Μυθιστόρημα, Γ. Σεφέρης
Παίρνω συχνά τους δρόμους
βαριόθυμος και μόνος.
Καμιά φορά σάς ψάχνω μες στο πλήθος.
Πάει σκληρός ο κόσμος κι έρχεται
άδικος∙ μαζί θα τον αλλάζαμε.
Μας έβγαλε το ρεύμα αλλού:
Αλλάξαμε σπίτι, γειτονιά, σαλόνι κι αυτοκίνητο.
Τότε η καρδιά μας λογάριαζε
τα βήματά μας με παλμούς
τα εύκολα για προδοσία.
Κλωθογυρίζει τώρα στην αυλή
μιας άκεφης μνήμης. Στο μεταξύ
αλλάζει ο κόσμος χωρίς εμάς
κι εμείς αδιαφορούμε.
Αδέρφια, κάποτε φίλοι μου καλοί,
πού φύγατε;
Σκοτεινέ άνθρωπε
αδελφέ μου∙
σε είδε το φως;
Αν προσέξεις
πάει μπροστά αγέρωχο το εγώ∙
σαν σκιά πιο πίσω του ο φόβος.
Στο μεταξύ ο άνθρωπος παραπατάει.