Εισβολή στη Νορβηγία

Επιχείρηση Weser?bung

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 

 

Οι αντικειμενικοί στόχοι της επιχείρησης

Με την επωνυμία Επιχείρηση Weser?bung (γερμ. Unternehmen Weser?bung) αναφερόταν η επιχείρηση εισβολής της Ναζιστικής Γερμανίας στη Δανία και στη Νορβηγία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κωδικό αυτό όνομα σημαίνει "επιχείρηση άσκηση στον Βέζερ". Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης είχε οριστεί η 9η Απριλίου 1940. Η Δανία καταλήφθηκε σχεδόν χωρίς μάχες, η Νορβηγία, ύστερα από χερσαίες μάχες και ναυμαχίες, που διήρκεσαν ένα σχεδόν μήνα, περιήλθε στην κατοχή της Ναζιστικής Γερμανίας. Η Γερμανία εξασφάλισε, έτσι, την αποκαλούμενη "οδό του σιδήρου", χάρη στην οποία ανεφοδιαζόταν με σουηδικό σιδηρομετάλλευμα, αλλά το τίμημα γι' αυτό ήταν υψηλό για το Γερμανικό ναυτικό, το οποίο έχασε σημαντικές δυνάμεις από τα σκάφη επιφανείας που διέθετε. Στη Νορβηγία εγκαταστάθηκε εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς υπό τον Βίντκουν Κουίσλιγκ.

Πολιτικό - στρατιωτικό υπόβαθρο

Νορβηγία

Γνωρίζοντας την στρατηγική σημασία που έχει η Νορβηγία για την Γερμανία, οι Γερμανοί επιτελείς αρχίζουν την κατάστρωση σχεδίων για ενδεχόμενη εισβολή στη χώρα αυτή στις 27 Ιανουαρίου 1940. Η επιχείρηση λαμβάνει το κωδικό όνομα "Weser?bung". Ο Χίτλερ είναι απασχολημένος με τα σχέδια εισβολής στη Γαλλία και δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την επιχείρηση.

Στις 5 Φεβρουαρίου το Ανώτατο Συμμαχικό Πολεμικό Συμβούλιο (Βρετανοί και Γάλλοι), χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την βοήθεια προς την Φινλανδία, σχεδιάζει επέμβαση στη Νορβηγία. Το αρχικό σχέδιο προβλέπει απόβαση στο Νάρβικ και οι Σύμμαχοι ελπίζουν στην ανοχή της Νορβηγίας και της Σουηδίας. Το σχέδιο αποσκοπεί στην αποκοπή εφοδιασμού της ναζιστικής Γερμανίας με σιδηρομετάλλευμα.

Η γερμανική οικονομία, πολεμική και μη, βασιζόταν στους περισσότερους από 11 εκατομ. τόνους σιδηρομεταλλεύματος που εισάγονταν ετησίως από την Σουηδία. Η εξαγωγή προς Γερμανία πραγματοποιούνταν από τους σουηδικούς λιμένες κατά τους θερινούς μήνες στη Βαλτική θάλασσα, η στενή δίοδος προς τους οποίους ήταν "σφραγισμένη" για τα βρετανικά πολεμικά σκάφη, λόγω και της ουδετερότητας της Σουηδίας. Κατά τους χειμερινούς μήνες, όμως, η δίοδος και οι λιμένες φράσσονταν από πάγους, με συνέπεια η εξαγωγική προς Γερμανία οδός να χρησιμοποιεί τους λιμένες της γειτονικής και επίσης ουδέτερης Νορβηγίας. Το νορβηγικό καθεστώς (κυβέρνηση και βασιλέας) επιθυμούσαν πράγματι να κρατήσουν τη χώρα εκτός των εχθροπραξιών.

Κύριο λήμμα: Συμβάν του Άλτμαρκ

Στις 16 Φεβρουαρίου 1940, όμως, νορβηγικά περιπολικά σκάφη επέτρεψαν, χωρίς να παρέμβουν, νηοψία αρχικά και ένοπλη επέμβαση στη συνέχεια, στο γερμανικό ανεφοδιαστικό σκάφος "Altmark" από το βρετανικό αντιτορπιλικό "Cossac". Το Άλτμαρκ μετέφερε 299 Βρετανούς ναυτικούς, που είχαν περισυλλεγεί από βυθίσεις βρετανικών σκαφών από το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό.[1] Ύστερα από αυτό το συμβάν, η γερμανική θεώρηση των πραγμάτων άλλαξε: Η νορβηγική αδράνεια, για τον Χίτλερ, ήταν προοίμιο της προσχώρησης της Νορβηγίας στην πλευρά των Συμμάχων, υπό μορφή έκκλησης προς αυτούς για απόβασή τους στη χώρα. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους νορβηγικούς λιμένες για την μεταφορά του απαραίτητου σιδηρομεταλλεύματος. Επιπλέον, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος η εγκατάλειψη της ουδετερότητας από πλευράς Νορβηγίας να επεκταθεί και στη Σουηδία, με συνέπεια την ολοσχερή διακοπή εισαγωγών από τη χώρα αυτή.

Στις 12 Μαρτίου οι Βρετανοί, έχοντας ετοιμάσει ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, σκόπευαν να το αποβιβάσουν στα νορβηγικά παράλια. Στις 13 διατάχθηκε η επιβίβαση των ανδρών στα σκάφη μεταφοράς στη Νορβηγία, αλλά η επιχείρηση ματαιώθηκε: Η βρετανική κυβέρνηση υπαναχώρησε από την αρχική της απόφαση. Αντ' αυτής θέλησε να προχωρήσει σε ναρκοθέτηση των νορβηγικών υδάτων, αναβάλλοντας την αποστολή του εκστρατευτικού σώματος για χερσαίες επιχειρήσεις γι' αργότερα.[2] Η ναρκοθέτηση είχε αποφασιστεί να αρχίσει από τον Μάρτιο, αναβλήθηκε και η νέα διαταγή δόθηκε για την έναρξή της στις 5 Απριλίου αλλά, λόγω υπαναχώρησης της γαλλικής πλευράς στην Επιχείρηση "Royal Marine" (ναρκοθέτηση του Ρήνου), η ημερομηνία μετατέθηκε για τις 8 Απριλίου.

Ο Έριχ Ραίντερ, από πλευράς Γερμανών, ζητούσε από το 1939 να κυριευτεί η Νορβηγική ακτή και τον Δεκέμβριο του 1939 παρουσίασε στον Χίτλερ τον Βίντκουν Κουίσλιγκ, Νορβηγό εθνικοσοσιαλιστή που ζητούσε τη γερμανική επέμβαση προκειμένου να εγκαθιδρύσει στη χώρα εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Ο Χίτλερ, όμως, εκείνη την εποχή προετοιμαζόταν για την εισβολή στη Γαλλία και δεν έδωσε σχεδόν καμία σημασία ούτε στον Αρχιναύαρχό του ούτε στην επιθυμία του Νορβηγού οπαδού του.[2] Επανήλθε, όμως, στο θέμα Νορβηγίας όταν οι καιρικές συνθήκες και η σύλληψη ενός Γερμανού αγγελιαφόρου με σχέδια για την εισβολή στη Γαλλία έξω από τη βελγική πόλη Μέχελεν τον υποχρέωσαν να αναβάλει για λίγο την εκστρατεία του.

 
 

Από δεξιά: Νικολάους φον Φάλκενχορστ, Γιόζεφ Τερμπόβεν, Χάινριχ Χίμλερ, Βίντκουν Κουίσλιγκ. Νορβηγία, 1941

 

Ο Χίτλερ αποφάσισε να δράσει, αναβάλλοντας για ένα περίπου μήνα την έναρξη των επιχειρήσεων κατά της Γαλλίας. Αντίθετα με τους Συμμάχους, που επέδειξαν ιδιαίτερη αναποφασιστικότητα στο θέμα, ο Χίτλερ ανέλαβε προσωπικά την εκστρατεία κατά των Σκανδιναβικών χωρών, παραμερίζοντας τόσο τον Βάλτερ φον Μπράουχιτς όσο και τον Χέρμαν Γκέρινγκ και δίνοντας την "αρχηγία" στο "Oberkommando" (ανώτατη στρατιωτική διοίκηση) της Βέρμαχτ, δηλαδή στον εαυτό του, εφόσον ο ίδιος ήταν επικεφαλής της.[3] Στις 24 Φεβρουαρίου ανέθεσε στον στρατηγό Νικολάους φον Φάλκενχορστ την προετοιμασία στρατευμάτων για την εκστρατεία της Νορβηγίας, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία και των επιχειρήσεων στη Δανία. Ο Φάλκενχορστ, στρατηγός του Πεζικού, θεωρείτο ειδικός του ορεινού πολέμου έχοντας αποκτήσει σχετική εμπειρία στις γερμανικές επιχειρήσεις στη Βαλτική το 1918.[4] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ρεϊμόν Καρτιέ, ο Φάλκενχορστ βγαίνοντας από τη συνάντησή του με τον Χίτλερ, "έσπευσε να αγοράσει ένα ταξιδιωτικό οδηγό, για να ενημερωθεί για την χώρα στην οποία τον έστελναν να δρέψει τις δάφνες του".[2] Ο Φάλκενχορστ θα παραμείνει επικεφαλής των στρατευμάτων κατοχής της Νορβηγίας μέχρι τον Φεβρουάριο του 1944.

