|
|
Νεμιρόβσκι Ιρέν, Γαλλική σουίτα
Ευνοϊκά σε προδιαθέτει η «ιστορία» του μυθιστορήματος αυτού, εφόσον πρόκειται για ένα έργο φιλόδοξο που η ουκρανοεβραία συγγραφέας του το είχε γράψει με μικροσκοπικά γράμματα την εποχή του β’ παγκοσμίου πολέμου σε κακής ποιότητας χαρτί, δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί και να το ολοκληρώσει γιατί συνελήφθη και εκτελέστηκε, αλλά το χειρόγραφο σώθηκε από τις εγγονές της σαν από θαύμα και εκδόθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ημερολόγιο που κράταγε η συγγραφέας σχετικό με το βιβλίο, γιατί φαίνεται αφενός πώς δουλεύουν κάποιοι συγγραφείς, αφετέρου παίρνεις μια ιδέα για το περιεχόμενό του εφόσον είναι ημιτελές. Προοριζόταν να έχει τέσσερα μέρη, εκ των οποίων γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν εντέλει τα δυο. Είναι ωστόσο ευδιάκριτα και αρκετά αυτόνομα μεταξύ τους, επομένως ο αναγνώστης δε μένει με κενά ή απορίες, δεν έχει καν την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα έργο που δεν το επεξεργάστηκε η συγγραφέας. Ακόμα και οι αβλεψίες, που τις επισημαίνει ο επιμελητής, είναι ασήμαντες. Κατά τη γνώμη μου, το πρώτο μέρος έχει πιο ενδιαφέρον θέμα (η «έξοδος» των κατοίκων του Παρισιού ενόψει της γερμανικής εισβολής), αλλά το δεύτερο είναι πιο καλογραμμένο. Το πρώτο μέρος, λοιπόν, είναι σπονδυλωτό, μια «αλληλουχία από πίνακες με θέμα την κατάρρευση του μετώπου», όπως γράφει η Ανισσίμοφ στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή της, Καθώς εναλλάσσονται τα κεφάλαια, εναλλάσσονται και οι ήρωες, χαρακτηριστικοί τύποι ανθρώπων των οποίων παρακολουθούμε τις αντιδράσεις απέναντι στην ήττα, απειλή, τον εκπατρισμό, την απώλεια της περιουσίας, την αντίσταση κλπ. Οι προθέσεις τής συγγραφέως είναι ξεκάθαρες και –κατά τη γνώμη μου- λίγο σχηματικές: ν’ αποδώσει τη μικροψυχία και την αδυναμία κάποιων –των περισσότερων-ανθρώπων, σε ακραία αντίθεση με το μεγαλείο και τον ιδεαλισμό κάποιων άλλων. Έτσι, βλέπουμε τον ιδεαλιστή παπά (αβά), τον δεκαεπτάχρονο ήρωα που θέλει να θυσιαστεί για την πατρίδα, αλλά και τους «αλήτες» του αναμορφωτηρίου που εντέλει θαμπώνονται από τα πλούτη και σκοτώνουν ομαδικά τον παπά, τον πλούσιο που κλαίει τα πλούτη του, τον δειλό, τον δωσίλογο, κλπ. κλπ. Το ύφος καθαρά νατουραλιστικό, οι χαρακτήρες τυποποιημένοι και άκαμπτοι, προβλέψιμοι