Ένα βιβλίο στοχασμού [1] σχετικά με τα διαφορετικά επίπεδα συνειδητότητας του ανθρώπου. Ο συγγραφέας μελετά τους διαφορετικούς τρόπους αντίληψης που έχουμε για τη συνείδησή μας (τον «εαυτό») και τον κόσμο, διερευνώντας τα φράγματα που υψώνουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, με αποτέλεσμα να αποξενωνόμαστε από μας τους ίδιους, τους άλλους και το σύμπαν. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, προσπάθησε να πραγματοποιήσει μια σύνθεση και να διερευνήσει όλο το φάσμα της συνείδησης, δηλαδή τους διαφορετικούς, πολλούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε ν΄ απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος είμαι;».
Δεν υπάρχει ένα, αλλά πολλά επίπεδα ταυτότητας για ένα άτομο, και δεν έχει νόημα να αποφανθεί κάποιος αν κάποιο επίπεδο είναι «σωστότερο», «ακριβέστερο», ή πιο «αληθινό». Ο Wilber περιγράφει συνοπτικά πέντε κύριους τύπους ή επίπεδα ταυτότητας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν ποικιλίες/ αποχρώσεις (κάτι σαν το φάσμα του ουράνιου τόξου).
Έτσι λοιπόν, η φυσιολογική μας συνειδητότητα (δηλαδή αυτό που φέρνει πρόχειρα στο νου του ο καθένας όταν προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «Ποιος είμαι;») δεν είναι παρά ένας τύπος μέσα σ’ ένα σύνολο διαφορετικών μορφών συνειδητότητας. Η πιο διευρυμένη μορφή είναι η «κοσμική» ή «ενοποιημένη» συνείδηση. Ωστόσο, «τεμαχίζουμε» την εμπειρία μας και υψώνουμε φράγματα (διαχωριστικές γραμμές) στη συνείδησή μας, γύρω από τα οποία στήνονται «διαμάχες» (συγκρούσεις, άγχη, οδύνες, απελπισίες), γεγονός που οδηγεί στην αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό και στη δέσμευση ενέργειας. Η αντίστροφη πορεία (διεύρυνση της συνείδησης με την υπέρβαση των φραγμάτων) οδηγεί στην απελευθέρωση και την αυτοπραγμάτωση.
Ποιοι είναι οι γνωστότεροι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι ορίζουν τις διαχωριστικές γραμμές;
Η πιο συχνή διαχωριστική γραμμή είναι αυτή του δέρματος: το παγκόσμιο αποδεκτό όριο της διαχωριστικής γραμμής εαυτός/μη εαυτός. Ένα ακόμα όριο μέσα στον συνολικό οργανισμό είναι ο δυαδισμός ψυχής και σώματος (η βάση του δυτικού πολιτισμού). Τέλος, το άτομο πολλές φορές τοποθετεί διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε όψεις της δικής του ψυχής. Εκεί, η γραμμή πυρός βρίσκεται μέσα στην ίδια του την «ψυχή, γιατί ταυτίζεται μόνο με ορισμένες όψεις της ψυχής του (με την περσόνα), ενώ αισθάνεται το υπόλοιπο τμήμα της σαν «μη εαυτό», μια ξένη απόμακρη και τρομακτική περιοχή (σκιά)
Το άτομο έχει τη δυνατότητα να χαρτογραφήσει ξανά την ψυχή του και να βρει μέσα του περιοχές που θεωρούσε απίθανες, ανέφικτες ή ανεπιθύμητες. Εφόσον διαφορετικός τρόπος προσέγγισης είναι κάθε φορά ο κατάλληλος για να υπάρξει πρόσβαση σε διαφορετικό επίπεδο, υπάρχει και σύντομη αναφορά στις προσπάθειες του ανθρώπου να μελετήσει αλλά και να θεραπεύσει τις διαφορετικές «αποξενώσεις» του εαυτού, π. χ. η ψυχανάλυση, η διαδρασική ανάλυση, η ψυχολογία του εγώ, ο μπιχεβιορισμός κ.α. αφορούν το φράγμα που διαχωρίζει το «εγώ» στη σκιά και στην περσόνα, η θεραπεία «Γκεστάλτ», η υπαρξιακή ανάλυση, η λογοθεραπεία, η βιοενεργητική ανάλυση κλπ. είναι η κατάλληλοι τρόποι πρόσβασης στο διαχωρισμό του συνολικού οργανισμού σε «νου» και «σώμα», ενώ η ψυχολογία του Γιουνγκ και οι ανατολικές φιλοσοφίες (ινδουισμός βεντάτα, μαχαγιάνα, εσωτερικός ισλαμισμός, εσωτερικός χριστιανισμός, ταοϊσμός, ιουδαϊσμός κ.α.) στοχεύουν στη ενοποιημένη συνείδηση (εδώ το άτομο νιώθει πως είναι ένα με το σύμπαν, ο πραγματικός του εαυτός ταυτίζεται με ολόκληρη τη δημιουργία). Η ενοποιημένη ή κοσμική συνείδηση, είναι, κατά τον συγγραφέα η φύση και η ουσιαστική κατάσταση όλων των αισθανόμενων όντων.
