χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Νορβηγικό δάσος, Χαρούκι Μουρακάμι

 

Ένα βιβλίο με θέμα τον έρωτα ως δρόμο προς την αυτογνωσία, και μάλιστα έναν έρωτα αδιέξοδο, ανικανοποίητο, κι εν πολλοίς μονόπλευρο. Ίσως αυτό να’ ναι και το μοναδικό πρόβλημα σ’ αυτό το ποιητικό και «σιωπηλό» βιβλίο, γεμάτο από τη σιωπηλή και μονόδρομη ουσιαστικά απαντοχή του πρωταγωνιστή Τόρου Βατανάμπε απέναντι στη Ναόκο, την κοπέλα που αγαπά με πάθος, αλλά στην ουσία δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει ποτέ τη συνάντηση μαζί της, εφόσον εκείνη είναι μπερδεμένη, πληγωμένη και, απ’ ότι φαίνεται, ψυχικά –και σωματικά;-«ευνουχισμένη».

Βρισκόμαστε φυσικά στην Ιαπωνία κι αφηγείται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ή μάλλον , προσπαθεί, χρόνια μετά απ’ τα γεγονότα που τον σημάδεψαν, να γράψει για τη Ναόκο. Από τις πρώτες σελίδες, ήδη, μας λέει ότι δοκίμασε πολλές φορές να γράψει, αλλά δεν τα κατάφερε.

Ήξερα ότι αν έγραφα μία, την πρώτη γραμμή, τα υπόλοιπα θα ξεχύνονταν στο χαρτί από μόνα τους. Όλα ήταν τόσο ξεκάθαρα, τόσο έντονα που δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω- όπως συμβαίνει με τους χάρτες: όταν δείχνουν πάρα πολλά πράγματα, μερικές φορές είναι άχρηστοι.

Αφορμή της αναμόχλευσης των αναμνήσεων είναι το αγαπημένο τραγούδι των Beatles, “Norwegian Wood”, που τον οδηγεί σε μια πρωταρχική εικόνα από τη Ναόκο: σ’ έναν αθώο περίπατο τού ζητάει «να μην την ξεχάσει ποτέ» (τι εγωιστική αφέλεια!!). Ο Τόρου, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι δεν είναι εξίσου αφελής (κι ευτυχώς ούτε κι ο συγγραφέας!), και  τελειώνει αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο με μια συγκλονιστική φράση συνειδητότητας και ωριμότητας:

Όσο ξεθωριάζει η θύμηση της Ναόκο μέσα μου, τόσο βαθύτερα την καταλαβαίνω. Ξέρω πια γιατί μου ζήτησε να μην την ξεχάσω. Η Ναόκο ήξερε. Και βέβαια ήξερε. Ήξερε ότι οι αναμνήσεις μου θα θάμπωναν, θα έσβηναν. Γι’ αυτό και με παρακάλεσε να μην την ξεχάσω. Να θυμάμαι ότι έζησε.

Στη σκέψη αυτή μια αφάνταστη, σχεδόν ανυπόφορη θλίψη με κυριεύει. Επειδή η Ναόκο δεν μ’ αγάπησε ποτέ.

Έτσι λοιπόν, έχοντας αυτή την πικρή επίγνωση ξεκινά να ξεδιπλώνει ο αφηγητής τις αναμνήσεις του εμβαθύνοντας, σε  μια αγάπη που τον υπερβαίνει αλλά είναι αδιέξοδη. Αρχικά τους φέρνει κοντά η αυτοκτονία του κοινού τους φίλου Κιζούκι, παιδικού φίλου κι εραστή της Ναόκο. Η μυστήρια σχέση που έδενε τους τρεις ήταν μοναδική κι αναντικατάστατη, μια ισορροπία που φαίνεται ότι διατηρούνταν με κεντρικό πρόσωπο τον Κιζούκι (είχε ένα σπάνιο ταλέντο: ήξερε να βρίσκει ενδιαφέροντα στοιχεία στα γενικά αδιάφορα σχόλια οποιουδήποτε συνομιλητή κι έτσι συζητώντας μαζί του είχες πάντα την αίσθηση πως ήσουν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος που ζούσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή).

Η οδυνηρή απουσία του Κιζούκι φέρνει άλλες ισορροπίες. Οι δυο ήρωες είναι σιωπηλοί κι αισθησιακοί, κι η πιο στενή τους προσέγγιση είναι μια βραδιά που η Ναόκο «μιλά ακατάπαυστα» αλλά «υπήρχε κάτι αφύσικο στις ιστορίες της» κι αυτό ήταν η προσπάθεια ν’ αποφύγει κάποια θέματα.  Η ερωτική συνεύρεση που ακολουθεί είναι η μοναδική τους, αλλά και μοναδικής ψυχικής έντασης, και μοναδικός επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Μουρακάμι αποδίδει τη μοναδική αυτή στιγμή.

Η ένταση αυτή διώχνει την Ναόκο μακριά κι οι δυο πρωταγωνιστές χάνονται. Ο Τάρου είναι ανοιχτός, έχει την ιδιοσυγκρασία του ποιητή και εμπλέκεται σε διάφορες σχέσεις από τις οποίες ξεχωρίζει η Μιντόρι, μια γυναίκα αντιδιαμετρικά αντίθετη από τη Ναόκο, γήινη, συναισθηματική, (λίγο σπαστική στις απαιτήσεις της) κι ερωτική! Ο Τάρου περιγράφει, γραμμικά στο χρόνο αλλά ουσιαστικά και με βάθος, τις εσωτερικές συγκρούσεις μέσα από τα γεγονότα.

Η Ναόκο ξαναβρίσκεται χρόνια αργότερα σε νοσηλευτικό ίδρυμα όπου συνδέεται ψυχικά με τον τέταρτο χαρακτήρα που διαγράφεται αρκετά γλαφυρά στο βιβλίο, τη Ρέικο. Ο Τάρου αποκτά ουσιαστική σχέση και με τη Ρέικο, ενώ η Μιντόρι εξαφανίζεται για να τον προσελκύσει και πάλι. Βλέπουμε δηλαδή μια συναισθηματική αστάθεια, ή μάλλον «πολλαπλότητα» που γοητεύει, εφόσον είναι …πειστική. Η συναισθηματική του σύγχυση κορυφώνεται όταν μαθαίνει ότι αυτοκτόνησε και η Ναόκο, γεγονός όμως που φαίνεται ότι τον ωριμάζει, κι από κει και πέρα αρχίζει να επεμβαίνει πιο δυναμικά στην ίδια του τη ζωή.

Σελ. 472:

Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι, μια πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου, κομμάτι του εαυτού μου: ο θάνατος υπάρχει, όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της.
      Ζώντας καθένας τη ζωή του, τρέφουμε τον θάνατο. Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι παρά μία μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε. Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα: δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη. Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη. Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’ αυτή. Μα ό, τι κι αν μάθουμε, δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα.

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 20. Δεκεμβρίου 2007

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007