|
|
Γιούαν Μακ Ίαν, Έμμονη αγάπη
Συναρπαστικό από την πρώτη σελίδα. Για την ακρίβεια, οι πρώτες αράδες, αλλά και οι πρώτες πενήντα –περίπου- σελίδες είναι γραμμένες με το ύφος του αφηγητή που έζησε κάτι τρομερό, θέλει να το αφηγηθεί ακριβώς όπως το βίωσε, προοικονομεί αυτό που αισθάνεται τώρα (που έχει «τελειώσει» η περιπέτεια), και σου ανακινεί, επομένως, συνέχεια το ενδιαφέρον, με φράσεις του τύπου: «Αυτή ήταν η κρίσιμη στιγμή, το ακριβές σημείο στο χάρτη του χρόνου: εγώ άπλωνα το χέρι μου», … ή «στραφήκαμε ν’ αγναντέψουμε τον αγρό και διακρίναμε τον κίνδυνο» …ή «Η μεταμόρφωση ήταν απόλυτη», « Τι βλακεία, να τρέξω να μπλεχτώ σ’ αυτήν την ιστορία» κ.α. Το κυριότερο, δεν σε διαψεύδει. Η ιστορία, όταν τη συναρμολογήσεις, είναι όντως αφ’ εαυτής «τρομερή», μοναδική κι ανεπανάληπτη, αφορμή για επαναπροσδιορισμό σχέσεων κι αντιλήψεων περί ζωής και θανάτου. Δεν πρόκειται μόνο για τον παράλογο και μάταιο θάνατο του άγνωστου Λόγκαν, που άθελά τους τον προκάλεσαν οι υπόλοιποι ( μαζί κι ο ήρωάς μας), αλλά το μοιραίο αυτό γεγονός ήταν η αφορμή να εμπλακεί ο πρωταγωνιστής με τον Πάρι, έναν παράξενο και ψυχαναγκαστικό τύπο, που φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή του και αποτελεί οριακό σημείο αναφοράς. (σελ. 37): Όσο επιστημονικά ενημερωμένος κι αν θεωρούμε τους εαυτούς μας, ο φόβος και το δέος που νιώθουμε μπροστά σ’ έναν νεκρό εξακολουθούν να μας προκαλούν έκπληξη. Στην παραγματικότητα, ίσως εκείνο που μας εκπλήσσει είναι η ζωή. (σελ. 48): Ο Λόγκαν πέθανε μάταια- ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που βρισκόμασταν σε κατάσταση σοκ. Καμιά φορά, οι καλοί άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν, όχι επειδή η καλοσύνη τους περνάει δοκιμασία, μα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τίποτα, κανείς για να την εκτιμήσει. Κανένας εκτός από μας. Όταν πια κατασίγασαν τα γεγονότα, το σοκ, οι τύψεις, οι αναδιευθετήσεις, ο πρωταγωνιστής με τη γυναίκα του: (σελ. 52): Συναισθηματική αλληλοϋποστήριξη, σεξ, σπιτική θαλπωρή, κρασί, φαγητό, κοινωνικές σχέσεις- θέλαμε να επανασυγκροτήσουμε τον κόσμο μας ολόκληρο. (…) τη διηγηθήκαμε όπως κάνουν οι παντρεμένοι, που μονολογεί πρώτα ο ένας, με τον άλλον να τον διακόπτει όλο και πιο συχνά, αναγκάζοντάς το τελικά να παραδώσει τη σκυτάλη. Αρκετές στιγμές μιλούσαμε ταυτόχρονα, μολαταύτα η ιστορία μας κέρδιζε σε συνοχή· είχε μορφή και τώρα περιγραφόταν από θέση ασφαλείας. Έβλεπα τα ανήσυχα, έξυπνα πρόσωπα των φίλων μας να μελαγχολούν, καθώς άκουγαν τη διήγησή μας. Το σοκάρισμά τους δεν ήταν παρά μια απλή σκιά του δικού μας· έμοιαζε περισσότερο με μια φιλότιμη μίμηση αυτού του συναισθήματος και γι ‘ αυτό το