όπως συμβαίνει συνήθως στα νατουραλιστικά έργα ( βλ. αλήτες). Ενώ οι καταστάσεις και οι εικόνες της «εξόδου» αυτής των Παριζιάνων είναι συγκλονιστικές από μόνες τους, το μέρος αυτό με κούρασε, το βαρέθηκα: (σελ. 70, δείγμα σχηματοποιημένου, ισοπεδωτικού νατουραλισμού): Έβρισκε φρικαλέα τη φαινομενική υπακοή τους. Παρά τη βάπτιση, παρά τη θεία μετάληψη και τη μετάνοια, καμιά αχτίδα σωτηρίας δεν έφτανε ως τις καρδιές τους. Παιδιά του ερέβους, δεν είχαν καν τη δύναμη ν’ ανυψωθούν ως την επιθυμία για φως· δεν το διαισθάνονταν, δεν το εύχονταν, δεν τους έλειπε. (…) Ήξερε ότι μέσα στις νεαρές εκείνες ψυχές το κακό είχε ήδη γερές ρίζες, κλπ. Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν σε κάποια σημεία δείγματα γραφής γεμάτης ευαισθησίας και παρατηρητικότητας, (που συναντάμε περισσότερο στο β’ μέρος του βιβλίου), όπως η σκηνή όπου ετοιμάζεται η οικογένεια Περικάν για το «φευγιό», σελ.81: «Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, έλεγε η κυρία Περικάν. Αλλά τη μια διαπίστωναν πως είχαν ξεχάσει το κουτί με τις δαντέλες, την άλλη τη σανίδα για το σιδέρωμα. Έτρεμαν από το φόβο, ήθελαν να φύγουν, όμως η ρουτίνα ήταν ισχυρότερη από τον τρόμο, επέμεναν να τηρήσουν την τελετουργία που τηρούσαν όταν ετοιμάζονταν να φύγουν για διακοπές στην εξοχή. Δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Θα έλεγε κανείς πως ενεργούσαν σε δυο χρόνους, μισοί στο παρόν και μισοί βυθισμένοι στο παρελθόν, λες και τα γεγονότα είχαν διεισδύσει μόνο σ’ ένα μικρό κομμάτι της συνείδησής τους, το πιο επιφανειακό, αφήνοντας τα βαθύτερη περιοχή της να κοιμάται μακαρίως. Ή, στη σελ. 294: «Τι θέλεις να καταλάβεις; Δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις», είπε εκείνος. «υπάρχουν νόμοι που διέπουν τον κόσμο και που δεν είναι φτιαγμένοι ούτε υπέρ μας ούτε εναντίον μας. Όταν ξεσπά μια καταιγίδα δεν τα βάζεις με κανέναν, ξέρεις ότι ο κεραυνός είναι προϊόν δυο αντίθετων ηλεκτρισμών, τα σύννεφα δε σε γνωρίζουν προσωπικά. Δεν μπορείς να τα κατηγορήσεις για τίποτα. Θα ήταν άλλωστε γελοίο, αφού δε θα σε καταλάβαιναν». Νομίζω, λοιπόν, ότι με πολλή διεισδυτικότητα και ευαισθησία παραθέτει βιώματα που μάλλον έζησε και η ίδια, ενώ είναι απελπιστικά αδύναμα, ως εκτός τόπου και χρόνου, περιστατικά που δεν έζησε η ίδια, όπως ο φόνος του παπά ή η ντροπή του 15χρονου ήρωα.