Φυσικά, οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να επιτεθούν σε μια χώρα χωρίς πρώτα να έχουν πάρει τις απαιτούμενες πληροφορίες. Η κατασκευάστρια εταιρεία όπλων και εξοπλισμού Friedrich Krupp AG προμήθευε επί πολλές δεκαετίες πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Δανία και η Νορβηγία. Δύο μήνες πριν την εισβολή, οι παράγοντες της Κρουπ τόσο στο Όσλο όσο και στην Κοπεγχάγη είχαν ενημερώσει το Βερολίνο σχετικά με τον οπλισμό που είχαν παραλάβει οι δύο χώρες από την εταιρεία. Ωστόσο, οι ιθύνοντες της Κρουπ στο Όσλο έκαναν μια σημαντική παράλειψη: Δεν ανέφεραν το ιδιαίτερα πεπαλαιωμένο πυροβόλο των 28 mm που βρισκόταν εγκατεστημένο σε ένα φρούριο κοντά στο Όσκαρμποργκ. Το πυροβόλο αυτό οι Νορβηγοί το είχαν διατηρήσει σε άψογη κατάσταση και η άγνοια των Γερμανών για την ύπαρξή του είχε σημαντικές επιπτώσεις στην όλη εκστρατεία.[3]

Δανία

Στρατηγικά η Δανία αποτελούσε για την Γερμανία μια "βάση" για τις επιχειρήσεις κατά της Νορβηγίας. Η Δανία ήταν, επίσης, όμορη χώρα και ήταν σκόπιμο να ελέγχεται κατά κάποιο τρόπο. Η θέση της χώρας στη Βαλτική ήταν σημαντικότατη για τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και την προσέγγιση σε μεγάλα γερμανικά και σοβιετικά λιμάνια.

Στις 9 Απριλίου 1940 ο δανικός στρατός αριθμούσε 14.500 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν εφεδρείες. Μικρά στρατιωτικά τμήματα των Δανών ενεπλάκησαν σε αψιμαχίες με τα γερμανικά στρατεύματα με πενιχρές σχετικά απώλειες (16 νεκροί, 20 τραυματίες), ενώ, σύμφωνα με τον συγγραφέα Kay S?ren Nielsen στο βιβλίο του Soldaterne den 9. april 1940, οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 203 στρατιώτες.. Οι Γερμανοί έχασαν επίσης 12 θωρακισμένα οχήματα, μερικές μοτοσικλέτες και μερικά αυτοκίνητα, ενώ τέσσερα γερμανικά άρματα μάχης υπέστησαν ζημιές, όπως και ένα γερμανικό βομβαρδιστικό, ενώ συνελήφθησαν αιχμάλωτοι δύο Γερμανοί στρατιώτες.[5]

Στις 04:00΄ ο Γερμανός πρέσβης στην Κοπεγχάγη Σέσιλ φον Ρέντε-Φινκ (Cecil von Renthe-Fink) ζήτησε ακρόαση από τον Δανό υπουργό εξωτερικών Πέτερ Μουνχ (Peter Munch). Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν 20 λεπτά αργότερα και ο Ρέντε-Φινκ δήλωσε στον Δανό ότι τα γερμανικά στρατεύματα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν για την κατάληψη της Δανίας "για να προστατεύσουν την χώρα από Γαλλοβρετανική επίθεση". Ο πρέσβης απαίτησε να σταματήσει αμέσως οποιαδήποτε αντίσταση από πλευράς Δανών και να αρχίσουν επαφές μεταξύ των δανικών αρχών και των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Αν οι απαιτήσεις της Γερμανίας δεν γίνονταν δεκτές, η γερμανική αεροπορία ήταν έτοιμη να βομβαρδίσει την Κοπεγχάγη.[1]

Η εκστρατεία αρχίζει

Στις 04:15΄ και ενώ ο πρέσβης δεν είχε ακόμη συναντήσει τον Δανό υπουργό εξωτερικών, τα χιτλερικά στρατεύματα, τη γενική αρχηγία των οποίων είχε ο στρατηγός Νικολάους φον Φάλκενχορστ (Nikolaus von Falkenhorst) και επικεφαλής είχε θέσει τον στρατηγό Κάουπιτς (Kaupitsch) είχαν ήδη εκκινήσει. Αλεξιπτωτιστές είχαν ήδη ριφθεί στη γέφυρα Στόρεστρεμς (Storestroems) και την είχαν καταλάβει, ενώ το ίδιο συνέβη και με το οχυρό στο Μάσνεσοε (Masnesoe). Άλλα γερμανικά στρατεύματα είχαν αποβιβαστεί στο Νύμποργκ και το μεγαλύτερο τμήμα της 198ης Μεραρχίας Πεζικού είχαν αποβιβαστεί στο Κόρσερ (Korsoer) ώστε να διασφαλίσουν το στενό μεταξύ Φούνεν και Ζέλαντ.


 

Γερμανικά μεταγωγικά Junkers Ju52 υπερίπτανται της Κοπεγχάγης. 9 Απριλίου 1940

 

Εν τω μεταξύ, το αρχικά επιβατηγό σκάφος "Hansestadt Danzig", το οποίο είχε επιταχθεί το 1939 από το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό και μετατραπεί σε ναρκαλιευτικό, είχε αποπλεύσει ήδη από τις 7 Απριλίου από το Τραβεμούντε (Travem?nde) του Λίμπεκ συνοδευόμενο από το παγοθραυστικό "Stettin" και τον 13ο στολίσκο προστασίας, μεταφέροντας το μεγαλύτερο τμήμα της 308ης Μεραρχίας Πεζικού.[6] Έφθασε στην Κοπεγχάγη στις 05:00΄ της 9ης Απριλίου και άρχισε να αποβιβάζει τους στρατιώτες. Η δανική φρουρά αιφνιδιάστηκε ολοσχερώς και οι Γερμανοί κατέλαβαν το κάστρο της πόλης και βάδισαν κατά της βασιλικής κατοικίας στο ανάκτορο - κάστρο Amalienborg. Ωστόσο, η εθνοφρουρά της πόλης αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και αντέδρασε. Έτσι, όταν οι Γερμανοί έφθασαν στο ανάκτορο, οι Δανοί τους περίμεναν και έγινε μάχη. Τραυματίστηκε ένας εθνοφρουρός, αλλά η προώθηση των Γερμανών σταμάτησε. Στο εσωτερικό του Αμαλίενμποργκ, ο βασιλέας, η κυβέρνηση και η ηγεσία του δανικού στρατού συσκέπτονταν, ενώ γερμανικά βομβαρδιστικά άρχισαν να διαγράφουν κύκλους γύρω από την πόλη, για να επιβεβαιωθεί η απειλή του πρέσβη. Εκτός από τον επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων αρχιστράτηγο Πρίορ (Prior), που ζήτησε να συνεχιστεί ο ένοπλος αγώνας, όλοι οι υπόλοιποι συμφώνησαν ότι η παρατεταμένη αντίσταση κατά των Γερμανών ήταν αδύνατη και μόνη λύση ήταν να ενδώσουν στο τελεσίγραφο. Αυτό το μήνυμα απεστάλη στον Γερμανό πρέσβη. Εν τω μεταξύ, στις 05:45΄ δύο σμήνη Μέσσερσμιτ Be 110 επιτέθηκαν κατά του αεροδρομίου Vaerloese, στο οποίο στάθμευε ολόκληρη η δανική αεροπορική δύναμη, και την κατέστρεψε επί του εδάφους.[1] Τα γεγονότα αυτά συν το ότι η δανική κυβέρνηση είχε συνάψει σύμφωνο μη επίθεσης με την Γερμανία, οδήγησαν τον επικεφαλής της κυβέρνησης πρωθυπουργό Τόρβαλντ Στάουνιγκ (Thorvald Stauning) να υπογράψει επίσημη συμφωνία παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς.

Νορβηγία

Οι γερμανικές προετοιμασίες για την εκστρατεία γίνονται με άκρα μυστικότητα. Ο Αρχιναύαρχος Ραίντερ, υπαναχωρώντας από το αρχικό του αίτημα, εισηγείται αναβολή του εγχειρήματος και προτείνει να προηγηθεί η επίθεση κατά της Γαλλίας. Ο Χίτλερ δεν τον λαμβάνει καν υπόψη του, τον αποπέμπει λέγοντας ότι έχει πάρει την απόφασή του και δεν υπάρχει περίπτωση να την αλλάξει, και ορίζει ως αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας τους βασικούς λιμένες της Νορβηγίας: Όσλο, Κρίστιανσουντ, Στάβανγκερ, Μπέργκεν, Τρόντχαϊμ και Νάρβικ. Εν τω μεταξύ, ο Τσάμπερλαιν επωφελείται από τον δισταγμό των Γάλλων να εξαπολύσουν ελεύθερες νάρκες στον Ρήνο (επιχείρηση "Royal Marine") για να δυσχεράνουν την ναυσιπλοΐα σε αυτόν και αναβάλλει και την επιχείρηση ναρκοθέτησης των νορβηγικών ακτών.[2] Στις 6 Απριλίου φθάνει στο Βρετανικό Ναυαρχείο η πληροφορία (μέσω Κοπεγχάγης) ότι δέκα γερμανικά αντιτορπιλικά αναχωρούν για το Νάρβικ. Το Ναυαρχείο θεωρεί την πληροφορία αμφίβολη και δεν την λαμβάνει υπόψη του.