Οποιαδήποτε διαχωριστική γραμμή είναι και μια γραμμή πυρός. Κάθε τύπος θεραπείας λοιπόν, προσπαθεί να διαλύσει ένα ιδιαίτερο τύπο φράγματος, ή κάποιο κόμπο μέσα στη συνείδηση. Η σύγκριση των διαφορετικών ειδών θεραπείας αποκαλύπτει τους διαφορετικούς τύπους φραγμάτων που υψώνονται στη συνείδηση (σελ. 12). Πολλά από τα συστήματα και τις ψυχολογικές και θρησκευτικές θεωρίες φαίνεται να αντικρούουν το ένα το άλλο, αλλά σύμφωνα με τον Wilber, οι διαφορετικές προσεγγίσεις δεν αντιμάχονται η μια την άλλη, απλώς αντανακλούν τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα επίπεδα του φάσματος της συνείδησης.
Μετά τις πρώτες σελίδες που αποτελούν μια εκτεταμένη εισαγωγή στο γενικό πνεύμα του βιβλίου, ο συγγραφέας μάς εισάγει στην έννοια της ενοποιημένης συνείδησης, της «περιοχής χωρίς φράγματα». Στη φύση δεν υπάρχουν φράγματα, αλήθεια ή ψέμα, καλό ή κακό, σωστό ή άθος, όρια ή διαχωριστικές γραμμές. Η φύση δε γνωρίζει τίποτα από τον κόσμο των αντιθέτων στον οποίο ζουν οι άνθρωποι. Η γλώσσα μας, ακόμα και η ονοματοθεσία, αποτελεί μια διαχωριστική γραμμή, μια κατασκευή αντιθέτων (φραγμάτων). Ζούμε σ’ έναν κόσμο αντιθέσεων γιατί η ζωή έχει γίνει μια διαδικασία κατασκευής διαχωριστικών γραμμών. Καθοριστική για τη συνείδηση είναι η διαχωριστική γραμμή καλού/ κακού (που παραπέμπει στο προπατορικό αμάρτημα).
Τα περισσότερα από τα προβλήματά μας είναι προβλήματα φραγμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο αγωνιζόμαστε συνήθως για να επιλύσουμε αυτά τα προβλήματα είναι η προσπάθειά μας να απαλείψουμε το ένα μέλος του ζεύγους. Προσπαθούμε π.χ. να εξαφανίσουμε το κακό, το φόβο, την αδυναμία κλπ., κι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε το φράγμα σα να είναι κάτι πραγματικό. «Ο παράδεισος ερμηνεύεται γενικά όχι σαν σημείο υπέρβασης των αντιθέτων, αλλά σαν τόπος συσσώρευσης όλων των θετικών τμημάτων των ζευγών των αντιθέτων». Ωστόσο, όλα τα αντίθετα (μέρα/ νύχτα, επιτυχία/αποτυχία, ζωή/θάνατος, καλό/κακό, παρελθόν/μέλλον, υποκείμενο/αντικείμενο, δομή/λειτουργία κ.α.), - πέραν του ότι «το θετικό ορίζεται μόνο με όρους του αρνητικού»- μοιράζονται μεταξύ τους μια υπονοούμενη ταυτότητα (όπως το κοίλο και το κυρτό, ή η αγορά και η πώληση, είναι αδιαίρετες όψεις του ίδιου συμβάντος). Τα αντίθετα μπορούν να γίνουν συμπληρωματικές όψεις της μίας και αυτής πραγματικότητας (Βον Μπερτάλανφι).
