|
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1917-1981) Καίτη Χρίστη
περιεχόμενα Α Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου
Γ. Η ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β
Ο καιόμενος
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Α Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου Ο Τάκης Σινόπουλος θεωρείται ο πιο σημαντικός ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Με επίπονο αγώνα διαμόρφωσε την ποιητική του μυθολογία σε δεκατρείς ποιητικές συλλογές και ένα αφήγημα σε μορφή ποιητικής αυτοβιογραφίας (Νυχτολόγιο). Σαφώς επηρέασαν την ποιητική του κοσμολογία ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Σολωμός, ο Έλιοτ, ο Πάουντ, ο Σεφέρης. Ιδιαίτερα στενή υπήρξε η σχέση του με τον Σεφέρη, που εκτείνεται σε πολλά επίπεδα, από το ύφος, το ρυθμό του λόγου ως τα κοινά μυθικά θέματα. Οι «σεφερικοί κώδικες» στην ποιητική του Τάκη Σινόπουλου έχουν επισημανθεί από ερευνητές του έργου του1. Μιαν ουσιαστική συνιστώσα του έργου του αποτελεί η σχέση του με το θάνατο2. (Ο θάνατος αφορά συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Κατοχή-Αντίσταση και τον Εμφύλιο). Οι κριτικοί μιλούν για «τοπίο θανάτου εν προόδω», από το στίχο του πρώτου ποιήματος ως το τελευταίο. «Σχεδόν ολόκληρο το ποιητικό έργο του Σινόπουλου ήταν μια συνεχής «μελέτη θανάτου» ενός «επιζώντος», μια Νέκυια «εν προόδω» με ζωτικό πυρήνα τον Ελπήνορα»3 Αυτή η συναναστροφή με τους χαμένους φίλους αναδεικνύει τραγικές μορφές ανδρών, Ιάκωβος, Φίλιππος, Πέτρος, Κωνσταντίνος κ. ά., και ωραίες γυναίκες, ινδάλματα του έρωτα, Σοφία, Ιωάννα, Μαρία και προπαντός η Ελένη, στην οποία αφιέρωσε μια ποιητική συλλογή του. Η Ελένη επανέρχεται στην ποίησή του «ωραία, ανίδωτη μέσα στον ουρανό του ποιήματος…γεμάτη μ’ άστρα…ζώντας μονάχη στις πελώριες εποχές των μύθων» και προβάλλει ως όραμα του ανέφικτου, ως αρχέτυπο της θηλυκότητας. Η Ελένη απευθυνόμενη στον ποιητή του λέει: «με ντύνεις με στροφές και ποιήματα για να ‘μια απρόσιτη στις γέφυρες του χρόνου».4 Αυτή η επικοινωνία με τους νεκρούς μνημειώνεται στην επικολυρική σύνθεση του Νεκρόδειπνου: «εδώ ώριμος πια ο Σινόπουλος, απόλυτος κυρίαρχος μιας σίγουρης, λιτής, άψογης τεχνικής, χωρίς τα δεσμά μιας δεδομένης μορφής, έχοντας στο μεταξύ και ο ίδιος συναντηθεί με τον προάγγελο των επέκεινα, ξεδιπλώνει (μέσα από τη σύναξη για δείπνο όλων των χαμένων συντρόφων) μιαν ολόκληρη τοιχογραφία με τα πάθη του τόπου, επιτυγχάνοντας εν τέλει την πιο άρτια και πιο μοντέρνα ποιητική του σύνθεση».5 Ο Νεκρόδειπνος είναι η Νέκυια του έρωτα και του θανάτου. Ο έρωτας είναι κυρίαρχος στο ποιητικό του σύμπαν. Σκηνοθετείται κυρίως στο Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, στην Ελένη, αλλά και σ’ όλο του το έργο.(«Η αγάπη σε κάνει ένα εκατομμύριο χορδές»). Παράλληλα η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση της υπαρξιακής, οντολογικής μοναξιάς συνθέτει μαζί με τον έρωτα και το θάνατο ένα σταθερό τρίπτυχο στο έργο του. «Είμαι ένα όστρακο πεισματικά πιασμένο από τη μοναξιά/γυρίζοντας ξανά στη μοναξιά», θα πει στο «IX άσμα»(ποιητική συλλογή Άσματα). Μονάχος, καταμόναχος, άλλωστε καίγεται ο ήρωας στον Καιόμενο. Ο Σινόπουλος είναι ποιητής που δημιουργεί μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα και χρησιμοποιεί μέσα κατ’ εξοχήν σκηνοθετικά. Από τα πρώτα του ποιήματα, με τον Ελπήνορά του, μας εισάγει στη θεατρικότητα του ποιητικού του λόγου, η οποία εμφαίνεται στη δραματουργική πλοκή, στο σκηνικό διάκοσμο της ποιητικής του, όπου εναλλάσσοντας διάφορα προσωπεία υποδύεται πλήθος ηρώων. «Η θεατρικότητα στον ποιητικό λόγο του Σινόπουλου ανελίσσεται με μια πελώρια ανθρωπομετρία»6, π.