|
|
Προυστ Μαρσέλ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
Η πρώτη αίσθηση αρχίζοντας αυτό το βιβλίο, είναι ότι μπαίνεις σ’ ένα διαφορετικό κόσμο, έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης, πρόσληψης της πραγματικότητας. Αν είσαι ανέτοιμος, δυσκολεύεσαι και σε κουράζει. Το γράψιμο σού επιβάλλει έναν συγκεκριμένο ρυθμό, ένα είδος αφοσίωσης και αυτοσυγκέντρωσης. Ο αφηγητής είναι ο κεντρικός ήρωας, η συνείδηση μέσω της οποίας πλάθονται τα «γεγονότα», ή μάλλον ο κόσμος. Γρήγορα καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία: πρόκειται για ένα υπερευαίσθητο, φιλάσθενο παιδί, μοναχικό, που υποφέρει εξαιρετικά όταν δεν τον καληνυχτίζει π.χ. η μητέρα του με το καθιερωμένο φιλί, που βρίσκεται σε απόσταση από τον ασταθή πατέρα, που τον συνοδεύουν στις βόλτες, δεν τον αφήνουν να πάει στο θέατρο μήπως και κουραστεί κ.λ.π. Υπάρχει ένας σκελετός, και μάλιστα αρκετά «γήινος», (ποτέ δηλαδή οι ιδέες δεν είναι ξεκομμένες, πάντα είναι σε σχέση με κάποιο περιστατικό, ή μάλλον με κάποια εικόνα) όπου , βέβαια, η μοναδικότητα του ύφους έγκειται στο ότι η «μάτια» του ήρωα, υπερευαίσθητη, διεισδυτική, συνθετική, μεταμορφώνει και δίνει ουσία στις πιο απίθανες λεπτομέρειες, στις πιο άσημες αποχρώσεις. Πρώτη φορά συνειδητοποίησα, μέσω του βιβλίου αυτού, ότι μπορεί να υπάρξει αντιστοιχία ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Όχι γιατί οι περιγραφές του Προυστ «ζωντανεύουν έναν πίνακα», είναι δηλαδή παραστατικές και ολοκληρωμένες (πράγμα που μπορεί και να ισχύει), αλλά γιατί σου δίνουν μια νέα προοπτική, φωτίζουν συγκεκριμένες σχέσεις, είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο μέσα από ένα συγκεκριμένο φίλτρο. Οι λεπτομέρειες όπου εστιάζει η αφήγηση είναι μερικές φορές απίστευτες, και, αν δεν ακολουθείς τον επιβαλλόμενο ρυθμό, αγγίζουν τα όρια της εκζήτησης- κοινώς το παρατραβάει. Αν, δηλαδή, διαβάζεις «διαγώνια», με στόχο να παρακολουθείς τη βασική «πλοκή», τότε το βιβλίο σου φαίνεται βαρύ και κουραστικό- αν όμως δεν αφήνεις κενά και παρακολουθείς όλους τους μαιάνδρους των λέξεων με την ίδια βαρύτητα, μένεις εκστατικός μπροστά στη σύνθεση των εννοιών, των εικόνων, των σχέσεων, νιώθεις να «γεμίζεις» από τη μεστότητα της ουσίας. Για να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου περί λογοτεχνίας- ζωγραφικής, το έργο μου έδωσε μια αίσθηση ιμπρεσσιονιστική: σημασία δεν έχει αυτή – καθαυτή η ιστορία- πλοκή, δεν δίνει καθόλου βάρος στη ρεαλιστική- αντικειμενική εξιστόρηση. Είναι φανερό, δηλαδή, ότι αυτού του είδους η θεώρηση δεν έχει καθόλου σημασία. Υπάρχει ένα περίγραμμα πραγματικότητας (δηλαδή δεν έχουμε φανταστικό ή ονειρικό πλαίσιο), αλλά σαφώς ιδωμένο μες από τις υπερευαίσθητες κεραίες του αφηγητή ή, σπάνια, του απρόσωπου συγγραφέα. Αυτός θυμάται, φωτίζει σχέσεις, μεταβαίνει απ’ το παρόν στο παρελθόν κι ανάποδα, εξαντλεί μια εικόνα, την ίδια, σ’ όλα τα χρονικά επίπεδα της μνήμης, καταδεικνύοντας την πολύπλευρη διάστασή της και τη σχετικότητά της. Διάβασα τους τρεις πρώτους τόμους του έργου, δηλαδή σχεδόν το μισό. Ομολογώ ότι, παρά τον ενθουσιασμό μου, ειδικά μέχρι και τον δεύτερο τόμο,στη συνέχεια με …κούρασε. Η ατμόσφαιρα εξαντλείται στο βαρύ μεγαλοαστικό κλίμα της οικογένειας του Προυστ, εμπλέκονται κάποια ιδεολογικά στοιχεία με τη βασιλεία και τη μοναρχία που βαριόμουνα να παρακολουθήσω, και, έχω την εντύπωση, ότι, όπως στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, το ύφος εφόσον ακοπουθέι στενά τη συνείδηση του αποκλίνοντος και νοσούντος ήρωα, γίνεται κι αυτό όλο και πιο σκοτεινό και νοσηρό.
Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 23. Μαρτίου 2007 |
|