|
|
Στον παλιό καταρράκτη Στάθη Τσαγκαρουσιάνου
«Κείμενα από ταξίδια» της περιόδου 1999-2003, μικρά δισέλιδα ως τετρασέλιδα «στιγμιότυπα» δημοσιογραφικού χαρακτήρα από μια εποχή περιπλανήσεων (ταξίδια μανιακά, ασθματικά) του συγγραφέα· μια εποχή επαγγελματικής επιτυχίας και προσωπικής ευφορίας που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ανέμελα χρόνια». Γραμμένα σχεδόν όλα στο πόδι, στη διάρκεια του ταξιδιού, μέσα στο αεροπλάνο, στο σταθμό ή στο λεωφορείο, σε κουβεντιαστό και εξομολογητικό ύφος· αυθόρμητα και ανεπεξέργαστα, «εικονογραφούν εκείνη τη μικρή ντόλτσε βίτα». Έχει ενδιαφέρον η επίγνωση του συγγραφέα ότι υπάρχει ένα είδος «ψωνίσματος» που σοκάρισε ακόμα και τον ίδιο όταν τα ξαναδιάβασε, αλλά εντέλει σκύβει με αγάπη σ’ αυτά τα «θραύσματα» ζωής: Σελ. 11: … δεν ήταν ταξίδια βαθιά, στοχαστικά, όπως των ταξιδιωτών που έχω θαυμάσει, ήταν ένα κυνηγητό της ηδονής, της έξαψης, του σεξ. Που αργότερα με κούρασε. (…) Εικόνες που με μεθάνε ακόμα κι όταν τις διαβάζω και είναι βασικό συστατικό της προσωπικής μυθολογίας μου. Η έρημος, η δοτικότητα της ανατολής, τα σώματα στο Ρίο, η μυθική ένταση της Ισταμπούλ. Δεν είναι τουρίστας, είναι ταξιδευτής, ή τουλάχιστον θέλει να είναι. Μισεί τους τουρίστες, τα γκρουπ, τις αγέλες, τις βαλίτσες βουνό στα αεροδρόμια κλπ. Έχει όμως επίγνωση ότι «είναι γνήσιο παιδί της Άπληστης Δεκαετίας», νιώθει σε κάποιες περιπτώσεις «αδιάβροχος και φλώρος». Ενώ π.χ. ξεκινά βραδιάτικα κι απροετοίμαστα με μια διάθεση φυγής για το Ναύπλιο επειδή «είναι ωραίο το Ξενία», καταλήγοντας με την παρέα του στην Κόρινθο, κι από κει στον ζεστό μικρό καταρράκτη απέναντι στις Θερμοπύλες… …η εξάτμιση αφήνει μιαν ασημένια κλωστή που μας τυλίγει. Όσο πιο πολύ φεύγουμε, τόσο πιο πολύ κάτι μας δένει. Αλλά έχει πλάκα αυτή η αιχμαλωσία. Γιατί δεν είναι αληθινή. Εγώ και οι φίλοι μου προσποιούμαστε τους drifters απόψε, τους δεμένους στην περιπλάνηση και τη μελαγχολία – αλλά στην πραγματικότητα είμαστε μερικά προνομιούχα φλωράκια, από αγαθές μικροαστικές οικογένειες, που αγαπούν το αυτοκίνητο και τα έπιπλά τους όσο περίπου τα αγαπάει και η μαμά τους. Το δράμα απλώς προσθέτει λίγο από το μπιτ στην απλωσιά που εκτείνεται μπροστά μας. Ίσως αισθάνεται έτσι ο συγγραφέας επειδή αυτή η «αλητεία» δεν είναι αναγκαστική αλλά είναι επιλογή, μια κουλτουριάρικη επιρροή από τη γενιά των μπήτνικ, ένας απόηχος από το «Στον δρόμο» του Κέρουακ, ή από αντίστοιχα βιβλία της Σώτης Τρανταφύλλου. Αυτό όμως δε μειώνει την αξία αυτής της περιπλάνησης σε τόπους και ανθρώπους, ούτε της καταγραφής της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, είναι ακόμα μεγαλύτερη η σημασία της: δεν πρόκειται για κλασικές ταξιδιωτικές περιγραφές αλλά για συναισθηματικά στιγμιότυπα με αφορμή την, άσκοπη τις περισσότερες φορές, περιήγηση σε διάφορα μέρη. Κάθε