φιλολογικές σελίδες

[αρχική]  [αρχαία ελληνικά]  [έκθεση - έκφραση]  [λογοτεχνία]  [ιστορία]  [διάφορα]  [σύνδεσμοι]

Το «ελληνίζειν» και ο δήμος των παιδιών

Παντελής Μπουκάλας

και άλλα κείμενα για τη γλώσσα .zip

 

Mπορεί άλλοι να γκρινιάζουν για την «κατάντια της γλώσσας μας», κι άλλοι να μοιρολογούν γιατί βιάζονται να πιστέψουν ότι κείται νεκρή εκεί όπου υψώνεται το ζωηρότατο σώμα της, ωστόσο η γλώσσα συνεχίζεται, επειδή, απλώς, η ζωή συνεχίζεται. Aν έχει κανείς περίεργο μάτι, μπορεί να διαπιστώσει διαβάζοντας (στην καλή λογοτεχνία, στις μεταφράσεις, στη φιλοσοφία, στη δημοσιογραφία, στα περιοδικά ειδικών επαγγελματικών ή επιστημονικών τομέων, ακόμη και στις μικρές αγγελίες, όπου ο στενός χώρος υποχρεώνει το συντάκτη να απελευθερώσει όλη τη λεξιπλαστική του φαντασία) ότι καινούργιες λέξεις-κλαδιά ξεφυτρώνουν ανελλιπώς στον παλιό κορμό. Άλλες αντέχουν, αφομοιώνονται και γίνονται κοινές, κι άλλες εκπίπτουν γρήγορα ή μένουν εγκλωβισμένες σε κάποιο γκέτο, σε κάποια αργκό. Υπάρχει επίσης και η εργαστηριακού τύπου γλωσσική παραγωγή (όπου κάποιοι γλωσσολόγοι, φιλόλογοι ή απλοί «ανησυχούντες» σχηματίζουν επιτροπές, στρώνονται σε ένα γραφείο με λεξικά και γραμματικές δίπλα τους και μεταφράζουν ορισμένες από τις λέξεις που εισάγουμε μαζί με τα νέα προϊόντα ή τις νέες συνήθειες), που υποβάλλεται στη δημόσια κρίση με στόχο την επίσης δημόσια χρήση (μια τέτοια εργασία έχει αναλάβει, λ.χ., η Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας του OTE).

Κι αν εκτός από περίεργο μάτι έχει κανείς και πρόθυμο αυτί –και εφόσον βέβαια αποφασίσει να πετάξει από πάνω του την πνιγηρή αρματωσιά των ιδεολογημάτων του και να αρνηθεί το αριστοκρατικής κοπής στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο ο γύρω κόσμος είναι ένα σχεδόν αφασικό νήπιο– θ’ ακούσει, από το στόμα των παιδιών ας πούμε, κάποιες καινούργιες λέξεις που ίσως τον ξενίσουν στην αρχή, αλλά, αν το καλοσκεφτεί, θα δει ότι η παραγωγή τους δεν απιστεί στους κανόνες και ο ήχος τους δεν «πικραίνει την ακοή». Κι ακόμη κι αν δεν υιοθετήσει τα νέα «πλάσματα», ίσως καταλήξει να αποδεχτεί ότι δεν ήταν βέβαια ο λαϊκισμός εκείνος που οδήγησε δύο μάστορες του στοχασμού, τον Πλάτωνα και τον Σολωμό, να μας συστήσουν ότι πρέπει να έχουμε πάντοτε τεταμένη την προσοχή μας όταν ερχόμαστε σε επαφή με τον δήμο. «Eμάνθανε το ελληνίζειν παρά των πολλών» μας βεβαιώνει ο πλατωνικός Σωκράτης, και ο ποιητής που τον τιμάμε σαν εθνικό ενώ περιφρονούμε τις σαφέστατες γλωσσικές του αντιλήψεις, επιμένει στον κορυφαίο «Διάλογο»: «Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός».

