χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Τατσόπουλου Πέτρου, Η καλοσύνη των ξένων

 

Παρά τις αρνητικές εντυπώσεις των τελευταίων βιβλίων του Τατσόπουλου, το βιβλίο αυτό το βρήκα ενδιαφέρον και ευχάριστο. Ενδιαφέρον, φυσικά, το καθιστά το θέμα του που αγγίζει τους πάντες, αλλά και το ότι είναι αυτοβιογραφικό, βιωματικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και για όσους ανήκουν στην ίδια «σειρά»  («γεννηθείς» το 1959) μια γενιά ξεχωριστή, που ανατράφηκε μες τη χούντα θαυμάζοντας τους πρώτους αστροναύτες που πάτησαν το φεγγάρι, που την πήρε ξώφαλτσα το Πολυτεχνείο, η μεταπολίτευση, που διδάχτηκε και καθαρεύουσα και δημοτική, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε με τα βιώματα και τον απόηχο των προηγούμενων γενεών (βλ. π.χ. σελ. 104)

Ξεκινά κάπως πρωτότυπα, αν και ελαφρώς κουραστικά, με τα «επίκαιρα» της 19ης Σεπτεμβρίου 1969, καταλήγοντας στο ότι την ημερομηνία αυτή έγινε κι η επίσημη πράξη υιοθεσίας του. Το βιβλίο είναι γραμμένο με το γνώριμο αποστασιοποιημένο χιούμορ του Τατσόπουλου, που δεν εμβαθύνει αλλά παραμένει δημοσιογραφικό, έξυπνο ωστόσο, και σιγμές- στιγμες γλυκόπικρο έως κυνικό (λόγω του θέματός του). Ο αφηγητής- συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει ταυτόχρονα την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, την ιδιαιτερότητα του να’ χει δυο ζεύγη θετών γονέων, τη σταδιακή αποκάλυψη της αλήθειας, τις αντιστάσεις που βρίσκει απ’ τους άλλους αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό.

(σελ. 54):

Εδώ σε θέλω κάβουρα. Τι προτιμάς; Να μην γνωρίζεις και να υποθέτεις τα πάντα ή να γνωρίζεις και να μην υποθέτεις τίποτα;

Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η περιέργεια για τη λύση του μυστηρίου κατατρόπωσε την ουσία και τα κέρδη από το ίδιο το μυστήριο. Δέκα στα δέκα υιοθετημένα παιδιά, αν όχι έντεκα στα δέκα, θέλουν να μάθουν από πού προέρχονται, με τη βεβαιότητα – την αυταπάτη, αν προτιμάτε- ότι η προέλευση σηματοδοτεί και τον προορισμό.

Είναι γουστόζικος ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας αντιμετωπίζει εκ των υστέρων τα λάθη, την υπεροψία, την άγνοια και την αφέλεια των νεανικών του χρόνων. Κάθε ίχνος πίκρας ή θλίψης φαίνεται πολύ έμμεσα (π.χ. η ομολογία της κοιν. λειτουργού ότι στην παιδική φωτογραφία έχει την πιο θλιμμένη φάτσα που είδε ποτέ σε παιδί, κι ως εκ τούτου τον θυμάται) ή αποδίδεται με σαρκασμό, με κυνισμό (χαρακτηριστική η περίπτωση της συγγραφής του πρώτου του έργου, κι  η ανώμαλη προσγείωσή του από τον Αντ. Σαμαράκη)

(σελ.105, «Η κλωστή και το καλάμι»):

Ακόμα όμως και η κατάλυση κάθε ιεραρχίας δεν εξηγεί επαρκώς τη συνάντηση, εάν δε λάβουμε υπόψη την ιδιοσυγκρασία του Αντ. Σαμαράκη. Ξεχάστεόσους μπλαζέ πεζογράφους περιοδεύουν κατά καιρούς σε γυμνάσια και λύκεια – δεν εξαιρώ τον εαυτό μου- και κρύβουν πίσω από τον υποκριτικό, τάχαμου ισότιμο διάλογο με τα φιντάνια ένα βαθύ χασμουρητό. Δεν επιχειρώ εδώ να εξιδανικεύσω τον μακαρίτη, ούτε να ισχυριστώ ότι το νταραβέρι του με τους εφήβους ήταν πλήρως απαλλαγμένο από ιδιοτέλεια. Οι έφηβοι αποτελούσα και αποτελούν τον συμπαγή όγκο των αναγνωστών του, (…) Και στη περίπτωση ωστόσο που ο Σαμαράκης ήταν – καθώς  φρονούν ορισμένοι- ο αδιαφιλονίκητος ποιμενάρχης των δημοσίων σχέσεων, θα τον αδικήσουμε κατάφωρα εάν δεν του αναγνωρίσουμε ότι ήταν ένας εξαιρετικά ιδιότυπος ποιμενάρχης, με αδιάπτωτο και απροσποίητο ενδιαφέρον για την τύχη όχι του ποιμνίου του γενικά και αόριστα, αλλά ενός εκάστου προβάτου χωριστά.

