Πώς χαρακτηρίζουν η Π. Δέλτα και ο Γ. Σεφέρης το ανάθεμα στον Βενιζέλο

 

Αναμνήσεις της Πηνελόπης Δέλτα

Όταν, μετά τα Νοεμβριανά του 1916, ο αξιοθρήνητος μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος έκανε το περίφημο ανάθεμα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, κυρίες και κύριοι του λεγομένου 'καλού κόσμου', πήγαν φορτωμένοι πέτρες μεγάλες και μικρές και τις έριξαν, μάζα άμορφη, στο Πεδίον του Άρεως, αναθεματίζοντας το 'Σατανά', το 'Βελζεβούλ', τον 'προδότη', που εκείνη την ώρα, με όλη τη δύναμη του δαιμόνιου μυαλού του, με όλη την ένταση της θελήσεώς του, μάζευε και οργάνωνε στρατό, για ν' απωθήσει τους Βουλγαρο-Τούρκο-Γερμανούς και να ελευθερώσει την Ανατολική Μακεδονία, που είχε δώσει ο Κωνσταντίνος και η κυβέρνησή του στους Βουλγάρους. 
Η άμορφη αυτή, σιχαμένη μάζα από πέτρες όλων των μεγεθών και σχημάτων, άσπριζε εκεί, όλη μέρα, στα χώματα του Πεδίου του Άρεως. Τη νύχτα, πιστοί, θλιμμένοι πατριώτες, πήγαιναν κρυφά και στόλιζαν με λουλούδια της εποχής, τις άσχημες πέτρες. Το πρωί, οι αρχές έβαζαν και μάζευαν βιαστικά τ' αφιερώματα αυτά των πιστών. [...] 
Η μητέρα μου έφερε βαριά το ανάθεμα. Το θεωρούσε ασχημιά και ντροπή και, θεοσεβούμενη όπως ήταν, έτρεμε μην πάθει τίποτε ο Βενιζέλος, που τον αναθεμάτισε η εκκλησία. 
Ένα από τα πρώτα βράδια που ήμαστε όλοι συναγμένοι στο πατρικό, έφερε την ομιλία αυτήν και παρακάλεσε το Βενιζέλο να προκαλέσει μια τελετή, όπου πάλι η εκκλησία να σηκώσει το ανάθεμα. 
Ο Βενιζέλος άναψε. 
-"Όχι, βέβαια, κυρία Μπενάκη, δε θα το κάνω αυτό ποτέ!", αναφώνησε. "Το ανάθεμα θα μείνει, και κάτω από το ανάθεμα θα νικήσομε, θα ελευθερώσομε τη Μακεδονία και θα τσακίσομε τους Βουλγάρους. Όχι μόνο δε θα ζητήσω να σηκωθεί το ανάθεμα, αλλά και θα μείνουν οι πέτρες εκεί που έπεσαν στοίβα, να ξέρει και να θυμάται ο κοσμάκης πως είμαι αναθεματισμένος, και όμως πως η νίκη θα είναι δική μας..." 
Κάποιος είπε: "Δε θα μείνουν πολύ οι πέτρες! Ήδη μίκρανε η στοίβα, και κάθε νύχτα μικραίνει..." 
Ο Βενιζέλος έβγαλε τις φωνές. 
-"Δεν εννοώ να γίνει αυτό!", αναφώνησε. "Δε θέλω να χαθεί η απόδειξη αυτή του αναθέματος! Θα βάλω φύλακες! Εννοώ να μείνουν οι πέτρες όπως είναι, να τις βλέπουν κάθε μέρα οι περαστικοί και να ξέρουν τι ανόητα, τι μάταια πράγματα που είναι οι κατάρες της εκκλησίας!" 
-"Είναι όμως μια ασχημιά στο Πεδίο του Άρεως, κύριε Πρόεδρε", είπε ο πατέρας μου, που αν και παραιτημένος, δεν ξεχνούσε πως υπήρξε Δήμαρχος Αθηναίων. 
-"Θα υποστούμε και την ασχημιά αυτή, κύριε Μπενάκη", αποκρίθηκε ο Βενιζέλος, "θα την υποστούμε για την ανατροφή του λαού, που πρέπει να μάθει την αξία της εκκλησιαστικής κατάρας όσο και της ευλογίας της, όταν γίνεται η εκκλησία όργανο πολιτικών παθών". 
(Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, Α΄, "Ελευθέριος Βενιζέλος", επιμέλεια Π. Α. Ζάννας, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 279-280). 

Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται τα χρόνια του Διχασμού:

 Έφτασα στην Αθήνα τον καιρό που άρχιζε ο μεγάλος Διχασμός. Δεν πρόφτασα να νιώσω μήτε αγάπη μήτε υπόληψη για τον Κωνσταντίνο. Έπειτα ήρθαν τα “Νοεμβριανά” που μου θύμισαν καταπληκτικά τα καμώματα των Τούρκων. Για τους ανθρώπους του Κωνσταντίνου, εμείς που ερχόμασταν από το σκλαβωμένο έθνος, που είχαμε ανατραφεί μόνο με μια λαχτάρα, την Ελλάδα, ήμασταν οι Τουρκόσποροι. Και αυτοί που μας χλεύαζαν και μας ταπείνωναν δε σκοτίζουνταν που ο Γερμανός ήταν ο σύμμαχος των Τούρκων και των Βουλγάρων, τον ευχόντουσαν νικητή και του παράδιναν τα κάστρα μας απολέμιστα. Για τη φαντασία μου, τότε, αυτή η ωμή στενοκεφαλιά ήτανε πράγμα υπέρογκο και τερατώδες. Θυμάμαι τ’ απομεσήμερο που είδα, από ένα παράθυρο της οδού Μπουμπουλίνας, το ελεεινό θέαμα tου όχλου με δεσποτάδες και παπάδες που κουβαλούσαν πέτρες για το ανάθεμα του Βενιζέλου. Την αηδία που μ’ έπνιγε στο Πολύγωνο, μπροστά στο φριχτό μνημείο με τα κερατοφόρα καύκαλα από τραγιά στην κορυφή του. Θυμάμαι την ηθική εξουθένωση που ένιωσα όταν έγινε η πρώτη απόπειρα να δολοφονήσουν το Βενιζέλο στο Σταθμό της Λυών, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης που πραγματοποιούσε όνειρα χιλιάδων χρόνων.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΣΕΠ. ‘41″, ΙΚΑΡΟΣ


 


Χαλούλος Παναγιώτης

03/09/13