χ. στο Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου υπάρχουν μονόλογοι, διάλογοι και περιγραφή της σκηνοθεσίας. Στην ποίηση του Σινόπουλου, παράλληλα με το δραματικό χαρακτήρα, οι κριτικοί επισημαίνουν και την κινηματογραφική τεχνική. Η ποιητική σύνθεση στην οποία κατ’ εξοχήν ο ποιητής έχει αφομοιώσει και ακολουθεί μια κινηματογραφική γλώσσα και μάλιστα του μοντέρνου κινηματογράφου, είναι ο Νεκρόδειπνος, όπου ο Βαγενάς7 βρίσκει θεματικές αντιστοιχίες με την ταινία Χιροσίμα, αγάπη μου του Αλαίν Ρεναί. Και τα δυο έργα αναφέρονται στον έρωτα και στον πόλεμο σε σχέση με το χρόνο. Η ηρωίδα της ταινίας, όπως και στο Νεκρόδειπνο το κύριο πρόσωπο, είναι καλλιτέχνις-ηθοποιός που έχει έρθει στη Χιροσίμα για το γύρισμα μιας ταινίας. Η κινηματογραφική τεχνική συνίσταται σε μια εναλλαγή των γεγονότων που δεν έχει σχέση με το χρόνο και το χώρο όπου συνέβησαν. Το ποίημα συντίθεται από κομμάτια μνήμης που παρατίθενται συνειρμικά, χωρίς χρονική αλληλουχία. Στον Καιόμενο παρατηρούμε ότι η αφήγηση συντίθεται με εικόνες διαδοχικές και ο δραματικός πυρήνας του μύθου αποδίδεται κινηματογραφικά από διάφορες οπτικές γωνίες. Ο Σινόπουλος έζησε την τραγωδία της εποχής του, την οδυνηρή και δραματική ιστορία της Ελλάδας. Με μια ιδιότυπη ποιητική σύλληψη απέδωσε τα βιώματα μιας επώδυνης μνήμης από υπαρξιακά αδιέξοδα, πάθη μιας τραγικής επαλληλίας γεγονότων, από τη δικτατορία του Μεταξά ως τον Εμφύλιο. Δηλώνει συναφώς σε μια διάλεξή του με θέμα: «Απόψεις για τον ποιητή και την ποίηση»: «Ο ποιητής σαν δημιουργός ζει με την εποχή του, τρέφεται βασικά από την εποχή του. Την αρμέγει, τη βυζαίνει σε ό,τι πρόχειρο και πρόσκαιρο αλλά και σ’ ό,τι ουσιαστικότερο και αποφασιστικότερο μπορεί να του προσφέρει. Όλα περνάνε και εγγράφονται μέσα από τη διαδικασία μιας άγρυπνης συνείδησης που συνεχώς εξελίσσεται και συνεχώς διαφοροποιείται».8 Επίσης συνήθη μοτίβα, κατά τον Φράϊερ,9 στην ποίηση του Σινόπουλου συνιστούν η μνήμη, φρικιαστικές αναμνήσεις, η νύκτα και το σκοτάδι, η σιωπή, οι κραυγές (όπως και στον Καιόμενο). Το φως, η φλόγα, η φωτιά είναι «τα χερουβείμ και τα σεραφείμ» που περιπολούν στη δική του Εδέμ. Ενδεικτικοί στίχοι από τη Συλλογή Ι:
Η γη μια μάζα μαύρη μες στα δόντια της φωτιάς
Ο κόσμος θα θρέψει τη φωτιά
Και ήρθε η Ελένη τότες τρέχοντας ολοπόρφυρη πίσω από την Τρωάδα. Οι λόφοι με φλογισμένες κορυφές την ακολούθαγαν κι η πόλη γεμάτη στάκτη από τι πυρές που κάψανε τους τελευταίους νεκρούς.
Μες στα μαλλιά (της Ιωάννας) σέρνονταν μια κατακόκκινη φωτιά από φίδια
Η ενέργεια της φωτιάς, το κάψιμο, η πυρά, είναι έμμονο μοτίβο που διαπερνά την ποίηση του Σινόπουλου, που πυρπολεί τα πράγματα και το ανθρώπινο σώμα. Αλλά και η ψυχή και το πνεύμα φλέγονται από αγωνίες μεταφυσικές και παράφορα πάθη.