Δε θ’ αναφερθώ με λεπτομέρειες στο βιογραφικό του Τατσόπουλου, αν κι έχει ενδιαφέρον, το ενδιαφέρον που παρουσιάζει κάποιος που ψάχνει τον δρόμο του, με χίλιες -κυρίως συναισθηματικού τύπου- δυσκολίες. Η αποκάλυψη της υιοθεσίας και η «αποστολή» να βρει τα ίχνη της βιολογικής του μητέρας, αποτελούν γι ‘ αυτόν το άλλοθι που ψάχναμε όλοι στη «σειρά» αυτή για να σταματήσουμε τις ανούσιες σπουδές. Αξιόλογη είναι η εμπειρία του στη σχολή κοινωνικής εργασίας της εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών (συνοδεύτηκε από τη διάλυση κάθε νιτσεϊκής αυταπάτης- σοσιαλιστική μουτσούνα σε καπιταλιστική σκατόφατσα)

(σελ. 130):

Η δυσυχία και η μιζέρια – ιδίως αν ήσουν καλοζωισμένος όπως εγώ- δεν ξεπηδούσε πια από τα μυθιστορήματα και τον κινηματογράφο. Μπορούσες ν ‘αδράξεις τη ζωή και να την ταρακουνήσεις. Με δυο σημαντικές επιφυλάξεις,. Δεν μπορούσες. Να αδράξεις τη ζωή, εννοώ. Νόμιζες ότι μπορούσες, αλλά – εάν δεν ήσουν δομικά ηλίθιος- γρήγορα αντιλαμβανόσουν ότι δεν μπορούσες. (…) Δεύτερον, δεν ήθελες. Και να μπορούσες, που δεν μπορούσες, δεν ήθελες. Κάθε ανθρώπινος οργανισμός έχει και το δικό του όριο αφομοίωσης ποσοτήτων δυστυχίας και μιζέριας. Εάν υπερβούμε αυτό το όριο, όση απόγνωση πλέον και να παραχώσουμε, ο οργανισμός θα αντιδρά πάντα με τον μόνο δυνατό για κείνον τρόπο. Με την εθελοτυφλία.  (…) το φαινόμενο λέγεται ακηδία έπληξε κι εμένα νωρίς νωρίς. Από τη δέκατη κιόλας περίπτωση που πέρασε από τα χέρια μου, ως ασκούμενου κοινωνικού λειτουργού, αισθάνθηκα ότι δε με αφορούσε καθόλου μα καθόλου το δράμα του ανθρώπου που καθόταν απέναντί μου. Εφεξής θεώρησα ως ελάχιστη υποχρέωσή μου να μην αποκτήσω ποτέ την άδεια επαγγέλματος. Πιστεύω ότι ο Στα’υρος θα ήταν ασυζητητί πιο ενδεδειγμένος. Δεν αστειεύομαι. Μπορεί να υστερούσε στην αυτοσυγκράτηση. Πλειοδοτούσε όμως στο πάθος. 

Με αφορμή την αναφορά στη σύγκριση ανάμεσα στον «κακό βασιλιά Όθωνα και τον κακό ποιητή Ζαλοκώστα»:

Στη σχολή κοινωνικής εργασίας μάς έλεγαν πως είναι λάθος να βάζουμε στο ζύγι τις πικρίες. Δικαιούμαστε όλοι ανοιχτή πρόσβαση στη νευρική κατάρρευση, είτε σκάλωσε το τόπι μας στον καναπέ είτε κάηκαν οι μπριζόλες μας στο μπάρμπεκιου είτε ψήθηκε το παιδί μας στο μέτωπο από ναπάλμ. Μολονότι αναγνωρίζω την ορθή βάση του συλλογισμού- 

