|
|
Γκράχαμ Σουίφτ, Το φτερωτό μπαλάκι
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ένας συμβατικός πατέρας που εργάζεται στα γραφεία της αστυνομίας, για την ακρίβεια σ’ ένα υποκατάστημα όπου φυλάσσονται αρχεία από παλιές υποθέσεις κλεισμένες, αλλά που έχουν πιθανότητα να αναθεωρηθούν. Είναι δηλαδή ένα είδος ειδικευμένου υπαλλήλου, ένας αρχειοφύλακας. Σε πολύ απλό, καθημερινό, οικείο και εξομολογητικό τόνο, ο συμβατικός ήρωας καταγράφει τη ζωή του, την καθημερινότητά του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Σ’ εξαναγκάζει έτσι να ταυτιστείς μαζί του, ενώ η συμπεριφορά του είναι αθέμιτη ως απαράδεκτη μερικές φορές, ιδιαίτερα απέναντι στα παιδιά του (βλ. πρώτο κεφ.) και στη γυναίκα του. Σ’ εκπλήσσει η αυταρχικότητά του και η ευκολία του να την ξεπερνάει, ο τρόπος που τη δικαιολογεί, αλλά και η ευαισθησία του όταν περιγράφει τη σχέση τη δική του με τον πατέρα του ή με τη δουλειά του. Καθώς μας δείχνει έμμεσα ότι η οικογενειακή ζωή δεν τον ικανοποιεί, εστιάζει στη σχέση με τον προϊστάμενό του (μυστήριος, τυπικός, απρόσιτος) και με τον πατέρα του, τέως ήρωα του πολέμου και νυν τρόφιμο του ψυχιατρείου, όπου βρίσκεται επειδή αρνείται να μιλήσει και να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε. (σελ. 45): Φυσικά, υπάρχει κάτι φοβερά ενστικτώδες, φοβερά άσκοπο και μηχανικό σ’ αυτές τις δισεβδομαδιαίες επισκέψεις. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που περπατάει δίπλα μου, αλλά ένα ομοίωμα, που εγώ σπρώχνω και τσουλάω πάνω στο καροτσάκι, κι ότι τελικά εγώ είμαι ο παλαβός γιατί φαντάζομαι πως αυτή η βουβή κούκλα είναι ζωντανή, και πως είναι ο ίδιος μου ο πατέρας. Όταν καθόμαστε στον πάγκο μας υπάρχει αυτή η αίσθηση της απελπισμένης παντομίμας (…). Είναι περίεργο, αλλά προτού ο μπαμπάς πάψει να μιλάει, ποτέ δεν είχα αισθανθεί αυτή την ανάγκη να του λέω πράγματα. Κι ακριβώς επειδή ο μπαμπάς δεν μου απαντάει, επειδή ούτε απορρίπτει ούτε επικροτεί αυτά που του λέω, τον χρησιμοποιώ σαν εξομολόγο. Πηγαίνω στον μπαμπά να πω πράγματα που ποτέ δεν θα ‘έλεγα οπουδήποτε αλλού. (Ίσως εγώ να είμαι παλαβός τελικά) Καθώς ο ήρωας –Πρέντις- απομονώνεται όλο και περισσότερο από την οικογένειά του, προσπαθεί ν’ ανακαλύψει την προσωπικότητα του πατέρα του μες απ’ το βιβλίο που έκανε τον τελευταίο –κάπως- διάσημο, όπου ο τελευταίος αφηγείται τις περιπέτειές του στον πόλεμο. (σελ.55): Θα πρέπει να το’ χω διαβάσει πάνω από μια ντουζίνα φορές και κάθε φορά μού φαίνεται ότι μου γίνεται, όχι πιο οικείο, αντίθετα, πιο ασύλληπτο και μακρινό. Υπάρχουν χιλιάδες ερωτήσεις που θέλω να κάνω για πράγματα που δεν αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Πώς ο μπαμπάς αισθανόταν εκείνη την εποχή, τι γινόταν μέσα του. Γιατί ο μπαμπάς δεν γράφει για τα συναισθήματά του.(…) Περίεργο, όλα τα χρόνια που μπορούσα να τον έχω ρωτήσει δεν το έκανα- σα να μη μ’ ενδιέφερε όλη η αλήθεια. Και τώρα που δεν πρόκειται να πάρω καμιά απάντηση, τώρα είναι που θέλω να κάνω χιλιάδες ερωτήσεις. Γιατί αυτό; Είναι γιατί για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως ο Μπαμπάς βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το βιβλίο ( με το συνθηματικό όνομα «Φτερωτό μπαλάκι»). Όταν πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου είναι σα να ξανάχω τον Μπαμπά, να τον κρατάω, αν κι αυτός έχει φύγει μακριά, μέσα στην αδιαπέραστη σιωπή. Παράλληλα, παρακολουθούμε την –καφκικού τύπου- επαγγελματική του ζωή, όπου όλοι εργάζονται υπό το βλέμμα ου φοβερού Κουίν (προϊστάμενου), εκτελώντας παράλογες εντολές, που ενίοτε δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν. Ο Πρέντις, δεύτερος στη ιεραρχία, κάποια στιγμή