|
|
Γιούαν Ίαν Μακ, Σάββατο
Πρόκειται για μια λεπτομερέστατη και αναλυτικότατη περιγραφή ενός …Σαββάτου, μιας μέρας «ξεκούρασης» δηλαδή, ενός μεγαλογιατρού (νευροχειρούργου εγκεφάλου), ιδωμένης από την δική του καθαρά εσωτερική σκοπιά, αν και η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Τον παρακολουθούμε από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του, πολύ πριν ξημερώσει, και η περιγραφή κάθε μύχιας σκέψης και αντίδρασης είναι τόσο λεπτομερειακή, που αναγκαστικά γίνονται αναφορές σ’ όλο του το παρελθόν, τις συνήθειες κ.λ.π. Είναι σαν να βρίσκεται δίπλα μας και να μας αφηγείται, δίνοντας όλες τις πληροφορίες, τις εξηγήσεις που χρειάζονται, για να καταλάβουμε τα συναισθήματά του και τη συμπεριφορά του. Έχει ενδιαφέρον φυσικά αυτή η ανάλυση, όπου αναγνωρίζει κανείς δικές του προσωπικές αδιόρατες και ανείπωτες εσωτερικές καταστάσεις. Η αφήγηση κυλά αργά, καθώς η καταγραφή του τρόπου συνειδητοποίησης των γεγονότων επιβραδύνει τον «πραγματικό χρόνο». Τα γεγονότα αυτά καθαυτά έχουν ενδιαφέρον: ασφαλώς, δεν είναι ένα τυχαίο ή αδιάφορο Σάββατο! (αν, κι αυτό ακόμα θα μπορούσε να’ χει ενδιαφέρον, βλέπε Προυστ). Δεν έχει σημασία, βέβαια, να καταγράψω ένα προς ένα τα γεγονότα αυτά, σημασία έχει η οπτική γωνία, δηλαδή ο τρόπος που προτείνει έμμεσα ο συγγραφέας να βλέπει καθένας τη ζωή του. Σε γενικές γραμμές, η οικογένεια είναι μια όαση χαράς για τον ήρωα (Μια ζωή δεν θα έφτανε για να βρει άλλη γυναίκα που μαζί της θα μάθαινε να είναι τόσο ελεύθερος, που θα μπορούσε να την ικανοποιήσει με τόση ελευθερία και ικανότητα. Από κάποιο κουσούρι στον χαρακτήρα του, στο σεξ η οικειότητα τον ερεθίζει πιο πολύ απ’ το καινούριο. Υποπτεύεται πως μέσα του υπάρχει κάτι το μουδιασμένο ή ελαττωματικό ή συνεσταλμένο. Ένα σωρό φίλοι του έχουν περιπέτειες με νεότερες γυναίκες). Τα παιδιά του, μεγάλα πια, δίνουν αφορμή για σύντομα «δοκίμια» πάνω στη λογοτεχνία (η κόρη του σπουδάζει κάτι σχετικό) και στη μουσική (ο γιος του, αντίστοιχα, είναι μουσικός). Αυτά τα σημεία έχουν για μένα και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: ο ήρωάς μας, δεν αγαπά τη λογοτεχνία, αλλά κάνει φιλότιμες προσπάθειες να πλησιάσει την κόρη του διαβάζοντας τα βιβλία που της προτείνει: Σελ. 103: …με την καθοδήγηση της Νταίζης ο Χένρυ έχει διαβάσει όλη την Άννα Καρένινα και την Μαντάμ Μποβαρύ, δυο αναγνωρισμένα αριστουργήματα. Αφοσιώθηκε στην πλούσια πλοκή αυτών των περίπλοκων παραμυθιών, χάνοντας πολλές ώρες από τον πολύτιμο χρόνο του. Και τι κατάλαβε τελικά; (…) Αν, όπως είπε η Νταίζη, η ιδιοφυία έγκειται στη λεπτομέρεια, τότε δεν τον συγκίνησε. Οι λεπτομέρειες ήταν αρκετά ταιριαστές και πειστικές, αλλά σίγουρα όχι και τόσο δύσκολο να τις