ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΠΕ 04

ΔΔΕ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

 

X Η Μ Ε Ι Α    ή     Χ Υ Μ E Ι Α ;

                                            

Σαραντόπουλος Παναγιώτης

Καθηγητής Μ.Ε. - Χυμικός

 

            Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, ούτε περιέχει στοιχεία λογοπαιγνικής διάθεσης. Προέκυψε τυχαία από την βιβλιογραφική ανασκόπηση για τις ανάγκες της υπό συγγραφή διδακτορικής μας διατριβής ένα σκέλος της οποίας, εξετάζει την στάση  των μαθητών έναντι του μαθήματος της "Χημείας" με την παροχή ιστορικών  πληροφοριών κατά την  εκπαιδευτική διαδικασία. Εξετάζοντάς το δε από άλλη οπτική  γωνία, είναι της ίδιας φύσης και περιεχομένου με το ερώτημα, το οποίο θέτει ο καθηγητής Α. Γαληνός [1974] "Έχει η Χημεία ελληνικήν ιθαγένειαν; ". Η απάντηση την  οποία  επιχειρεί να δώσει αυτή η εργασία στηρίζεται σε ιστορικά, βιβλιογραφικά και ετυμολογικά δεδομένα και εντάσσεται στην προσπάθεια αποσαφήνισης της σημειολογίας της "Χημείας",  με ότι θετικό μπορεί να συνεπάγεται το τελευταίο για τη διδασκαλία της.

 Α. Ιστορική Αναδρομή

Η σύγχρονος επιστήμη της "Χημείας", η οποία και θεμελιώθηκε με τη ορθολογική σκέψη του Lavoisier τον 18ο αιώνα, πιστεύεται  από  πολλούς, ότι έλκει  την καταγωγή της από την "Αλχημεία" των Αράβων και των Δυτικών αλχημιστών -ιατροχημικών του Μεσαίωνα. Μελέτες όμως διαπρεπών Ελλήνων και ξένων  επιστημόνων, όπως του  Berthelot  Μ. & Ruelle Ch. [1888], Στεφανίδη  Μ. [1909 & 1914], Ζαχαρία Π. [1955] Τσαγκάρη Ι. [1992] κ.ά. στηριζόμενες σε ιστορικές πηγές τεκμηριώνουν την άποψη ότι έννοιες, όροι και τεχνικές που χρησιμοποιεί σήμερα η "Χημεία", γεννήθηκαν μέσα στους ναούς της Μέμφιδας και Θηβών της αρχαίας Αιγύπτου από τους ιερείς: "εφευρετών πάσης επιστήμης και του πυρός και της μεταλλουργίας" (Διόδωρος ο Σικελιώτης, 1ος αιώνας π.Χ.) και στα εργαστήρια των αρχαίων Ελλήνων χυμευτών, κυρίως των Αλεξανδρινών.

            1. Αρχαίοι 'Ελληνες και Αιγύπτιοι.

Οι αρχαίοι 'Ελληνες κατείχαν γνώσεις "χημικομηχανικής" ή βιομηχανικής  "Χημείας" όπως θα λέγαμε σήμερα. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τις σχετικές  αναφορές σε πολλά χωρία των Ομηρικών επών [Ζέγγελης Κ. 1891, Τσαγκάρης Ι. 1992],  όσο και από την ύπαρξη των "αργυρείων" του Λαυρίου, όπου δια της μεθόδου της κυπέλωσης, εξήγαγαν άργυρο από τον "αργυρίτη λίθο", δηλαδή από αργυρούχα  μολυβδομεταλλεύματα γαληνίτη και κερασίτη (Μαρίνος Γ. & Petrascheck W. 1956). Υπολογίζεται ότι στους τέσσερις αιώνες λειτουργίας των μεταλλείων οι Αθηναίοι παρέλαβαν 1.200.000 κιλά  αργύρου, ο οποίος και συνέβαλε τα μέγιστα στο θαύμα του χρυσού αιώνα. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα, ο Ευσταθιάδης [1978, Τσαγκάρης Ι. 1992) υποστήριξε ότι η δεξαμενή της ακρόπολης της Καμείρου στη Ρόδο χρονολογουμένης από το 500 π.Χ., είναι κατασκευασμένη από υδραυλικό κονίαμα, με προδιαγραφές σε σύσταση, ποιότητα, μηχανική αντοχή και  ελαστικότητα, όμοιες με το σημερινό τσιμέντο Portland.

