Ένα μικρό βιβλίο-κόσμημα, (όπως και το άλλο βιβλίο του Μοντιανό, «Η μικρή Μπιζού»), που σε μεταφέρει στην ατμόσφαιρα μποέμ του Παρισιού της δεκαετίας του ’60. O βασικός αφηγητής (Ρολάν) είναι φοιτητής Μεταλλειολογίας (ο μοναδικός «ενταγμένος»), και πρόσωπα οι τακτικοί αλλά και τυχαίοι θαμώνες του café, όλοι ανένταχτοι ή περιθωριακοί. Δε διαγράφονται χαρακτήρες, γίνονται σποραδικές αναφορές σε τύπους και περιστατικά με άξονα την επιλεκτική μνήμη του Ρολάν, ο οποίος αναθυμάται μετά από χρόνια την καθοριστική αυτή φάση της ζωής του. Στο Conde ποτέ δεν ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον για το από πού κρατούσε η σκούφια μας. Ήμαστε πολύ νέοι , δεν είχαμε παρελθόν ν’ αποκαλύψουμε, ζούσαμε στο παρόν. Παρόλ’ αυτά, η μνήμη εστιάζει περισσότερο σε μια μυστηριώδη κοπέλα που εμφανίζεται στο περιθωριακό στέκι του τίτλου, το Café Conde, στην περιοχή του Odeon. Μια κοπέλα κλειστή και σιωπηλή, που οι θαμώνες την βαφτίζουνε Λουκί, είχε βρεί καταφύγιο εδώ, σαν να’ θελε να γλιτώσει από κάτι, να ξεφύγει από έναν κίνδυνο. Ο σκελετός της αφήγησης είναι γύρω από τη ζωή, τον ακατανόητο γάμο, τη σχέση με τον Ρολάν και το θάνατο αυτής της περίεργης κοπέλας, ενώ ουσιαστικά το βιβλίο αποτελεί μια περιπλάνηση, περιγράφει έναν τρόπο να κινείται κανείς χωρίς στόχους, έξω από χρόνο και γεγονότα. (σελ. 107): θυμήθηκα το κείμενο που προσπαθούσα να γράψω όταν γνώρισα τη Λουκί. Το΄χα τιτλοφορήσει «Οι ουδέτερες ζώνες». Στο Παρίσι υπήρχαν μεταβατικές ζώνες, no man’s lands, όπου ήσουν στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα, περαστικός. Εκεί απολάμβανες κάποια ασυλία. Θα μπορούσα να τις ονομάσω «ελεύθερες ζώνες», αλλά το «ουδέτερες ζώνες» ήταν πιο σωστό. (σελ. 47): Σ΄αυτή τη ζωή που καμιά φορά μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε, δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες.
Αλλά και η σχέση με τα πρόσωπα γίνεται εξίσου τυχαία, ανολοκλήρωτη και περαστική.
Όταν αγαπάς κάποιον, δέχεσαι και το μυστήριό του… γι αυτό τον αγαπάμε, άλλωστε…
Άραγε, είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι για τους κομπάρσους που δεν τους έχουμε επιλέξει και τους συναντάμε στο ξεκίνημα της ζωής μας;
Μαθαίνουμε περισσότερα για την Λουκί- Ζακλίν όταν αφηγείται η ίδια, σε λίγο πιο μεστό και συγκροτημένο ύφος. Ένας μονόλογος αναζήτησης μέσα στη μνήμη, αναμνήσεων συγκεχυμένων και αγαπημένων. Σιωπές. Ύφος νοσταλγικό με μια δόση χιούμορ (θα τολμούσα να πω, «ύφος γαλλικό»), που αφήνει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα.. Και η αιώνια, άσκοπη περιπλάνηση καθώς ο αφηγητής αναζητά την ταυτότητά του. Ενδεικτικό κάποιας φιλοσοφικής προδιάθεσης ότι ο αφηγητής κάνει συχνές αναφορές στο μοτίβο της «αιωνίας επιστροφής», εμπνεόμενος από το βιβλίο του Νίτσε «Φιλοσοφία της Αιωνίας Επιστροφής».
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 04. Σεπτεμβρίου 2008 |
|