|
|
Aνρύ Τρουαγιά, «Ο νεκρός κυριεύει τον ζωντανό»
Απρόσμενα βαθύ και ενδιαφέρον, ένα ψυχογραφικό, ουσιαστικά, μυθιστόρημα πολύ καλογραμμένο και έξυπνο. Ο αφηγητής- συγγραφέας Ζακ, απευθύνεται στη φιλενάδα του Σουζάνα, που ήταν γυναίκα του καλύτερού του φίλου και έγινε δική του μετά από το θάνατό του (φίλου). Η έντονη και εκρηκτική προσωπικότητα του νεκρού σκιάζει την ευτυχία του ζευγαριού, ιδιαίτερα αφότου αποφασίζουν να εκδώσουν ένα δικό του έργο και να το παρουσιάσουν ως δημιουργία του Ζακ. Ο τελευταίος αρχικά είναι ενθουσιασμένος απ΄την ενθουσιώδη υποδοχή του κόσμου, αλλά σιγά- σιγά αρχίζει και κυριεύεται απ΄το συναίσθημα της αναξιότητας που μετατρέπεται σταδιακά σε απώλεια ταυτότητας: (Σελ. 29): «Λυπάμαι που η «Οργή» δεν είναι δική μου, που αυτή η φλογερή συμπάθεια είναι για τον Γκαλάρ, που εγώ ο ίδιος απουσιάζω απ’ την ευτυχία μου». ( Σελ.49): « θα προτιμούσα να μην είχα καμιά αίσθηση του καλού και του κακού, ή η μανία μου για τη δόξα να είναι μέσα μου τόσο δυνατή, ώστε να πνίξει τη συνείδηση. Όμως είμαι τόσο αδύναμος , τόσο μοιρασμένος, τόσο αδέξιος! Τα αισθήματά μου με κάνουν ό,τι θέλουν. (…) Δεν αξίζω να είμαι ανέντιμος». Παράλληλα με την εξέλιξη και ωρίμανση των συναισθημάτων, που από μόνο του είναι πολύ ενδιαφέρουσα, δίνεται η ευκαιρία στον Τρουαγιά να καταθέσει και κάποιες σκέψεις για τη γραφή και τον ρόλο του συγγραφέα μέσα στην κονωνία: «Είναι καλό που ο τύπος δε σας συγχάρηκε. Αν όλοι οι κριτικοί σάς έγραφαν επαίνους, θα καταλήγατε να πιστέψετε σ’ αυτούς, μόνο και μόνο γι’αυτό που εκείνοι πιστεύουν για σας. Και το να πιστέψετε σ’αυτούς, είναι σα ν’ακολουθήσετε τις κατευθύνσεις τους, τα συμπεράσματά τους, είναι σαν ν’απαρνηθείτε τη δική σας, εσωτερική ελευθερία. Αν όλοι ενθουσιαστούν με την ηρωίδα σας, τη Νικόλ, θα φτιάχνετε Νικόλ ως το τέλος της ζωής σας. Αλλά αν μαλώνουν, αν διαφωνούν, τότε έχετε σωθεί! Γιατί παθαίνετε σύγχυση. Αναρωτιέστε ποια γνώμη ν’ ακολουθήσετε. Δεν ξεχωρίζετε τίποτε μέσα σ’ αυτό το κοντσέρτο από επαίνους και βρισιές. Και στο τέλος ακούτε τη φωνή του εαυτού σας που κυριαρχεί σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο». Η υπόθεση εξελίσσεται σε ψυχολογικό θρίλλερ, μια και ο Ζακ, στην προσπάθειά του να ταυτιστεί με τον Γκαλάρ, να μάθει να σκέφτεται και να βιώνει τα πράγματα όπως αυτός, ουσιαστικά στοιχειώνεται από την κατασκευασμένη ιδέα που έχει γι’αυτόν. Ντύνεται και ζει, ή προσπαθεί τουλάχιστον, όπως αυτός και βασανίζεται από έμμονες ιδέες. Η αγωνία κορυφώνεται όταν εμφανίζεται μια σεμνή κοπέλα και διαμαρτύρεται που χρησιμοποίησε την προσωπική της ιστορία στο βιβλίο. Ο Ζακ σαστίζει, απαρνιέται την αλήθεια, αλλά όταν κατατρύχεται από τύψεις, της λέει την αλήθεια. Διαπιστώνει μ’ έκπληξη ότι ο Γκαλάρ για την κοπέλα δεν ήταν ένας μεγαλοφυής αλλά ένας δυστυχισμένος: (σελ. 164) « Η αποκάλυψη αυτή με θάμπωνε από αδυναμία και γλύκα. Κάθε φίλος, κάθε πελάτης, κάθε συγγενής του Γκαλάρ είχε κι από έναν δικό του Γκαλάρ. Υπήρχαν λοιπόν , εκατοντάδες Γκαλάρ, όλοι ανόμοιοι, και ήταν ανόητο να προσπαθώ να κατακτήσω για μένα τον αληθινό Γκαλάρ, τον αυθεντικό, το μυστικό, τον οριστικό Γκαλάρ. Όλοι είχαν δίκιο και κανείς δεν είχε. Μόνο ο Γκαλάρ ήξερε τι ήταν ο Γκαλάρ. Και ίσως να μην το ήξερε ούτε ο ίδιος». Το ίδιο θέμα αντεστραμμένο στη σελ. 172: «Όσο περισσότερο γνωρίζω τη Νικόλ, τόσο περισσότερο παραξενεύομαι που μπόρεσε να εμπνεύσει στο Γκαλάρ την υπέροχη ανάπτυξη της «Οργής».(…) Ο Γκαλάρ σκότωσε την αληθινή Νικόλ για να δώσει ένα ονειρεμένο πλάσμα. Όταν έχεις ζήσει εξακόσιες σελίδες με την άλλη, είναι αδύνατο να ενδιαφερθείς για την αληθινή Νικόλ. Γιατί την άλλη Νικόλ, τη Νικόλ του Γκαλάρ, ήθελα να συναντήσω και να γοητέψω». Ο ήρωας «καθαίρεται» στο τέλος, αφού νικάει και τον τελευταίο πειρασμό, να εκδώσει και κάτι γράμματα του Γκαλάρ προς τη γυναίκα του.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τετάρτη, 14. Μαρτίου 2007 |
|