Στις 8 Απριλίου το βρετανικό αντιτορπιλικό Glowworm εντοπίζει και καταδιώκει το γερμανικό Bernd von Arnim. Ο στολίσκος στον οποίο ανήκει το γερμανικό σκάφος, όμως, συνοδεύεται από το καταδρομικό Admiral Hipper, το οποίο βυθίζει το βρετανικό σκάφος.

Οι Γερμανοί θα χρησιμοποιήσουν, ανάμεσα στα άλλα σκάφη, τα εξής πολεμικά πλοία[7]:

  • Προορισμός Νάρβικ: Τα καταδρομικά Gneisenau και Scharnhorst, δέκα αντιτορπιλικά, τέσσερα παραπλέοντα υποβρύχια προς υποστήριξη.
  • Προορισμός Τρόντχαϊμ: Το καταδρομικό Hipper και τέσσερα αντιτορπιλικά, δύο παραπλέοντα υποβρύχια.
  • Προορισμός Μπέργκεν: Τα καταδρομικά Koeln, Koenigsberg, το εκπαιδευτικό σκάφος Bremse, το ανεφοδιαστικό 'Carl Peters, πέντε τορπιλοβόλα και δύο τορπιλακάτους, με πέντε παραπλέοντα υποβρύχια.
  • Προορισμός Έγκερσουντ (Egersund): Τέσσερα ναρκαλιευτικά.
  • Προορισμός Κρίστιανσουντ: Τo καταδρομικό Karlsruhe, το ανεφοδιαστικό υποβρυχίων Tsingtau, επτά τορπιλοβόλα, τρεις τορπιλακάτους. Μετά την κατάληψη του λιμένα έπρεπε να κατευθυνθούν στο Άρενταλ.
  • Προορισμός Όσλο: Το θωρηκτό Lutzow, τα καταδρομικά Blucher και Emden, τρία τορπιλοβόλα, οκτώ ναρκαλιευτικά.

Στα πληρώματα και τους επιβαίνοντες των μη πολεμικών σκαφών δίνουν σαφείς οδηγίες: Θα υψώσουν αγγλική σημαία, θα απαντούν μόνο στα αγγλικά, θα έχουν έτοιμη την απάντηση σχετικά με το ταξίδι τους, αν ερωτηθούν από πολεμικά σκάφη, οι δε στρατιώτες δεν θα κυκλοφορούν πουθενά στο πλοίο, αλλά θα περιμένουν την άφιξη του πλοίου στον προορισμό του κρυμμένοι στο αμπάρι. Οι Γερμανοί φθάνουν στο σημείο να "μεταμφιέσουν" μερικά από τα μεγάλα σκάφη τους έτσι, ώστε να μοιάζουν με αντίστοιχα βρετανικά.[2]

Το σχέδιο προέβλεπε, επίσης, τη συμμετοχή 1082 αεροσκαφών της Λουφτβάφε, ενώ η πρόβλεψή του ήταν για την απόβαση 16.000 ανδρών εν συνόλω στο νορβηγικό έδαφος την ίδια ημέρα της εισβολής (9 Απριλίου).[7]

Όπως έγινε και με την Δανία, ο Γερμανός πρεσβευτής Μπράουερ ξυπνά στις 04:00΄ της 9ης Απριλίου τον Νορβηγό υπουργό εξωτερικών και του ζητά παράδοση της χώρας του. Οι Νορβηγοί φαίνονται διατεθειμένοι να το συζητήσουν, αλλά ο όρος που θέτει ο Γερμανός πρέσβης να εγκαθιδρυθεί νέο καθεστώς υπό τον Βίντκουν Κουίσλιγκ τους κάνει να διακόψουν κάθε συζήτηση και να αντιμετωπίσουν την γερμανική εισβολή.

Από βρετανικής πλευράς οι εξελίξεις αποδεικνύονται πολύ γρήγορες για τα αντανακλαστικά της τότε κυβέρνησης: Στις 8 Απριλίου, έξω από το Κρίστιανσουντ, το πολωνικό υποβρύχιο "Όρτσελ" (Orze?) τορπιλίζει ένα σκάφος. Πρόκειται για το "Ρίο ντε Τζανέιρο", γερμανικό φορτηγό που επιτάχθηκε στις 7 Μαρτίου 1940 από το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως μεταγωγικό. Από τους 330 στρατιώτες και 50 άτομα του πληρώματος που επέβαιναν, χάνονται περίπου 200 ενώ περισυλλέγονται 180 επιζώντες που στάλθηκαν στο Κρίστιανσουντ και, ανάμεσά τους, βρίσκονται άνδρες με στολή, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι "πήγαιναν να υπερασπίσουν το Μπέργκεν απέναντι σε ενδεχόμενη αγγλική επίθεση". Η σχετική αναφορά φθάνει την νύκτα της 8ης Απριλίου στο Βρετανικό Ναυαρχείο και παραμένει εκεί, για να την βρει, πολύ αργά πλέον, ο αξιωματικός υπηρεσίας που θα φθάσει το πρωί της 9ης Απριλίου. Ωστόσο και με δεδομένο ότι το σκάφος, εκτός από τους άνδρες μετέφερε έξι αντιαεροπορικά των 2 cm (FlaK 30), τέσσερα αντιαεροπορικά των 10,5 cm (FlaK 38), 73 άλογα, 71 οχήματα και 292 τόνους εφοδίων, ζωοτροφών, καυσίμων και πυρομαχικών, η ομολογία των στρατιωτών ότι προορισμός τους ήταν το Μπέργκεν, θορύβησε ιδιαίτερα τη νορβηγική κυβέρνηση, η οποία έθεσε σε συναγερμό τις στρατιωτικές της δυνάμεις.

Την 9η Απριλίου το μεσημέρι όλα τα λιμάνια - αντικειμενικοί στόχοι στη Νορβηγία βρίσκονται στα χέρια των Γερμανών. Η νορβηγική παράκτια άμυνα έκανε ό,τι μπορούσε, επιτρέποντας έτσι στον Βασιλέα Χάκον και τον διάδοχο πρίγκηπα Όλαφ να διαφύγουν κρυπτόμενοι στα δάση και να φθάσουν με ασφάλεια στο βόρειο τμήμα της χώρας, έχοντας μάλιστα μαζί τους σχεδόν το σύνολο των κρατικών αποθεμάτων χρυσού (50 τόνοι, αξίας - τότε - 240 εκ. κορωνών Νορβηγίας ή 18 εκατομ βρετανικών λιρών). Η παράκτια άμυνα κατόρθωσε να προξενήσει σοβαρές ζημιές στο καταδρομικό "Koenigsberg" και σε μερικά ακόμη σκάφη, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την εισβολή. Επιπλέον, η νορβηγική στρατιωτική διοίκηση, ενώ μπορούσε να κινητοποιήσει ένα σύνολο 50 ως 55.000 ανδρών, έκανε ένα τραγικό λάθος: Λόγω κάποιας παρεξήγησης, κυκλοφόρησε ότι η διαταγή επιστράτευσης των ανδρών έπρεπε να φθάσει σε αυτούς μέσω ταχυδρομείου. Η συνέπεια αυτής της παρεξήγησης έγινε εμφανής κατά την εξέλιξη των γεγονότων της εισβολής.

