|
|
Παμούκ Ορχάν, Με λένε κόκκινο
Ένα σημείο, ένα σημείο Μέσα απ’ τον κόσμο μιας ξεχασμένης σήμερα τέχνης, της μικρογραφίας, ξεδιπλώνεται μια ιστορία φόνων και μυστηρίου, αλλά κυρίως αναδεικνύεται ολόκληρη η φιλοσοφία της ανατολής και η σύγκρουσή της με την αντίστοιχη δυτική νοοτροπία. Ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου: «Είμαι νεκρός». Αφηγείται, ως νεκρός, το πρώτο θύμα. Σε κάθε όμως κεφάλαιο αφηγητής είναι κάποιο άλλο πρόσωπο, και όχι … μόνο. Σε πρώτο ενικό μιλούν και οι ζωγραφιές, ακόμα και τα …χρώματα. Το κόκκινο χρώμα είναι και ο πρωταγωνιστής που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο. Αυτή η πρωτότυπη δομή ωστόσο δεν φαίνεται εξεζητημένη ούτε κουράζει, όπως θα περίμενε κανείς, εφόσον παρουσιάζονται πολλές …οπτικές γωνίες και έτσι σκιαγραφείται ανάγλυφα η πολυπλοκότητα της αντιπαράθεσης ανατολής- δύσης. Βρισκόμαστε σ΄ένα εργαστήρι εκλεκτών μικρογράφων, στην Κ/λη του τέλους του 17ου αι., στην υπηρεσία του «Πατισάχ». Εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που ζωγραφίζουν οι Φράγκοι ομότεχνοι, ο Πατισάχ παραγγέλνει κρυφά ένα βιβλίο φτιαγμένο με τη δυτική τεχνοτροπία, όμως έρχεται σε σύγκρουση με το παραδοσιακό ανατολικό μυστικισμό. Σκληροί φόνοι ταράζουν το μικρόκοσμο των καλλιτεχνών, των οποίων τα κίνητρα δείχνουν αρκετά νωρίς να είναι καλλιτεχνικής/πνευματικής φύσης και των οποίων ο δράστης φαίνεται να προέρχεται από την ίδια τους την ομάδα (που είναι κλειστή, με αυστηρούς κανόνες, σκληρή μαθητεία και ιεραρχία). Ο Ορχάν Παμούκ, μέσα από την ελκυστική και πρωτότυπη αυτή πλοκή, βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί εκτεταμένα και γλαφυρά στην πλούσια μουσουλμανική παράδοση αλλά και σ’ έναν κόσμο πνευματικό, ιερό και απαράβατο που χάνεται και εκχωρεί σιγά σιγά τη θέση του σ’ έναν κόσμο πιο εξατομικευμένο αλλά και πιο αγοραίο. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την «πάλη» του παραδοσιακού με το πιο σύγχρονο σε μια χώρα παρεξηγημένη- αν μη τι άλλο – από εμάς τους Έλληνες, αλλά και σε μια εποχή πολύ μακρινή απ’ τη δική μας. Προσωπικά, δεν είχα φανταστεί πόσο νοηματοδοτημένη ήταν η «απρόσωπη» ζωγραφική των μικρογραφιών της ανατολικής τέχνης σε σύγκριση με τα επώνυμα μεγαλειώδη έργα των δυτικών ζωγράφων. Το βιβλίο αυτό μου άνοιξε τα μάτια και μ’ έκανε να παραλληλίσω το πνεύμα της τέχνης αυτής με το πνεύμα της βυζαντινής μονοφωνικής μουσικής σε σχέση με τη δυτική πολυφωνία. Κοινός τόπος είναι ότι η ανατολική τέχνη (ζωγραφική ή μουσική) εκφράζει το «ιερό», το καθολικό, το πνευματικό, το μυστικό. Αυτό που διαστρεβλωτικά οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι θα ονόμαζαν θρησκευτικό ή «φονταμενταλιστικό». Η δύση πήρε από νωρίς το δρόμο της πολλαπλότητας και της εξατομίκευσης. Γι’ αυτό και ο ανατολίτης καλλιτέχνης μένει ανώνυμος, κι όσο πιο πιστά στους καθολικούς/φυσικούς νόμους ζωγραφίζει, τόσο πιο σπουδαίος είναι. (Η αναλογία με τον ψάλτη της βυζαντινής μουσικής είναι προφανής: το βυζαντινό μέλος είναι πρωταρχικά «πνοή»/πνεύμα που ακολουθεί τα «φυσικά» διαστήματα, τους φυσικούς νόμους, είναι μουσική μονοφωνική γιατί δίνει βαρύτητα στα ποιοτικά σημάδια των μουσικών φθόγγων που έχουν μια αυτοτέλεια- κάθε εξατομικευμένη παρέκκλιση ακούγεται σαν «παραφωνία») Έτσι λοιπόν, οι ήρωές μας μικρογράφοι καταπλήσσονται όταν αντικρίζουν τις ζωγραφιές των «απίστων»: (σελ. 49): Ποια ήταν η ιστορία άραγε που ήθελε να συμπληρώσει, να την κάνει ομορφότερη, όταν έδωσε την παραγγελία γι’ αυτόν τον πίνακα; Όσο τον κοίταζα, τόσο καταλάβαινα ότι η ιστορία πίσω από τον πίνακα ήταν ο ίδιος ο πίνακας. Η ζωγραφιά δεν ήταν προέκταση μιας ιστορίας, ήταν