Η εσωτερική ενότητα των αντιθέτων είναι μια ιδέα που τη συναντάμε συχνά στους μυστικιστές Ανατολής και Δύσης. Αλλά και στη σύγχρονη φυσική, η κίνηση και η αδράνεια, το κύμα και το σωματίδιο, η μάζα και η ενέργεια είναι συμπληρωματικές ή διαφορετικές όψεις του ίδιου συμβάντος.
Η πραγματικότητα λοιπόν, δε βρίσκεται στον ένα από τους δυο πόλους των αντιθέτων, αλλά στην ενότητά τους. Το αντίθετο είναι σα να προσπαθούμε να κατανοήσουμε ένα κύμα με κορυφές μόνο αλλά χωρίς πυθμένες. Έτσι και σε συναισθηματικό επίπεδο, την ευχαρίστηση π.χ. δε μπορούμε να την αντιληφθούμε αν δεν αντιλαμβανόμαστε το πόνο και τη δυσκολία. Όπως λέει ο Ουάιτχεντ, χαρά και πόνος είναι απλά η αδιαίρετη κορυφή και ο πυθμένας του μοναδικού κύματος της συνείδησης. Πέρα απ’ αυτό όμως, υπάρχει ένα συναίσθημα που περιλαμβάνει και τα δυο.
Ο άνθρωπος που θέλει να απελευθερωθεί από την ψευδαίσθηση των αντιθέτων, δε βάζει πια το ένα αντίθετο να παλεύει με το άλλο, αλλά αναζητά ένα κέντρο συνείδησης που να τα υπερβαίνει και τα δυο. («Η απελευθέρωση δεν είναι απελευθέρωση από το αρνητικό, αλλά απελευθέρωση από όλο το ζεύγος των αντιθέτων», Μπαγκαβάντ Γκιτά).
Και παρακάτω (σελ. 69):
Όταν ο βουδιστής λέει ότι η πραγματικότητα είναι κενή, εννοεί κενή από φράγματα. Δεν εννοεί ότι όλες οι οντότητες απλά εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω τους ένα αγνό κενό από τίποτα, μια αδιαφοροποίητη μονιστική ανοησία. Δεν αρνείται τον κόσμο της πολλαπλότητας. Όλα τα πράγματα- όπως όλα τα αντίθετα- εμφανίζονται αλληλεξαρτώμενα και αλληλοδιαπερόμενα.
Η αποκάλυψη της χωρίς φράγματα πραγματικότητας, σημαίνει απλά να δούμε όλα τα φράγματα σαν ψευδαισθήσεις. Με αυτό τον τρόπο η διαμάχη δεν επιλύεται αλλά διαλύεται.
Εφόσον η γλώσσα μας είναι γλώσσα φραγμάτων, ο μυστικιστής αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες να περιγράψει την ανείπωτη εμπειρία της ενοποιημένης συνείδησης. Γλώσσα χωρίς φράγματα δεν είναι γλώσσα, κι έτσι από τη φύση της η δομή οποιασδήποτε γλώσσας δε μπορεί να συλλάβει τη φύση της ενοποιημένης συνείδησης. Για τον μυστικιστή ο εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση, δε μπορούμε να δούμε τον «Απόλυτο Παρατηρητή», τον εσώτερο εαυτό∙ «δε μπορώ να έχω την εμπειρία του, γιατί είναι κάθε πράγμα που αντιλαμβάνομαι ως εμπειρία», γιατί «το σώμα μου είναι ο κόσμος και αυτό που κοιτάζω έξω από μένα είναι, ό, τι βλέπω μέσα μου». Η άποψη αυτή συνάδει με τη διαπίστωση της σύγχρονης επιστήμης ότι «ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο/πείραμα κλπ.» [2]
Στη διερεύνηση της περιοχής «δίχως φράγματα», ο συγγραφέας κάνει πάλι αναφορά και στη σύγχρονη επιστήμη, όπου με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ τα κλασικά φράγματα της παλαιάς φυσικής συντρίφτηκαν.
