ΕΙΔΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ
ΚΥΡΩΣΕΩΝ
ΠΟΥ ΙΣΧΥΑΝ ΓΙΑ ΤΙΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Αρχαία
Ελλάδα
Η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στο
κοινωνικό σύνολο πέρασε από διάφορα επίπεδα και είναι πρόσφατοι οι αγώνες που έδωσε
το γυναικείο φύλο για την εξίσωσή του με τους άνδρες. Κάνοντας μια αναδρομή στο
παρελθόν θα μελετήσουμε τη ζωή και το ρόλο της γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα.
Στην κλασική Αθήνα λοιπόν, οι πολίτες χωρίζονταν σε διάφορες κοινωνικές τάξεις
μέσα από τις οποίες καθορίζονταν και η θέση της γυναίκας στην αθηναϊκή
κοινωνία. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι ο πληθυσμός της Αττικής δεν αποτελούνταν
εξολοκλήρου από Αθηναίους πολίτες αλλά και από δούλους (αιχμάλωτοι πολέμου) και
από μετοίκους (κάτοικοι άλλων πόλεων που δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες). Έτσι κατ'
επέκταση και ο γυναικείος πληθυσμός ήταν ανομοιογενής και δεν αποτελούνταν
αποκλειστικά από Αθηναίες αλλά υπήρχαν και δούλες και γυναίκες μετοίκων.
Η Αθηναία, δηλαδή η γυναίκα
που ήταν σύζυγος ή κόρη Αθηναίου πολίτη, ήταν αρκετά δύσκολο να αποκτήσει την
ανεξαρτησία της και παρέμενε πάντοτε υπό την κηδεμονία του πατέρα της . Ακόμα
και μετά το γάμο, που πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ήταν επιλογή της νέας
γυναίκας, αλλά ένα είδος διακανονισμού, δηλαδή μια προφορική υπόσχεση ανάμεσα
στο νόμιμο κηδεμόνα και το μελλοντικό της σύζυγο, η κηδεμονία της μετατοπιζόταν
στο σύζυγο της και αν αυτός αργότερα πέθαινε , κηδεμόνας της καθοριζόταν ο γιος
της ή ο πιο κοντινός της συγγενής (π.χ. αδερφός). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η Αθηναία
ήταν συνεχώς κάτω από την εποπτεία κάποιου άνδρα ο οποίος μεταξύ άλλων
διαχειριζόταν και την περιουσία της. Όσο καιρό ήταν ανύπανδρη, το ρόλο αυτό τον
είχε ο πατέρας της και αργότερα μετά τον γάμο, η εκμετάλλευση της περιουσίας
της περνούσε στον άνδρα της.
Η συνεισφορά της Αθηναίας
γυναίκας στην οικογενειακή περιουσία γινόταν είτε με οικιακά σκεύη, χρυσά
κοσμήματα, αρώματα είτε με ακίνητη περιουσία, όπως κτήματα που απλά
παραχωρούνταν στο γαμπρό να τα εκμεταλλεύεται, αλλά χωρίς να του ανήκουν.
Συγκεκριμένα, αν ο σύζυγος χωρίσει τη γυναίκα του, αυτή μπορεί να κρατήσει την
περιουσία που έφερε μαζί της πριν από το γάμο, τη μισή αγροτική παραγωγή (αν
υπάρχει) και τα μισά από ό,τι έχει υφάνει η ίδια μέσα στο σπίτι. Επιπλέον
δικαιούταν να πάρει και κάποια χρήματα από το σύζυγο της. Σε περίπτωση θανάτου
του συζύγου η προίκα της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γάμο,
ενώ, αν είχε παιδιά, θα μπορούσε να μένει στο σπίτι του άνδρα της και η προίκα
της παραχωρούνταν στα παιδιά της .