κείμενο «έχει κάτι να πει», μια μικρούλα σκέψη, μια συναισθηματική απόχρωση· αυτό που προσωπικά με γοήτευσε ήταν η κίνηση και η συν-κίνηση του ήρωα μέσα σε διαφορετικά τοπία και περιστάσεις, εκεί όπου τον οδηγούσαν τα απρογραμμάτιστα βήματά του. Ένα σχεδόν τυχαίο δείγμα, όπου ακόμα και στην περιγραφή εμπλέκεται το συναίσθημα (το βιωματικό και υποκειμενικό συναίσθημα που μας κάνει να γνωρίζουμε τον συγγραφέα ως άνθρωπο και να μετέχουμε μιας προσωπικής οπτικής), είναι από το αφήγημα Εκδρομή στη Σαλαμίνα (σελ. 157): Υπάρχει ένα ταβερνάκι στη Σαλαμίνα πάνω σ’ ένα καρνάγιο που έχει κάτι μυστικό. Πήγα εκεί πριν λίγες μέρες, όταν μια αιφνίδια καλοσύνη είχε απλωθεί στην έρημη Αθήνα - ή έτσι μου φαινόταν. Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος για να χαρεί- ένιωθα ελεύθερος (δεν ήμουν απολύτως) ένιωθα ενδιαφέρων (δεν ήμουν). Όλα δουλεύανε αρμονικά για μια ωραία ψευδαίσθηση. Δεν ξέρω τι με τράβηξε σε κάτι τόσο άδοξο. Μάλλον η ταπεινότητά του. Σε έναν κόσμο που σε τραβάει από το μανίκι να τον προσέξεις, υπάρχουν μερικοί τόποι και άνθρωποι που σωπαίνουν, κρυφοί κι απόμακροι. (…) Και δεν αισθάνεσαι ρομαντικά –διότι τίποτα δεν είναι εδώ μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Έρχεσαι στα ίσα σου με τη δέουσα ησυχία που σου παρέχει η οπισθοφυλακή του κόσμου.
Σκέψεις που ακολουθούν την κίνηση του ταξιδιού, σκέψεις φευγαλέες και αληθινές, πάνω στον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, τη ζωή. Βιώματα που καταλήγουν σε διαπιστώσεις όπως «το να σ’ αρέσουν τα εκλεκτά πράγματα δεν είναι θέμα χρημάτων αναγκαστικά», «πόσο αβάσταχτο είναι το πέρασμα του χρόνου», «οι μεγάλες διαδρομές έχουν πάντα κάτι καλό, καίνε τα σκουπίδια της μνήμης», «ερωτικός είναι ο άνθρωπος που δίνεται άφοβα, σέξι ο άνθρωπος που αρπάζει», «η γαλήνη της καρδιάς είναι μια τέχνη και μια απόφαση- απ’ τη στιγμή που τη θες, την κατακτάς»., «πλούσιος είναι, ίσως, αυτός που έχει την πολυτέλεια να παραμερίζει ό,τι τον δυσαρεστεί χαμογελώντας», «μερικοί άνθρωποι είναι πλούσιοι εκ γενετής», «δεν ξέρω τίποτα για τον έρωτα κατά τη διάρκεια που συμβαίνει. Τον αναγνωρίζω μόνο από την πλάτη του- όταν φεύγει». Και, «αν με ρωτήσετε τι είναι αυτό που ομορφαίνει έναν άνθρωπο, θα σας πω: τον ομορφαίνει η αποτυχία(…) Θα την αφήσεις να σε σκοτώσει ή να σε κάνει πιο δυνατό; Είναι η πιο μεγάλη ώρα της ζωής σου, η ώρα που αποφασίζεις τι θα την κάνεις την αποτυχία σου». Σκέψεις που φαίνονται αποφθεγματικές όταν απομονώνονται, αλλά δεν είναι· προκύπτουν μέσα από τον διαλογισμό που συνοδεύει τον οδοιπόρο, τον ταξιδευτή, την κίνηση σε διαφορετικά μήκη κύματος, αλλά και στις φευγαλέες «συναντήσεις» με άλλους ανθρώπους όπως τον μεσιέ Αλαίν στην Τύνιδα (άνθρωποι σαν κι εμένα είναι σχεδιασμένοι να ζούνε μόνοι) ή τη Τζούλια Τσακίρη, συνιδρύτρια των εκδόσεων «Ροδακιό».