κάτι αυτόνομο. Με τον τρόπο που ο Ιταλός είχε ζωγραφίσει αυτόν τον πίνακα, οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει ότι το πορτρέτο παρίστανε έναν Βενετσιάνο αριστοκράτη και ποιος ήταν αυτός. Και ποτέ να μην τον είχες δει στη ζωή σου, αν σου λέγανε, βρες τον ανάμεσα στο πλήθος, θα τον έβρισκες. Θα τον ξετρύπωνες, χάρη στον πίνακα, ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους. Αυτή τη μοναδικότητα, τη ρεαλιστική απεικόνιση του 16ου αι. οι μικρογράφοι ανατολίτες την απαρνούνται συνειδητά, ψάχνοντας τις θεμελιώδεις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, αυτό που μένει αιώνιο, «αυτό που βλέπει ο θεός». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έτσι ζωγραφίζουν τα παιδιά, προσπαθώντας να βάλουν τάξη στον κόσμο τους, ή οι ζωγράφοι του 20ου αι. στην ευρωπαϊκή τέχνη. (σελ. 185): (…) του θύμισα ότι ο θάνατος στους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους των παλατιών στη Βενετία, εικονιζόταν σαν μοναδική προσωπικότητα, όπως ακριβώς αγωνίζονται να φαίνονται οι άπιστοι στα πορτρέτα τους. «Θέλουν τόσο πολύ να είναι μοναδικοί, είναι τόσο έντονη η επιθυμία τους γι’ αυτό», του είπα, « ώστε αν κοιτάξεις στα μάτια τον θάνατο, θα δεις ότι δεν είναι ο θάνατος που φοβίζει τον άνθρωπο, αλλά η αγριότητα που διακρίνεται στην επιθυμία του να είναι κάποιος ανεπανάληπτος και μοναδικός». (σελ. 272) Πίστεψέ με, σε κανέναν από τους Βενετσιάνους μαστόρους δεν υπάρχει η δική σου ποίηση, η ευαισθησία σου, η καθαρότητα και η φωτεινότητα των χρωμάτων σου. Οι πίνακές τους όμως είναι πιο πειστικοί, μοιάζουν με την ίδια τη ζωή. Οι Βενετσιάνοι δεν ζωγραφίζουν σα να βλέπουν τον κόσμο από το μπαλκόνι του μιναρέ αγνοώντας αυτό που λέμε προοπτική, ζωγραφίζουν σα να κοιτάνε από το επίπεδο του δρόμου ή από το δωμάτιο ενός πρίγκιπα. (…) Εγώ δε συμφωνώ σε όλα μαζί τους. Η προσπάθεια να μιμηθεί κανείς άμεσα τον κόσμο νομίζω ότι είναι, αναξιοπρέπεια. Υπάρχει όμως μια γοητεία στους πίνακες αυτών που ζωγραφίζουν με τις καινούριες τεχνοτροπίες! Ζωγραφίζουν όσα βλέπει το μάτι, με τον τρόπο που τα βλέπει το μάτι. Αυτοί ζωγραφίζουν αυτά που βλέπουν, εμείς αυτά που κοιτάζουμε. (…) Μια φορά να δεις τους πίνακες, θέλεις κι σύ να γίνεις έτσι, να πιστέψεις ότι είσαι πλάσμα ξεχωριστό και παράξενο, διαφορετικό, μοναδικό. Κι αυτή η ευκαιρία δίνεται στον άνθρωπο, όταν, ζωγραφίζοντας μ’ αυτές τις τεχνοτροπίες, δεν απεικονίζεται όπως τον βλέπει ο νους, αλλα όπως τον βλέπουν τα μάτια. (σελ. 269): Κάθε φορά που επιστρέφω στις ζωγραφιές σου, βλέπω ότι έχει αλλάξει το νόημά τους, και, πώς να το πω, αρχίζω να τις διαβάζω από την αρχή, σα να είναι γραφή. Όταν τα διαφορετικά αυτά νοηματικά επίπεδα στήνονται το ένα πίσω από το άλλο, σχηματίζεται ένα βάθος που οδηγεί πιο μακριά από την προοπτική των Φράγκων. Είναι πάμπολλες οι αναφορές σε συγκεκριμένες μικρογραφίες, πολύ παραστατικές οι περιγραφές, αλλά και πολλές και πολύ γλαφυρές οι εγκιβωτισμένες ιστορίες που εικονογραφεί η τέχνη αυτή, ιστορίες που αναδεικνύουν και τη δύναμη της αφήγησης. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πρόσωπα της πλοκής είναι ένας «παραμυθάς», ο οποίος κατείχε εξέχουσα κοινωνική θέση. Η ζωγραφική, επομένως, επενδύει, συμπληρώνει, επεξηγεί τους μύθους, αυτό το πολύτιμο συνεκτικό υλικό της συνείδησης. Οι ιστορίες ήταν πηγές γνώσης και κατανόησης του κόσμου. Ο Ορχάν Παμούκ ζωντανεύει τις ιστορίες αυτές (έρωτα, πάθους, φόνων, δίψας για εξουσία), και τις συνδέει άμεσα και αβίαστα με τις ζωγραφιές, ζωντανεύοντας έτσι μια ολόκληρη εποχή, έναν ολόκληρο πολιτισμό.
επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 26. Απριλίου 2008 |
|