Η Αθηναία λοιπόν δεν
είχε την δυνατότητα να ενεργήσει ως ενήλικη και να πάρει αποφάσεις για τον τρόπο ζωής της,
αφού όπως όριζε ο νόμος είχε σε όλη τη διάρκεια της ζωής ένα
κηδεμόνα. Στη μόνη περίπτωση που μπορούσε να επέμβει ήταν στην ακύρωση
του γάμου της. Αν και είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει μόνη της την αίτηση
διαζυγίου της (αφού και ο νόμος το επέτρεπε) στον ανώτερο άρχοντα, τις
περισσότερες φορές ενεργούσε για αυτήν κάποιος από τους συγγενείς της. Αυτή η
δυνατότητα, ήταν η μόνη μορφή ανεξαρτησίας που κατείχε η Αθηναία, μιας και δεν μπορούσε να
έχει καμιά άλλη συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες. Άλλωστε, όπως είναι
γνωστό, ο ρόλος της ως νόμιμη σύζυγος Αθηναίου πολίτη περιοριζόταν στη γέννηση
και σωστή ανατροφή των παιδιών για την συνέχιση της οικογένειας και στη
διαχείριση (αλλά όχι οικονομική) του οίκου της. Είχε την επίβλεψη των
υπηρετριών, κατεύθυνε όλες τις δραστηριότητες μέσα στο σπίτι, αναλάμβανε να
εκπαιδεύσει τις δούλες που δεν γνώριζαν να υφαίνουν και είχε την εποπτεία της
τροφού που θα μεγάλωνε τα παιδιά της.
Η Αθηναία λοιπόν μιας επιφανούς
οικογένειας, έμενε συνέχεια στο σπίτι με τις υπηρέτριες, δεν μπορούσε να έχει
τίποτα στην πλήρη ιδιοκτησία της και ο μόνος λόγος για τον οποίο έβγαινε από το
σπίτι ήταν για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα προς τους θεούς. Στο
σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε το σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι γυναίκες
στην κηδεία και στην ταφή ενός συγγενικού προσώπου. Αυτές αναλάμβαναν όλες τις
ιεροτελεστίες, απέδιδαν τιμές, μοιρολογούσαν και ντύνονταν με μαύρα ρούχα.
Εκτός όμως από την Αθηναία
νόμιμη σύζυγο ενός πολίτη υπήρχαν και οι ‘‘παλλακίδες’’ που ήταν φτωχές ελεύθερες Αθηναίες ή δούλες που
συνδέονταν ερωτικά με το σύζυγο της Αθηναίας αλλά δεν είχαν καμιά νομική κατοχύρωση από την πλευρά του. Τις
περισσότερες φορές η Αθηναία ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται την παρουσία της
παλλακίδας ακόμα και μέσα στο σπίτι της. Αυτό όμως δεν αποτελούσε μοιχεία για
τον Αθηναίο πολίτη, αφού η μόνη μορφή μοιχείας που ήταν κατακριτέα ήταν η σύναψη
ερωτικής σχέση με τη σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου πολίτη. Αντίθετα, αν η σύζυγος
απατούσε το σύζυγο της, τότε τιμωρούνταν αυστηρά. Η τιμωρία που της επέβαλε το
κοινωνικό σύνολο επικεντρωνόνταν στην απώλεια του μοναδικού δικαιώματος, της
συμμετοχής της σε θρησκευτικές τελετές, που ήταν και η μόνη
πολιτική δραστηριότητα. Επιπλέον
πολλές φορές ο σύζυγος της την τιμωρούσε διώχνοντας την από το σπίτι.
Εκτός από τις Αθηναίες και τις
παλλακίδες στην κλασική Αθήνα, υπήρχαν και πολυάριθμες δούλες
(κυρίως αιχμάλωτες πολέμου) που είχαν μόνο οικιακές δραστηριότητες και
χρησιμοποιούνταν ως υπηρέτριες ή ως εργάτριες,
παράγοντας κάποια προϊόντα που θα μπορούσαν να πουληθούν στην αγορά. Δεν
μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς την άδεια του αφέντη τους, που τις είχε αγοράσει
και στον οποίο ανήκαν εξολοκλήρου. Αυτός είχε τη δυνατότητα να τις πάρει για
ένα βράδυ στο κρεβάτι του ή να τις παραχωρήσει στους φίλους του μιας και δεν
είχαν καμιά μορφή ελευθερίας, αφού νοικιάζονταν, πουλιόνταν, αγοράζονταν
σύμφωνα με τις καταστάσεις. Αλλά μπορούσαν όμως να ελευθερωθούν μόνο με την
εύνοια του ιδιοκτήτη τους.