Το σώμα καίγεται με το αίμα
Μια σιγανή φωτιά κατατρώγει μέρα-νύχτα ανθρώπους κι ανθρώπους
Με κάψανε οι ίσκιοι της ψυχής
Σ’ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες που κάψανε μ’ οράματα τα χρόνια μου.
Ο Καιόμενος, του οποίου σώμα και πνεύμα φλέγονται, είναι, προς τούτοις, το σύμβολο ενός ιδεαλιστή που θυσιάζει τον εαυτό του ως ιερό σφάγιο σε μια υπέρτατη ιδέα. Το φως στην ποιητική οικουμένη του Σινόπουλου είναι «μεγάλο μαύρο φως, χρυσό, σκοτεινιασμένο, ποτάμι παγωμένο φως». Και ο ήλιος είναι «βάρβαρος, αδυσώπητος τύραννος, κατακόκκινος, ματωμένος, πέφτει απάνω στο μυαλό την ώρα που σκέφτεται, απανθρακώνει το μυαλό και τη σκέψη». Σ’ ολόκληρη τη συλλογή Μεταίχμιο Β μαίνεται ανεξέλεγκτη η φωτιά, οι φλόγες, η πυρκαγιά, κάτω από ένα φλογάτο ήλιο που φωτίζει φρικιαστικά ενδεχόμενα σ’ ένα ξερό νησί, δίπλα στο κατάμαυρο διαμάντι που είναι η θάλασσα. Αυτή η παντοκρατορία της φωτιάς, της φλόγας, της πυράς, του ήλιου παραπέμπουν στην Κόλαση του Δάντη και στο ερεβώδες τοπίο της Έρημης Χώρας του Έλιοτ.
Β. Το ποίημα«Ο Καιόμενος» είναι το πρώτο από τα δεκαεπτά ποιήματα της συλλογής Μεταίχμιο Β, την οποία εξέδωσε το 1957. Περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα, κατά την ένδειξη του ίδιου του ποιητή, στο διάστημα 1949-1955. Σημειώνει ο ίδιος σχετικά: «γραφόταν έξι χρόνια και κλείνει μέσα της τις εμπειρίες του εμφύλιου και της ατμόσφαιρας μετά απ’ αυτόν»Θέμα του ποιήματος είναι η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής». Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή. Για τον «Καιόμενο» είπε ο ποιητής σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον «Καιόμενο». Ύστερα ήρθανε οι αυτοπυρπολήσεις των βουδιστών καλόγερων10 στο Βιετνάμ, ύστερα του Πάλαντς στη Τσεχοσλοβακία και του Γεωργάκη στη Γένοβα. Τον Οκτώβρη του ’74 έγραψα το 16ο ποίημα του «Δοκιμίου»11 στο Χρονικό. Αργότερα σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης». Στον τίτλο ο παροντικός χρόνος της μετοχής δηλώνει τη διάρκεια μιας πράξης εν ενεργεία που συμβαίνει στο παρόν και εξακοντίζεται στο μέλλον. Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα πυρίκαυστο μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, ίσως και ο καθένας από μας που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής.
Το ποίημα χωρίζεται σε δυο νοηματικές ενότητες: στ. 1-13: ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή. στ. 14-16: σχολιασμός και φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος.
α ενότητα: στ. 1-13
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθοςΓυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Η σκηνή του ποιήματος ανοίγει με μια καυγή12 γεμάτη θαυμασμό ενός από το πλήθος. Όλοι γύρισαν γεμάτοι έκπληξη τα μάτια να δουν το παράξενο και τραγικό θέαμα. Το ποιητικό μοτίβο της απορίας μπροστά στο παράδοξο γεγονός το βρίσκουμε και στο πρώτο ποίημα, τον «Ελπήνορα».
Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνοςΕστρίψαμε τα μάτια γρήγορα13
Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί «λάφυρα και σειρήνες», αλλ’ αυτός, όπως ο Φίλιππος, ο ήρωας του ομώνυμου ποιήματος από την ίδια συλλογή, ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα». Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Έχει πρόσωπο, εκεί που πολλοί άλλοι έχουν χάσει το πρόσωπό τους, που εμπορεύτηκαν τον ηθικό εαυτό τους. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ο ποιητής αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο:
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Όπως οι τρεις παίδες εν καμίνω,14 οι μάρτυρες του Χριστιανισμού ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου στο ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, βιώνουν το πάθος του ολοκαυτώματος, αναιρώντας τη γήινη υπόστασή τους έτσι και ο καιόμενος ανάγεται σ’ ένα υπερούσιο σύμβολο που καταλύει τη δυναστεία της ανθρώπινης οδύνης. Έτσι υφαίνει ο ποιητής-αφηγητής μια σπαράσσουσα μυθολογία του υπάρχειν, αποδίδοντας μια πρωτεϊκή πληρότητα της υπάρξεως, απ’ όπου αναθρώσκει κυρίαρχη η ουσία του τραγικού «ως έκδικα πάσχει». Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας (ίσως η πλατεία του Πανεπιστημίου της Πράγας όπου αργότερα κάηκε ζωντανός ο Γιαν Πάλατς) διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων. Συναφείς αναφορές: Τοπίο θανάτουΤο κατάμαυρο καράβι («Ελπήνωρ»)
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώναςμαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα («Φίλιππος»)
Και βαδίσανε καταπάνου, στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ’ αδελφού μικρού ο μεγάλος («Η αυλή των προβάτων», Άξιον εστί, Ο. Ελύτη)
Είναι μια εποχή, ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης εθνικής τραγωδίας και μέσα από τα κολαστήριά της ο ποιητής συναρθρώνει την ποιητική του οικουμένη, συνθέτοντας μυθικές μορφές, πρόσωπα, προσωπεία με μια εκρηκτική εικονοπλασία, σκοτεινά χρώματα, «μεγάλο μαύρο φως».
‘Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή την καταναλωτική μεταφυσική, αλλιώς ωραίος, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του. Εάν δεχτούμε την εύστοχη παρατήρηση ενός μελετητή ότι βασική συνιστώσα της ποιητικής του Σινόπουλου είναι το τρίπτυχο έρωτας-θάνατος-απόλυτη μοναξιά, εδώ επαληθεύεται με έντονη προφάνεια, ο έρωτας της ελευθερίας, η αιώνια οντολογική μοναξιά του ανθρώπου, όπου φεγγοβολεί ο αστερισμός του θανάτου. Ο θάνατος όμως μεταστοιχειώνει το ακήρατο πρόσωπό του σε ήλιο. «Ολέθριο, αφανιστικό και ανελέητο που όμοιό του δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία, από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα» κατά τον Φράϊερ. Το φως του ήλιου αφανίζει το φθαρτό σώμα, αλλά εξαγνίζει και αποθεώνει την ψυχή και το πνεύμα. «Του ήλιου το μέγα φως» εξαγγέλλει, προοιωνίζεται μιαν άλλη εποχή. Ο μάρτυρας μεθίσταται δικαιωμένος σε μεταφυσικό, υπερβατικό επίπεδο με το φωτοστέφανο του μαρτυρίου, «ένοικος τώρα του παντοτεινού κεκυρωμένος»15στο χώρο του πνεύματος. Παράβαλε το ευαγγελικό διακείμενο «Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος»(Ματθ. ΙΖ, 1)
β ενότητα : στ. 14-16
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχέςΆλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο16
Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους τους κεραυνούς και τις θύελλες, όπως τα αιωνόβια, πανύψηλα δέντρα, είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι ασμένως αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους. Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας. Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους.17 Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο και καθίσταται αυτόχρημα τραγικός. Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής. Και στο ποίημα «Φίλιππος» ο ποιητής είναι ψυχικά διχασμένος ανάμεσα στους αγωνιστές-μάρτυρες που ενσαρκώνει ο Φίλιππος και στους άλλους «με τα ερειπωμένα πρόσωπα» που έχασαν το «αληθινό τους πρόσωπο» ή που μιλούν μόνο «περί σώματος». Σημειωτέον ότι ο Τ. Σινόπουλος ήταν ανθυπίατρος στον Εθνικό Στρατό στη διάρκεια του εμφύλιου μέχρι το 1949. Συνεπώς έζησε εξ επαφής το αμοιβαίο, αδυσώπητο μίσος στη σκοτεινή χώρα, αθροίζοντας με δέος τα σπαράγματα της τραγικής γενιάς του. Άλλωστε δύο συλλογές του έχουν αυτό τον καίριο τίτλο: Μεταίχμιο (κρίσιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ανασυρμένα ξίφη, σε αντίνομες καταστάσεις), λέξη κλειδί στο σύστημα της ποιητικής του που αποτυπώνει εναργέστατα αυτό το μετεωρισμό, την αγωνιώδη έφεση για ισορροπία ανάμεσα στα διεστώτα. Η ποίησή του τοποθετείται στο μεταίχμιο παρόντος και παρελθόντος, στο μεταίχμιο καταστάσεων, δράστης και θεώμενος ανάμεσα στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου, στο μεταίχμιο του έρωτα και του θανάτου. «Δεν ονειρεύομαι όταν λέω πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα».