ο πόνος βιώνεται πάντα ατομικά και δεν έχει εφευρεθεί μέχρι στιγμής κανένα αξιόπιστο πονόμετρο-, αντιστέκομαι να μην διακρίνω την πικρία του βασιλιά από την πικρία του ποιητή (κ.λ.π. κ.λ.π)

Επίκεντρο των αναζητήσεων είναι η μάνα, την οποία αντιμετωπίζει ο συγγραφέας σαν μια ξένη (απολύτως δικαιολογημένα). Κάνει αναφορά και στα άπειρα ετεροθαλή του αδέλφια, μερικά από  τα οποία μεγαλώνουν σε ορφανοτροφεία (πικρόχολη η διαπίστωση ότι τα πιο δυστυχισμένα παιδιά στα ορφανοτροφεία είναι όχι τα ορφανά, αλλά αυτά των οποίων οι γονεις ζουν). Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του μικρότερου, του Κώστα Ηλιάκη, ο οποίος δε μεγάλωσε μεν σε ορφανοτροφείο, αλλά το έσκασε από το σπίτι του, και παρόλ’ αυτά κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά.

(σελ. 207)

Προσπαθώ να συγκεντρώω τις σκόρπιες καρτ- ποστάλ από την αφήγησή του. Το κρεμμύδι με το γουλί κούρεμα. Τον έφηβο που κοιμάται δίπλα στα φέρετρα. Τον πετυχημένο διαφημιστή αντίκρυ. Παντού εντοπίζω την ίδια σπίθα. Το ίδιο πείσμα. Την απόφαση να μην παπαγαλίσει τις ατάκες που του ετοίμασαν. Να γράψει αυτός το σενάριο. Ποιον να πιστέψω έπειτα; Τον Ένγκελς ή τον Ντίκενς;

Κορυφαία στιγμή στην εσωτερική του ωρίμανση είναι τα λόγια του ομοφυλόφιλου Ρούπερτ σε δακρύβρεχτη ταινία: «το αίμα…είναι μια μπούρδα. Όλοι είμαστε γεμάτοι. Είναι καλό…γίνεται κακό… αλλά δεν δείχνει τι είμαστε. Ο πραγματικός γονιός δεν φαίνεται από το DNA. Κανείς δε σε κάνει γονιό, ούτε σε καταργεί. Εγώ κέρδισα το δικαίωμα να είμαι πατέρας του Σαμ».

Και συμπληρώνω με το πιο δυνατό , κατά τη γνώμη μου κομμάτι όσο αφορά την τραγωδία της υιοθεσίας (σελ. 287):

Ο φίλος μου δεν αιφνιδιάζεται. Του θέτω ένα ερώτημα που έχει θέσει άπειρες φορές ο ίδιος στον εαυτό του. Δεν θα υιοθετούσε ένα μαυράκι εάν σ’ αυτό το ερώτημα δεν είχε καταφέρει προ πολλού να δώσει μια αξιόπιστη  απάντηση.

«Σκέψου προς στιγμήν», αποκρίνεται, ποιες είναι αληθινά οι επιλογές αυτού του παιδιού. Μπορεί να πάει στο σχολείο ως παιδί κάποιου και μπορεί να πάει στο σχολείο ως παιδί κανενός. Όταν το πειράξουν τα μαλακιστήρια, μπορεί ν’ απαντήσει ως παιδί που προστατεύεται από κάποιον και μπορεί ν’ απαντήσει ως παιδί που το μεσημέρι  θα επιστρέψει μόνο του στο ίδρυμα. Αυτή όμως είναι η εγκεφαλική απάντηση. Υπάρχει μία ακόμα- το άλφα στο αλφαβητάρι της υιοθεσίας. Όταν εξηγώ στο μωρό μου τη ιαφορά στο χρώμα μας, του λέω πως τα παιδιά χωρίζονται σε παιδιά της κοιλιάς και παιδιά της καρδιάς. Και δεν του λέω μπαρούφες. Το είδα με τα μάτια μου. Πότε ακριβώς άνοιξε η καρδιά της γυναίκας μου. Πότε δέχτηκε μέσα τη την καρδιά του παιδιού μου. Για μένα, εκείνη τη στιγμή, η υπόθεση είχε λήξει. Όλα τα υπόλοιπα- ταλαιπωρίες, αναμονές, διατυπώσεις- ήταν απλή διεκπεραίωση.

 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τετάρτη, 28. Μαρτίου 2007

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007