|
|
Το Σαββατοκύριακο, Bernhard Schlink *
Η Ντόρλε ξέσπασε σε γέλια: «Fighting for peace is like fucking for virginity»
Τολμηρό κι αυτή τη φορά - όπως και στο «Διαβάζοντας στη Χάννα»- το θέμα του Μπέρναρντ Σλινκ, κι ως εκ τούτου συζητήσιμο το αποτέλεσμα: ο Γιοργκ, μέλος της ακροαριστερής και αντιεξουσιαστικής οργάνωσης RAF της Γερμανίας (γνωστής και ως Μπάαντερ Μάινχοφ), με τέσσερις φόνους κι άλλες εγκληματικές πράξεις στο ενεργητικό του, αποφυλακίζεται μετά από 20 χρόνια φυλάκισης, κι όταν πια όλοι οι σύντροφοι έχουν διασκορπιστεί. Η αδελφή του, Κριστιάνε, οργανώνει ένα Σαββατοκύριακο με τους παλιούς φίλους τους σε εξοχικό σπίτι, ώστε να ενταχτεί κάπως ομαλά ο Γιοργκ στη νέα ιστορική πραγματικότητα. Μέσα από τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία του καθένα βλέπουμε τις διαφορετικές οπτικές γωνίες ενός κοινωνικού φαινομένου που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία, της τρομοκρατίας. Φιλόδοξη η πρόθεση του συγγραφέα να «χωρέσει» όλες τις ιδεολογικές αντιθέσεις και τις κοινωνικές συνισταμένες σ’ ένα σαββατοκύριακο· να κάνει μια τομή στο κρίσιμο θέμα του αντάρτικου των πόλεων, του ένοπλου αγώνα, της βίας ως απάντηση στην κρατική βία· να κάνει μια κριτική εκ των έσω, δηλαδή μέσα από τους ίδιους τους δράστες υπό το πρίσμα του χρόνου, μέσα από τα διαμορφωμένα τους συναισθήματα, τις σχέσεις τους, τους συμβιβασμούς και τις εμμονές τους. Τέλος, να δείξει το «κόστος» που έχει αυτή η ιδεολογία στην ίδια τους τη ζωή. Και τα καταφέρνει, σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος έγκειται στο ότι η παραμικρή απόφαση του συγγραφέα στο πώς θα ζωγραφίσει τους ήρωές του μπορεί να εκληφθεί ως ιδεολογικό μήνυμα. Έτσι, όταν ο κεντρικός ήρωας Γιοργκ ζωγραφίζεται κάπως αδύναμος, δυσανάλογα αδύναμος προς το επαναστατικό του διαμέτρημα και πάντως απόλυτα εξαρτημένος από την Κριστιάνε, αναρωτιέσαι αν αυτό είναι σκόπιμο. Αυτή η αίσθηση της εξάρτησης γίνεται αισθητή από την αρχή ακόμα του βιβλίου, όταν «στήνεται» το σκηνικό, όταν δηλαδή η Κριστιάνε ανακοινώνει στον κατάπληκτο Γιοργκ ότι αποφάσισε να προσκαλέσει (ερήμην του) τους παλιούς φίλους, (τον τάδε, τάδε, τάδε κλπ), γιατί, όπως λέει και παρακάτω εδώ θα εξασκηθείς ένα Σαββατοκύριακο με τους φίλους μας και μετά, όταν πάμε στην πόλη, θα τα καταφέρεις (!). Η Κριστιάνε είναι αυταρχικός χαρακτήρας, οργανώνει το διήμερο, δίνει εντολές, παίρνει πρωτοβουλίες και «προστατεύει» σε κάθε στιγμή τον Γιοργκ σα να είναι μικρό παιδί κι ανώριμο. Η σχέση Κριστιάνε –Γιοργκ δείχνει εξαρχής προβληματική και παρόλο που στη συνέχεια αυτό εξηγείται, δεν παύει να ενοχλεί η κυριαρχική προσωπικότητα της Κριστιάνε. Ο θάνατος των γονιών τους όταν ο Γιοργκ ήταν πολύ μικρός έκανε την μεγαλύτερη αδελφή του να παίζει το ρόλο της μητέρας. Τα δυο αδέλφια είχαν ερωτική σχέση, και η αδυναμία της Κριστιάνε ήταν τέτοια που - πασχίζει να κρύψει αλλά στο τέλος το ομολογεί - η ίδια κατέδωσε τον αδελφό της για να μη …τον σκοτώσουν. Όσο αφορά τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην προσπάθεια «ανάνηψης» του Γιοργκ, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις διαφορετικές προσωπικότητες (ένας δημοσιογράφος, μία …πάστορας, ένας οδοντοτεχνίτης, δικηγόροι, μια δασκάλα κ.