Αισθητική αποτίμηση
Ο καιόμενος συνιστά μια τραγωδία εν συνόψει με κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Με τη θυσία του εξαγνίζεται και καθαίρεται η εν πολλαίς αμαρτίαις φλεγμαίνουσα κοινωνία και η σκοτεινή χώρα προς στιγμήν καταυγάζεται από το υπερφυσικό φως του προσώπου του. Επίσης, πρέπει να εξαρθεί η σοφή αρχιτεκτονική του ποιήματος. Ο ποιητής δομεί το μύθο σε επίπεδα, σε πλάνα (όπως φαίνεται από τη διαίρεση σε οκτώ ενότητες), με διάκενα μεταξύ τους που φορτίζουν τη δραματική ένταση, καθώς ενισχύεται από τα κενά της αφήγησης. Το ποίημα λειτουργεί με τη μέθοδο μιας κινηματογραφικής απεικόνισης ενός «κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού» που δίνει την ευχέρεια στον αφηγητή να αποδώσει ένα γεγονός εισάγοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη στο χώρο του ποιητικού υποκειμένου. Επισημαίνουμε, προς τούτοις, την πολυπρόσωπη αφήγηση. Στο ποίημα συνυπάρχουν σαφώς πολλές αφηγηματικές φωνές. Η αφήγηση αρχίζει in medias res. Κάποιος ξεχωρίζει από το πλήθος και φωνάζει «κοιτάχτε». Έπειτα ο κύριος αφηγητής που αποτελεί ένα τυχαίο άτομο του πλήθους χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για να διηγηθεί όσα ως αυτόπτης μάρτυρας παρατηρεί («γυρίσαμε», «μιλήσαμε»), ενώ δίνονται σε ενικό πρόσωπο οι κινήσεις του καιομένου («ήταν», «απόστρεψε το πρόσωπό του»). Εν συνεχεία. Όπως ήδη αναφέραμε, ο αφηγητής αυτονομείται από το πλήθος, μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο: «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί…». Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου.
Γ. Η ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β Το Μεταίχμιο, όπου εντάσσεται «Ο καιόμενος», είναι η τέταρτη συλλογή μετά τα έργα Μεταίχμιο (1951), Άσματα (1955), Γνωριμία με το Μαξ (1956). Περιλαμβάνει δεκαεπτά ποιήματα με έντονο δραματικό και αφηγηματικό στοιχείο, όπου και τα τρία γνωστά ποιήματα: «Ο καιόμενος», «Ο Φίλιππος», «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι». Μετά την ευτυχισμένη παρένθεση, το διάλειμμα χαράς της Γνωριμίας με το Μαξ, επιστρέφει ο ποιητής στο εφιαλτικό τοπίο, το ρημαγμένο από τον πόλεμο, όπως στις προηγούμενες συλλογές. Εδώ κυριαρχεί μια ζοφερή συνείδηση του θανάτου. Η νύχτα και το σκοτάδι πυκνώνουν, «καθώς απομακρύνεται το πράσινο φως, η πράσινη οργιαστική βλάστηση της αιωνιότητας». Ο κόσμος μοιάζει με νησί θανάτου (10ο ποίημα), όπου περιπολούν μοναχικές μορφές, νεκροί και επιζώντες κι ανάμεσά τους ο ποιητής που βασανίζεται από τα φαντάσματα των φίλων που δεν μπορεί να εξορκίσει
…και πέθαναν τους πήρε το ποτάμι τον κατήφορο τους τσάκισε τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό κατόπιν μας βασάνιζε η ψυχή τους («Μαρία», Συλλογή Ι, σ. 16)
Στην ενδοχώρα της συλλογής ανιχνεύουμε ποιήματα, ονειρικούς εφιάλτες, όπως το εκτενές Συμπόσιο, όπου οι Μάγοι, άνθρωποι πανύψηλοι του Νόμου, τον άδραξαν και τον έσυραν (τον αφηγητή-ποιητή) έξω από την εκκλησιά, ολομόναχο, στο ανελέητο φως του κόσμου,
Χαμένο έρημο παλεύοντας χωρίς φωνή με τούτη την απέραντη τυφλή παγκόσμια φρίκη.
Σ’ αυτό το απανθρακωμένο από οτν ήλιο, τη φωτιά, το θάνατο τοπίο συναντάμε τεράστια συρματοπλέγματα, προβολείς, πολυβόλα, σώματα γεμάτα πληγές, φύλακες και σκυλιά που ορμούν να κατασπαράξουν δεσμώτες, ανθρώπους-νούμερα που δολοφονούνται εν ψυχρώ, «μια θάλασσα κατάμαυρο διαμάντι», ‘του ήλιου το μέγα φως που καπνίζει στα χαλάσματα της θάλασσας» και «τα πουλιά σε στάλες αίμα στο φως». Και ψάχνεις μες στην ερημιά, στις πέτρες και στα χώματα εναγώνια να βρεις το ποτάμι την Ντοάνα, τον ποταμό Ερύμανθο, που αρδεύει όλη την ποίηση του Σινόπουλου και προβάλλει σαν δύναμη λυτρωτική.
Όμως Έτσι μέσα στο φως τ’ απέραντο τ’ άσπρο ποτάμι Δε θα ‘ρθει, πρόσμενε ποτέ δε θα ‘ρθει. («Ντοάνα», Συλλογή Ι, σ. 128)
Σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, όπως άλλωστε σ’ όλη την ποιητική διαδρομή του, ο Σινόπουλος αναδεικνύει και εμφαίνει την τραγική διάσταση της ζωής, που μεταμορφώνεται σε υπαρξιακή αγωνία.
Δ. Η ποιητική γραφή του Τάκη Σινόπουλου Ο έντονος προβληματισμός για τη γλώσσα διατρέχει όλο το έργο του. Δηλώνει ρητά: «Η ποίηση είναι πριν απ’ όλα γλώσσα. Μια περήφανη, ανυπότακτη, ιδιότροπη, δύστροπη και ελεύθερη γλώσσα». Η γλώσσα για τον ποιητή δεν είναι απλό επικοινωνιακό διάμεσο, είναι το μέσο πρόσβασης της ουσίας, «του μύθου της πραγματικότητας». Με το πάθος του έμπειρου τεχνίτη πελεκάει και χτίζει με το δικό του τρόπο και πλάθει μια ιδιάζουσα γραφή με πολλαπλές εκφάνσεις, που στην εξέλιξη της ποιητικής του τέχνης φθάνει σε μια ποίηση του έσχατου βιώματος. «Κανείς δεν ξέρει ποια τρομακτική ανάσταση σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. Το αίμα τους καίει τα δάκτυλα και στάζει τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες εκκωφαντικές κραυγές».18 Υιοθετεί απροσδόκητες συζεύξεις λέξεων: «μεγάλο μαύρο φως», «η θάλασσα είναι ένα τείχος», «όσοι γκρεμίσανε σκοτείνιασαν την ιστορία». Χρησιμοποιεί συχνά τις ίδιες λέξεις και λέξεις-σύμβολα, π.χ. φωτιά, νύχτα, θάνατος, μοναξιά, καίγομαι, αστράφτω, έρημος, μόνος κ. ά. Εξοβελίζει από την αρχή το κόμμα και είναι φειδωλός στα σημεία στίξεως (όπως και στον «Καιόμενο»), προσφεύγει στην ελλειπτική γραφή: «Μαύρο μενεξελί, μονόξυλο τους πήρε η νύχτα χάθηκαν». Και απορρίπτει διαρρήδην το φορμαλισμό. Στην Ποίηση της Ποίησης ανευρίσκουμε πολλές αναφορές στη γλώσσα., όπως οι εξής αφορισμοί που ταιριάζουν και στον Καιόμενο: «Καμιά φορά μέσα στο όνειρο οι λέξεις φωτίζονται από ένα παράξενο φως, αλλάζουνε ρυθμό και σημασία ανοίγουν σα λουλούδια σκοτεινά γίνονται πόρτες για τον ουρανό και για τον κάτω κόσμο».19 «Οι πρώτες λέξεις μέσα στο ποίημα κραυγάζανε απειθάρχητες και βρισκόντανε σε διαδήλωση. Οι τελευταίες γονάτιζαν χαμένες στη σιωπή και την έκσταση».20 Η ποιητική γραφή του Καιόμενου είναι διαυγής, λιτή, απόλυτα εκφραστική των νοημάτων. Οι λέξεις γυμνές από στοιχεία καλολογικά, χωρίς λυρικά επικαλύμματα. Αδέκαστες διασώζουν την αυθεντικότητα της γλώσσας αποκαλύπτοντας το μυστικό βάθος της πραγματικότητας, της αλήθειας. Ο λόγος κοφτός, ασθματικός, ακαριαίος, όπου τα ρήματα και τα επίθετα αποδίδουν με θαυμαστή ενάργεια το δράμα του μάρτυρα και τη βιωματική εμπειρία του αφηγητή-ποιητή, «οι λέξεις ματωμένες γεννηθήκανε ταιριάξανε τρέμοντας κοιτάζοντας η μια την άλλη» Καθώς διαβάζεις το ποίημα έχεις έντονη την αίσθηση πως ο ποιητής «γράφει το ποίημα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα της συνείδησης με τη συνείδηση της γλώσσας του».