Όσλο

Στο Όσλο επιτέθηκε η ομάδα 5 (Gruppe 5) του αποβατικού στόλου υπό τις διαταγές του πλοιάρχου Όσκαρ Κούμμετς (Oskar Kummetz), την οποία αποτελούσαν τα σκάφη:

  • Bl?cher - βαρύ καταδρομικό
  • L?tzow - θωρηκτό
  • Emden - ελαφρύ καταδρομικό
  • Mowe - τορπιλοβόλο
  • Albatross - τορπιλοβόλο
  • Kondor - τορπιλοβόλο
  • Ναρκαλιευτικό R17
  • Ναρκαλιευτικό R18
  • Ναρκαλιευτικό R19
  • Ναρκαλιευτικό R20
  • Ναρκαλιευτικό R21
  • Ναρκαλιευτικό R22
  • Ναρκαλιευτικό R23[8]

Αρχικά κατευθύνθηκε βόρεια για να αποβιβάσει το απόσπασμα μάχης από 2.000 άνδρες της 163ης Μεραρχίας Πεζικού. Το επόμενο πρωί, ύστερα από επιθέσεις της αεροπορίας για να καταστραφούν τυχόν εστίες αντιστάσεως, σχεδιάστηκε η ρίψη ενός λόχου αλεξιπτωτιστών, προκειμένου να διασφαλιστεί η κατοχή του αεροδρομίου Fornebu, ακριβώς στις παρυφές της πόλης. Την εξασφάλιση του αεροδρομίου ακολούθησε η αερομεταφορά άλλων 3.000 ανδρών της 163ης Μεραρχίας.[8] Ωστόσο, η παράκτια άμυνα του φιορδ του Όσλο δεν παρέμεινε αδρανής και κατάφερε να βυθίσει το καταδρομικό Bl?cher, στο οποίο επέβαινε όλη η ηγεσία της 163ης Μεραρχίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να καθυστερήσει η κατάληψη του λιμένα και της πόλης σχεδόν μισή ημέρα: Έτσι η βασιλική ηγεσία της χώρας κατάφερε να διαφύγει. Το Όσλο κατελήφθη τελικά από αερομεταφερόμενα στρατεύματα, τα οποία προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο Fornebu.[9]

Νάρβικ

 

Χάρτης της περιοχής του Νάρβικ

 

Ο λιμένας του Νάρβικ είχε τεράστια σημασία για τους Γερμανούς: Ήταν ο λιμένας μεταφόρτωσης του σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος με τελικό προορισμό την Γερμανία. Το βασικό χαρακτηριστικό του ήταν ότι παρέμενε ελεύθερος από πάγους καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Αποτελούσε, συνεπώς, έναν από τους κυριότερους στόχους της επιχείρησης.

Πρώτη ναυμαχία του Νάρβικ

Στις 9 Απριλίου κατέφθασαν σε αυτόν δέκα γερμανικά αντιτορπιλικά, συνοδευόμενα από δύο καταδρομικά, και αποβίβασαν 2.000 άνδρες υπό την ηγεσία του στρατηγού Έντουαρντ Ντιτλ (Eduard Dietl). Η ναρκοθέτηση των υδάτων γύρω από τον λιμένα από πλευράς Βρετανών είχε αρχίσει μόλις στις 8 Απριλίου και δεν αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο στην πορεία των γερμανικών σκαφών. Στην επιχείρηση συμμετείχαν τα εξής γερμανικά σκάφη:

  • Gneisenau - καταδρομικό (συνοδεία μέχρι το Τροντχάιμ)
  • Scharnhorst - καταδρομικό (συνοδεία μέχρι την είσοδο του φιορδ του Νάρβικ)
  • Georg Thiele - αντιτορπιλικό
  • Wolfgang Zenker - αντιτορπιλικό
  • Bernd von Arnim - αντιτορπιλικό
  • Erich Giese - αντιτορπιλικό
  • Erich Koellner - αντιτορπιλικό
  • Diether von Roeder - αντιτορπιλικό
  • Hans L?mann - αντιτορπιλικό
  • Herman K?nne - αντιτορπιλικό
  • Anton Schmitt - αντιτορπιλικό
  • Wilhelm Heidkamp - αντιτορπιλικό[8]

Το συμβάν της βύθισης του Glowworm αναγκάζει τις βρετανικές δυνάμεις να διασπαρούν. Το παλαιό θωρηκτό Renown απομακρύνεται από το Νάρβικ για να διερευνήσει τις συνθήκες βύθισης του Glowworm και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στα γερμανικά σκάφη. Αυτά εισέρχονται στο Όφοντφιορδ, προθάλαμο του Νάρβικ, και, ενώ κάποια ασχολούνται με την εξουδετέρωση της παράκτιας άμυνας, τρία σκάφη μπαίνουν στο λιμάνι και συναντούν τα νορβηγικά σκάφη παράκτιας άμυνας Eidsvold και Norge. Οι Γερμανοί αρχικά ζητούν από τον πλοίαρχο του πρώτου να παραδοθεί και, όταν αυτός αρνείται, ανοίγουν πυρ και βυθίζουν το σκάφος με τρεις τορπίλες. Το Norge αρχίζει να βάλει κατά των εισβολέων, αλλά οι σκοπευτές του δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι και έμπειροι. Δεν καταφέρνουν να κτυπήσουν κανένα γερμανικό σκάφος, ενώ αντίθετα το σκάφος τους δέχεται μια "δέσμη" από τορπίλες και βυθίζεται. Ύστερα από την απώλεια των δύο σκαφών, ο διοικητής του λιμανιού Κόνραντ Σούντλο (Konrad Sundlo) παραδίδει τις χερσαίες δυνάμεις του χωρίς να δώσει μάχη.[10]

Όταν η αποβίβαση των Γερμανών έγινε αντιληπτή, το βρετανικό Ναυαρχείο διέταξε την παρεμπόδισή της. Ο Βρετανός πλοίαρχος Μπέρναρντ Γουορμπάρτον-Λι (Bernard Warburton-Lee) που διέθετε μια μοίρα πέντε αντιτορπιλικών κλάσης - Η, τα Havock, Hardy (Ν), Hotspur, Hostile και Hunter) έλαβε τη σχετική διαταγή και απάντησε "έτοιμοι για δράση".[2] Η τύχη βοήθησε τον Γουορμπάρτον-Λι και τα παραπλέοντα γερμανικά υποβρύχια δεν εντόπισαν τον στολίσκο του. Έτσι, ο Βρετανοί διέθεταν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Τα πέντε αντιτορπιλικά μπήκαν στο λιμένα του Νάρβικ τα ξημερώματα της 10ης Απριλίου, υπό σφοδρή χιονόπτωση, και βύθισαν δύο αντιτορπιλικά και έξι εμπορικά σκάφη υποστήριξης και προκάλεσαν ζημίες σε ένα ακόμη αντιτορπιλικό. Αυτό που αγνοούσαν οι Βρετανοί ήταν ότι τα υπόλοιπα αντιτορπιλικά των Γερμανών δεν ήταν στο λιμάνι αλλά σε παρακείμενα φιόρδ και, βγαίνοντας από αυτά, έθεσαν το στολίσκο του Λι μεταξύ δύο πυρών. Ο Γουορμπάρτον-Λι σκοτώθηκε όταν βλήθηκε η γέφυρα της ναυαρχίδας της μοίρας Hardy, το οποίο βυθίστηκε σχεδόν αμέσως. Βυθίστηκε, επίσης το Hunter, ενώ υπέστη ζημίες το Hotspur. Ούτε, όμως, τα γερμανικά σκάφη έμειναν ανέπαφα: Αρκετά υπέστησαν ζημίες ενώ κινδύνευσαν να μείνουν από καύσιμα. Έχασαν, έτσι, την ευκαιρία να βυθίσουν και τα υπόλοιπα βρετανικά αντιτορπιλικά.[11]

Δεύτερη ναυμαχία του Νάρβικ

 

Το θωρηκτό Warspite εν δράσει στα νορβηγικά φιόρδ

 

Οι Βρετανοί δεν μένουν αδρανείς: Στέλνουν αμέσως οκτώ άλλα αντιτορπιλικά, αυτή τη φορά συνοδευόμενα από το πεπαλαιωμένο (είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία της Γιουτλάνδης) αλλά ισχυρό θωρηκτό Warspite. Οι Γερμανοί, αντίθετα, διέθεταν μόνο τα υπόλοιπα οκτώ αντιτορπιλικά. Η εμπλοκή γίνεται στις 13 Απριλίου. Βγαίνοντας από τα φιόρδ για να αντιμετωπίσουν τα αντιτορπιλικά των Βρετανών, βρίσκονται μπροστά στο βαρύ πυροβολικό του Warspite, το οποίο τα καταδιώκει αμείλικτα: Οι οβίδες του καταστρέφουν τα K?nne, L?mann, Zenker και Armin, ενώ τα υπόλοιπα καταδιώκονται από τα βρετανικά Eskimo, Bedouin, Forester, Hero και Icarus από φιόρδ σε φιόρδ. Το Eskimo υφίσταται σοβαρή αβαρία από το Theile και χάνει την πλώρη του αλλά δεν βυθίζεται. Το γερμανικό σκάφος όπως και τα υπόλοιπα είτε βυθίζονται είτε αναγκάζονται να προσαράξουν. Το μόνο σκάφος που κατόρθωσε να διαφύγει ανέπαφο ήταν το υποβρύχιο U-51.[11] Παράλληλα, το εμπορικό σκάφος Rauenfels πλέοντας προς Νάρβικ, καταβυθίζεται από το Havock κοντά στο Όφοντφιορδ[12]. Η απώλεια αυτή είναι σημαντική για τους Γερμανούς, καθώς μετέφερε βαρέα όπλα για το απόσπασμα των 2.000 ανδρών που ήδη βρίσκονταν στο Νάρβικ.