Σύγκλιση στον ανατολικό και δυτικό τρόπο σκέψης υπάρχει και όσο αφορά το χρόνο: ο θεμελιωτής της κβαντομηχανικής Έρβιν Σρέντιγκερ είπε «αιώνια και παντοτινά υπάρχει μόνο το τώρα, το ένα και το ίδιο τώρα. Το παρόν είναι η μοναδική κατάσταση που δεν έχει τέλος».
Η αιωνιότητα δεν είναι η συνείδηση του χρόνου που διαρκεί για πάντα, αλλά η συνείδηση χωρίς χρόνο, το άχρονο. Το να ζει κανείς στο άχρονο παρόν, δεν έχει καμιά σχέση με το ψυχολογικό τέχνασμα της λησμονιάς του χθες και του αύριο. Ο μυστικιστής λέει ότι δεν αγνοούμε το παρελθόν και το μέλλον, αλλά το παρελθόν και το μέλλον είναι ψευδαισθητικά προϊόντα του συμβολικού φράγματος που χτίσαμε πάνω στο αιώνιο τώρα. Η άμεση συνείδηση είναι άχρονη (όπως π.χ. η ακοή). Με λίγα λόγια κανείς δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τον χρόνο για να βγει έξω από τον χρόνο. Η προσπάθεια εστίασης της προσοχής στο παρόν απαιτεί κάποιο …μέλλον. Γι’ αυτό δε μπορούμε βέβαια να καταστρέψουμε το χρόνο μέσα από το χρόνο, δε μπορούμε να καταστρέψουμε τις ψευδαισθήσεις μας, μόνο να τις αναγνωρίσουμε.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε ποτέ το ίδιο το παρελθόν, γνωρίζουμε μόνο τις αναμνήσεις του παρελθόντος και αυτές οι αναμνήσεις υπάρχουν μόνο ως παρούσα εμπειρία. Η συνείδηση του χρόνου οφείλεται στη μνήμη. Η μνήμη είναι από μόνη της μια παρούσα εμπειρία. Το άτομο προσκολλάται στη μνήμη του σα να είναι αληθινή, ενώ η μνήμη είναι απλά ένα τμήμα της παρούσας εμπειρίας.
Το «αιώνιο παρόν» των μυστικιστών (nunc stans) είναι η χωρίς φράγμα στιγμή. Δεν έχει φράγματα επειδή το παρελθόν σαν μνήμη και το μέλλον σαν προσδοκία βρίσκονται μέσα του και όχι γύρω του. Είναι ελεύθερος να σκεφτεί το παρελθόν και το μέλλον, αλλά αυτή καθαυτή η σκέψη είναι παρόντα συμβάντα. Το πρόβλημα που παραμένει είναι ότι ταυτιζόμαστε με τις αναμνήσεις αυτές σα να ενσωματώνουν τη γνώση ενός πραγματικού παρελθόντος.
Το δεύτερο μισό του βιβλίου πραγματεύεται και αναλύει πιο διεξοδικά τον τρόπο ανάπτυξης των φραγμάτων. Δίνει έμφαση στο «πρωταρχικό φράγμα» το οποίο διαιρεί την ενοποιημένη συνείδηση και τη μετατρέπει σε υποκείμενο-αντικείμενο, παρατηρητή –παρατηρούμενο, οργανισμό - περιβάλλον κλπ. Το άτομο δεν είναι πλέον ο κόσμος, απλά τον αντικρίζει. Το εξωτερικό περιβάλλον γίνεται απειλή και τότε γεννιέται ο φόβος του θανάτου.