α.) είναι αναπόφευκτη. Ο Ούλριχ, π.χ., θέτει από την πρώτη στιγμή το ερώτημα που σκορπίζει την αμηχανία: «Πώς αισθάνθηκες όταν έκανες τον πρώτο σου φόνο;» (περιττό να πω ότι η Κριστιάνε έσπευσε να προστατεύσει τον αδελφό της). Ο Μάρκο πιστός στο όραμά του ότι ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί, πιέζει τον Γιοργκ να υπογράψει μια σχετική δήλωση που θα κοινοποιηθεί στα κανάλια. Μια δήλωση δηλαδή που θα γελοιοποιήσει τον πρόεδρο, γιατί πώς να δικαιολογήσει ότι απονέμει χάρη σ’ έναν τρομοκράτη, που πρώτη του δουλειά είναι να κηρύξει τον πόλεμο στο κράτος; Ο Γιοργκ όμως δείχνει χαμένος και κουρασμένος, αδιάφορος στα ερωτικά καλέσματα της κόρης τού Ούλριχ, αδύναμος ν’ αντιδράσει δυναμικά στις προκλήσεις (π.χ. στο περιφρονητικό σχόλιο ότι καταδέχτηκε να ζητήσει χάρη από το κράτος). Η αδυναμία του κορυφώνεται όταν δέχεται την επίθεση του γιου του, του Φερντινάντο, που εμφανίζεται αιφνιδιαστικά (κανένας δεν τον έχει δει μέχρι τότε, εφόσον μεγάλωσε με γιαγιά- παππού, η μητέρα του πέθανε όταν ήταν ενός). Η επίθεση του Φερντινάντο φανερώνει την άλλη πλευρά του νομίσματος: «δεν είσαι ούτε μια στάλα καλύτερος από τους ναζί- ούτε όταν δολοφονούσες ανθρώπους που δε σου’ χαν φταίξει σε τίποτα, ούτε κατόπιν, όταν δεν κατάλαβες τι είχες κάνει. Είχατε θυμώσει με τη γενιά των πατεράδων σας, με τη γενιά των δολοφόνων, αλλά γίνατε κι εσείς ακριβώς το ίδιο. Θα ‘πρεπε να ξέρεις τι σημαίνει να είσαι παιδί δολοφόνου, κι έγινες πατέρας δολοφόνος, ο δικός μου πατέρας δολοφόνος. Έτσι όπως φαίνεσαι και μιλάς, δε μετανιώνεις για τίποτε απ’ όσα έχεις κάνει. Το μόνο που σε στενοχωρεί είναι ότι η υπόθεση πήγε στραβά και ότι σ’ έπιασαν και πήγες φυλακή. Δε στενοχωριέσαι για τους άλλους, στενοχωριέσαι μόνο για τον εαυτό σου». Και στη συνέχεια: Όμως μη μου λες εμένα ότι πλήρωσες για όλα. Είκοσι τέσσερα χρόνια για τέσσερις φόνους; Μια ζωή αξίζει μόνο έξι χρόνια; Δεν πλήρωσες γι’ αυτά που έκανες, απλώς συγχώρεσες τον εαυτό σου. Κατά πάσα πιθανότητα πριν καν τα διαπράξεις. Όμως μόνο οι άλλοι μπορούν να συγχωρήσουν. Κι αυτοί δε συγχωρούν. Ο Γιοργκ παραμένει σιωπηλός μπροστά στην έκρηξη του γιου του (ο γιος που δικάζει τον πατέρα/ο γιος που δεν επιτρέπει στον εαυτό του τον πόνο και ο πατέρας που δεν επιτρέπει στον εαυτό του την αδυναμία). Όλα γίνονται για τον Γιοργκ και γύρω απ’ αυτόν, αλλά εκείνος παραμένει παραζαλισμένος και αδρανής. Μόνο στην αρχή αμύνεται αδύναμα στο ερώτημα του Ούλριχ (μην αρχίσεις να μου λες ότι η γυναίκα δεν είχε πόλεμο μ’ εμένα κι ότι εγώ δεν είχα πόλεμο μ’ εκείνη. Το ξέρεις καλά, όπως κι εγώ, ότι στον πόλεμο δεν πεθαίνουν μόνο οι στρατιώτες) αλλά προς το τέλος του Σαββατοκύριακου παίρνει δυναμικά το λόγο (παρόντος του Φερντινάντο) και ξεδιπλώνει την ιδεολογία του δικαιώνοντας τον μαχητικό Μάρκο και τις προσδοκίες του (ήμασταν υποχρεωμένοι ν’ αγωνιστούμε. Οι γονείς μας προσαρμόστηκαν