Ακομα υπήρχαν και γυναίκες μέτοικοι που
εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, χωρίς δική τους οικογένεια. Για να επιβιώσουν έπρεπε
να αποκτήσουν χρήματα και ο μόνος τρόπος ήταν να χρησιμοποιήσουν το μόνο πράγμα
που διέθεταν, το σώμα τους. Μερικές από αυτές αγοράστηκαν για δούλες και άλλες τις χρησιμοποιούσαν για την απόκτηση ηδονής. Ορισμένες από αυτές απέκτησαν
αρκετά χρήματα και αυτό τους έδωσε το προνόμιο να συμμετέχουν στα συμπόσια
κρατώντας συντροφιά στους ισχυρούς άνδρες της εποχής και αυτές ουσιαστικά ήταν
οι μόνες ελεύθερες γυναίκες της κλασικής Αθήνας. Οι γυναίκες αυτές, οι εταίρες
όπως ονομάζονταν, ζούσαν εξολοκλήρου από τη γενναιοδωρία των εραστών τους και
είχαν την δυνατότητα να διαχειρίζονται μόνες τους τα εισοδήματά τους, κινητά ή
ακίνητα. Ήταν ελεύθερες να δεχτούν όποιον ήθελαν στο σπίτι τους, του οποίου
είχαν και την πλήρη κατοχή, έβγαιναν έξω ελεύθερα και μπορούσαν να
παρευρίσκονται σε μέρη προορισμένα μόνο για άνδρες. Η απόκτηση χρημάτων έδωσε
δύναμη, ανεξαρτησία και ελευθερία στην εταίρα που μπορούσε να μιλήσει στους
άνδρες χωρίς δισταγμούς. Την ανεξαρτησία αυτή της εταίρας είναι σίγουρο ότι δεν
μπορούσε να την έχει καμία από τις άλλες κατηγορίες γυναικών (Αθηναία, παλλακίδα,
δούλα) αφού όλες τους ήταν υπό κηδεμονία ακόμα και στα γεράματά τους. Είναι
βέβαιο όμως ότι η εταίρα δεν είχε κοινωνική αποδοχή, όπως η νόμιμη σύζυγος, και
η οικονομική συντήρηση του οίκου της εξαρτιόταν από τις ''δωρεές'' των φίλων
της που τις περισσότερες φορές όμως δεν
ήταν ευκαταφρόνητες. Ένα πράγμα όμως είναι
σίγουρο, πως παρόλα τα προνόμια ή τις υποχρεώσεις που είχε κάθε μια από
τις κατηγορίες των γυναικών, καμιά τους δεν μπορούσε να αποκτήσει την
πολυπόθητη συμμετοχή στις πολιτικές δραστηριότητες,
δικαίωμα αποκλειστικά των ανδρών της εποχής και κατάκτηση της σημερινής
γυναίκας.
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η γυναίκα του Βυζαντίου έσερνε μια βαριά κληρονομιά.
Κουβαλούσε μέσα της τη γυναίκα της
αρχαιότητας, που είχε ως μοναδικό προορισμό της την τεκνογονία για την εξασφάλιση της διαδοχής στην πατρική κυριαρχία. Τότε η γυναίκα ζούσε κάτω από την εξουσία του άντρα,
χωρίς κανένα ατομικό η κοινωνικό δικαίωμα. Κι ήρθε η χριστιανική θρησκεία η οποία
επιβαλλόταν εύκολα στα υπεξούσια άτομα, όπως ήταν οι γυναίκες έθετε ως πρώτο
δίδαγμα την ισότητα, για να καταλήξει με τα κηρύγματα των αγίων πατέρων
και των επιφανών ανδρών στην πλήρη αλλοτρίωση της γυναίκας.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ:
Την πάντρευαν σε νεαρή ηλικία των 12 και 13 ετών.
Αγράμματη, θρησκόληπτη, δεισιδαίμων, με πλήρη άγνοια της ζωής, του γύρω κόσμου
και του είναι της ακόμα.
Ωστόσο η ζωή της βυζαντινής γυναίκας είχε μεγάλη
διαφορά ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές. Η πλούσια γυναίκα έκανε έντονη κοσμική ζωή και ντυνόταν πολυτελώς. Μια φτωχή γυναίκα, χήρα,
δούλευε έξω από το σπίτι , έκανε τη δούλα και την παραδουλεύτρα
στα πλουσιόσπιτα, στα καπηλειά και στα πανδοχεία. Η εκκλησιά επέβαλλε
σ’αυτές τις γυναίκες να ακολουθήσουν τον ασκητικό βίο και να γίνουν μοναχές. Σε μια
κοινωνία θρησκόληπτη, δεισιδαιμονική και μυστικοπαθή όπως ήταν η
βυζαντινή, ήταν εύκολη και συχνή η καταφυγή στο μοναστήρι.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (1821-1828)
Στην επανάσταση του
1821 οι Ελληνίδες πήραν μέρος ως αγωνίστριες και
Καπετάνισσες.(π.χ.Μπουμπουλίνα)
Η κάθε γυναίκα κουβαλούσε στους πολεμιστές τρόφιμα, νερό, ρούχα και
πολεμοφόδια. Οι καπετάνισσες από την πλευρά τους παραχωρούσαν ή μίσθωναν
καράβια και τα έθεταν στην υπηρεσία του αγωνιζόμενου λαού.
ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ (1830-1936)
Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους η γυναίκα
βρέθηκε πιο ώριμη, αλλά διόλου ισότιμη με τον άνδρα. Η συμμετοχή της στον
απελευθερωτικό αγώνα δεν εκτιμήθηκε δεόντως. Μα ούτε και η ιδία τη
συνειδητοποίησε. Ποτέ δεν ήταν αυτεξούσια. Στο μεταξύ έκαναν και την εμφάνιση
τους οι πρώτοι προοδευτικοί άνθρωποι που για λόγους ουμανιστικούς ή
ορθολογιστικούς προπαγάνδισαν τη μόρφωση
των γυναικών και την ισότητα των δύο φύλων. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου
αιώνα έχουμε και την παρουσία των γυναικών στα γράμματα. Εκδίδονται βιβλία,
μεταφράσεις, σχολικά βιβλία, θεατρικά έργα, δημοσιεύονται σε περιοδικά
ποιήματα, άρθρα, διηγήματα.
Το 1920 ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Οι πρώτες φεμινίστριες μαχητικές
αγωνίζονταν και κατακτούσαν ένα-ένα τα μετερίζια που ήσαν ως πριν από λίγο
απόρθητα για τις γυναίκες.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΕΠΟΧΗ
Τα σύνθετα προβλήματα που εγείρει η διευκρίνιση της
έννοιας της εργασίας, της απασχόλησης, της δραστηριότητας, της αεργίας και της
ανεργίας περιπλέκονται ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του γυναικείου
πληθυσμού. Οι τρόποι καταμερισμού της οικιακής εργασίας διαφοροποιούνται ταξικά, κοινωνικά,
δημογραφικά και γεωγραφικά.
Η αστή νοικοκυρά είναι συχνά άεργη και περιτριγυρισμένη από οικιακές συσκευές και
υπηρέτες. Στο αντίθετο άκρο, η εργάτρια υφίσταται ένα δεύτερο οκτάωρο οικιακής
εργασίας μετά το εργοστάσιο, τις ώρες της καθ’ όλα σεβαστής ανάπαυσης των
ανδρών.
Η οικιακή
εργασία των γυναικών υποκαθιστά το κράτος προνοίας για μια πολύ μακριά ιστορική περίοδο, παρ'
όλο που όλες οι άλλες διαστάσεις της γυναικείας ενασχόλησης μεταβάλλονται καθώς
αναπτύσσεται ο καπιταλισμός. Για μεγάλο αριθμό του γυναικείου πληθυσμού η πρόσθετη
αμειβόμενη εργασία εκτός σπιτιού είναι ανέφικτη. Όσο για την γυναίκα στις
ελληνικές πόλεις, σε γενικές γραμμές φαίνεται πως μετατράπηκε από άεργη το 19ο
αιώνα σε εργαζόμενη. Οι σημερινές εργαζόμενες στις ελληνικές πόλεις είναι
έντονα διαστρωματωμένες κοινωνικά και διαχωρίζονται από ένα χάσμα πολύ βαθύτερο
απ’ αυτό που διαχωρίζει τις διάφορες
ομάδες των αντρών απασχολούμενων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ(1830-1940)
Οι γυναίκες απομονώνονται
στα σπίτια τους, σε μια κοινωνία όπου κυρίαρχη αξία αποτελεί η ζωή τους στους
υπαίθριους χώρους της πόλης. Από πολιτιστική και συμβολική άποψη γίνονται,
ακόμα, μέτρο του «καθωσπρεπισμού»
μιας οικογένειας ανάλογα με τη νεότητα, την ομορφιά τους, το στολισμό και την
αμφίεση τους. Οι υπηρέτριες έχουν μεγάλη ζήτηση στα σπίτια των αστών. Στις
λαϊκές οικογένειες η γυναικεία απασχόληση αυξάνεται.
Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζονται σιγά-σιγά οι πρώτες δασκάλες,
μεταφράστριες, ποιήτριες, συγγραφείς. Η παρουσία τους γίνεται αισθητή ιδίως
μετά το 1887.