Αναδιφώντας το ποιητικό έργο του Τάκη Σινόπουλου (π.χ. από το πρώτο Μεταίχμιο, όπου η φρίκη αμβλύνεται με τα θέματα της κλασικής μυθολογίας, το Μεταίχμιο Β, όπου αναβιώνει η εφιαλτική ατμόσφαιρα της εποχής που συνέτριψε ιδέες και ανθρώπους, ή το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου που θυμίζει το Άσμα Ασμάτων με τον αρχέγονο λυρισμό του, το κορυφαίο επίτευγμα, το Νεκρόδειπνο, μια συγκλονιστική ελεγεία για τους χαμένους συντρόφους, ως το Γκρίζο φως που επιστρέφει στο προσφιλές τοπίο της γενέθλιας γης, τον Πύργο, και το προσωπικό του Ρέκβιεμ, το Νυχτολόγιο), αναρωτιέσαι αν τελικά, όπως φιλοδοξούσε, έγραψε «το ποίημα που θα κατεδάφιζε τη φυλακή, με μιας όλο το χρόνο». Εννοώντας τις φυλακές των δικτατορικών καθεστώτων. Όμως ένα είναι βέβαιο, πως κατόρθωσε «μονάχος μες στη μοναξιά του και τις λέξεις του να βρει ένα πρόσωπο που να ταιριάζει στο πρόσωπό του» και ανεδείχθη «ένας σημαντικός δημιουργός που έθεσε μια ωραία, μεγάλη και καθαρή σφραγίδα στην ιστορία της ποίησης». Μέσα από το ομιχλώδες, αχερούσιο τοπίο της ποίησής του μας εμπιστεύεται το όνομά του: «Ονειρεύομαι πως θα ΄ρθει κάποτε ο καιρός που ο λύκος και τ’ αρνί θα ξεδιψάνε από το ίδιο ποτάμι. Τότε θα λάμψει του Θεού το πρόσωπο. Τότε των ποιητών τα ποιήματα θα ‘ναι όπως οι λόφοι πάνω στα ορυχεία, όταν περνάει ο αέρας και σαλεύουν τα πουλιά και τα σπλάχνα τους». («Η ποίηση της ποίησης», Συλλογή Ι, σ. 324). Και μια εικόνα που μας ανάγει στον αισιόδοξο υπερρεαλισμό του Ελύτη:
Και ένα πρωί, Το δέντρο το πρωί που ξύπνησα ήταν όλο πράσινο, Τόσο πολύ τα’ αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό.
Κι εκεί ήρθανε τα πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, Γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλακαμοί Κι άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι Και νυφούλες και, Δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας Συνέχεια το γλαυκό. («Νεκρόδειπνος», Συλλογή ΙΙ, σ. 76)
Εν τέλει, ο Τάκης Σινόπουλος φωτίζει την αντιποιητική μας εποχή «με τον καρποφόρο ήλιο των ποιητών».
1. Ερατοσθένης Καψωμένος, «Σεφερικοί κώδικες στο Σινόπουλο», Τάκης Σινόπουλος,, ένοικος τώρα του παντοτεινού κεκυρωμένος. Αφιέρωμα έκδ. περιοδικού Αλφειός 1996, σσ 49-65 2. Γιατί τόσοι νεκροί στο έργο του Σινόπουλου; Ίσωςείναι μια βαθιά ψυχολογική και ηθική ανάγκη, γιατί δεν μπορεί να ξεχάσει τους σκοτωμένους.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες Εντός μου κραυγάζουν ανάστατες.(«Η τελευταία κραυγή», Μεταίχμιο, Συλλογή Ι,σ.35)
Ή γιατί, όπως λέει κάπου πάλι ο ποιητής, «Το θέμα θάνατος μπαίνει σ΄ εμένα καταρχήν με μια διπλή φύση που έρχεται από το επάγγελμά μου, δηλαδή, είτε το θέλω είτε δεν το θέλω, σαν γιατρός βλέπω πολλούς νεκρούς…κι από την άλλη, το θάνατο στους πολέμους που βλέπω τραυματίες που πεθαίνουν ή σκοτωμένους. Δεν προσπαθώ να εξορκίσω τον θάνατο, διότι σαν γιατρός ξέρω πως ο θάνατος είναι κάτι το αναπόφευκτο, κι ούτε προσπαθώ διαμέσου του θανάτου να κερδίσω τη ζωή, διότι δε φοβάμαι το θάνατο ούτε είμαι απογοητευμένος από τη ζωή». 3. Γ. Σαββίδης, «Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα στη νέα ελληνική ποίηση», Εποπτεία, αφιέρωμα στον Τάκη Σινόπουλο, τευχ.51, σ. 794. 4 «Η φωνή της Ελένης», Συλλογή Ι, σ. 145. 5. Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, «Ψίχουλα για τον Σινόπουλο», Τάκης Σινόπουλος, ένοικος…ό.π. σ. 117. 6. Βάσος Βογιατζόγλου, «Η θεατρική διάσταση του λόγου», Τάκης Σινόπουλος, ένοικος ,ό.