Η Χριστοδουλοπούλα και η αρπαγή της από τους Τούρκους

 

Ο Καπετάν Γιώργης ο Χριστοδούλης είχε διπλό λόγο να μισεί τους Τούρκους. Ένα για τη σκλαβιά της πατρίδας του και δεύτερο γιατί οι Τούρκοι πήραν σκλάβα τη δεκαεξάχρονη, πανέμορφη αδερφή του.

Σε μια εξόρμηση τους, οι Τούρκοι, στην περιοχή, μάζεψαν όλα τα χριστιανόπουλα που βρήκαν, αγόρια και κορίτσια και τα οδήγησαν στο Κάστρο. Ανάμεσα τους ήταν κι η Χριστοδουλοπούλα. Ύστερα από μέρες κυκλοφόρησε η φήμη πως τα παιδιά θα πουλιόταν στα σκλαβοπάζαρα του Μεγάλου Κάστρου 10 σακούλια ριάλια το καθένα. Τό μαθ' ο Γιώργης, αδερφός της κοπελιάς, πούλησαν ότι μπορούσαν στο σπίτι τους, δανείστηκαν, μάζεψαν τα ριάλια και με ένα φίλο του ξεκίνησε για το Μεγάλο Κάστρο, με τα πόδια. Φτάσανε την ημέρα που γινόταν το παζάρι και περίμεναν νά 'ρθει η σειρά της αδερφής του Γιώργη να την αγοράσουν. Η ώρα περνούσε μα η Χριστοδουλοπούλα δεν φαινόταν. Μια κοντοχωριανή τους κοπελιά, από τα Σελιά, από τους Κοσμάδες, τους γνώρισε κι άρχισε τα παρακάλια και τα κλάματα.

-Πάρετε με, Χωριανάκια! Αμέτε με στο σπίτι μας!

-Πώς να σε πάρομε, Κακορίζικο; ριάλια δεν έχομε. Την αδερφή μου ήρθαμε να ξεσκλαβώσομε μα δεν τη θωρούμε.

- Άδικα ανημένετε, τους είπε ένας αράπης, τσι όμορφες δεν τσι πουλούνε, θα τσι μπέψουν στην Πόλη. Ο Γιώργης απελπίστηκε.

 Το παζάρι τέλειωνε. Η κοπελιά από τα Σελιά συνέχιζε το κλάμα και τα παρακάλια.

Σκέφτηκε πως μιας και δεν μπόρεσε να ξεσκλαβώσει την αδερφή του, μιστό θά 'κανε να σώσει την κοπελιά. Έλα όμως που ήταν μικρή, γύρω στα 10 χρόνια, πώς θα την μετέφεραν; μπορούσε να αντέξει τόσο δρόμο με τα πόδια; Τέλος πάντων αποφάσισαν και την πήραν.

Ξεκίνησαν για το χωριό. Όπως περνούσαν έξω από ένα τούρκικο οντά, μια φωνή τους σταματά:

-Γιώργη, εγώ είμαι!

Γυρίζει ο Γιώργης και βλέπει την αδερφή του πίσω από ένα παραθύρι.

-Γιώργη, οι Τούρκοι δεν μ' αφήνουν....Δεν θα σασε ξαναδώ... Άμε στο σπίτι μας, άμε στην ευχή της Παναγίας και χαιρέτα μου τη μάνα και τον κύρη. Ένα δώρο μόνο να σου δώσω να με θυμάσαι. Κάνει μια με ένα ψαλίδι, κόβει τη μακριά πλεξίδα της και του την πετά.

Πώς, ύστερα απ' όλα αυτά, να μη μισεί διπλά τους Τούρκους ο Καπετάν Γιώργης και να μην προσπαθεί για τον αφανισμό τους;

Η ιστορία έχει και συνέχεια. Ύστερα από χρόνια παντρευόταν ο γιος του Καπετάν Γιώργη, ο Δημήτρης. Την ημέρα του γάμου έτυχε να περνά από το χωριό ένα Τουρκικό απόσπασμα. Ο Τούρκος αξιωματικός, ένας νεαρός λεβεντόκορμος, ρώτησε τι συμβαίνει. Τού 'παν ότι παντρεύεται ο γιος του Καπετάν Γιώργη του Χριστοδούλη και τον κάλεσαν στο γάμο. Στάθηκε για λίγο σκεφτικός. Τελικά δέχτηκε. Στο τραπέζι ήταν αμίλητος και συλλογισμένος. Δεν έμεινε πολύ. Ευχήθηκε στο αντρόγυνο και ετοιμάστηκε να φύγει.    Άλλαξε γνώμη ξαφνικά, σταμάτησε και είπε

-Είμαι γιος της αδερφής του Καπετάν Γιώργη που είναι παντρεμένη στην πόλη ένα Τούρκο Πασά. θα της πω πως παραβρέθηκα στο γάμο του ανιψιού της και θα χαρεί. Είμαι Τούρκος αξιωματικός, μην πείτε σε κανένα για μένα. Γεια σας! δεν πρόκειται να σας ξαναδώ.

Στο μυαλό μου έρχεται το δημοτικό τραγούδι, για τη χριστιανοπούλα από το Ρέθυμνο που έγινε σουλτάνα. Το τραγουδούσε ο Μπάρμπα Βαγγέλης.

 

" Οντε την ανεβάζανε στου Βασιλιά τσι σκάλες

ετρέχανε τα μάθια τζι ωσάν τσι κουτσουνάρες.

Στρέφετ' ομπρός κι οπίσω της να δει τους εδικούς τσι

κιανένα δεν εγνώρισε μόνο τον αδερφό τζι!

Άμ' αδερφέ μου, στο καλό και στην καλή την ώρα

και να γεμίζ' η στράτα σου τριαντάφυλλα και ρόδα.

Χαιρέτα μου τη μάνα μου, προσκυνά μου τον κύρη

και πες τους πως ο Βασιλιάς γυναίκα του με πήρε.

θέλει γενιά Χριστιανική και φλέγα απού την Κρήτη.

Αφήνω και παραγγελιά των εδικολογιώνμου

να πολεμούνε την Τουρκιά και να τηνε σκοτώνουν

γιατί 'ναι 'πίβουλη, κακή σκλαβώνει και τουρκεύει

και σαν το Χάρο αλύπητα τον κόσμο μακελεύει....",           Κωνσταντίνος Σηφάκης