κι απέφυγαν την αντίσταση από δειλία/απλώς δε μας επιτρεπόταν να μένουμε αδρανείς όταν στο Βιετνάμ έκαιγαν τα παιδιά με ναπάλμ, στην Αφρική πέθαιναν από την πείνα, στη Γερμανία τα τσάκιζαν μέσα στα άσυλα. Πώς το κράτος έδειχνε με όλο και μεγαλύτερο θράσος το απαίσιο προσωπείο της εξουσίας, της καταπίεσης των διαφωνούντων, των δυσπροσάρμοστων, των αχρηστεμένων). Πιο ξεκάθαρος εκφραστής της ακροαριστερής ιδεολογίας ο Μάρκο: «Σίγουρα νομίζεις ότι η ενδεκάτη Σεπτεμβρίου ήταν ένα τρελό μουσουλμανικό εγχείρημα. Κι όμως, χωρίς την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου δε θα είχε συμβεί τίποτα απ’ όλα τα καλά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια. (+++…) Ο κόσμος χρειάζεται πότε πότε ένα τράνταγμα για να έρθει στα συγκαλά του. Όπως και οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου μετά το πρώτο του έμφραγμα ζει επιτέλους τόσο λογικά όπως έπρεπε να είχε ζήσει πάντα. Άλλοι χρειάζονται γι’ αυτό δυο και τρία εμφράγματα». «Μερικοί πεθαίνουν κιόλας από έμφραγμα». «Όποιος πεθαίνει σήμερα από έμφραγμα ευθύνεται ο ίδιος. Καληνύχτα.»
Το βιβλίο δε δίνει απαντήσεις στα επίμαχα αυτά ζητήματα. Προσωπικά, πιστεύω ότι πρόθεση του συγγραφέα ήταν να «ζωγραφίσει», να περι-γράψει με την πρώτη σημασία της λέξης, το κοινωνικό φαινόμενο της «βίας στη βία των ισχυρών». Θέτει τα ερωτήματα με όλες τους τις αποχρώσεις, και μόνο έμμεσα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει μια ιδεολογική τοποθέτηση του Σλινκ, δεδομένου ότι τονίζεται η ανθρώπινη πλευρά, η καθημερινότητα, τα συναισθήματα. Γι’ αυτό και η ασήμαντη μέσα στην παρέα του Γιοργκ δασκάλα που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, η Ίλζε, έχει ωστόσο μια σημαντική θέση στο βιβλίο. Είναι η «συγγραφική» ματιά, ένα alter ego του συγγραφέα. Ένας σιωπηλός παρατηρητής που προσπαθεί να κατανοήσει τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων, τα συναισθήματά τους, τη «φωτεινή και τη σκοτεινή» πλευρά. Αφορμώμενη από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου επεξεργάζεται το υποθετικό σενάριο ότι «ένας άντρας αργεί να πάει στο γραφείο όπου δουλεύει, σ’ έναν από τους δυο πύργους, και βρίσκει την ευκαιρία, καθώς θα λογαριάζεται νεκρός απ’ όλον τον κόσμο, να ξεφύγει από την παλιά του ζωή και ν’ αρχίσει μια καινούρια».. Αυτή η σκέψη τής δίνει την έμπνευση να μυθιστοριοποιήσει τη ζωή του παλιού σύντροφου Γιαν, που υποτίθεται ότι αυτοκτόνησε επισύροντας την περιφρόνηση (δεν πετάει κανείς τη ζωή του για αστικούς ψευτοσυναισθηματισμούς, όταν μπορεί να την αφιερώσει στον μεγάλο αγώνα), αφήνοντας όμως πίσω του ένα πυκνό μυστήριο. Μέσα από τα γραπτά κείμενα της Ίλζε, που παρατίθενται αυτούσια, βλέπουμε την πιο «σκληρή» όψη του θέματος. Παρακολουθούμε τον Γιαν, έστω υποθετικά, βήμα -βήμα (μπορούσε –η Ίλζε- με τη δική του ιστορία να διηγηθεί τη γνωστή ιστορία της τρομοκρατίας στη Γερμανία/θα μπορούσε επίσης να εξιστορήσει και ό, τι δεν είχε ερευνήσει, αλλά έπρεπε να το φανταστεί/τι τέλος θα έπρεπε να δώσει στην ιστορία; Θα συλληφθεί ο Γιαν; Θα σκοτωθεί; ).