Αντίστοιχες γνώσεις και μάλιστα μεταλλουργίας χρυσού κατείχαν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι οποίοι και ανέπτυξαν την "Ψαμμουργική Τέχνη" [Στεφανίδης   1909]. Τα κατάμαυρα χρυσοφόρα πετρώματα, τα οποία ευρίσκονταν μεταξύ Ερυθράς θάλασσας και του Νείλου ποταμού, κοντά στις πόλεις Μερόη και Χεμμώ (πόλη  Πανός), τα οποία περιείχαν και φλέβες χαλαζία, μετά τη λειοτρήβηση και έκπλυση, τα μετέτρεπαν σε "χρυσοφόρους ψάμμους". Στη συνέχεια μετά την ανάμειξη με μόλυβδο και άλατος κασσιτέρου (ή κιννάβαρι ή υδραργύρου), τα έψηναν στα καμίνια των ιερών ναών επί πέντε ημέρες. Έτσι αποχωρίζονταν ο χρυσός, λόγω μεγαλύτερου ειδικού βάρους από τα οξείδια του μολύβδου (λιθάργυρος), ενώ παραγόταν συγχρόνως και άργυρος. Οι όλες διαδικασίες, οι οποίες ομοιάζουν με τις αντίστοιχες σημερινές, όπως της αμαλγάμωσης και κυπέλωσης, τις ονόμαζαν "καιρικαί" και γίνονταν από τους  ιερείς, οι οποίοι τις κρατούσαν μυστικές, ως κρατικό ή βιομηχανικό μυστικό, όπως θα λέγαμε  σήμερα.

Η  εισβολή στην Αίγυπτο των Αιθιόπων (718 π.Χ)  και των Περσών (525 π.Χ)  αναγκάζει τους θεματοφύλακες των μυστικών διεργασιών, "οι εν απορρήτοις  παραλειφότες την περί τούτων ακρίβειαν, μη βούλεσθαι τ' αληθές εκφέρειν εις τους  πολλούς" (Διόδωρος ο Σικελιώτης), να δώσουν ψευδείς πληροφορίες στους εισβολείς-κατακτητές δημιουργώντας έτσι την "καλούμενη θεία τέχνη λόγω δογματικώ και  σοφιστικώ" (Ζώσιμος ο Πανοπολίτης, 270 - 330 μ.Χ ). Οι μεταγενέστεροι, δούλοι ιερείς  και κατακτητές, λόγω και της εξάντλησης των χρυσοφόρων πετρωμάτων, προσπάθησαν να εξαγάγουν χρυσό από τα μαύρου επίσης χρώματος καμινευτικά   συλλιπάσματα της προηγουμένης περιόδου, στα οποία υπήρχαν σε μεγάλη   συγκέντρωση οξείδια του μολύβδου. Δημιουργείται έτσι, η Αιγυπτιακή ή Ιουδαϊκή  μέθοδος χρυσοποιίας, της οποίας το βασικό μέλημα ήταν: "η δια του πυρός αληθή μετουσίωσιν τούτων είς χρυσόν" [Στεφανίδης 1914]. Αντίθετα η μέθοδος του Οστάνου[1] ή Περσική, η οποία και άνθησε κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επιζητούσε την κατασκευή ειδικής ουσίας (φαρμάκου) η οποία δια βαφής θα  μετέτρεπε τα μέταλλα, κυρίως τον μόλυβδο και τον υδράργυρο, σε χρυσό. Στην  μέθοδο αυτή πιθανόν να οφείλεται και η προσπάθεια των μετέπειτα Αράβων και Δυτικών  "αλχημιστών" για την ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου, με την οποία, κατά τον Ψευδολλούλο, "τη θάλασσαν θα μετέβαλον εις χρυσόν, αν αύτη ήτο υδράργυρος" [Οικονομέας Φ. 1973].

