Μια ανάγνωση στην ποίηση του Χρήστου Γεραμούτσου

 

   “Έλειπε”: Μια απουσία, η απουσία της , μιας αγαπημένης που είναι παρούσα, μέσα του, πάντα, από τότε που “προσκύνησε” πρώτη φορά τη μορφή της, που μέθυσε από το μύρο της χάρης της, που μάτωσαν οι αισθήσεις στο άγγιγμά της.

    Γέμισε “τα πνευμόνια” του, γέμισε το είναι του από εκείνη, την Άνοιξη και τον Απρίλη του ¾

“ Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη” ¾ να θυμηθούμε εδώ τον σολωμικό στίχο – και τώρα , από τότε, μετά από κείνο το ( ερωτικό ) άγγιγμα του σώματος ( ; ) ή, μόνο, του βλέμματος, έστω και των δακτύλων ¾ ένα αγκάλιασμα  ίσως ...

    Και εκείνη, άραγε, το ένιωσε; ένιωσε ότι ήταν το (“σκοτεινό”) αντικείμενο του πόθου του; ίσως ναι, ίσως όχι. Ο ποιητής όμως αργά εκπνέει ηδονή, τόσο αργά, όσο κρατάει η ζωή – έτσι το θέλει, να μην τελειώνει ποτέ αυτή η ηδονή που του πρόσφερε αυτός ο ( ανολοκλήρωτος ) έρωτας ( : “Αλλά δεν τόλμησε ποτέ να της το ειπεί” ).

    Όλα αυτά ίσως είναι μια ανάσα, μια βαθιά, γλυκιά, ζεστή ανάσα που ομορφαίνει σαν παραμύθι τις χειμωνιάτικες μέρες της ζωής μας, σαν τις Χριστουγεννιάτικες μέρες που είναι τόσο όμορφες και μπορεί να είναι ή να γίνουν τόσο ζεστές σπάζοντας την παγωμένη καρδιά του χειμώνα.

Στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” συναντήθηκαν στο δρόμο, συναντήθηκαν τα βλέμματα, οι ψυχές τους – τότε τι ήταν εκείνο που την έκανε σε λίγο να ξεχάσει; μας το λέει πιο κάτω ο ποιητής: η λογική που καθορίζει πολλές φορές τις κινήσεις και τα βήματά μας στη ζωή, κάτι “δεν έπρεπε” να γίνει, έπρεπε να σταματήσει εκεί. Αλλά κι εκείνος μήπως δεν ακολούθησε, αναγκαστικά – ίσως λόγω της δικής της στάσης πρώτα – της λογικής το δρόμο κρατώντας το συναίσθημα εκείνης της συνάντησης, που πέρασε και τελείωσε σαν παραμύθι, βαθιά μέσα στη σκέψη του που τώρα ανοίγεται μέσα από τα ποιήματά του ;

    Τα ποιήματα είναι το “προσκύνημα”, είναι η έκφραση για το ανέκφραστο, γιατί εκείνη “έλειπε” και ίσως θα λείπει για πάντα πια, εκτός από την “αφέντρα” τη “Φαντασία”, που είναι το μόνο παρόν, όποτε και όταν θέλεις.

    Πόσες φορές όλοι μας δε χαθήκαμε μέσα στις ατελείωτες διαδρομές της, στους ναούς της, πόσες φορές δεν προσκυνήσαμε άγιες μορφές, εξιδανικευμένες κάποιες φορές – κάθε άγιο είναι εξιδανικευμένο – είτε στο όνειρό μας ( στον “Όνειρο” των ομηρικών επών ) είτε στο ξύπνιο μας σε ώρες “ρέμβης - σιωπής”.....

