Απόσπασμα από το βιβλίο 

"Χρωματιστοί κύκλοι"

μυθιστόρημα 

του Αστέριου Λάμπρου

Λευκό

(Τόσο λευκό, σχεδόν γκρίζο)

.......................................

           Για μήνες έλιωναν οι ρίζες της στη μυρωδιά της φορμόλης του νοσοκομείου

       και το παιδί της, ξεριζωμένη, μόνη, τώρα "θα τα καταφέρω εγώ, μόνη", είπε,

       και γέμισε ο πόνος της πείσμα ...

    Με τα ξυλιασμένα μάτια του, την καταπληκτική ημερομηνία παράδοσης της διατριβής, και τις συναντήσεις στο σπίτι με όλους εκείνους, όταν αυτή γυρνούσε με τα πόδια κομμένα.

    Ποτέ δεν του συγχώρεσε την αδιαφορία του, το αλαφροΐσκιωτο βλέμμα, τους αφηρημένους διαλογισμούς και τα βιβλία του, το γέλιο κάτω από τις κουβέρτες, τις γεμάτες από άχρηστες λέξεις που κόλλαγαν παντού σαν τσιμπούρια και βρόμιζαν τα πάντα με ευνουχισμένη απραξία.

        Μια αυστηρή τομή στο βουητό των αμφιθεάτρων,

     του πλήθους, των συζητήσεων, του ήλιου. Ασφυ-

     κτικά γεμάτη με σιωπή.

    Ο άνεμος πήρε τις προκηρύξεις της ζωής της - τυπωμένες 

    και από τις δύο πλευρές με συνθήματα - τις στριφογύρισε 

    και τις σκόρπισε κατά χιλιάδες στους δρόμους............................

(σσ. 185 - 186)


Μια τελευταία "καληνύχτα" 

για τον Νίκο Ανδρόνικο

.................................

Τίποτα.

Ο Συνάδελφος, οι συμβιβασμοί που έκανε τόσα χρόνια, οι ανόητες υποχωρήσεις, οι φόβοι, η Συνεδρίαση.

Η απόλυση.

Τίποτα, δεν τον αγγίζει τίποτα.

Στη θαλασσινή νύχτα που απλώνεται μπροστά του σα μητέρα, η απόλυση τον ελευθέρωσε, δεν τον αγγίζει. Η πίκρα γλίστρησε από πάνω του σαν τον καπνό του τσιγάρου μέσα στη νύχτα.

Δεν τον νοιάζει.

Τίποτα. 

Μόνο το φεγγάρι, μια φέτα κυδώνι στυφό, που πλέει μέσα στο μπλε της ομίχλης.

 

Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε.

Σιωπή.

Έβγαλε τις παντόφλες μην την ξυπνήσει.

Μόνο η ανάσα της ακούγεται ήσυχη, απαλή, με ήχους αλμυρούς από διάφανο νερό.

Ένα σεντόνι από φως θρυμματίζεται θαμπό, πάνω στό κορμί της.

Μια τσιγγάνα σελήνη το παίζει ντέφι στα δάχτυλα.

Τα φύκια των μαλλιών της κολυμπάνε στο πράσινο κύμα.

Ένα αχνό κεραμιδί στη θέση των χειλιών.

Ανασαίνει ήρεμα, αθόρυβα, σα μωρό.

Γλυκιά, νοσταλγική, γεμάτη αύρες και αναμνήσεις.

        Σκουριά και άμμος. Ήλιος.

        Ησυχία.

        Το γέλιο της που μπερδεύεται με τον παφλασμό

        των κυμάτων. Οι γοφοί της άφησαν το αποτύπω-

        μά τους στη βρεγμένη άμμο.

        Ο ήλιος έπεσε μέσα στη λακκουβίτσα και κυλάει

        από τη μία άκρη στην άλλη.

        Το κόκκινο μαγιό με τα κίτρινα ανθάκια. Το γέλιο.

Γελάει.

Ξάπλωσε δίπλα της.

Ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της στον  μπρούτζο του φεγγαριού.

Κοίταξε το χλομό της πρόσωπο όμορφο σα μια σταγόνα βροχής.

Τόσα χρόνια μαζί, το πρόσωπό της είναι σταγόνα που λαμπυρίζει τη ζωή.

Τη φίλησε στο λαιμό.

Εκείνη η μυρωδιά από φρέσκο ψωμάκι, η γνώριμη, τον τύλιξε απαλά. Σε κάθε κίνηση του στήθους της, σε κάθε ανάσα, γιασεμί.

Γύμνωσε σιγά τα πόδια της. Μισοδιάφανα πάνω στα λευκά σεντόνια, τα μάτια του γέμισαν δαντέλες.

.................................................

Έκαναν έρωτα όπως παλιά.

Το άδειο δωμάτιο άνθισε για μια στιγμή στο χειμώνα, είπε "σ' αγαπώ" και άνοιξε απέραντο.

        Ένα πολύχρωμο τόπι έφυγε από το χέρι του παι-

        διού και αναπηδά με φέτες από χρώματα.

Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι, με ψίχα πικραμύγδαλο, κι ένα χαμόγελο στα δόντια.

 

Η σελήνη τους χάιδεψε όλο στοργή.

Τους σκέπασε με τα σεντόνια, τράβηξε τις κουβέρτες,

Στάθηκε και μουρμούρησε λόγια αγάπης.

Τους κοίταξε ένα λεπτό χαμογελώντας και πήγε για ύπνο.

(σσ. 266 - 268)

Αστέριος Λάμπρου, "Χρωματιστοί κύκλοι",  ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2000


Χαλούλος Παναγιώτης

06/01/2002