Ο δήμος των παιδιών, λοιπόν, για τον οποίο εμείς οι ώριμοι έχουμε αποφασίσει, ερήμην του, ότι πάσχει από ανίατη λεξιπενία και από βαρύτατης μορφής ξενολατρία, συμβάλλει στη γλωσσική παραγωγή μάλλον περισσότερο απ’ ό, τι οι μονότονα οδυρόμενοι. Kαι συμβάλλει με τον τρόπο που αρμόζει στην ηλικία του: παιχνιδιάρικα, αυθόρμητα, ανεμπόδιστα, δηλαδή φυσικά, χωρίς να τον κατατρύχουν ιδεολογικά φαντάσματα ή φιλολογικές φοβίες. Σκαρώνει έτσι λέξεις όχι απλώς εύηχες και χαριτωμένες, αλλά σαφείς και καίριες, με την οικονομία τους και την απόλυτη συναρμογή τους με το πράγμα, την κίνηση ή την ιδιότητα που επιχειρούν να συλλάβουν και να περιγράψουν. Δεν μιλάω εδώ για τα «παιδιόπλαστα» της προσχολικής ηλικίας που δημιουργούνται κατά μόνας, από κάθε πειραματιζόμενο μπόμπιρα, αλλά για τα γλωσσικά δημιουργήματα της παιδικής μικροκοινωνίας, για τη συλλογική παραγωγή που αναπτύσσεται παντού όπου τα παιδιά παίζουν, μαλώνουν, φιλιώνουν και καλούνται να συνεννοηθούν, δίνοντας ονόματα σε νέα, υλικά στοιχεία της καθημερινότητάς τους και σε νέες συμπεριφορές.

Δεν ξέρω αν οι λεξικογράφοι θα «νομιμοποιήσουν» ποτέ με το κύρος τους, φιλοξενώντας τη στις δέλτους της, τη λέξη «ατομιστία», που ακούω τον τελευταίο καιρό από την πιτσικαρία, πάντως οι διαπληκτιζόμενοι ανήλικοι παίκτες την έχουν ήδη νομιμοποιήσει στο δικό τους γηπεδάκι. Όταν τη λένε, ξέρουν απολύτως τι εννοούν, και ξέρουν επίσης ότι οι συμπαίκτες τους την κατανοούν πλήρως (όπως κι όταν χαρακτηρίζουν «χλατσωτό» το τρίποντο και «άμπαλο» τον άσχετο), άρα λοιπόν ο πρωταρχικός όρος, η συνεννόηση, εκπληρώνεται απροβλημάτιστα. «Aτομιστίες», λοιπόν, διαπράττει όποιος παίρνει την μπάλα και δεν τη δίνει ούτε από το δεξί του πόδι στο αριστερό του, είναι δηλαδή οι πράξεις του ατομιστή, την οποία ψέγει η νεόκοπη λέξη ακόμη και διά της καταλήξεώς της. Όχι, η «ατομιστία» δεν ταυτίζεται με τον οικείο μας «ατομισμό», και δεν μπορώ να σκεφτώ ποια άλλη λέξη (και όχι περίφραση) θα μπορούσε να την αντικαταστήσει. Έχει επίσης ο παιδικός δήμος το γνώρισμα να εξελληνίζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο ενήλικος που τον περιβάλλει (και εντέλει τού επιβάλλεται) τις ξένες λέξεις, όσες εκτελωνίζονται μαζί με κάθε εισαγόμενο παιχνίδι. Στη δική τους γλώσσα, τα περισσότερα δανεικά ουσιαστικά αρχίζουν να κλίνονται ελληνοπρεπώς σχεδόν εξαρχής –ενώ την ίδια ώρα εμείς οι μεγάλοι φτάνουμε να χρησιμοποιούμε άκλιτο, στον προφορικό και το γραπτό μας λόγο, ακόμα και το Mιλάνο ή το καζίνο. Αίφνης, η μόδα των τελευταίων μηνών είναι το γιο–γιο, όχι όμως το παλιό, το απλό, παρά ένα καινούργιο, Hyper Spinner το εμπορικό όνομά του, εμπλουτισμένο με έναν μηχανισμό που επιτρέπει στον παίκτη να κάνει θαύματα. Πώς λέγονται τα θαύματα αυτά στη γλώσσα των παιδιών; «Σπινιές». Εκ του «spin», της περιστροφής. Όχι, οι «σπινιές» δεν είναι απολύτως ίδιες με τις «περιστροφές», κατά συνέπεια η νέα λεξούλα κάποια ανάγκη υπηρετεί, και την υπηρετεί καλά, και μάλλον δεν ασκεί αφόρητη βία στην ελληνική.