Ξεκινά από το κοινό ερώτημα: «Γιατί να υπάρχει πρωταρχικό φράγμα;» ή «τι υπήρχε πριν;»Αν υπάρχει όμως μια αιτία για το πρωταρχικό φράγμα ( προπατορικό αμάρτημα, Μπιγκ Μπαγκ κλπ.), τότε αυτή θα είναι το νέο πρωταρχικό φράγμα. Η μόνη απάντηση, όπως λέει ο συγγραφέας είναι πως δεν υπάρχει γιατί.
Στη διαδικασία δημιουργίας των φραγμάτων σε όλο το φάσμα της συνείδησης, όπως προειπώθηκε, ο άνθρωπος ταυτίζεται ενίοτε με ολόκληρη (ψυχή/σώμα) την ψυχοφυσική του ύπαρξη. Το επίπεδο συνείδησης όπου η ταυτότητα του ατόμου βρίσκεται στο επίπεδο του συνολικού οργανισμού ονομάζεται κένταυρος (ο κένταυρος δεν είναι ένας καβαλάρης που ελέγχει το άλογο του , αλλά ένας καβαλάρης ταυτισμένος με το άλογό του). Με τη δημιουργία του νέου «φράγματος συνείδησης» το σώμα μετατρέπεται σε ιδιοκτησία, ο αναβάτης περιορίζει το ρόλο του σώματος στο ρόλο του ηλίθιου κτήνους, του ελεγχόμενου, του αλόγου. Χάνει την επαφή με την ενότητα του σώματος και του νου, του συναισθήματος και της προσοχής που χαρακτηρίζει τον κένταυρο. Το άτομο ταυτίζεται μόνο με τις πράξεις που είναι εκούσιες κι ελεγχόμενες. Οποιοδήποτε εμπόδιο, οποιαδήποτε ένταση ή πίεση στο σώμα αποτελεί μυϊκή κατακράτηση κάποιας απαγορευμένης παρόρμησης ή συναισθήματος. Ακόμα κι αν έχουμε αποδεχτεί σκοτεινές πλευρές το εαυτού μας κι έχουμε επεκταθεί από την περσόνα στο «εγώ», ίσως αντιληφθούμε ότι κατά κάποιο τρόπο μας λείπει η αίσθηση του βάθους, ένα γεμάτο νόημα συναίσθημα.
Στο τρίτο επίπεδο το φράγμα τοποθετείται μέσα στο ίδιο το εγώ, προκαλώντας ένα διχασμό, μια διάσπαση του εγώ στη σκιά και την περσόνα. Στο επίπεδο της περσόνα, όλες οι πιέσεις είναι αποτέλεσμα προβαλλόμενων παρορμήσεων. Το άτομο, προσπαθώντας να κάνει περισσότερο αποδεκτή/υποφερτή την εικόνα του εαυτού του στον ίδιο του τον εαυτό, απαρνείται διάφορες όψεις του εαυτού του.
Ο συγγραφέας ασχολείται λεπτομερειακά με το επίπεδο της περσόνα και το κενταυρικό επίπεδο, ψυχολογικές καταστάσεις λίγο ως πολύ γνωστές και από τα δυτικά συστήματα ψυχολογίας, όπως επισημάνθηκε και στην αρχή. Ήδη όμως, στο κενταυρικό επίπεδο, ζει, όχι ακόμα στο nunc stans, το «αιώνιο παρόν», αλλά στο nunc fluens, στο φευγαλέο και συγκεκριμένο, ζωντανό παρόν που δεν εξαρτάται ούτε από το χτες, ούτε από το αύριο, αλλά εκπληρώνεται μέσα στη στιγμή. Βρίσκεται όλο και πιο κοντά στην αυτό- πραγμάτωση, σε μια βαθύτερη ολότητα, όπου πέρα από το εγώ, βρίσκεται εκείνο το νόημα που παρουσιάζεται όταν το άτομο περισσότερο υπάρχει, παρά κάνει. Γι’ αυτό το λόγο, οι θεραπευτές του επιπέδου του κενταύρου, οι υπαρξιστές, ενδιαφέρονται τόσο πολύ για το νόημα της ζωής. Η ίδια η διαδικασία της ζωής δημιουργεί χαρά. Το νόημα (…) βρίσκεται στα εσωτερικά ακτινοβόλα ρεύματα της ύπαρξής μας και την απελευθέρωση και σχέση αυτών των ρευμάτων με τον κόσμο, τους φίλους, την ανθρωπότητα, με το ίδιο το άπειρο.
