"Σε δυο τρεις ημέρες ήρθε ο Κυβερνήτης. Πήγε εις τ’ Ανάπλι, περίλαβε τα κάστρα, ήρθε εις την Αίγινα, ορκίστη με μεγάλη παράταξιν να φυλάξη τους νόμους της πατρίδος και μ’ αυτούς να μας κυβερνήση... Οργάνισε και το πολιτικό. Φωνάζει τους βουλευτάς και τους λέγει να διαλυθούν δια το παρόν και ύστερα προσκαλεί (= αργότερα θα προσκαλέσει) την Συνέλεψη την Εθνική και γίνεται (= θα γίνει) το Βουλευτικόν σώμα. Οι βουλευταί δεν μπορούσαν να κάμουν αλλιώς, διαλύθηκαν κατά τον λόγον του Κυβερνήτη. Τότε έφκειασε το Πανελλήνιον, ορκίστη κι αυτός να κυβερνήση εφτά χρόνια. Δεν θυμήθη ο Κυβερνήτης· όταν ορκίστη δια εφτά χρόνια, ορκίστη σ’ το σύνταμα (= Σύνταγμα) − κι αυτός ευτύς το χάλασε.
…. πηρε την επιρροή των ανθρώπων ο
Κυβερνήτης.… Δυο χρόνια κοντά μάς κυβέρνησε αγγελικά. Και μας γύμνασε και την οικονομίαν. Ότι κι ο Κυβερνήτης μας μίαν κόττα έτρωγε τέσσερες ημέρες.…. άρχισαν να βάνουν αξιωματικούς ανθρώπους χωρίς δικαιώματα… Όταν ήταν ο πόλεμος, πολλοί από αυτούς δεν ήταν εις τον αγώνα…. Πληρεξούσιος των αρμάτων ήταν ο Αγουστίνος [Καποδίστριας], του πολέμου ο Βιάρος [Καποδίστριας] − κι όλα τελείωναν.
…. Τότε βγαίναν τ’ αγαθά του αιστήματα έξω αυτεινού και της συντροφιάς του. Ορκίζονται να είναι υπέρ της Ρουσίας. Και όσοι μπαίνουν εις αυτό να είναι οι πιστοί· οι άλλοι κακοί πατριώτες και κατατρέχονται….
….Του Κυβερνήτη φάνηκαν τα αιστήματά του, ότ’ είναι κυβερνήτης φατρίας κι όχι πατρίδας, και δεν θέλει λευτερίαν, ….
…. Εγώ εις τον Κυβερνήτη είχα μίαν συμπάθεια, ότι έλπιζα να μετανοήση και ναρθή εις τον καλόν δρόμον. Και τον ’παινούσα κι ας με πείραζεν αδίκως…."
Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα
Επεξεργασία του κειμένου: