Login Form
Φιλολογικά
Τα άρθρα αυτά έχουν φιλολογικό ενδιαφέρον
Λογοτεχνία
Με τον όρο Λογοτεχνία εννοούμε τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από τη γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των - γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό, λοιπόν, που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι' αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια.
Για τον καθορισμό της έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει τη Λογοτεχνία «εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου. Κάποιες από τις προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως «μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που προσφέρει «αισθητική απόλαυση».
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ιστορικο-εξελικτική εξέταση, που μελετά το «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία». Μια τέτοια εξέταση, η οποία βέβαια δε στοχεύει στη διατύπωση κάποιου ορισμού, μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις διάφορες μεταβολές της αντιμετώπισης της Λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας.
Νεοελληνική Γλώσσα
Η Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική γλώσσα (ιστορικά γνωστή και ως Ρωμαίικα), αναφέρεται στις διάφορες γλωσσικές ποικιλίες των Ελληνικών που ομιλούνται στην σύγχρονη εποχή. Η έναρξη της γλωσσικής περιόδου της Νέας Ελληνικής τοποθετείται, συμβολικά κυρίως, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, παρόλο που πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ελληνική είχαν κάνει την εμφάνιση τους αιώνες πριν - από τον 3ο αιώνα Π.Κ.Χ. έως τον 10ο αιώνα[5] Κατά την περίοδο της Νέας Ελληνικής, η γλώσσα βρισκόταν σε μία κατάσταση διγλωσσίας, καθώς τοπικές διάλεκτοι συνυπήρχαν με τις επίσημες αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. H Νεοελληνική άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα, η Κοινή Νέα Ελληνική ομιλείται από περίπου 12-15 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο, και ως γλώσσα μειονότητας σε πολλές άλλες χώρες[εκκρεμεί παραπομπή].
Μεσαιωνική Λογοτεχνία
Η Μεσαιωνική λογοτεχνία αποτελεί έναν ευρύ τομέα, που περιλαμβάνει ουσιαστικά όλα τα γραπτά έργα της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι τα χρόνια της Αναγέννησης στα τέλη του 15ου αιώνα. Πρόκειται για εκκλησιαστική, αλλά και κοσμική λογοτεχνία. Λόγω του εύρους και της ποικιλίας της, όσον αφορά τη γλώσσα και την περιοχή που αναπτύχθηκε, μελετάται συνήθως όχι ενιαία αλλά ξεχωριστά κι ανάλογα με το είδος της.
Καθώς τα Λατινικά αποτελούσαν τη γλώσσα της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία κυριαρχούσε στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη κι αποτελούσε ουσιαστικά τη μοναδική πηγή εκπαίδευσης, τα Λατινικά ήταν η συνηθέστερη γλώσσα των μεσαιωνικών κειμένων, ακόμα και σε περιοχές της Ευρώπης που δεν εκρωμαΐστηκαν ποτέ. Από την άλλη πλευρά, στην Ανατολική Ευρώπη, μεγάλη ήταν η επιρροή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αποτέλεσμα κυρίαρχες γλώσσες στα γραπτά κείμενα της περιόδου να είναι τα ελληνικά και η Αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική. Ο απλός πληθυσμός των διαφόρων περιοχών συνέχισε να χρησιμοποιεί ντόπια ιδιώματα, λογοτεχνικά παραδείγματα των οποίων αποτελούν το Έπος του Μπέογουλφ στα Αρχαία αγγλικά, η Ωδή Νίμπελουνγκ στην Υψηλή Γερμανική γλώσσα, το μεσαιωνικό ελληνικό έπος του Διγενή Ακρίτα και άλλα έργα. Αν κι η εκτεταμένη μορφή των έργων αυτών οφείλεται μάλλον σε κάποιους ανώνυμους ποιητές, αναμφίβολα βασίζονται στις προφορικές παραδόσεις του λαού τους. Οι κελτικές παραδόσεις έχουν επιζήσει, για παράδειγμα, στο έργο Μαμπινόγκιον και στον Αρθουριανό κύκλο.
Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της μεσαιωνικής λογοτεχνίας προέρχεται από ανώνυμους συγγραφείς. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην έλλειψη γραπτών πηγών μιας συγκεκριμένης περιόδου, αλλά και στη διαφορετική ερμηνεία του συγγραφέα εκείνης της εποχής με τα σημερινά δεδομένα. Οι μεσαιωνικοί συγγραφείς συνήθως αφηγούνταν ξανά και ωραιοποιούσαν ιστορίες που είχαν διαβάσει ή ακούσει παρά επινοούσαν νέες. Συνεπώς, η αναφορά του ονόματος ενός συγγραφέα δεν είχε ιδιαίτερη σημασία κι έτσι αγνοούμε τους συγγραφείς πολλών σημαντικών έργων.
Η συνηθέστερη λογοτεχνική μορφή των κειμένων που βρίσκονταν στις μεσαιωνικές βιβλιοθήκες ήταν τα εκκλησιαστικά κείμενα, καθώς οι καθολικοί ιερείς ήταν το πνευματικό κέντρο της κοινωνίας του Μεσαίωνα. Θρησκευτικοί συγγραφείς και μελετητές, όπως ο Θωμάς Ακινάτης, συνέγραψαν θεολογικές και φιλοσοφικές πραγματείες, συχνά προσπαθώντας να συμβιβάσουν τις διδαχές των Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων και φιλοσόφων με τα εκκλησιαστικά δόγματα. Συνηθισμένο είδος γραφής αποτελούσαν κι οι "βίοι αγίων", που προσέφεραν ενθάρρυνση, αλλά και προειδοποίηση στους αναγνώστες. Από την άλλη πλευρά, τα ποιήματα των Γολιάρδων, συνήθως σατιρικά τετράστιχα, ήταν ένας τρόπος για τη δήλωση της εναντίωσης κάποιων κληρικών απέναντι στην Εκκλησία.
Η κοσμική λογοτεχνία της περιόδου αυτής σίγουρα δε συγκρίνεται σε ποσότητα με την εκκλησιαστική λογοτεχνία, αλλά πολλά έργα έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Η "ειδυλλιακή αγάπη" αποτελούσε κύριο θέμα στα έργα του 11ου αιώνα, όταν περιπλανώμενοι τροβαδούροι έβγαζαν τα προς το ζην από τα τραγούδια τους.
Στο είδος της κοσμικής λογοτεχνίας περιλαμβάνονται τα επικά ποιήματα της γερμανικής παράδοσης, όπως το Έπος του Μπέογουλφ, τα ηρωικά έπη, όπως το Έπος του Διγενή, που συνδέεται με τα ακριτικά τραγούδια, καθώς και ρομαντικά διηγήματα, που διαφέρουν λόγω της έμφασης που δίνεται στην αγάπη και τον ιπποτισμό παρά στα πολεμικά κατορθώματα.