            Κατά την Αλεξανδρινή περίοδο (300 π.Χ.-400 μ.Χ.), οι εμπειρικές γνώσεις  των Αιγυπτίων εμπλουτίζονται με τις φιλοσοφικές-θεωρητικές απόψεις των αρχαίων Ελλήνων (π.χ Αριστοτέλης, Εμπεδοκλής[2] κ.ά.) περί μετάλλων και μεταβολών της  ύλης και γεννιέται έτσι, κατά τους Πτολεμαϊκούς χρόνους, η Χυμευτική, η οποία  σκοπό είχε τη δημιουργία  "χρυσογόνου χύματος"  για τη παραγωγή χρυσού.

            2. Χυμευτική: Θεωρία και Πράξη

Το θεωρητικό υπόβαθρο της Χυμευτικής, καθαρά αριστοτελικού χαρακτήρα,  έτσι όπως φαίνεται από κείμενα του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ, τα οποία σώζονται από  αντίγραφα του  10ου-17ου αιώνα, αναλυθέντα λεπτομερώς τόσο από τον Βerthelot, όσο και από τον Μ.Στεφανίδη έχει ως ακολούθως:

α. Όλα τα σώματα κατατάσσονταν σε Γένη και σε Είδη. Ως γένη ή "πρωτουργά" (ακατέργαστα), θεωρούνταν τα "χυτά" (Στέφανος ο Αλεξανδρείας), τα σημερινά δηλαδή μέταλλα. Τα είδη είναι παράγωγα των γενών, και σ' αυτά   συγκαταλλέγονταν: η "ώχρα", ο "μαγνήτης λίθος" ( Fe3O4), ο "λιθάργυρος"  (PbO), το  "ψιμύθιον", ο "ιός χαλκού" (βασικός ανθρακικός μόλυβδος), δηλαδή οι σημερινές "χημικές" ενώσεις.

β.  Μόνο τα γένη μπορούν να ενωθούν μεταξύ τους, και ως αιτία αυτής της ένωσης εθεωρείτο η "συμπάθεια" (σήμερα "χημική" συγγένεια).

 γ.  Η ένωση των γενών γίνονταν δια "ομορρευστήσεως" (σύντηξης), και η όλη διαδικασία απαιτούσε την παρουσία του "μεσιτεύοντος", το οποίο είχε κοινές   ιδιότητες με τα γένη που ενώνονταν, και εκρίνετο απαραίτητος η προσθήκη του για  να "εκστρέψουν την φύση", η οποία σύμφωνα με το χυμευτικό ρητό: "Η φύσις τη φύσει τέρπεται, και η  φύσις την φύσιν νικά, και η φύσις την φύσιν κρατεί" [Κομάριος, Berthelot & Ruelle 1888, σελ. 293], παρόμοιο με το "η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί" του Ηράκλειτου. Η έννοια αυτή του "μεσιτεύοντος" ίσως να αποτελεί και μια άλλη πιθανή εκδοχή γέννησης της ιδέας της "φιλοσοφικής λίθου".

Συνοψίζοντας, οι θεωρητικές απόψεις των χυμευτών, συμπυκνούνται στο δόγμα: "Εάν μη τα σώματα ασωματώσης και τα ασώματα σωματώσης, και ποιήσης τα δύο έν, ουδέν των προσδοκωμένων έσται" [Berthelot & Ruelle 1888 σελ. 93], το οποίο σίγουρα αποτελεί και δόγμα της σημερινής "Χημείας".