Το 1922, η
μικρασιατική καταστροφή και η είσοδος 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων στην Ελλάδα
προκαλεί τεράστιες και μακροχρόνιες
αλλαγές στην κοινωνία των ελληνικών πόλεων. Ανάμεσα στους πρόσφυγες κυριαρχούσε
το γυναικείο στοιχείο. Η γυναικεία απομόνωση έσπασε σε όλα τα επίπεδα, από τις
οικιστικές συνθήκες μέχρι την παραγωγή. Η μαζική είσοδος των γυναικών στην
αγορά εργασίας άρχισε σε μια περίοδο στυγνής εκμετάλλευσης του εργατικού
δυναμικού, και ιδιαίτερα των γυναικών και των κοριτσιών. Η εκμετάλλευση αυτή
επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές στα εργατικά
συνδικάτα και δεν είχαν τη δυνατότητα αυτόνομων συλλογικών κινητοποιήσεων.
ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η αθρόα
μετανάστευση από την ύπαιθρο έφερνε περισσότερες γυναίκες παρά άντρες στις
ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Πριν από τη δεκαετία
του 1980 οι εργαζόμενες γυναίκες παρουσίαζαν κάποια ταξική ομοιογένεια. Σήμερα
όμως ο γυναικείος πληθυσμός δεν αποτελεί πια ένα συνεχές στο κατώτατο τμήμα της κοινωνικής ιεραρχίας ή του περιθωρίου, αλλά είναι ακόμα πιο ομοιογενής και οξύτερα
πολωμένος απ’ ότι ο ανδρικός. Στην πρωτεύουσα ο ενεργός πληθυσμός αποτελείται
όλο και περισσότερο από μορφωμένες γυναίκες, ιδιαίτερα όσο οι νεότερες γενιές
γυναικών καταλαμβάνουν ανώτερα επαγγέλματα και
μισθωτές θέσεις του δημοσίου.
Για ένα μεγάλο λοιπόν τμήμα του νέου γυναικείου
εργατικού δυναμικού η κοινωνική κινητικότητα είναι ταχύτερη από την αντρική.
Αυτό αποτελεί επιλογή οικογενειακή κι όχι στενά γυναικεία , αν και δεν παύει να
αποτελεί γυναικείο επίτευγμα.
Στα μεταπολεμικά χρόνια έχουμε
τις περισσότερες ενδείξεις για το
μέγεθος της γυναικείας απασχόλησης που δεν καταγράφεται και για το μέγεθος της άτυπης οικονομίας και
δημιουργείται έτσι στην Ελλάδα ένα τρίτης τάξης δυναμικό, το οποίο αποτελείται
από εποχιακές εργάτριες
που όμως δεν δικαιούνται υπερωρίες, επιδόματα, διακοπές, κανονισμούς ασφαλείας.
Οι επιπτώσεις των συνθηκών εργασίας στην
υγεία θεωρούνται ιδιωτικό πρόβλημα των εργατριών. Οι γυναίκες απομακρύνονται έτσι και
πάλι από τους χώρους που αναπτύσσεται η συλλογικότητα κι απομονώνονται
κοινωνικά.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
ΤΟΥ «ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ»
Η «νοικοκυρά»
στην Ελλάδα επιτελεί εργασία απαιτητικότατη, ένα είδος λειτουργήματος,
υποκαθιστώντας στην ουσία το κράτος πρόνοιας. Πέρα από ρόλους καθαρίστριας,
μαγείρισσας, οικονόμου, οι γυναίκες οφείλουν να προσθέσουν τις δουλειές που τους
επιβάλλει ο ρόλος της μη αμειβόμενης παιδαγωγού, νοσοκόμας, δασκάλας και
διάφορων άλλων αξιολογότατων επαγγελμάτων, που σε άλλες χώρες αμείβονται. Οι
εργαζόμενες γυναίκες επωμιζόμενες τόσες ευθύνες, κλείνονται αναγκαστικά σε
κατακερματισμένους ιδιωτικούς χώρους, απομονώνονται και ζουν αλλοτριωμένα και
βιαστικά.
Οι
εργασίες της «νοικοκυράς» στην Ελλάδα έχουν μια ιδιομορφία: δεν την δεσμεύουν μόνο πρακτικά, αλλά και
συναισθηματικά, ηθικά, σε τελευταία ανάλυση είναι εργασίες που αφορούν
ανθρώπους κι όχι μόνο αντικείμενα. Η Ελληνίδα γυναίκα δεσμεύεται ν’ αγαπά και
όχι απλώς να υπηρετεί.
