χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Σώτη Τριανταφύλλου, λίγο από το αίμα σου

                 

έτσι κι αλλιώς,

όταν όλα έχουν ειπωθεί και συμβεί,

κανένα λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να ξεπεράσει

τον κυνισμό της πραγματικής ζωής

 

Ελκυστικό και σαγηνευτικό πάντα το γράψιμο της Σώτης Τριανταφύλλου, με τη γοητεία και τις μικρές εκπλήξεις που γεννά στον αναγνώστη ο μαγικός ρεαλισμός, σκιαγραφεί την ιδιαιτερότητα της αποικιοκρατούμενης Κένυας  από το 1930 μέχρι την ανεξαρτητοποίησή της, το 1966. Με φόντο αυτή το ιστορικό πλαίσιο, ξεδιπλώνει και την ιδιαιτερότητα κάποιων χαρακτήρων.

Ο πρωταγωνιστής/αφηγητής Ευγένιος Σταμπς γράφει το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας, «που μοιάζει με μυθιστόρημα αλλά δεν είναι· είναι το χρονικό της ζωής μας». Της ζωής και της δράσης δηλαδή δυο οικογενειών, του ίδιου και του Ιερώνυμου Ντε Μπιουτ (συμμαθητών στο Λύκειο), που μετανάστευσαν σχεδόν συγχρόνως από Αγγλία στην Ανατολική Αφρική (Κένυα) για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, και έζησαν εκεί περίπου τριάντα χρόνια.

(σελ. 217) Δεν μ΄ αρέσουν οι αναμνήσεις: οι καλές είναι οδυνηρές, οι κακές είναι χειρότερες. Ωστόσο μου χρειάζονται για να τελειώσω αυτό το βιβλίο· κυρίως για να αποτελειώσω ό, τι έχει μείνει ως τώρα σε εκκρεμότητα.

Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται μέσα από το μυθοπλαστικό βλέμμα του περιθωριακού από τη φύση Ευγένιου και τονίζονται οι ιδιαιτερότητές τους, η μοναδικότητά τους, ακόμα κι όταν ο αφηγητής δεν είναι ο Ευγένιος (χρησιμοποιείται ενίοτε το γ΄πρόσωπο). Οι χαρακτήρες εξ-αιρετικοί, θυμίζουν τους χαρακτήρες που συναντά κανείς στον Μαρκές ή την Αλλιέντε, αλλά και τα συναισθήματα είναι έντονα κι ακραία- ακραίος έρωτας, ακραία φιλία· δεν κατονομάζονται, αλλά προβάλλονται μέσα από εικόνες ή πράξεις, μέσα σε μια σύνθεση όχι γραμμική αλλά με πολλές αναφορές σε σκέψεις και συναισθήματα του παρελθόντος, που φτιάχνουν ένα ποικιλόχρωμο παζλ.

Οι άξονες του ενδιαφέροντος είναι η πρωτόγονη προσωπικότητα της Μπέθανυ, την οποία ερωτεύεται παράφορα ο πληθωρικός κι απρόβλεπτος Ιερώνυμος, η βαθιά της επικοινωνία με τον ιθαγενή Καγκέμα, η μυστηριώδης Λύντια πάντα προσκολλημένη στον πρώτο της αδικοχαμένο έρωτα και η σαγήνη που σκορπά στον Ευγένιο, και η σχέση που στηρίζει τον σκελετό του οικοδομήματος, η φιλία του Ευγένιου με τον Ιερώνυμο.

Ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα εκεί πάνω κι εκεί κάτω, στα ανεμοδαρμένα και φλεγόμενα υπόγεια της τιμωρίας, η Μπέθανυ Σταμπς του φαινόταν μια απόδειξη της ύπαρξης του θεού, το ότι το υπέρτατο ον ήταν υπέρτατο ον αφού μπορούσε, αν ήθελε, να δημιουργήσει κάτι τέλειο, κάτι απόλυτα καλό και απόλυτα όμορφο. Κάτι σαν την Μπέθανυ Σταμπς ή την ίδια την Μπέθανυ Σταμπς.

(…) Κι όταν τελείωσε το ποίημα για την Μπέθανυ- «Θέλω να κυλήσω μέσα σου όπως το αίμα»… […] «τρίζουν οι αστερισμοί» … […] «μεγάλωσε λίγο, λιγάκι ακόμα… η αγάπη μου χωράει τον καταρράκτη σ’ ένα ποτήρι»-, ένιωσε πως, μαζί με το μέτρο και τη σύνεσή του, έχανε ό, τι χάνει κανείς όταν δεν έχει τίποτα πια να χάσει.

Ωστόσο, άξιες λόγου είναι και οι ιστορικές και κοινωνικές αναφορές:

·         το τρομερά συντηρητικό και απάνθρωπα αυταρχικό εκ/κό σύστημα των Άγγλων (π.χ. στην Οξφόρδη: …παραδειγματικό μαστίγωμα, στο τέλος του οποίου ο τιμωρημένος έκανε χειραψία με τον βασανιστή του, πράγμα που θεωρείτο μέρος της εκπαίδευσης του αληθινού τζέντλεμαν (!) ), που ώθησε τους ήρωες μας ν’ αναζητήσουν αλλού την τύχη τους

·         το κύμα μετανάστευσης προς τις χώρες της Αφρικής, οι διαφορετικού τύπου έποικοι, οι διαφορετικοί τους στόχοι,  και οι σχέσεις τους με τους ντόπιους

·         Β΄Παγκόσμιος πόλεμος, συμμετοχή του Ευγένιου

·         εθνικοαπελευθερωτικές προσπάθειες των ιθαγενών, οι αντιθέσεις μεταξύ τους (θηριωδίες των Μάου Μαου κατά των λευκών αλλά και κατά των Κικούγιου), κομμουνιστική οργάνωση των ιθαγενών κ.α.