Οι παραπάνω θέσεις, έτυχαν πρακτικής εφαρμογής στα Χυμευτικά εργαστήρια της εποχής, στα οποία επιτελούνταν οι παρακάτω εργασίες-τεχνικές [Στεφανίδης 1909 & 1914]:

α. Λείωσις. Λειοτρίβηση της πρώτης ύλης για την παραγωγή του χύματος, ("λειόω τω δοιδύκι"), ή διάλυση της με νερό ή άλλων υγρών ("Συν ολίγω ύδατω λειώσας" και "Συλλειώσας νιτρελαίω"). Κατά  τη  περσική δε μέθοδος σήμαινε τη προσθήκη κάποιας σκόνης στο  πυρωμένο μέταλλο. Σημειωτέο ότι το ρήμα "λειόω" αντιστοιχεί στο νεοελληνικό "λειώνω", το οποίο έχει διττή σημασία. Δηλώνει και την   διάλυση γενικά ή μεταφορικά π.χ."η ζάχαρη έλειωσε στο νερό" ή "το πτώμα έλειωσε", αλλά και την τήξη π.χ. "το μολύβι έλειωσε στη  φωτιά".

β. Όπτησις. Καύση της λειοτριβηθείσης ή μη πρώτης ύλης, η οποία και αποσκοπούσε στην "ασωμάτωση" του παραγομένου χύματος και γινόταν με εξάχνωση μέσα σε χωνιά ή με απόσταξη στον άμβικα[3]. Η διαδικασία της όπτησης τελείωνε όταν το χύμα μαύριζε, ενδεικτικό σημάδι ότι η "ασωμάτωση" είχε ολοκληρωθεί και το  χύμα ήταν  έτοιμο  να δεχθεί το νέο είδος [Στεφανίδης 1938].

γ. Λεύκανσις. Επεδίωκε την εκ νέου "σωμάτωση"  και  γινόταν με λευκαντικές ουσίες ή πλύσεις.

δ. Ξάνθωσις. Το σημαντικώτερο στάδιο της όλης διαδικασίας, κατά το οποίο επιδιώκετο η "μεταλλοίωσις". Στο στάδιο αυτό προστίθετο και το προαναφερθέν "μεσιτεύον".

Εκτός των ανωτέρων στα χυμευτικά εργαστήρια γίνονταν και "σινίασις" (διήθηση με σακκιά), "αφυλισμός" (απόχυση), "κατάσπασις" (καταβύθιση ιζήματος) και  άλλες εργασίες οι οποίες αποσκοπούσαν στην "τελείωσιν του έργου". Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω χυμευτικό απόσπασμα: "Την αναρίθμησιν των αναλύσεων και καύσεων συντέμνοντες φάσιν: εκατοντάδες δις οκτώ, και τρις τρείς και δεκάδες και τέσσαρες, δηλούντες ότι ενδεκάκις εκατόν ανακάμπεται και αναλύεται το σύνθεμα, προς τέλειαν λεύκωσιν γίγνεσθαι και συντελεσθήναι κατά την τέλειαν και  βεβαίαν ξάνθωσιν" [Berthelot & Ruelle 1888 σελ. 129].

Από  τα παραπάνω καθίσταται φανερό  ότι  η  Χυμευτική πρέπει να θεωρηθεί η πρόγονος της σημερινής "Χημείας" και οι ισχυρισμοί του Μohl και άλλων περί "παιδαριωδών γνώσεων των αρχαίων, όσον αφορά τις Φυσικές Επιστήμες" και άρα της "Χημείας" κρίνονται αβάσιμοι.

Β. Η διαχρονική πορεία και γραφή της Λέξης

Η γλώσσα γέννημα της ανάγκης των ανθρώπων για επικοινωνία, δημιούργησε τις λέξεις. Πολλές απ' αυτές προήλθαν από μιμήσεις ήχων π.χ. σχίζω, κράζω, ξύνω, ρέω κ.ά. και αναπαριστούσαν τις αιτίες και τα αποτελέσματά τους, όπως τις αντιλαμβανόνταν με τις αισθήσεις τους ο άνθρωπος. Άλλες εξέφραζαν πραγματικές καταστάσεις, πράξεις  και φαινόμενα της καθημερινής ζωής. Η  λέξη για παράδειγμα, "έμπορος" προήλθε από το "εν+πόρω" (πόρος<περώ) και δήλωνε αυτόν που διέρχεται από "πόρους" (πορθμούς, θαλάσσια περάσματα). Με την ίδια  λογική δημιουργήθηκαν και το "πορεύομαι", "εμπορεύομαι" και  "πορεία", "εμπορεία[4] "  (εμπορικά λιμάνια).