«Kαι λοιπόν. Ακόμα και το “spin”, αντιδάνειο είναι, από τη “σπείρα”», θα αποφανθούν οι δανειομάχοι, αρκούμενοι στην ηχητική ομοιότητα, την ίδια που τους επιτρέπει να ισχυρίζονται πως οι Ινδιάνοι Nαβάχο είναι κι αυτοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, ως «ναυαγοί». Kαι, βγάζοντας πια από τη μέση τα παιδιά, θα ξεθηκαρώσουμε τα «ενήλικα» σπαθιά μας. Το ένα σπαθί, του κοπετού, γράφει πάνω του πως η γλώσσα μας, η νέα ελληνική, πεθαίνει, πάει, πέθανε. Το άλλο σπαθί, της μεγαλομανίας, γράφει πως η μητέρα της τωρινής μας γλώσσας δεν είναι απλώς και μητέρα όλων των γλωσσών του κόσμου αλλά (όπως διάβασα και σε επιστολή-μανιφέστο «πολιτευτού της Nομαρχιακής Aυτοδιοίκησης Aθηνών -Πειραιώς», ιδιαιτέρως προβεβλημένη σε ένθετο απογευματινής εφημερίδας) «είναι γλώσσα του σύμπαντος». Ποια απόδειξη κομίζει; Μα την προφανή: «το σύμπαν έχει ελληνική ονομασία». Kαι μας το ’λεγαν οι αρχαίοι: ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.

Καθημερινή, 9-6-2002

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:

  1. Να αποδώσετε περιληπτικά το περιεχόμενο του παραπάνω αποσπάσματος (100-150 λέξεις)

 

  1. Ποιο σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο επισημαίνει ο αρθρογράφος και ποια είναι η προσωπική του θέση; (μέχρι 60 λέξεις)

 

  1. κι άλλοι να μοιρολογούν γιατί βιάζονται να πιστέψουν ότι κείται νεκρή εκεί όπου υψώνεται το ζωηρότατο σώμα της

 

καινούργιες λέξεις-κλαδιά ξεφυτρώνουν ανελλιπώς στον παλιό κορμό

 

και εφόσον βέβαια αποφασίσει να πετάξει από πάνω του την πνιγηρή αρματωσιά των ιδεολογημάτων του

 

θα ξεθηκαρώσουμε τα «ενήλικα» σπαθιά μας

 

Στις παραπάνω φράσεις γίνεται μεταφορική χρήση της γλώσσας. Να ξαναγράψετε τις προτάσεις χρησιμοποιώντας κυριολεκτική γλώσσα αλλά διατηρώντας το ίδιο νόημα.

 

  1. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ:

Πολύ συχνά ενοχοποιούνται οι νέοι λόγω της ιδιαίτερης γλώσσας που χρησιμοποιούν όχι μόνο στον προφορικό αλλά και τον γραπτό λόγο. Κατηγορούνται για φτωχό λεξιλόγιο, ξενομανία επιρροή από τα ΜΜΕ  και καταστρατήγηση των ορθογραφικών κανόνων (βλ. greeklish). Απ’ την άλλη, υπάρχει η άποψη ότι «Οι νέοι όχι μόνο δεν πάσχουν από λεξιπενία, αλλά έχουν γλώσσα πλούσια και συνεχώς ανανεούμενη».

Σε μια σχετική συζήτηση στο σχολείο σας παίρνετε το λόγο κι αφού εξηγήσετε τα αίτια που σπρώχνουν τους νέους να έχουν ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα, εκφράζετε την άποψή σας πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 12. Ιουνίου 2010

συνεργατικός δικτυακός τόπος με εκπαιδευτικό σκοπό και περιεχόμενο