Το Eskimo ύστερα από τορπιλισμό έχει χάσει την πλώρη του

 

Όπως στην προηγούμενη ναυμαχία οι Γερμανοί αδράνησαν και δεν κατέστρεψαν ολοσχερώς την βρετανική μοίρα, έτσι και οι Βρετανοί διέπραξαν στη δεύτερη σοβαρότερο σφάλμα: Έχοντας σχεδόν πλήρη κυριαρχία στη θάλασσα, δεν επωφελήθηκαν από την κατάσταση και, αντί να αποβιβάσουν στρατεύματα και να ανακαταλάβουν το Νάρβικ, παρέμειναν αδρανείς. Το Νάρβικ έμεινε υπό γερμανική κατοχή. Ωστόσο, οι δύο ναυμαχίες του Νάρβικ είχαν σοβαρές επιπτώσεις για τη δύναμη του γερμανικού στόλου: Διέθετε αρχικά συνολικά 22 μόνον αντιτορπιλικά και έχασε, μέσα σε τρεις μέρες, τα οκτώ από αυτά. Αν συνυπολογιστούν και οι απώλειες των καταδρομικών (το Bl?cher βυθίστηκε στο φιόρδ του Όσλο, το K?nigsberg βυθίστηκε στο Μπέργκεν, το Karlsruhe υπέστη επίσης σοβαρές ζημίες ύστερα από τον τορπιλισμό του από το βρετανικό υποβρύχιο Truant και βυθίστηκε από φίλια πυρά), η εκστρατεία της Νορβηγίας "στοίχισε πολύ ακριβά στον γερμανικό στόλο".[2] Σημαντικές, επίσης, ήταν και οι ζημιές που προξένησαν σε παράκτιες εγκαταστάσεις τα βαρέα πυροβόλα του Warspite.[13] Από γερμανικής πλευράς συνολικά επέζησαν περίπου 2.500 άνδρες, οι οποίοι διέφυγαν από τα πυρά πυροβολικού και πολυβόλων των βρετανικών σκαφών και κατάφεραν να βγουν στην ξηρά. Εκεί οργανώθηκαν σε ναυτική μονάδα πεζικού, την Gebirgsmarine, η οποία προσαρτήθηκε στο 139 Gebirgsj?gerregiment (Σύνταγμα αλπινιστών) που ενεπλάκη στις μάχες της ξηράς που ακολούθησαν. Οι ναυτικοί κατάφεραν να διασώσουν δύο βαρέα και έντεκα ελαφρά αντιαεροπορικά από τα βυθισμένα σκάφη τους, εξοπλίστηκαν με οπλισμό που πάρθηκε από τη βάση Elveg?rdsmoen του νορβηγικού στρατού και είχαν σημαντική συμβολή στην αμυντική διάταξη των μαχών.

Μάχες στην ξηρά

Ύστερα από αυτά, η Βρετανία αποφασίζει να στείλει ένα εκστρατευτικό σώμα για την ανακατάληψη του Νάρβικ καθώς και μια ισχυρότατη ναυτική μοίρα για υποστήριξη, στην οποία θα περιλαμβάνονται και τέσσερα θωρηκτά. Η θέση των αλπινιστών του συνταγματάρχη Ντιτλ που βρίσκονται στο Νάρβικ μοιάζει να είναι δεινή. Ο Χίτλερ τρομοκρατείται στην ιδέα να αναγκαστούν Γερμανοί μαχητές να παραδοθούν στους Βρετανούς και, πάνω στην απελπισία του, αποφασίζει να στείλει μήνυμα σύμπτυξης των γερμανικών δυνάμεων στον Ντιτλ, διατάσσοντάς τον να κατευθυνθεί προς Τρόντχαϊμ. Το μήνυμα αυτό μπλοκάρεται από τον αντισυνταγματάρχη Φριτς φον Λόσμπεργκ (Fritz von Lossberg), σύνδεσμο της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης με τις δυνάμεις στη Νορβηγία, με προσωπική του ευθύνη. Ο φον Λόσμπεργκ δεν περιορίζεται σε αυτή την ενέργεια: Πηγαίνει να βρει τους δύο "συμβούλους" του Χίτλερ, τον Κάιτελ και τον Γιόντλ, για να τους δηλώσει κοφτά ότι εκδίδουν ανεφάρμοστες διαταγές. Ο Κάιτελ αποχωρεί από τη συνάντηση με υπεροψία, δηλώνοντας ότι η αξιοπρέπειά του δεν του επιτρέπει να συζητά με νεότερους υφισταμένους του και δη σε παρόμοιους τόνους. Αντίθετα, ο Γιόντλ με ήπιο τόνο απαντά στον φον Λόσμπεργκ ότι έχει δίκιο, αλλά "ποιος τολμά να αντιταχτεί στον Φύρερ, που είναι απίστευτα εκνευρισμένος;". Ο φον Λόσμπεργκ ανταπαντά ότι αν οι σύμβουλοι του Φύρερ δεν διαθέτουν το κύρος που πρέπει, καλό είναι να αποχωρήσουν αφήνοντας τις θέσεις τους σε άτομα με περισσότερο κύρος. Ο Γιόντλ καλεί τότε κάποιον καθηγητή από το Ίνσμπρουκ που γνώριζε καλά τις συνθήκες στη Νορβηγία, τον οδηγεί μπροστά στον Χίτλερ και εκεί ο καθηγητής δηλώνει ότι διαταγή πορείας περίπου 1.000 χιλιομέτρων κάτω από αυτές τις συνθήκες ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Ο Χίτλερ πείθεται, ανακαλεί την αρχική διαταγή του (που αγνοεί ότι δεν διαβιβάστηκε) και διατάσσει την υπεράσπιση του Νάρβικ με κάθε μέσον. Αν το Νάρβικ δεν καταστεί δυνατό να κρατηθεί, ο Ντιτλ οφείλει να παραδοθεί μόνο στην ουδέτερη Σουηδία.[2]

Την κατάσταση για τους Γερμανούς σώζει η ατολμία των Βρετανών: Στις 13 Απριλίου ο βρετανικός στόλος αποβιβάζει μια ταξιαρχία στο μικρό λιμάνι Χάρτσταντ. Η δύναμη αυτή οφείλει να επιτεθεί κατά του Νάρβικ, το οποίο απέχει 100 χιλιόμετρα, ενώ κατά τη διαδρομή οφείλει να διασχίσει ψηλά βουνά, με το χιόνι να φθάνει σε ύψος 1,5 μ. Παρά τις προτροπές του Ουίνστων Τσώρτσιλ, που την εποχή εκείνη ήταν μόνον ο Λόρδος του Ναυαρχείου, ο επικεφαλής της ταξιαρχίας στρατηγός Πιρς Μάκεσυ (Pierse J. Mackesy) αποφάσισε να περιμένει να λιώσει το χιόνι, προκειμένου να οδηγήσει την ταξιαρχία του προς το Νάρβικ. Η απόφαση αυτή δείχνει στους Βρετανούς ότι για την ανακατάληψη του Νάρβικ δεν απαιτείται πλέον ένα απλό εγχείρημα, απαιτείται ολόκληρη εκστρατεία. Οι Βρετανοί δεν καθυστερούν και καταστρώνουν ολόκληρο σχέδιο, με στόχο όχι πλέον το Νάρβικ αλλά το Τρόντχαϊμ, προκειμένου να αποκόψουν το Νάρβικ από τον κύριο όγκο των γερμανικών δυνάμεων, που έχουν απομείνει στο Όσλο. Στις ναυτικές δυνάμεις θα συμμετάσχουν τέσσερα θωρηκτά (Valiant, Warspite, Glorious, Renown), τέσσερα καταδρομικά, 39 αντιτορπιλικά και πλήθος μεταγωγικών και βοηθητικών σκαφών. Ο στόλος θα συνοδεύεται από 100 αεροσκάφη, στην προσπάθεια να διεκδικηθεί η εναέρια κυριαρχία από την Λουφτβάφε. Η εκστρατεία προβλέπει την αποβίβαση μιας ταξιαρχίας και ενός τάγματος Καναδών απευθείας στο Τρόντχαϊμ, ενώ αμέσως μετά θα αποβιβαστεί μια γαλλική ταξιαρχία, υπό τον ταξίαρχο Αντουάν Μπετουάρ (Antoine B?thouart), που εθεωρείτο ειδικός του ορεινού πολέμου.[2]

Την παραμονή σχεδόν της έναρξης της επιχείρησης το μικτό Επιτελείο των Βρετανών εξετάζοντας λεπτομερώς το σχέδιο της εκστρατείας αποφασίζει την ματαίωσή του, με το αιτιολογικό ότι θα διακινδύνευαν έτσι μεγάλες και αναντικατάστατες μονάδες του στόλου.