            Η ετυμολογία κατά συνέπεια, μιας λέξης υποδηλώνει την ιστορική της χρήση   και παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την έννοια που αυτή εξέφραζε ή συνεχίζει να εκφράζει και σήμερα. Κάτω από αυτό το πρίσμα εξετάζεται και η ετυμολογία της λέξης "Χημεία", η οποία σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα στοιχεία προσδοκά να δώσει απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα.

             1. Ετυμολογία "Χημείας"

Oι  Champollion, Hoffman, Maspero, Lippmann, Kopp κ.ά. θεωρούν ότι η λέξη παράγεται από το αρχαίο όνομα της Αιγύπτου Chemi, ή Χμί κατά την ιερογλυφική γραφή, ή  Χημία κατά Πλούταρχο, ή "γη  Χάμ" (υιός του Νώε) κατά τους Εβραίους (Δαυίδ ψαλμός ρε). Όλες αυτές οι ονομασίες για την Αίγυπτο έλκουν τη  γλωσσολογική τους ρίζα στα μαύρα πετρώματά της από τα οποία  παραλαμβάνονταν  ο  χρυσός,  και  στα καμινεύματα της "Ψαμμουργικής" περιόδου και κατέστησαν έτσι συνώνυμες με το μαύρο χρώμα. Το σχετικό χωρίο στο "περί  Ίσιδος και Οσίριδος" έργο του Πλουτάρχου (1ος  αιωνας μ.Χ.) είναι αποκαλυπτικό:  "...έτι την Αίγυπτον, εν τοις μάλιστα μελάγγειον ούσαν, ώσπερ το μέλαν του οφθαλμού, Χημίαν καλούσι ..."

Οι  παραπάνω  παραλλαγές του ονόματος της Αιγύπτου μοιάζουν ηχητικά με το  "Χημεύ", έργο του χυμευτού  Ζώσιμου του Θηβαίου  ή  Πανοπολίτη (270 - 330 μ.Χ), και η ομοιότητα αυτή οδήγησε, κατά τον Berhelot [1908 σελ 58], στην  εσφαλμένη ετυμολογία της λέξης, η οποία και παρέμεινε. Ο  Berthelot θεωρεί ότι η λέξη προέρχεται από το ελληνικό χέω, εκ του οποίου και  χυμός,  χωρίς να προχωρεί  σε περαιτέρω αιτιολόγηση της άποψής του.

Ο μυστικισμός των Αράβων με τη προσθήκη του άρθρου al μετατρέπει την λέξη σε "Αλχημεία" και την  καθιστά συνώνυμο της μέχρι και σήμερα αποκαλούμενης  Μαύρης Μαγείας. Η "Αλχημεία" με την εμμονή της στην ανακάλυψη  της  φιλοσοφικής  λίθου ή al-ixir (το ξηρίον-ελιξήριον), μπορεί να χαρακτηρισθεί η τέχνη η κατασκευάζουσα, ότι και Χημία (μαύρη) γή των Αιγυπτίων. Δηλαδή η τέχνη  της  μεταβολής του "μαύρου" μολύβδου σε  χρυσό, ο οποίος παραγόταν  κάποτε, από  τα  "μαύρα"  πετρώματα  της Χημίας (Αιγύπτου) .

            Αποδεχόμενοι τέτοιου  είδους  εξηγήσεις, θα  πρέπει  συνεπώς να γράφουμε  ΧΗΜΙΑ και  ΑΛΧΗΜΙΑ  όσον αφορά την ελληνική απόδοση. Και αν το αντικείμενο της Αλχημίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δικαιολογεί αυτή τη γραφή το αντικείμενο της ιστορικά αποδεδειγμένης Χυμευτικής, της αγνοημένης από 'Ελληνες και ξένους συγγραφείς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και προγόνου της σημερινής "Χημείας" δεν  δικαιολογεί το ΧΗΜΙΑ ούτε βέβαια το "ΧΗΜΕΙΑ".