λόγο υπήρχε ο πειρασμός της υπερβολής στην προσπάθειά τους να ρίξουν ένα σκοινί από υπερθετικά πάνω από την άβυσσο που χώριζε το βίωμα από την αναπαράστασή του με τη μορφή ανεκδότου. Τις επόμενες μέρες και βδομάδες, η Κλαρίσα κι εγώ διηγηθήκαμε την ιστορία μας πολλές φορές σε φίλους, συναδέλφους και συγγενείς. Παρατήρησα ότι χρησιμοποιούσα τις ίδιες φράσεις, τα ίδια επίθετα, με την ίδια σειρά. Είχαμε φτάσει στο σημείο ν’ απαριθμούμε τα γεγονότα χωρίς να τα ξαναζούμε, ούτε σε ελάχιστο βαθμό, χωρίς ούτε να τα θυμόμαστε. Η παθολογική «αγάπη» και η ενοχλητική παρέμβαση του Πάρι στην ιδιωτική ζωή του Τζο (με τηλεφωνήματα, επιστολές και παρακολούθηση του σπιτιού) γίνεται εφιάλτης, αρχικά του δημιουργεί συναισθήματα πανικού και διαβρώνει τη ηρεμία του αλλά και τη σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία (πολύ σπαστικιά) όχι μόνο αντιδρά εγωιστικά και σπασμωδικά και δεν τον υποστηρίζει, αλλά δεν τον πιστεύει και του δημιουργεί πρόσθετα συναισθήματα ανασφάλειας. Η εμμονή γίνεται τόσο έντονη, και είναι παρουσιασμένη με τέτοιο τρόπο που κάποια στιγμή υποψιάζεται ο αναγνώστης ότι ο αφηγητής- ήρωας είναι που έχει το ψυχολογικό πρόβλημα κι ότι η γυναίκα του έχει δίκιο. Τα συναισθήματά του, βέβαια, μετά το ψυχολογικό σοκ αλλά και την ψυχρότητα με την Κλαρίσα είναι ευάλωτα και ενδόμυχα ίσως τον κολακεύει η προσέγγιση του Πάρι. Έτσι, βλέπουμε την εσωτερική πάλη του πρωταγωνιστή απέναντι σε «τέρατα» που δεν μπορεί να ελέγξει, και με ανακούφιση διαπιστώνουμε ότι δικαιώνεται στο τέλος , μέσα από το επεισόδιο της απόπειρας δολοφονίας του από τον Πάρι (ανακούφιση γιατί αν όλα ήταν ψυχολογική προβολή ή τέλος πάντων πρόβλημα του Τζο, θα ήταν πολύ …ανόητο, πολύ «αμερικάνικο»!!) (σελ. 215): Ήταν ένα λάθος. Τίποτα προσωπικό. Είχε κάνει μια συμφωνία με κάποιους κι αυτοί τα θαλάσσωσαν. Εμένα θα’ πρεπε να είχαν πυροβολήσει. Όμως δεν ένιωθα τίποτα, ούτε μια σπίθα δικαίωσης. Όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή πριν εφευρεθούν τα συναισθήματα, πριν διαιρεθεί η σκέψη, πριν από τον πανικό και την ενοχή και όλες τις επιλογές που είχε ο άνθρωπος. Φυσικά, κανείς δεν είδε κι ερμήνευσε τα γεγονότα όπως τα είδε ο Τζο!! Έτσι, ενώ ως αφηγητής μας έχει πείσει ότι ο Πάρις ήταν που έδωσε εντολή να τον πυροβολήσουν, αλλά από λάθος πυροβολήθηκε άλλος, ούτε η Κλαρίσα, ούτε οι ανακριτές τον ….