Τρόντχαϊμ

Στο λιμάνι του Τρόντχαϊμ κατευθύνθηκε η ομάδα 2 των γερμανικών σκαφών, την οποία αποτελούσαν τα εξής σκάφη:

  • Αντμιράλ Χίππερ - βαρύ καταδρομικό
  • Πάουλ Γιακόμπι (Z5) - αντιτορπιλικό
  • Τέοντορ Ρίντελ (Z6) - αντιτορπιλικό
  • Μπρούνο Χάινεμαν (Z8) - αντιτορπιλικό
  • Φρίντριχ Έκολντ (Z16) - αντιτορπιλικό

Στο Τρόντχαϊμ υπήρχε μια από τις πέντε ισχυρές παράκτιες οχυρώσεις των Νορβηγών, στη θέση "Agdenes" που βρίσκεται στο πέρασμα προς τα φιόρδ της πόλης και ακριβώς απέναντι από τον ομώνυμο φάρο. Η πυροβολαρχία περιλάμβανε δύο πυροβόλα των 210 mm, τρία των 150 mm και δύο των 65 mm. Λίγο πιο κάτω και από την ίδια πλευρά βρισκόταν άλλη πυροβολαρχία, με δύο πυροβόλα των 210 mm, δύο των 150 mm και τρία των 65 mm. Στην απέναντι πλευρά (κοντά στον φάρο) υπήρχαν δύο πυροβόλα των 150 mm. Κοντά στη δεύτερη από τις πιο πάνω πυροβολαρχίες, ο νορβηγικός στρατός είχε καθορίσει ένα σημείο παρεμπόδισης, στο οποίο είχε εγκαταστήσει εννέα πολυβόλα "Colt - Browning" με 35 άνδρες, τα οποία παρεμπόδισαν επιτυχώς πέντε απόπειρες των γερμανικών δυνάμεων (500 ανδρών) να αποβιβαστούν εκεί. Από πλευράς ναυτικών δυνάμεων οι Νορβηγοί είχαν μερικά μικρά σκάφη στο φιόρδ του Τρόντχαϊμ, μεταξύ των οποίων η ναρκοθέτις Φρόγια.

Το καταδρομικό Αντμιράλ Χίππερ, παρά τις ζημίες που είχε υποστεί την προηγούμενη, ανέλαβε να "απασχολήσει" τις πυροβολαρχίες. Με τον τρόπο αυτό, τα πέντε αντιτορπιλικά, πλέοντας με ταχύτητα 25 κόμβων και σε προσεκτικά καθορισμένες πορείες, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος που παρέμεναν ως στόχοι των πυροβόλων, εισέδυσαν στο κυρίως φιόρδ. Το τόλμημα αυτό διευκόλυναν τόσο οι ζημιές που προκάλεσε μια οβίδα του Χίππερ στο καλώδιο παροχής ρεύματος στους προβολείς αναζήτησης των Νορβηγών, όσο και η βραδύτητα βολών των πυροβόλων τους (έβαλαν μόνο τρεις ομοβροντίες ανά δίλεπτο). Στην προσπάθεια αυτή ένα από τα αντιτορπιλικά κτυπήθηκε. Παρόλο που οι Νορβηγοί "καθυστέρησαν" τους Γερμανούς στην είσοδο του φιόρδ επί έντεκα ώρες έχοντας ελάχιστες απώλειες (ένα νεκρό, δύο τραυματίες) ενώ οι άνδρες των πολυβόλων είχαν μεγαλύτερες (22 άνδρες συνολικά), η πόλη καταλήφθηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία και το Φρόγια καταλήφθηκε ανέπαφο.[8]

Έχοντας αντιληφθεί ότι η εκστρατεία κατά του Νάρβικ παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες, οι Γαλλοβρετανοί ορίζουν ως στόχο τους το Τρόντχαϊμ. Όπως προαναφέρθηκε, το αρχικό σχέδιο με κινητοποίηση τεσσάρων θωρηκτών και πλειάδας αντιτορπιλικών και υποστηρικτικών σκαφών εγκαταλείφθηκε, ύστερα από εκτίμηση των επιτελών ότι θα διακινδύνευαν - σε περιοχή μη ελεγχόμενη από αέρος - αναντικατάστατα πλοία του βρετανικού στόλου. Έτσι, οι ήδη έτοιμες δυνάμεις αποβιβάζονται σε δύο μικρές πόλεις κοντά στο Τρόντχαϊμ.

Το Νάμσος είναι μια μικρή κωμόπολη, λίγο βορειότερα του Τρόντχαϊμ, της οποίας οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία. Δύο βρετανικές ταξιαρχίες και μια γαλλική ελαφρά μεραρχία αποβιβάζονται εκεί χωρίς να συναντήσει εμπόδια. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Γερμανοί δεν παρακολουθούν τις γαλλοβρετανικές κινήσεις: Όταν η απόβαση ολοκληρώνεται, το Νάμσος δέχεται επίθεση από αέρος και σχεδόν ολόκληρη η πόλη πυρπολείται και καταστρέφεται. Τα βρετανικά αντιαεροπορικά βρίσκονται φορτωμένα στο σκάφος Οι Βρετανοί, τους οποίους διοικεί ο στρατηγός Άντριαν Κάρτον ντε Γουάιαρτ (Adrian Carton de Wiart) ανασυντάσσονται και ξεκινούν για το Τρόντχαϊμ μέσα σε φοβερές καιρικές συνθήκες: Λόγω της κακής οργάνωσης της επιχείρησης, οι Βρετανοί δεν έχουν μεταφορικά μέσα, σκι και βαρέα όπλα. Παρόλ' αυτά, ο Ντε Γουάιαρτ καταφέρνει να φθάσει μέχρι την περιοχή του Στάινκγιερ (Steinkjer), σχεδόν στο μέσο της απόστασης Νάμσος - Τρόντχαϊμ. Εκεί αντιμετωπίζει, εκτός από τα πυρά των πυροβόλων των γερμανικών σκαφών, ακόμη χειρότερες καιρικές συνθήκες, που τον αναγκάζουν να συμπτυχθεί στην περιοχή και να παραμείνει εκεί. Οι Γάλλοι, υπό τις διαταγές του στρατηγού Οντέ δεν μετακινήθηκαν από το Νάμσος.

Το δεύτερο σκέλος της λαβίδας, που θα περιέκλειε το Τρόντχαϊμ, αποβιβάστηκε στο Αντάλσνες (Andalsnes), ένα ακόμη μικρότερο ψαροχώρι στα νότια του αντικειμενικού στόχου και πιο κοντά στο Κρίστιανσουντ απ' ότι στο Τρόντχαϊμ. Τα στρατεύματα που αποβιβάστηκαν εκεί προσπάθησαν να φθάσουν στο Ντόμπας (Domb?s) και στον οδικό κόμβο του, προκειμένου να κατευθυνθούν προς Τρόντχαϊμ. Η απόπειρα αυτή αποτυγχάνει, καθώς οι Γερμανοί τους κλείνουν το δρόμο με τους αερομεταφερόμενους αλπινιστές τους.[2]

Η κατάληξη

Ενώ τα στρατεύματα των Γαλλοβρετανών παραμένουν καθηλωμένα, ο Χίτλερ έχει πλέον βεβαιωθεί ότι οι γερμανικές δυνάμεις στη Νορβηγία δεν κινδυνεύουν από τα κακώς εξοπλισμένα και ανεκπαίδευτα γαλλοβρετανικά στρατεύματα. Πράγματι, οι ηγεσίες των Βρετανών και των Γάλλων διατάσσουν την εκκένωση των δυνάμεών τους από τη Νορβηγία, η οποία πραγματοποιείται σταδιακά μέχρι τα τέλη Απριλίου. Τον Μάιο δεν υπάρχει πλέον κανείς Βρετανός ή Γάλλος στην κεντρική Νορβηγία. Αλλά οι Βρετανοί ετοιμάζονται ξανά για το Νάρβικ και ενισχύουν τις δυνάμεις του Μάκεσι. Εν τω μεταξύ έχουν αντιληφθεί ότι η κυριαρχία στη θάλασσα δεν έχει πλέον κανένα αντίκρυσμα αν δεν συνοδεύεται από την κυριαρχία στον αέρα. Οι πεισματάρηδες Βρετανοί δεν το βάζουν κάτω και προσπαθούν να ενισχύσουν τον Μάκεσι υπάγοντάς τον στις δυνάμεις του ναυάρχου Κορκ, που είναι πιο αποφασιστικός και δυναμικός. Η ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων ορίζεται για τις 12 Μαΐου. Οι εξελίξεις, όμως, προλαβαίνουν τους Βρετανούς: Στις 10 Μαΐου ξεκινά η εκστρατεία της Γερμανίας εναντίον της Γαλλίας. Η μάχη για τη Νορβηγία χάνει πλέον κάθε σημασία για τους Συμμάχους, οι οποίοι το μόνο που προσπαθούν πλέον είναι να διασώσουν τις δυνάμεις που υπάρχουν ακόμη στη Νορβηγία. Η εκκένωση ολοκληρώνεται στις 8 Ιουνίου, όχι χωρίς απώλειες από συμμαχικής πλευράς, κυρίως σε ναυτικές δυνάμεις. Οι Νορβηγοί εξακολουθούν να ανθίστανται μέχρι τις 10 Ιουνίου, οπότε υπογράφεται η ανακωχή που οδηγεί στην κατοχή της χώρας τους. Ο Χίτλερ εγκαθιστά κυβέρνηση υπό τον Βίντκουν Κουίσλιγκ και, αποσύροντας τον πρεσβευτή του, εγκαθιστά στη χώρα έναν από τους σκληρότερους γκαουλάιτερ: Τον Γιόζεφ Τερμπόβεν.[2]