Στην μεταμοντέρνα
καπιταλιστική κοινωνία της αποδιάρθρωσης
και του κατακερματισμού θα βρούμε την κατευθυνόμενη επιστροφή των γυναικών στα σπίτια
τους σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
ΕΙΔΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
Στο κατώφλι του 2007, στην εποχή της
διαστημικής τεχνολογίας και της δορυφορικής τηλεόρασης και τηλεπικοινωνίας,
πέτυχε η σημερινή γυναίκα αυτό που τόσον καιρό ποθούσε; Την εξίσωση της με τον
άντρα, την αναγνώριση της σοβαρής εργασίας που αυτή συνήθως επιτελεί στο σπίτι;
Τις ίσες ευκαιρίες στο χώρο της δουλειάς; Φαίνεται ότι έχουν γίνει πολλά βήματα
μέχρι τώρα και έχουν ανοιχτεί νέοι δρόμοι.
Η
βιομηχανική επανάσταση και το φεμινιστικό κίνημα συνέβαλαν στο να
"βγει" από την οικογένεια η μητέρα και να περάσει στον παραγωγικό
χώρο. Η έξοδος της γυναίκας στο χώρο
της εργασίας και μάλιστα με ισότιμες απαιτήσεις, τη φόρτωσαν με νέες
υποχρεώσεις και της πρόσθεσαν καινούριο φορτίο και άγχος. Η οικονομική αυτοτέλεια
και η επαγγελματική καταξίωση της έδωσαν όλα όσα θα περίμενε. Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα να καταρριφθεί ο παραδοσιακός ρόλος του πατέρα και ο ίδιος
να συμμετάσχει ενεργά στην ανατροφή των παιδιών. Αναμφισβήτητα όμως η οικογένεια στερήθηκε τη δημιουργική παρουσία της
γυναίκας στο σπίτι. Τα παιδιά έχασαν τις περισσότερο ζωτικές ώρες τη μητέρα τους,
ο σύζυγος πολλές φορές συναντάει μια σύντροφο κουρασμένη αλλά και με απαιτήσεις
(αφού θέλει και στο σπίτι να γίνεται καταμερισμός της εργασίας, όπως συμβαίνει
και για τις εξωτερικές δουλειές). Αυτό το τελευταίο γίνεται συχνά αφορμή
συγκρούσεων για το ποιος θα πρέπει να αναλάβει την εκτέλεση ορισμένων ενεργειών
μέσα στο σπίτι και σε σχέση με τα παιδιά, που μπορεί έτσι να το εισπράττουν με
αισθήματα παραμέλησης ή και περιφρόνησης. Ζούμε σε μια χαοτική κοινωνία που
δίνει δυστυχώς πολύ λίγα εφόδια σε όσους θέλουν να ξεκινήσουν μια νέα
οικογενειακή ζωή. Η γυναίκα διεκδικεί την αποδέσμευση από το διαρκές νοικοκυριό
και το μαγείρεμα, εφ’ όσον εργάζεται πλέον καθημερινά και μάλιστα μπορεί να
φέρνει και περισσότερα χρήματα...
Τελικά
,ο ρόλος της γυναίκας στη σύγχρονη οικογένεια δεν μπορεί να είναι ξεκομμένος
από τους γενικότερους οραματισμούς και στόχους της κοινωνίας μας. Τα πρότυπα
αγωγής ανακυκλώνουν παλιές νοοτροπίες και συνήθειες, όταν δεν υπάρξει η
κατάλληλη ανατροφή. Από την άλλη ο ρυθμός της ζωής με τις αυξανόμενες
απαιτήσεις αλλά και δυσκολίες επιβαρύνει το κλίμα και κατ’ επέκταση διαλύει
τους οικογενειακούς δεσμούς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Εγκυκλοπαίδεια:Βασική
επιστήμη και ζωή
Internet
ΒΙΒΛΙΟ:Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ-Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο, επιμ. Ευτυχία Λεοντίδου-Sigrid R.
Ammer, Εναλλακτικές Εκδόσεις/Γαία 1
ΜΠΑΛΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
ΜΙΧΑΛΙΟΥ
ΤΑΝΙΑ
ΜΕΡΜΕΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Υπό την επίβλεψη των καθηγητών: Γκαρίλα Βασιλικής
και Χαλούλου Παναγιώτη