 

(σελ. 289):

Εκείνη τη φευγαλέα στιγμή, ο Ευγένιος ένιωσε ότι, παρά τη βρετανική του ψυχραιμία, ο πόλεμος τον είχε σημαδέψει· ότι τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο: ο κόσμος χωριζόταν πια σ’ εκείνους που είχαν δει φρικαλεότητες και σ΄ εκείνους που δεν είχαν δει· σ΄ εκείνους που είχαν αναγκαστεί να πάρουν επείγουσες αποφάσεις (όπως το να πέσουν με αλεξίπτωτα στις ζούγκλες και στα βροχοδάση) και στους άλλους, που είχαν πάντα τον χρόνο να σκεφτούν προτού κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.

(…)

Μετά το τέλος του πολέμου υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μάθει τι είναι νερό επειδή είχαν πλησιάσει τον θάνατο από δίψα· είχαν μάθει τι είναι στεριά επειδή είχαν πέσει στον αέρα με μια σωτήρια ομπρέλα στην πλάτη· υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μάθει τι είναι ειρήνη επειδή είχαν δει τον πόλεμο.

 

Με την επιστροφή του από τον πόλεμο ο Ευγένιος παρασημοφορείται ως ήρωας, αλλά «απογοήτευσε τόσο την αυτοκρατορία ώστε να του αφαιρέσει το παράσημα ανδρείας: δεν έφταιγε μόνον ότι στο Ο πόλεμος των άλλων (έχει γίνει συγγραφέας) διατυμπάνιζε ότι ήταν ένας τυχερός χέστης, έφταιγε ότι έβρισκε ομοιότητες ανάμεσα στη ναζιστική υποκρισία και το λόγιο που διήπε τη ζωή στα βρετανικά ιδρύματα: Labor omnia vincit, Η εργασία τα πάντα νικά.

ΚΑΙ:

«Ίσως», συνέχισε ο Ευγένιος, «να έπρεπε να γίνουμε απάτριδες. Οι άνθρωποι που σέβονται τον εαυτό τους δεν ανήκουν σε καμιά πατρίδα».

Το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας είναι το τέταρτο του Ευγένιου. Έχει πια επιστρέψει στην Αγγλία, και έχει συναντήσει τους υπόλοιπους σε σύντομες, τυχαίες  και αμήχανες συναντήσεις («έγραψα όσα έζησα με τη Λύντια επί πέντε ή έξι- ή μήπως εφτά;- χρόνια, μερικά από τα οποία νομίζω πως κύλησαν μονάχα μέσα στο μυαλό μου. Έγραψα ένα υπερβολικά προσωπικό μυθιστόρημα.

Μέχρι σήμερα δεν ξέρω αν η Λύντια με αγάπησε πραγματικά· τι σημαίνει άραγε πραγματικά; Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν οι μοδίστρες· όχι ότι έχω τίποτα εναντίον των μοδιστρών. (…) Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν ξέρει τι θέλει πραγματικά: αφού δεν έχουμε παρά μια και μοναδική ζωή, δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με μια περασμένη ούτε να την τελειοποιήσουμε με μια επόμενη.

Έτσι βλέπουμε, καθώς ωριμάζουν τα γεγονότα και η οπτική του Ευγένιου, να πραγματώνεται το motto του βιβλίου «Σ΄ αυτό το βιβλίο όλα είναι αληθινά, τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο», που παραφράζει τη γνωστή φράση του Πικάσσο για την τέχνη: «Η τέχνη είναι ένα ψέμα που λέει την αλήθεια».

 

Το βιβλίο του Ευγένιου τελειώνει, κι ακολουθεί ένα ολιγοσέλιδο «Παράρτημα» που νομίζουμε ότι είναι της συγγραφέως, αλλά όχι: εδώ συμπυκνώνει ο αφηγητής το απόσταγμα όλης του της εμπειρίας (και της συγγραφικής) μ’ έναν τρόπο συνθετικό και καταλυτικό:

Θαυμάζω ακόμα όσους έχουν πίστη σε κάτι· εγώ δεν έχω σε τίποτα (…) Απέφυγα να γράψω την αλήθεια· την αλήθεια για όσα αισθάνομαι και την αλήθεια για το πώς φερθήκαμε εμείς οι Βρετανοί: ίσως να μην ήθελα να μάθει, όποιος δεν ξέρει ήδη, ότι μεταφέραμε τους μαύρους σκλάβους σαν καφάσια, κλπ. κλπ.

Και τελειώνει:

Αν έγραψα αυτό το πολυσέλιδο σημείωμα, είναι επειδή δεν κατάφερα να γράψω ένα συντομότερο. Κι αν αυτή τη στιγμή θέλω να το σκίσω, είναι επειδή σκίζοντας τα βιβλία- όπως κάνουν οι μαθητές την τελευταία μέρα πριν από τις σχολικές διακοπές- καταλαβαίνεις το μυστήριό τους: ακόμα και η πιο αριστοτεχνική γραφή αφήνει κενά, ρωγμές και χάσματα μέσα από τα οποία η πραγματικότητα έρπει, αστράφτει και τινάζεται· ο κόσμος είναι όπως εσύ ο ίδιος.

 

 

                επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 04. Σεπτεμβρίου 2008 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007