      “Αφέντρα” η φαντασία και “λακές της” ο καθένας μας και όμως στην υπηρεσία μας ταυτόχρονα αυτή, στις ερωτικές αναπολήσεις, στις φαντασιώσεις μας. Τις στιγμές εκείνες που “λαγγεύει ο νους....”, βακχεύουμε σε άφατη ηδονή, γιατί “Βακχεία η Φαντασία”. Ο ποιητής όμως, που είναι δημιουργός και συνεργάτης της Φαντασίας, που χωρίς αυτή δεν μπορεί να (αυτο)προσδιοριστεί ως ποιητής, εντοπίζει μια προδοσία εκ μέρους της: Κάτι δεν του προσφέρει, “μια πινελιά λείπει από την μορφή”. Ο πίνακας των σχημάτων, των χρωμάτων, των ηδονικών αρωμάτων και γεύσεων δεν ολοκληρώνεται από μια πινελιά που του “λείπει” – πάλι μια απουσία – μόνο κάτι λίγο (;) κι όμως τόσο σημαντικό, ώστε να προκαλέσει απογοήτευση και, σιωπηλά, σε ήπιο τόνο, φαίνεται να της λέει να φύγει “ Φύγε Αφέντρα. Για λίγο σωπαίνει / ..../ Πάλι σωπαίνει / Φύγε Αφέντρα / Δεν θα ’μαι πια λακές σου ”.

    Δεν φαίνεται να την προστάζει. Το ύφος δεν δείχνει θυμό και αγριότητα στην εντολή που δίνει. Η εξήγησή μας: Μήπως είναι σίγουρος πως δεν θα ξαναγίνει πια “ο λακές της”; Κανένας μας δεν το καταφέρνει. Πάλι και πάλι την αποζητάμε την “αφέντρα” να διαφεντέψει τα όνειρά μας, τις ώρες της μοναξιάς, της απογοήτευσης, της προσμονής, της αναπόλησης .....κι ας ξέρουμε πως μόνη η φαντασία δεν πληροί τη ζωή μας, μόνο τη συμπληρώνει ....

    Αυτό το τελευταίο εκφράζει ωραία και ο στίχος: “Μόνιμο άχθος... τη σάρκα του εμποιούσε”. Αυτή η άρνηση που εκφράζει ο ποιητής στη “Φαντασία” παραπέμπει ίσως στο  “περιγιάλι το κρυφό...” του Σεφέρη με τη “γλυφή” γεύση της δίψας του μεσημεριού – τότε που συνειδητοποιεί ο Σεφέρης το          “λάθος !” (: “ με τι καρδιά, με τι πνοή / τι πόθους και τι πάθος / πήραμε τη ζωή μας . ”).

    Άλλαξε τη ζωή του ο ποιητής εκείνος. Αυτό μας δηλώνει. Διώχνει το πάθος, την καρδιά από το δρόμο της ζωής του. Και άλλαξε ζωή .....

    Πόσο τα κατάφερε; αναρωτιόμαστε..... Είναι εφικτό για ένα ποιητή να συνεχίσει ως ποιητής αδιαφορώντας για το συναισθηματικό δρόμο, το δρόμο της καρδιάς του, να δημιουργεί χωρίς το πάθος; Μα, η ίδια η ποίηση είναι πάθος, είναι φαντασία και όραμα, είναι ο Πήγασος που “χρεμετίζει” κι “από ψηλά ατενίζει” τον κόσμο, τον κόσμο γεμάτο από “σορούς ερώτων”, “σβησμένα”, πια, “κεριά” και ακόμα άλλα “κεριά / Τα λίγα - τα εκλεκτά”.

    Όμως, ακόμα κι αν η πείρα ψιθυρίζει στον ποιητή πως κεριά είναι κι αυτά, μοιραίο να σβήσουν κάποτε, ακόμα κι αν ο ποιητής “δέεται. / Πατέρα Δία,.... / κάμε να γεννηθεί μέσα μου το Κτήνος”, ο δρόμος της καρδιάς και του πάθους που διάλεξε δεν είναι εύκολο να αλλάξει.

    “Εκείνος στων ρομαντικών ποιητών / χανότανε τη ρήση”, τα κεριά – τα εκλεκτά – τα αναμμένα ονειρευόταν, την πύρα της καρδιάς που αργά - αργά εκπνέει , όσο να τελειώσει η εκπνοή της ζωής ...

( ΤΑΚΗΣ ΧΑΛΟΥΛΟΣ , Δεκ ’98 )