Παραπομπές

Ρωσοφινλανδικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
 
Ρωσοφινλανδικός πόλεμος του 1939
Μέρος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου

Winter war.jpg


Στοιχείο φινλανδικού πολυβόλου κατά τον Ρωσοφινλανδικό πόλεμο του 1939

Χρονολογία 30 Νοεμβρίου 1939 - 13 Μαρτίου 1940
Τόπος Βορειοανατολική Φινλανδία
Έκβαση Νίκη της ΕΣΣΔ
υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας
Μαχόμενα μέρη
Flag of Finland (1918).svg Φινλανδία Flag of the Soviet Union.svg ΕΣΣΔ
Αρχηγοί
Flag of Finland (1918).svg Καρλ Γκούσταφ Εμίλ Μάνερχαϊμ Flag of the Soviet Union.svg Κλιμέντ Εφρέμοβιτς Βοροσίλοφ
Flag of the Soviet Union.svg Σεμιόν Κονσταντίνοβιτς Τιμοσένκο
Δυνάμεις
337.000?346.500 άντρες
32 τανκς
114 αεροσκάφη
425.640?760.578 άντρες
998.000 άντρες (συνολικά πήραν μέρος ως το τέλος του πολέμου)
2.514-6.541 τανκς
3.880 αεροσκάφη
Απώλειες
25.904 νεκροί και αγνοούμενοι
43.557 τραυματίες
1.000 αιχμάλωτοι
126.875 νεκροί και αγνοούμενοι
188.671 τραυματίες
5.572 αιχμάλωτοι

 

 

Ο Ρωσοφινλανδικός πόλεμος του 1939 ή Χειμερινός Πόλεμος ήταν η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας το 1939-40. Ξεκίνησε με τη σοβιετική εισβολή στο φινλανδικό έδαφος την 30η Νοεμβρίου 1939 και τελείωσε στις 13 Μαρτίου 1940 με τη συνθήκη ειρήνης της Μόσχας. Η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε ως παράνομη την επίθεση και απέβαλε από τις τάξεις της τη Σοβιετική Ένωση στις 14 Δεκεμβρίου 1939.

Οι σοβιετικές δυνάμεις ήταν τριπλάσιες σε αριθμό έναντι των φινλανδικών δυνάμεων, είχαν 30 φορές μεγαλύτερη αεροπορική δύναμη και εκατονταπλάσιο αριθμό τεθωρακισμένων. Ο Κόκκινος Στρατός παρόλα αυτά ήταν αποδυναμωμένος και σε φάση αναδιοργάνωσης, ύστερα από τις μαζικές εκκαθαρίσεις που είχε κάνει το 1937 ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Στάλιν, εκκαθαρίσεις κατά τις οποίες εκτελέστηκε μεγάλος αριθμός ικανών αξιωματικών και χαρισματικών στρατηγών όπως ο Μιχαήλ Τουχατσέφσκι. Συγκεκριμένα 30.000 αξιωματικοί είχαν εκτελεσθεί ή φυλακιστεί, κυρίως ανώτερων και ανώτατων βαθμών. Οι διωγμοί αυτοί πτόησαν το ηθικό των Σοβιετικών στρατιωτών που αναγκάζονταν να ακολουθήσουν άπειρους αξιωματικούς και στέρησαν τον στρατό από έμπειρους ηγήτορες. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων με το υψηλό φρόνημα των Φινλανδών οι οποίοι μάχονταν υπέρ βωμών και εστιών, είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικώς σθεναρή αντίσταση εκ μέρους των φινλανδικών δυνάμεων και την αναποτελεσματικότητα των σοβιετικών.

Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν με τη Συνθήκη της Μόσχας τον Μάρτιο του 1940. Η Φινλανδία απώλεσε το 11% των εδαφών της και το 30% των γεω-οικονομικών πηγών της που πέρασαν στην κατοχή της Σοβιετικής Ένωσης.[1] Κατάφερε, ωστόσο, να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η ΕΣΣΔ από την άλλη βγήκε από τον πόλεμο αυτό με βαρύτατες απώλειες στα πεδία της μάχης και τραυματισμένη τη διεθνή της φήμη.[1] Ο αντικειμενικός σκοπός της σοβιετικής εισβολής, που ήταν η κατάκτηση όλης της Φινλανδίας δεν επετεύχθη, κατάφερε όμως η Ε.Σ.Σ.Δ να καρπωθεί σημαντικά εδάφη γύρω από την λίμνη Λάντογκα, τα οποία έπαιξαν τον ρόλο αμυντικής περιμέτρου της σοβιετικής πόλης του Λένινγκραντ.

Ιστορικό υπόβαθρο

Η πολιτική κατάσταση στη Φινλανδία

Η Φινλανδία αποτελούσε για αιώνες το ανατολικό τμήμα της Σουηδικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1809. Τη χρονιά εκείνη, η τσαρική Ρωσία επιδιώκοντας να προστατέψει την πρωτεύουσά της Αγία Πετρούπολη από την επιθετικότητα των Σουηδών, κατέκτησε τη Φινλανδία και τη μετέτρεψε σε τμήμα της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, με αυτεξούσιο όμως πολίτευμα. Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα η Φινλανδία απολάμβανε ευρείας αυτονομίας ώσπου η Ρωσία προσπάθησε να την εντάξει στο κεντρικό της σύστημα διακυβέρνησης στα πλαίσια του προγράμματος δημιουργίας ενός ρωσοκεντρικού κράτους, κράτους με κυρίαρχο το ρόλο του σλαβικού στοιχείου.

Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ήττα της Ρωσίας σε αυτόν και η ταυτόχρονη έκρηξη της Ρωσικής Επανάστασης έδωσαν στη Φινλανδία την ευκαιρία για ανεξαρτησία. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1917 η Βουλή της Φινλανδίας διακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Η επαναστατική κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, αδύναμη ακόμα (περιμένοντας την έναρξη εμφυλίου και απασχολημένη με την απεμπλοκή της Ρωσίας από τον πόλεμο), προέβη τρεις εβδομάδες αργότερα σε αναγνώριση της νέας φινλανδικής κυβέρνησης. Το Μάιο του 1918 η Φινλανδία κέρδισε οριστικά την ανεξαρτησία της μετά από έναν μικρό σε διάρκεια εμφύλιο πόλεμο και την εκδίωξη των μπολσεβικικών στρατιωτικών μονάδων από το έδαφός της.

Το 1920 η βόρεια αυτή χώρα έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (πρόδρομος του Ο.Η.Ε). Ο στόχος της Φινλανδίας ήταν η συλλογική ασφάλεια που θεωρητικά εγγυόταν ο διεθνής αυτός οργανισμός, παράλληλα με την ενίσχυση των σχέσεών της με τις σκανδιναβικές χώρες. Οι κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας συνεργάστηκαν σε ένα ευρύ φάσμα τομέων και ειδικώς σε στρατιωτικό επίπεδο. Στο στρατιωτικό επίπεδο συνεργάστηκαν κυρίως στον τομέα ανταλλαγής πληροφοριών και προμήθειας υλικού και λιγότερο στην εκτέλεση κοινών στρατιωτικών γυμνασίων, λόγω της διάθεσης της Σουηδίας να μη δεσμευτεί απέναντι στη φινλανδική εξωτερική πολιτική. Η απόρρητη στρατιωτική συνεργασία με την Εσθονία την ίδια εποχή ήταν άλλη μία σημαντική ενέργεια της φινλανδικής εξωτερικής πολιτικής.

Η δεκαετία του 1920 και τα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του '30 ήταν μια περίοδος πολιτικώς ασταθής για τη Φινλανδία. Το 1931 το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας κηρύχθηκε παράνομο και το ακροδεξιό Κίνημα Λάπουα επιδόθηκε σε πράξεις βίας εναντίον των κομμουνιστών, εξέλιξη που οδήγησε στην αποτυχημένη εξέγερση του 1932. Μετά από αυτά τα γεγονότα η επιρροή και παρουσία του ακραία εθνικιστικού Λαϊκού Πατριωτικού Κινήματος (IKL, στα φινλανδικά) μειώθηκε ραγδαία (έχοντας μόνο 14 έδρες από τις 200 του φινλανδικού κοινοβουλίου).[1] Στα τέλη της δεκαετίας του '30, η προσανατολισμένη σε εξαγωγές φινλανδική οικονομία αναπτυσσόταν σημαντικά, γεγονός που οδήγησε σε επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα από ακραίες πολιτικές θέσεις και πολιτικά κινήματα, απότοκα της οικονομικής δυσχέρειας των προηγούμενων χρόνων.