            2. Ετυμολογία Χυμείας  ή  Χυμίας

Η γραφή Chymia εμφανίζεται για πρώτη φορά στο κλασικό έργο του Andreas Libeau (Libanius) (1550-1616) "Alchemia", το οποίο και εκδόθηκε το 1597. Σ' αυτό το οποίο, κατά τον Kopp, αποτελεί το πρώτο καθαρά επιστημονικού περιεχομένου "χημικό" σύγγραμμα, και στο δεύτερο μέρος του, τη "Chymia", περιγράφονται οι τότε γνωστές "χημικές" ενώσεις. [Βλαχάκης Γ.1996, Οικονομέας Φ. 1973].   

O πρώτος που επιχειρεί να δώσει ετυμολογική ερμηνεία αυτής της γραφής ήταν ο Γάλλος "Ιατροχημικός" Nicola Lemery (1645-1715) την οποία και  διατυπώνει  στο σύγγραμά του "Cours de Chymie" το 1675. Από ανατύπωση του 1716 διαβάζουμε (μεταφράζουμε):

             "Το  όνομα της Χυμείας ή Χυμίας (Chymie κατά το γαλλικό κείμενο) προέρχεται από την ελληνική  λέξη  <χυμός>  (με ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία), δηλαδή suc (ο χυμός γαλλικά), ή από το ρήμα <χέειν> (ε.τ.σ.), που σημαίνει λιώνω (fondre), διότι  διδάσκει να χωρίζουμε τις ουσίες τις πιο καθαρές των μειγμάτων τις οποίες καλούμε μερικές φορές χυμούς  (sucs) και η οποία είναι το μέσο να θέσουμε σε τήξη τα στερεά σώματα. Μερικοί θέλουν να προέρχεται απο το εβραϊκό "Chema" που σημαίνει "Θερμός αστερισμός" (Constellation chaude ), και αυτή η ετυμολογία μου φαίνεται να αντλείται από το παρελθόν (tiree de bien loin).

            Οι Χυμικοί (Chymistes) πρόσθεσαν το αραβικό άρθρο "al" στη λέξη Χυμεία, όταν θέλησαν να εκφράσουν το μεγαλείο, όπως εκείνο που διδάσκει την μετατροπή των μετάλλων, αν και Αλχυμεία δεν σημαίνει άλλο πράγμα παρά Χυμεία.

             Την ονομάζουν Σπαργειρική (Spargirie). Και αυτή η λέξη αποτελείται από τα  ρήματα  <σπαν  &  αργιρέιν> (ε.τ.σ.) που σημαίνουν "χωρίζω και μαζεύω" (separer & ramasser), διότι μας διδάσκει να χωρίζουμε τις χρήσιμες ουσίες κάθε μείγματος από τις άχρηστες, και να τις μαζεύουμε.

             Την ονομάζουν "Ερμητική Tέχνη" (Art Hermitique), εξ αιτίας του Ερμή που είναι ένας από τους κυριότερους δημιουργούς της. Την ονομάζουν "Πυροτεχνική"  (Pyrothecnie) από το <πυρ & τεχνή> (ε.τ.σ.), διότι πράγματι δια μέσου της φωτιάς  επιτυγχάνονται όλες οι χυμικές (chymiques) πράξεις.

            Της  δίνουν ακόμη διάφορα ονόματα, αλλά επειδή αυτή η έρευνα είναι αρκετά άχρηστη περιορίστικα να αναφέρω τα κυριότερα".

Η ετυμολογική ερμηνεία που δίνει ο Lemery, συμφωνεί ή μπορεί και να είναι   επηρεασμένη από τα αναγραφόμενα στο λεξικό του Σουίδα (Βυζαντινός λεξικογράφος  950-1000 μ.Χ.). Σε έκδοση του 1616 (σελ.1128)  διαβάζουμε: "Χημεία: η του αργύρου και χρυσού κατασκευή, ής τα βιβλία  διερευνησάμενος ο Δοκλητιανός έκαυσεν, ότι δια τα νεωτερισθέντα Αιγυπτίοις Διοκλητιανώ τούτοις ανημερώς χρυσού και αργύρου τοις παλαιοίς αυτών γεγραμμένα βιβλία διερευνησάμενος έκαυσε, προς το μηκέτι πλούτον Αιγυπτίοις εκ της τοιαύτης προσγίνεσθαι τέχνης, μηδέ χρημάτων αυτούς θαρρούντες του λοιπού Ρωμαίοις ανταίρειν ζητεί εν τω δέρας". Παράλληλα στις σημειώσεις αναφέρει ως προγενέστερο τύπο γραφής Χυμεία ή Χυμία προερχομένη από το  ρήμα χύω ή χέω.