Είναι ένας πολύ έξυπνος τρόπος του Σλινκ να καταπιαστεί με το θέμα στην πιο ακραία του διάσταση διασώζοντας τη υποκειμενικότητα και, μέσω της αμηχανίας της συγγραφικής ματιάς της Ίλζε, τη σχετικότητα της «ιστορίας». Τις «πολλές ματιές». Έτσι, η Ίλζε, και μέσα απ’ αυτήν ο ίδιος ο Σλινκ προσπαθεί να ερμηνεύσει τον ψυχισμό του Γιαν, ο οποίος σκορπάει μεν τη φρίκη, αλλά όταν ξυπνάει πια από τη νάρκωση δραπετεύοντας σε μια νέα ταυτότητα, οι παλιοί του φόβοι είχαν χάσει το αντικείμενό τους, ένιωθε ανάλαφρος κι ελεύθερος. Τέρμα πια στους ψεύτικους συμβιβασμούς της παλιάς του ζωής. Επιτέλους ζούσε μέσα στην αυταπάρνηση, στην απολυτότητα, στη μοναδικότητα του αγώνα. Ήταν ελεύθερος, δε χρωστούσε σε κανέναν, δεν είχε υποχρέωση σε καμιάν αγάπη, σε καμιά φιλία, σε κανένα σεβασμό, το μόνο του καθήκον ήταν ν’ αφοσιωθεί στην αποστολή. Τι ευτυχία! Τι μεθύσι ελευθερίας!
Όλα τα παραπάνω τα σημειώνω ως αξιόλογα στοιχεία του μικρού αυτού βιβλίου. Γιατί υπάρχουν αντίστοιχα στοιχεία που παραξενεύουν, για να μην πω κουράζουν: υπερβολικά φορτωμένες οι σχέσεις (ο αδελφός αγαπά την αδελφή, αλλά η αδελφή έχει και σχέσεις με τη φίλη, η αδελφή καταδίδει τον αδελφό και παρακαλεί αυτόν που είναι ερωτευμένος με τη φίλη να πει ότι αυτός πρόδωσε, κλπ. –έλεος! Γιατί τόσο πολύπλοκα;). Παραξενεύει επίσης η στρατιωτική πειθαρχία με την οποία ζουν την καθημερινότητά τους οι αντισυμβατικοί -έστω πρώην -επαναστάτες (μόλις έπαψε ο ήχος του σαξοφώνου και η Κριστιάνε πάτησε το κουμπί στη μικρή φορητή της συσκευή, οι περισσότεροι την αποχαιρέτησαν. «Καληνύχτα». –«Καλόν ύπνο» (!!!!!)). Δέχομαι βέβαια ότι πρόκειται για μια νοοτροπία έξω από το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο, αλλά μήπως είναι λίγο υπερβολικό; αξιοπρόσεκτο επίσης το πόσο ψυχρή και μηχανική παρουσιάζεται η πράξη του έρωτα σε δυο περιπτώσεις, αλλά ακόμα πιο αξιοπερίεργη η πειθήνια προσέλευση στην πρωινή προσευχή της πάστορος Κάριν. Ακόμα και το γεγονός ότι μέσα στους φίλους υπάρχει μία επίσκοπος αναρωτιέσαι αν έχει κάποια σημασία. Γιατί μόνο στο στόμα της Κάριν θα μπορούσε ο Σλινκ να βάλει τα παρακάτω λόγια, που ίσως εκφράζουν τις βαθύτερες πεποιθήσεις του: Όταν οι αλήθειες είναι οδυνηρές και δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε, όλοι έχουμε τα ζωτικά μας ψεύδη και το σωστό είναι να βλέπουμε και να σεβόμαστε την αλήθεια και τις οδύνες του άλλου, που αποκαλύπτουν τα ζωτικά του ψεύδη. Από την άλλη μεριά τα ζωτικά ψεύδη δεν αποκαλύπτουν μόνο οδύνες αλλά και τις προκαλούν. Όπως μας εμποδίζουν να δούμε τον εαυτό μας, μπορούν να μας εμποδίσουν να δούμε τον άλλο και ν’ αφήσουμε τον άλλον να μας δει. Η πάλη για την αλήθεια είναι αναγκαία.
Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τετάρτη, 17. Ιουνίου 2009 |
|