αντιμετωπίζεται απ’ τον ανώτερό του ως ξεχωριστός, και γίνεται μια νύξη για προαγωγή (στη θέση του αφεντικού που θα συνταξιοδοτηθεί), πράγμα που τον αναστατώνει αλλά και τον γεμίζει χαρά. Παρακολουθούμε την ιστορία κάποιων υποθέσεων, οι οποίες, αν κι έχουν κλείσει, δημιουργούν ερωτηματικά στους υπαλλήλους του αστυνομικού γραφείου, ενώ γίνεται υπαινιγμός ότι ο Κουίν αποκρύπτει σκόπιμα στοιχεία, ή «κατασκευάζει» στοιχεία, δίνοντας δική του διάσταση στα γεγονότα. (σελ. 124): - Υπήρξαν στιγμές στη ζωή σου, Πρέντις, που αναρωτήθηκες το πολύ απλό: Είναι καλύτερα να ξέρω πράγματα ή όχι; Πολλές φορές, δε θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι αν δεν τα ξέραμε; - (…) Δεν ξέρω. Είναι ανάλογα με την περίσταση. Μπορεί να είναι μαρτύριο το να μην ξέρεις πράγματα. - Α, ναι. Έτσι είναι. Όπως και να’ χει, υποφέρεις. Ο κεντρικός πυρήνας του βιβλίου, το βασικό ερώτημα που τίθεται, βρίσκονται στις σελ. 180 και εξής: Κατακρατούσατε- ή καταστρέφατε πληροφορίες για να γλιτώσετε τον κόσμο από άχρηστες, οδυνηρές γνώσεις. (…) Βλέπεις, υπάρχουν δυο είδη τρέλας για δύναμη. Όχι, όχι, μην αντιλέγεις, για δύναμη μιλάμε, και μάλιστα για άσχημα χρησιμοποιημένη δύναμη. Υπάρχει σίγουρα διαφθορά. Όλοι το ξέρουμε. Σκέψου τη ζημιά, τη φοβερή καταστροφή που θα μπορούσες να προξενήσεις αν ήσουνα στη θέση μου. Όλοι θα συμφωνούσαμε πως αυτό είναι λάθος, έτσι δεν είναι; αλλά τι γίνεται με το εντελώς αντίθετο; Τι γίνεται αν διαστρεβλώσεις τη δύναμή σου και υπερβείς τα όρια της ευθύνης σου νομίζοντας ότι κάνεις καλό; (…) Το καλύτερο το ασφαλέστερο είναι να μην ξέρεις. Αλλά άπαξ και μάθεις, δεν μπορείς να κάνες τίποτα πια. Δε μπορείς να ξεφορτωθείς τις γνώσεις. (σελ. 184): Ξέρεις σε ποιο σημείο αυτή η αναζήτηση δύναμης – αυτό το μικρό μου εγχείρημα για το καλό της ανθρωπότητας – κλονίστηκε; Ήταν πολύ καλό, βλέπεις, να κάνεις καλό σε ανθρώπους που ήταν απλά ονόματα σε φακέλους. Τότε δεν είχα καθόλου ενδοιασμούς, πως αυτό που έκανα τους κρατούσε μακριά απ΄την αλήθεια. Πίστευα ότι μπορούσαν να κάνουν και χωρίς την αλήθεια. Αλλά μου συνέβη να πρέπει να κρύψω την αλήθεια από κάποιον που ήξερα, τότε άλλαξαν τα πράγματα. Άρχισα να κλονίζομαι. Αυτό που ο Κουίν ήξερε ήταν ο πατέρας του Πρέντις, για τον οποίο είχε στοιχεία και πληροφορίες ότι άλλαξε το παρελθόν του ήρωα στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ενώ υπήρχαν γράμματα από συγκρατούμενούς του όπου κατηγορείται ότι πρόδωσε. Κι αυτή όμως η αλήθεια γίνεται σχετική, γιατί, αφενός δεν αποδεικνύεται ότι ο κατήγορος λέει την αλήθεια (έχει συμφέρον), αλλά και γιατί η προδοσία, τη στιγμή αυτή της κατάρρευσης του μετώπου και της παράδοσης των Γερμανών (λήξη πολέμου όπου οι Γερμανοί σκοτώνουν παράλογα κι εκδικητικά) δεν έχει νόημα. (σελ. 192): Γιατί τα τελευταία κεφάλαια είναι πιο πειστικά, πιο ειλικρινή από τα υπόλοιπα; Διότι εδώ βρίσκεται η αληθινή απόδραση. Οι πραγματικοί άθλοι, όλα τα γενναία και τολμηρά κατορθώματά του, πόσο μετράνε; Αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν αποκυήματα της φαντασίας, όμως για το μέρος του βιβλίου που είναι στην πραγματικότητα ψεύτικο –να πού βρίσκεται όλη η προσπάθεια. Εδώ είναι που προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Γι’ αυτό φαίνεται σαν αληθινή απόδραση. Διότι είναι απόδραση, μια κατά κάποιον τρόπο εντελώς αληθινή απόδραση. Οι διαστάσεις των «πραγματικών» συμβάντων αποκαλύπτονται με τέτοιον τρόπο, που γίνεται φανερό ότι η πραγματικότητα είναι κάτι που κατασκευάζεται κι ότι δεν έχει νόημα, όταν παρέλθουν πολλά χρόνια, η εξακρίβωση της αντικειμενικής αλήθειας.
Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τρίτη, 12. Ιουνίου 2007 |
|