πιστεύουν!! (σελ. 223): Ένιωσα μια γνώριμη αίσθηση απογοήτευσης. Κανένας δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε τίποτα. Ζούσαμε σ’ ένα χάος από μισοαλήθειες και ανακρίβειες· τα δεδομένα των αισθήσεών μας έφταναν στον εγκέφαλο παραμορφωμένα από ένα πρίσμα επιθυμιών και πεποιθήσεων που δεν άφηνε ανεπηρέαστη ούτε τη μνήμη μας. Βλέπαμε και θυμόμασταν ό, τι μας ευνοούσε και στην πορεία πείθαμε ανάλογα τους εαυτούς μας. Η αυστηρή αντικειμενικότητα, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορούσε τους εαυτούς μας, υπήρξε πάντα μια καταδικασμένη στρατηγική. Είμαστε απόγονοι αγανακτισμένων, παθιασμένων αφηγητών, που προσπαθώντας να πείσουν τους άλλους με μισοαλήθειες, έπειθαν ταυτόχρονα και τους εαυτούς τους. (…) Όταν δε μας συμφέρει, δε μπορούμε να συμφωνήσουμε σ’ αυτό που υπάρχει μπροστά μας. Και παρακάτω: Όπως κατέβαινα βιαστικά το διάδρομο, μου ήρθε ξανά εκείνη η αίσθηση συρρίκνωσης και απομόνωσης. Ίσως ήταν αυτολύπηση τελικά: ένας μανιακός προσπαθούσε να με σκοτώσει και το μόνο που είχε να μου προσφέρει ο νόμος ήταν το Προζάκ. Έτσι αρχίζει η διαδικασία αυτοάμυνας κι αυτοδικίας (ο απομονωμένος Τζο βρίσκει κάποιο όπλπ και κυκλοφορεί πια μ’ αυτό). Για να μην τα πολυλογώ, ο Πάρις πάσχει από το λεγόμενο σύνδρομο Clerambauld («ανθρωποερωτική ιδεοληψία με θρησκευτικές προεκτάσεις»). Η μανία του τον οδηγεί φυσικά στα άκρα, απειλεί με όπλο την Κλαρίσα, ομολογεί μπροστά της την απόπειρα δολοφονίας, απειλεί ν’ αυτοκτονήσει. Τόσο ενδιαφέρον δεν είχε για μένα η κατάληξη της ιστορίας και η δικαίωση του ήρωα, όσο το ότι η πλοκή αυτή αποκάλυψε την προσωπικότητα του Τζο αλλά και της Κλάρίσα (πράγματι απαράδεκτη): Από τη δική μου πλευρά, εκτός από το στρες, τα γεγονότα επιβεβαίωσαν μεμιάς τόσες φριχτές μου υποψίες, ώστε η δικαίωση δεν μου έδωσε αρχικά καμιά παρηγοριά. Αντίθετα, ένιωθα να με παραλύει μια επίπεδη και στενάχωρη αίσθηση πένθους. Ήταν ένας ήρεμος θυμός, που δυσκολευόμουν ακόμα περισσότερο να τον αντέξω ή να τον εκφράσω, επειδή διαισθανόμουν ότι το να έχω δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση σήμαινε ταυτόχρονα ότι η αλήθεια κολλούσε πάνω μου σαν μίασμα. Η διαίσθηση του ήρωα ότι αυτό το επεισόδιο θα έφερνε το οριστικό τέλος της σχέσης του με την Κλαρίσα, επιβεβαιώνεται. Πώς όχι; Ο συγγραφέας δείχνει συνέπεια ως προς αυτό, δεν αφήνει κενά. Οι υπεραναλυτικές του περιγραφές μάς έχουν προετοιμάσει και δε μας εκπλήσσει η αψυχολόγητη αντίδραση της Κλαρίσα, να …. ζητήσει και τα ρέστα από πάνω. Του στέλνει μια επιστολή όπου διακρίνεται γι’ άλλη μια φορά ο υπέρμετρος αλλά καλυμμένος, «πολιτισμένος» εγωισμός της. Η υπόθεση «κλείνει», όπως κλείνει και το πληγωμένο πένθος τη γυναίκας του νεκρού που μαθαίνει ότι , όχι , ο άντρας της δεν ήταν με άλλη γυναίκα τη μέρα του θανάτου του. Ήταν δηλαδή ένα ολοκληρωμένο και ισορροπημένο βιβλίο και από άποψη πλοκής αλλά και ψυχογραφικού ενδιαφέροντος.
επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 20. Απριλίου 2007 |
|