Η γραφή της λέξης ή παραγώγων της με y, το οποίο αντιστοιχεί στο ελληνικό ύψιλον (υ) κυριαρχεί από τον 16ο μέχρι και τον 18ο αιώνα σ' όλη την Ευρώπη[5]. Ακόμα και ο  Lavoisier το 1774, χρησιμοποιεί αυτόν τον τύπο γραφής όπως φαίνεται στο έργο του "Opuscules physiques et chymiques" στο οποίο εξηγεί: "την απορρόφησιν του αέρος κατά την οξείδωσιν των μετάλλων, υποθέτων ότι ο ατμοσφαιρικός αήρ ή υγρόν τι ελαστικόν, ευρισκόμενο εν τω αέρι,  δύναται να ενωθή μετά των μετάλλων..." [Αλεξανδρίδης Ι. 1869 σελ. 150]. Είναι γεγονός όμως, ότι μετά το 1789 με την έκδοση του βιβλίου του "Traite elementarie de Chimie" o τύπος γραφής με y εγκαταλείπεται, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα του Chaptal "Elements de Chymie" (1790 & 1795), η 4η έκδοση του οποίου (1803) ακολουθεί τη γραφή του Lavoisier.

Nα υποθέσουμε ότι η αλλαγή που επέφερε στη γραφή ο Lavoisier ήταν τυπογραφικό λάθος; ή ενσυνείδητη ενέργεια περιέχουσα συμβολικό χαρακτήρα θέλοντας έτσι να δηλώσει το θάνατο του "φλογιστού" και την απαρχή μιας νέας επιστήμης;

Στην ελληνική βιβλιογραφία συναντάμε το ύψιλον στη λέξη και στα παράγωγά της στα βιβλία: "Στοιχεία Φυσικής" του Νικηφόρου Θεοτόκη (Λειψία. 1766-67), "Απάνθισμα Φυσικής" του Ρήγα Βελεστινλή (Βιέννη 1790), "Γραμματική των Φιλοσοφικών Επιστημών" του Άνθιμου Γαζή (Βιέννη 1799), καθώς και στο βιβλίο του Διονυσίου Πύρρου του Θεταλλού με τον τίτλο: "Φαρμακοποιία  Γενική. Εκ των  πλέον σοφών χυμικών και φαρμακοποιών συγγραφέων της Ευρώπης. Μάλιστα εκ του σοφού Χυμικού Βρουνιατέλου συνερανισθείσα..." εκδοθέντος στην Κωνσταντινούπολη το 1818. Tην ίδια γραφή έχουμε και στο επόμενο βιβλίο του "Χυμική των τεχνών", που εκδόθηκε το 1828 στο Ναύπλιο.

Το 1909 ο Μ.  Στεφανίδης,  μετέπειτα  καθηγητής της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στην διατριβή του "επί υφηγεσία"  "Ψαμμουργική και Χυμεία", απορρίπττει την "εκ του χυμού" και "χέειν" προέλευση της λέξης, υποστηρίζοντας ότι αυτή παράγεται εκ του ρήματος χυμεύω και του χύματος.

            "... το ειδικόν της χρυσοποιίας σύνθεμα είναι το εκ των χυτών, ήτοι των αρχικών λεγόμενων ουσιών, συναποτελούμενον χύμα, το μεταλλειούμενον εις νέον σώμα (τον χρυσόν). Τι άρα φυσικώτερον να ονομασθή η πρωτεύουσα εν τη  χρυσοποιία παρασκευή του θαυμαστού χρυσογόνου χύματος, Χυμεία, και η τούτου τέχνη Χυμευτική (χυμεύειν

ρερρρερ