Το δεύτερο μέρος κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ καλύτερο, όχι γιατί υπήρχε το αισθηματικό suspense (η σχέση της πρωταγωνίστριας με τον Γερμανό που επέταξε το σπίτι), αλλά γιατί το γράψιμο της Νεμιρόβσκι εδώ είναι πολύ πιο διεισδυτικό, και πρoσεγγίζει πιο «διαλεκτικά» τις καταστάσεις, όχι τόσο απόλυτα. Δε διστάζει να περιγράψει αντιφατικές ψυχικές καταστάσεις και ψυχικές συγκρούσεις, φτάνοντας σ’ έναν ανθρωπισμό μέσα απ’ το συναίσθμα, όταν οι Γερμανοί κατακτητές αποκτούν υπόσταση, προσωπικότητα και ανθρώπινες σχέσεις με τους ήρωες (σε διάφορες αποχρώσεις φυσικά). Και πάλι όμως, δεν τυποποιεί αυτό το σχήμα, οι σχέσεις ανατρέπονται και ξανά όταν σκοτώνει ένας συντοπίτης Γάλλος έναν Γερμανό στρατιώτη. Τότε οι εξατομικευμένες σχέσεις πάλι αποπροσωποποιούνται, για να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για κατάσταση κατοχής. Δείγματα γραφής: (σελ. 348): …ένας στρατιώτης του εχθρού δεν έμοιαζε ποτέ μόνος- ένα ανθρώπινο ον απέναντι σ’ ένα άλλο, ήταν σαν να έσερνε μαζί του έναν αμέτρητο λαό φαντασμάτων που συνωθούνταν, τα φαντάσματα των απόντων και των νεκρών. Δεν απευθυνόσουν σ’ έναν άνθρωπο, αλλά σ’ ένα αόρατο πλήθος· γι’ αυτό και τα λόγια που πρόφερες δεν ήταν ποτέ απλές λέξεις, ούτε ακούγονταν απλά. Είχες διαρκώς την παράξενη αίσθηση ότι ήσουν ένα στόμα που μιλούσε για λογαριασμό τόσων άλλων, βουβών. (σελ. 368): Ήταν σκληρός, αλλά με την σκληρότητα της εφηβείας, αυτή που πηγάζει από μια πολύ ζωηρή φαντασία στραμμένη αποκλειστικά στον εαυτό σου, στη δική σου μόνο ψυχή· έτσι που να μη λυπάσαι τους άλλους, να μη βλέπεις τα βάσανά τους· να βλέπεις μόνο τον εαυτό σου. (σελ. 501): Το μισώ αυτό το συλλογικό πνεύμα για το οποίο μας τρώνε τ’ αυτιά. Γερμανοί, Γάλλοι, γκολικοί, όλοι συμφωνούν σ’ ένα σημείο: πρέπει να ζούμε, να σκεφτόμαστε, να αγαπάμε μαζί με τους άλλους, με αναφορά ένα Κράτος, μια πατρίδα, ένα Κόμμα. Ω Θεέ μου! Εγώ δε θέλω! Είμαι μια φτωχή, άχρηστη γυναίκα· δεν ξέρω τίποτα, θέλω όμως να είμαι ελεύθερη. (σελ. 444): Ο στρατιώτης μένει παιδί σε κάποιες πλευρές του, και σε κάποιες άλλες είναι γέρος, πολύ γέρος… Δεν έχει ηλικία πια. (σελ.558): Τελικά, υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσα στον νέο άντρα που βλέπω εδώ και στον αυριανό πολεμιστή. Όλοι ξέρουμε πόσο σύνθετο είναι το ανθρώπινο ον, πόσο πολύπλοκο, διχασμένο, με εκπλήξεις, χρειάζεται όμως να ζήσουμε εποχές πολέμου ή μεγάλων ανακατατάξεων για να το δούμε. Και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό και το πιο τρομακτικό θέαμα. Το πιο τρομακτικό, γιατί είναι αληθινό. Δεν μπορείς να καυχιέσαι ότι ξέρεις τη θάλασσα αν δεν την έχεις ζήσει όχι μόνο ήρεμη αλλά και τρικυμισμένη. Νομίζω ότι η Νεμιρόβσκι κατάφερε να δείξει αυτή την ανθρώπινη πολυπλοκότητα που ξεδιπλώνεται πιο ξεκάθαρα σε εποχή πολέμου, μέσα από την πλοκή και τις διάφορες καταστάσεις. Για την εποχή της οι απόψεις της αλλά κι αυτή η απόσταση από τ’ ανθρώπινα πάθη, η αποδοχή του διαφορετικού, νομίζω ότι την τοποθετούν στους προοδευτικούς συγγραφείς, κι ας είναι κάπως «κλασικός» ο τρόπος γραφής. Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τρίτη, 12. Ιουνίου 2007 |
|