Στα δυο τελευταία κεφάλαια, ο συγγραφέας επανέρχεται στο επίπεδο όπου αρχίζουμε να συλλαμβάνουμε κάποια επίγνωση που υπερβαίνει το άτομο, σε περιοχές που τις ονομάζει υπερπροσωπικές. Πρώτος ευρωπαίος ψυχολόγος που εξερεύνησε σημαντικές όψεις του υπερπροσωπικού βασιλείου είναι ο Γιουνγκ. Μελετώντας τη μυθική σκέψη, έδειξε ότι υπάρχουν σε κάθε μέλος της ανθρώπινης φυλής κάποιες έμφυτες ψυχικές δομές, πρωταρχικές εικόνες (αρχέτυπα). Είναι ένας τρόπος σύλληψης της πραγματικότητας, συλλογικής και υπερβατικής. Το άτομο δεν ταυτίζεται πια με το εγώ του, δεν πνίγεται από τα προσωπικά του προβλήματα, ο βαθύτερος εαυτός τα υπερβαίνει και παραμένει ανέγγιχτος. Είναι μάρτυρας των σκέψεων, συναισθημάτων, αισθημάτων και επιθυμιών. Δεν απειλείται από τρέφει, δεν το πολεμά, δεν του αντιστέκεται, το αποδέχεται και το αφήνει να κινείται όπως θέλει! Παρακολουθεί τις ελπίδες, τις επιθυμίες, τις οδύνες γνωρίζοντας ότι δεν είναι αυτό ο «πραγματικός» εαυτός.
Η παγκόσμια ευσπλαχνία για την οποία μιλούν τόσο συχνά οι μυστικιστές πηγάζει απ αυτόν τον τύπο υπερπροσωπικής διαίσθησης. Στο υπερπροσωπικό επίπεδο αρχίζουμε ν’ αγαπάμε τους άλους όχι επειδή μας αγαπούν, μας προσφέρουν επιβεβαίωση, αντανακλούν τους εαυτούς μας κλπ. αλλά επειδή εκείνοι είναι εμείς.
Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο «Η απόλυτη κατάσταση συνείδησης», αναδεικνύεται ότι η προσέγγιση της ενοποιημένης συνείδησης είναι ανέφικτη γιατί δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε σε κείνο που ήδη υπάρχει, δεν υπάρχει μονοπάτι που να οδηγεί στην τελική αλήθεια. Στην περιοχή χωρίς φράγματα τα πράγματα είναι διαφορετικά, και φαίνεται ότι συστήματα της ανατολής όπως Ταό, Ζεν κλπ. έχουν συλλάβει ότι η ενοποιημένη συνείδηση δεν είναι τόσο το ιδιαίτερο κύμα όσο το ίδιο το νερό. Δεν υπάρχει μονοπάτι προς το Απόλυτο, ούτε τρόπος να αποκτηθεί η ενοποιημένη συνείδηση.
[1]
Δύσκολα μπορεί κανείς να εντάξει το βιβλίο αυτό αποκλειστικά στην
«ψυχολογία», γιατί αγγίζει και τη φιλοσοφία (γνωσιολογία;) αλλά και τον
μυστικιστικό τρόπο του ανατολικής σκέψης (Ταό, Ζεν κλπ.). Λόγω έλλειψης
εμπειρίας στο χειρισμό εννοιών, παραθέτω πολλά αποσπάσματα, που διακρίνονται
από τα πλάγια γράμματα
[2]Η σύγκλιση του «δυτικού» και
«ανατολικού» τρόπου σκέψης είναι διάχυτη στο βιβλίο, του οποίου το πνεύμα
μου θύμισε έντονα το «Ταό και φυσική» του Capra