συγκεντρώσεις αν ήσουν παρατηρητικός και είχες την υπομονή να τις καταγράψεις όλες. Αυτά τα βιβλία ήταν προϊόντα σταθερής, χειρωνακτικής συσσώρευσης. Στη συνέχεια συγκρίνει την κλασική λογοτεχνία με τον μαγικό ρεαλισμό: Τι έκαναν αυτοί οι διάσημοι συγγραφείς- ενήλικες άντρες και γυναίκες του 20ου αιώνα- προσδίδοντας υπερφυσικές δυνάμεις στα πρόσωπα των έργων τους; Δεν μπόρεσε ποτέ να διαβάσει μέχρι τέλους ούτε ένα από κείνα τα ενοχλητικά ζαχαρωτά. Και ήταν γραμμένα για ενήλικες, όχι για παιδιά.(…) Το πραγματικό, και όχι το μαγικό, πρέπει να είναι η πρόκληση. Αυτή η λίστα με τα βιβλία έπεισε τον Περόουν πως το υπερφυσικό είναι το καταφύγιο μιας ανεπαρκούς φαντασίας, μια εγκατάλειψη του καθήκοντος, μια παιδιάστικη αποφυγή των δυσκολιών και των θαυμάτων του πραγματικού, της απαιτητικής αναπαράστασης του πειστικού. «Όχι άλλους νάνους τυμπανιστές», την ικέτευσε στο γράμμα του, αφού πρώτα της έγραψε τον εξάψαλμο. «Σε παρακαλώ, όχι άλλα φαντάσματα, αγγέλους, σατανάδες και μεταμορφώσεις. Όταν οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, τίποτε δεν έχει νόημα. Για μένα, όλα αυτά είναι κακογουστιά». Με βρίσκει σύμφωνη αυτή η διατύπωση για τα υπερβολικά ευφάνταστα έργα όχι όμως για τα έργα μαγικού ρεαλισμού, όπου κατά τη γνώμη μου το περιεχόμενο δεν εξαντλείται στην φανταστική πλοκή. Για το μυθιστόρημα, γενικότερα, σκέφτεται αυτός ο καθαρά επιστημονικός και ορθολογικός νους: Μέχρι τώρα, οι λίστες της Νταίζης τον έχουν πείσει πως το μυθιστόρημα είναι υπερβολικά ανθρώπινα ελαττωματικό, υπερβολικά εκτεταμένο και αμεθόδευτο για να εμπνεύσει καθαρό θαυμασμό για το μεγαλείο της ανθρώπινης επινοητικότητας, για το ακατόρθωτο που πραγματοποιείται με τρόπο εκθαμβωτικό. Ίσως μόνο η μουσική έχει τέτοια αγνότητα. Για τη μητέρα του (σελ. 224): Η Λίλιαν Περόουν δεν ήταν ηλίθια ή ασήμαντη, η ζωή της δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτός, ως νεαρός, δεν έχε κανένα δικαίωμα να είναι συγκαταβατικός απέναντί της. Όμως τώρα είναι πολύ αργά για να ζητήσει συγνώμη. Αντίθετα με τα μυθιστορήματα της Νταίζη, οι στιγμές του επακριβούς απολογισμού, σπανίζουν στην πραγματική ζωή. Τα ζητήματα παρερμηνείας συχνά δεν λύνονται. Ούτε παραμένουν επιτακτικά άλυτα. Απλώς ξεθωριάζουν. Οι άνθρωποι δεν θυμούνται καλά, ή πεθαίνουν, ή πεθαίνουν τα ζητήματα και άλλα παίρνουν τη θέση τους. Αντίστοιχες εσωτερικές σκέψεις κάνει ο Περόουν όταν παρακολουθεί το συγκρότημα του γιου του: (σελ. 246) Υπάρχουν αυτές οι σπάνιες στιγμές όπου οι μουσικοί αγγίζουν μαζί κάτι γλυκύτερο απ’ όσο είχαν ανακαλύψει στις πρόβες ή στην συναυλία, πέρα από το απλό στοιχείο της συνεργασίας ή των τεχνικών γνώσεων, όταν η έκφρασή τους γίνεται αβίαστη και γεμάτη χάρη, όπως η φιλία ή ο έρωτας. Αυτό συμβαίνει όταν μας αφήνουν να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε, στον καλύτερο εαυτό μας, και σ΄ έναν αδιανόητο κόσμο, όπου δίνεις ό,τι έχεις στους άλλους, αλλά δεν χάνεις τίποτα απ’ τον εαυτό σου. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου, και γενικότερα του Μακ Γιούαν , είναι η παράθεση εξαιρετικά αναλυτικών στοιχείων όσον αφορά τις ασχολίες των ηρώων, π.χ. φοβερές λεπτομέρειες ιατρικού χαρακτήρα ή όσον αφορά τη μουσική. Πολλές φορές είναι υπερβολικές και κουραστικές, αλλά κατά κανόνα γραμμένες με έξυπνο και ενδιαφέροντα τρόπο. Ιδιαίτερα οι λεπτομέρειες που αφορούν τη τέχνη (μουσική και λογοτεχνία εδώ) με ενδιαφέρουν άμεσα. Βρίσκεται ωστόσο στο όριο να νομίζει κανείς ότι το μυθιστόρημα είναι μια πρόφαση για να αναπτύξει ιδέες και θεωρίες. Νομίζω ότι δεν έχει υπερβεί τα εσκαμμένα. Άλλωστε, δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο Σάββατο, όπως θα περίμενε κανείς: Υπάρχει ένα κεντρικό έκτακτο επεισόδιο, αρκετά καθοριστικό για την μετέπειτα εξέλιξη των σχέσεων της οικογένειας. Η ζωή του πρωταγωνιστή απειλείται, μάλιστα δυο φορές και παρακολουθούμε τη μεταμόρφωσή του μέσα από το βασικό αυτό επεισόδιο όπου υπάρχει ανακατεμένο το στοιχείο της ενοχής με την ευθύνη (ο γιατρός, ως νευροχειρούργος εγκεφάλου, ξέρει περισσότερα για τον Μπάξτερ που του απείλησε τη ζωή από τον ίδιο τον Μπάξτερ). Ο Μπάξτερ έτσι, γίνεται σχεδόν συμπρωταγωνιστής, εφόσον για κείνον η σχέση του με τον γιατρό- θύμα αποβαίνει σχέση ζωής-θανάτου. Το βιβλίο γίνεται πολύ ενδιαφέρον όσο αφορά την «πλοκή» και γλιτώνει από το να γίνει θεωρητικό κατασκεύασμα- ή μάλλον άθροισμα- θεωριών. Αντιγράφω κι ένα ακόμα δευτερεύον σημείο που μου άρεσε, σε σχέση με τον θάνατο της μητέρας του Περόουν: (σελ. 387) Τους πήρε μια μέρα να διαλύσουν την ύπαρξη της Λίλυ. Αποσυναρμολογούσαν το σκηνικό μιας παράστασης, ενός μονοπρόσωπου οικιακού μονόπρακτου, χωρίς την έγκριση του θιάσου. (…) Αλλά η ζωή της, όλες οι ζωές του φαίνονταν ασήμαντες βλέποντας πόσο γρήγορα, με πόση ευκολία, όλα τα εξωτερικά σημάδια, όλες ποι λεπτομέρειες μιας ολόκληρης ζωής μπορούσαν να συσκευαστούν και να πεταχτούν στα σκουπίδια. Καθώς τα ράφια και τα συρτάρια άδειαζαν, και τα κουτιά και οι σακούλες γέμιζαν, κατάλαβε ότι, στην πραγματικότητα, κανείς δεν κατέχει τίποτα. Τα πράγματά μας θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από μας, στο τέλος θα τα εγκαταλείψουμε. Δούλεψαν όλη τη μέρα κι έβγαλαν έξω εικοσιτρείς σακούλες για τους σκουπιδιάρηδες. Το βιβλίο τελειώνει με την εκπνοή της μέρας, όταν ο ήρωας κλείνει τα μάτια του για ν’ αποκοιμηθεί. Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 23. Μαρτίου 2007 |
|