Η πόλη Συναντάμε τον ταξιδευτή μας μακριά από τουριστικά θέρετρα, σε περιοχές ερημικές, παρακμιακές. Δε φαίνεται ωστόσο να αναζητά τη φύση. Αντίθετα, υιοθετεί τη φράση του Παβέζε από το «Ένα ωραίο καλοκαίρι», αρκεί να διασχίσω το δρόμο μιας πόλης για να παλαβώσω. Στην ίδια σελίδα: Τρώω τους ανθρώπους με τα μάτια (τι υπερθέαμα!), διαβάζω με λαχτάρα τις εφημερίδες, ψιλομεθάω σε παραθαλάσσιες καντίνες. Η ζωή είναι μια γιορτή, ούτως ή άλλως, και στο βουνό και στον κάμπο, αλλά ίσως είναι λίγο νωρίς για αποσύρσεις. Μ’ αρέσουν οι πόλεις! Το μάλε βράσε των χαρακτήρων. Το χάος. Τα μάτια των αγνώστων… Η πόλη με θέλει, η φύση δε με χρειάζεται. Και αλλού: Εκείνο που ξανάβρισκα στα σκονισμένα σοκάκια της Σούμπρα είναι αυτό που έζησα παιδί στο νησί μου, είναι η αργή ζωή.(…) Με γοητεύει, όποτε τη σκέφτομαι, εκείνη η παλιά σπατάλη της ήσυχης, αργής, επαρχιακής ζωής. Ξέρω ότι εκεί θα επιστρέψω, αλλά παρακαλώ, θα μπορούσα να πάρω μια μικρή αναβολή; Έχω ακούσει για κάτι καταπληκτικά πάρτυ στην πισίνα του Gellert, στη Βουδαπέστη, και προλαβαίνω ίσως να βγάλω εισιτήριο…
θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη (Μαγκρ/ Ν. Καββαδίας) Ο συγγραφέας δηλώνει ότι εστιάζει στη «χαρά» των ταξιδιών, στην έξαρση (-που γίνεται και έπαρση, αλαζονεία): Η χαρά είναι καλλιτέχνις- πάει μόνο σε όσους ξέρουν να τν τραγουδούν. Και το τραγούδι είναι χάρισμα- μια ειδική φιλοσοφική στάση. Μέσα σ’ αυτά τα αφηγήματα ωστόσο, που προφανώς είναι κατά χρονική σειρά, παρατηρεί κανείς μια μια ωρίμανση,μια διαφοροποίηση στα συναισθήματα. Το ερώτημα «γιατί ταξιδεύω», ή μάλλον η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έρχεται ξανά και ξανά- για να κορυφωθεί στο τελευταίο κεφάλαιο το οποίο αφιερώνεται εξ ολοκλήρου. · Σ’ όλα μου τα ταξίδια αισθάνομαι ότι σκορπιέμαι κάπως (έρχεται κάποια στιγμή που το fun εξαντλείται), ότι πετάω βέλη χωρίς να ξέρω πού να σημαδέψω. Είναι όμως ωραίο να βλέπεις κάποιοι να κερδίζουν το στοίχημα. Παίρνεις κουράγιο, παίρνεις πίστη, έστω ετερόφωτη. · Φοβάμαι ότι δεν πιστεύω ούτε καν στην ίδια τη χαρά, που επίτηδες επαναλαμβάνω χρόνια τώρα πως είναι ο μόνος σκοπός και η δόξα της ζωής- αφού συνήθως η χαρά γεννιέται από γελοίους λόγους. · Έχω φορτώσει πολύ, και πολύ θα’ θελα κι εγώ να αδειάσω. Το είπα χαριτολογώντας, αλλά το εννοώ. Έχω χορτάσει από περιποιημένους τρόπους και διαβολική ευφυΐα και φλυαρίες- χρειάζομαι την αμνήμονα στέγνια της Αραβίας, που τελικά δεν είναι αμνήμων, αλλά λακωνική και αρχαία όσο και τα άστρα- αυτά τα άστρα απόψε. · Γιατί ταξιδεύω; Πολλές φορές αναρωτήθηκα (…) κατ’ αρχάς γιατί είμαι περίεργος/ έπειτα εκλιπαρώ να μου συμβεί κάποιο θαύμα. Να στρίψω σε μια γωνιά του δρόμου και να δω αγγέλους/ παλιά πίστευα ότι ταξιδεύω από ανία. Ή από μια τάση φυγής, όταν σφίγγουν τα πράγματα. Άλλοι νομίζουν ότι ταξιδεύω όπως οι ηδονοθήρες του Grand Tour. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δε συμβαίνει πια. · Έπειτα από λίγο το είχα καταλάβει: σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό- ο ήλιος, ο πλούτος και η θρησκεία απλώς τους αλλάζουν το στάιλινγκ. Γιατί λοιπόν εξακολουθώ να ταξιδεύω; · Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ταξίδι σ’ αυτό που ήταν. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα του. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα.
Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Κυριακή, 17. Μαΐου 2009 |
|