π., σ. 176 7. Νάσος Βαγενάς, «Σχόλια στον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου», Η ειρωνική γλώσσα, στιγμή, Αθήνα, 1998,σσ.141-142. 8. Τάκης Σινόπουλος, «Απόψεις για τον ποιητή και την ποίηση», περιοδ. Εποπτεία, αφιέρωμα στον Τάκη Σινόπουλο, τευχ. 51, Νοέμβριος 1980. 9. Κίμων Φράϊερ, Τοπίο θανάτου, Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, Κέδρος, 1978, σσ.77-109. 10. Οι Βουδιστές μοναχοί επέλεξαν αυτό τον τρόπο διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, εμπνεόμενοι από την Ομιλία της Φωτιάς του Βούδα. Ο Πάλαντς κάηκε ζωντανός, διαμαρτυρόμενος το 1968 για την εισβολή των Ρώσων στη Τσεχοσλοβακία και ο Γεωργάκης για τη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα. 11. Παρατίθεται ολόκληρο το ποίημα:
7/10/74 Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακο-λουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένο αλλά- ζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που Περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.
υποδηλώνουν τη μοναξιά, την εξάρθρωση του λόγου, την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους;
Και τότε του εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: ΕλπήνοραΔε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα Βαθιά τρομάζοντας…(«Ελπήνωρ», Συλλογή Ι, σ. 11)
Φύγε, της φώναξα όλα καίγονται εδώ πέρα. Φύγε Ελένη («Άσμα VII», Συλλογή Ι σ. 64)
Ιωάννα! Φώναξα μέσα στη νύχτα. Ιωάννα («Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου»), Συλλογή Ι, σ. 182).
Τώρα φωνάζοντας ανάμεσα σε δυο ήλιους φοβερούς Μη ξέροντας γιατί φωνάζω τη νύχτα ποια φωνάζω τη νύχτα («Ο επιζών», Συλλογή Ι, σ. 187)
Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σ’ αυτή τη δημιουργία. Πρόσωπα μισό πραγματικά μισό φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή σε πολύ φως πέρασαν μέσα μου ξαφνικά, καθώς συργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα ή καθώς κοίταζα αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ’ άσπρη μπλούζα σε μια γωνιά. Άλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση τυχαία ειπωμένη, από ένα τυχαίο ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κοίταγμα πολύ προσωπικό. Τότε μέσα μου ένας Δαίμονας αγωνιζόταν και με πίεζε με δύναμη κοφτερή. Έπρεπε να υποταχτώ. Ό,τι δημιουργήθηκε χρωστιέται στη συνεργασία του δαίμονα. Αποδίδω στον Καίσαρα ό,τι του ανήκει. Δεν ξεύρω αν αυτό είναι ποίηση. Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που ορίζουν μου είναι ξένοι. Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις ονομάσω : Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι τον θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει - τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ότι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυο. Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι αληθινό; Η σκέψη μου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέμε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο. Έχω μια φτωχή εμπειρία. Κοιτάζω το πέλαγο, τα κύματα έρχονται ακατάπαυστα σπάζοντας μιαν ασάλευτη μορφή που δεν χαμογελά. Κλείνω μέσα μου χαμούς, θανάτους αθεράπευτους, αθεράπευτα κέρδη. Μέσα μου υπάρχουν αμέτρητοι μύκητες που προκαλούν αλλεπάλληλες ζυμώσεις. Κάθε εργασία μου αλλάζει γεύση συνεχώς. Ως πότε; Κυνηγώ μια «τελειωμένη μορφή». Κι αυτή που σήμερα προσφέρεται δεν είναι, έστω κι αν ικανοποιήσει κάποιους πολύ επιεικείς αναγνώστες».
Περιοδικά
Κίκα Ολυμπίου και Καίτη Χρίστη Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 13. Δεκεμβρίου 2008 |
|