 

Αρχείο:Soviet-finnish-nonaggression-pact-1932.png

Η υπογραφή του ρωσο-φινλανδικού Συμφώνου μη επίθεσης στο Ελσίνκι το 1932. Στα αριστερά ο Φινλανδός υπουργός Εξωτερικών Άαρνο Ίργιε-Κόσκινεν και στα δεξιά ο πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης Ιβάν Μάισκι

 

Οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης-Φινλανδίας

Μετά τη σοβιετική ανάμειξη στο Φινλανδικό Εμφύλιο του 1918, καμμία επίσημη συνθήκη ειρήνης δεν υπεγράφη. Το 1918 και το 1919, Φινλανδοί εθελοντές εξαπέλυσαν δύο ανεπιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις διείσδυσης κατά μήκος των σοβιετικών συνόρων. Το 1920 Φινλανδοί κομμουνιστές εγκατεστημένοι στη Ρωσία επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Φινλανδό, πρώην αρχηγό της Λευκής Φρουράς της Φινλανδίας (υποστηρικτών του τσάρου στον ρωσικό εμφύλιο με τους μπολσεβίκους), στρατηγό Εμίλ Μάνερχαϊμ. Στις 14 Οκτωβρίου 1920 η Φινλανδία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν τη Συνθήκη του Ταρτού, επιβεβαιώνοντας τον ορισμό των σοβιετικο-φινλανδικών συνόρων στα παλαιά όρια του αυτόνομου Μεγάλου Δουκάτου της Φινλανδίας και της Αυτοκρατορικής Ρωσίας.

Επιπροσθέτως, η Φινλανδία έλαβε το Πετσάμο, λιμάνι χωρίς πάγους, κατάλληλο για ναυσιπλοΐα και ελλιμενισμό πλοίων στον Αρκτικό Ωκεανό. Παρά την υπογραφή της συνθήκης όμως, οι σχέσεις των δύο χωρών παρέμεναν τεταμένες, με αμφίπλευρα καχύποπτη στάση. Η φινλανδική κυβέρνηση επέτρεψε σε Φινλανδούς εθελοντές να περάσουν τα σύνορα για να υποστηρίξουν την εξέγερση στην Ανατολική Καρελία το 1921, ενώ οι Φινλανδοί κομμουνιστές στη Ρωσία συνέχιζαν τις ρεβανσιστικές διαθέσεις τους εναντίον της κυβερνώσας αστικής τάξης στη χώρα τους, διαθέσεις που εκδηλώθηκαν με πράξεις όπως η συνοριακή επιδρομή που πραγματοποίησαν στο έδαφος της Φινλανδίας, η επονομαζόμενη ανταρσία Πορκ, το 1922.

Το 1932, η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε με τη Φινλανδία ένα Σύμφωνο μη επίθεσης, το οποίο ανανεώθηκε το 1934 για άλλα δέκα χρόνια. Παρόλα αυτά οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών παρέμεναν σε άσχημη κατάσταση, όντας οι απολύτως απαραίτητες. Ενδεικτικό των σχέσεων των δύο χωρών είναι ότι ενώ το εξωτερικό εμπόριο της Φινλανδίας γνώριζε μεγάλη άνθιση, λιγότερο από το 1% αυτού γινόταν με τη Σοβιετική Ένωση. Το 1934 η Σοβιετική Ένωση έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών.

Κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου, η σοβιετική προπαγάνδα χαρακτήριζε τη φινλανδική ηγεσία ως φαύλη και αντιδραστική φασιστική κλίκα. Ο στρατηγός Εμίλ Μάνερχαϊμ και ο Βέινο Τάννερ, ηγέτης του Φινλανδικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος, μπήκαν στο στόχαστρο μιας εκστρατείας χλευασμού και απαξίωσης από τη σοβιετική προπαγάνδα.

Με τον Ιωσήφ Στάλιν να κερδίζει την απόλυτη εξουσία στο κόμμα και το κράτος με το Μεγάλο Διωγμό του 1938, η Σοβιετική Ένωση αναθεώρησε την εξωτερική της πολιτική απέναντι στη Φινλανδία στα τέλη του 1930. Άρχισε να επιδιώκει την ανακατάληψη των επαρχιών της τσαρικής Ρωσίας, οι οποίες είχαν απωλεσθεί μέσα στο χάος της Οκτωβριανής Επανάστασης και του επακόλουθου Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου (1918-1922). Η σοβιετική ηγεσία πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε εξασφαλισμένα τα ασιατικά εδάφη της και επιδίωκε και η πόλη του Λένινγκραντ (προπύργιό της στα βορειοδυτικά και την Ευρώπη) να απολαμβάνει την ίδια ασφάλεια, με την κατάληψη εδαφών περιφερειακά της πόλης, δίνοντάς της έτσι το στρατηγικό βάθος άμυνας που χρειαζόταν.

Διπλωματικές συνομιλίες

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/33/Northern_europe_november_1939.png/480px-Northern_europe_november_1939.png
 
Η Βόρεια Ευρώπη το Νοέμβριο του 1939

?? Ουδέτερες χώρες ?? Γερμανία και προσαρτημένες σε αυτή χώρες?? Σοβιετική Ένωση και προσαρτημένες σε αυτή χώρες?? Χώρες με σοβιετικές στρατιωτικές βάσεις

Τον Απρίλιο του 1938, ένας πράκτορας της Νικαβεντέ (NKVD), ο Μπορίς Ρούμπκιν, επικοινώνησε, κατόπιν κυβερνητικών εντολών, με τον Φινλανδό υπουργό Εξωτερικών Ρούντολφ Χόλστι και τον Πρωθυπουργό Άιμο Καχάντερ, ενημερώνοντάς τους ότι η Σοβιετική Ένωση δεν εμπιστευόταν τη ναζιστική Γερμανία και ότι ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών θεωρείτο πιθανός. Ο Κόκκινος Στρατός δεν θα περίμενε παθητικώς πίσω από τα σοβιετικά σύνορα αλλά θα προτιμούσε να προελάσει για να εμπλακεί με τον εχθρό. Φινλανδοί αντιπρόσωποι διαβεβαίωσαν τον Ρούμπκιν ότι η Φινλανδία ήταν προσηλωμένη σε μια πολιτική ουδετερότητας και κατέστησαν σαφές ότι η χώρα θα εναντιωνόταν σε κάθε εχθρική εισβολή στο έδαφός της. Ο Ρούμπκιν κατόπιν πρότεινε στη Φινλανδία να εκχωρήσει ή να εκμισθώσει στη Σοβιετική Ένωση κάποια νησιά στον Κόλπο της Φινλανδίας κατά μήκος των ακτών κοντά στο Λένινγκραντ. Η φινλανδική κυβέρνηση απέρριψε αυτή την πρόταση.

Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν όλο το 1938 χωρίς αποτελέσματα. Η φινλανδική υποδοχή των σοβιετικών προτάσεων ήταν αποφασιστικά ψυχρή, καθώς η βίαιη κολεκτιβοποίηση και οι διωγμοί του σταλινικού καθεστώτος είχαν αποκρυσταλλώσει στη φινλανδική κοινή γνώμη μια πολύ απαξιωτική εκτίμηση για τη μεγάλη χώρα στα ανατολικά τους. Πολλοί από την κομμουνιστική ελίτ είχαν εκτελεστεί κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Διωγμού, σκιάζοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης στη συνείδηση των Φινλανδών. Την ίδια εποχή, η Φινλανδία προσπαθούσε να επιτύχει την ευόδωση ενός στρατιωτικού σχεδίου συμμαχικής δράσης με τη Σουηδία, ελπίζοντας σε άμυνα από κοινού για τα νησιά Άαλαντ.

Τον Αύγουστο του 1939 η Σοβιετική Ένωση και η Ναζιστική Γερμανία υπέγραψαν το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (από τα ονόματα των Υπουργών Εξωτερικών κάθε χώρας). Το Σύμφωνο ήταν φαινομενικά απλώς μια συνθήκη μη επίθεσης, περιείχε όμως ένα μυστικό πρωτόκολλο στο οποίο οι ευρωπαϊκές ανατολικές χώρες χωρίζονταν σε σφαίρες επιρροής, τη γερμανική και τη σοβιετική σφαίρα. Στο πρωτόκολλο αυτό η Φινλανδία εντασσόταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, Γερμανοί στρατιώτες επιτέθηκαν σε συνοριακά πολωνικά φυλάκια, σηματοδοτώντας την έναρξη της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δυο μέρες αργότερα η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, εγγυήτριες της ασφάλειας των ευρωπαϊκών χωρών, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία. Σχεδόν αμέσως, η Ε.Σ.Σ.Δ εισέβαλε στην ανατολική Πολωνία. Οι βαλτικές χώρες, ανεξάρτητες τότε (μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917), υποχρεώθηκαν να δεχθούν την εγκατάσταση σοβιετικών στρατιωτικών βάσεων στα εδάφη τους κατόπιν σοβιετικών τελεσιγράφων. Η εσθονική κυβέρνηση αποδέχθηκε το τελεσίγραφο, υπογράφοντας σχετική συνθήκη με την Ε.Σ.Σ.Δ τον Σεπτέμβριο. Η Λετονία και η Λιθουανία ακολούθησαν τον Οκτώβριο. Η Φινλανδία όμως, πράττοντας αντίθετα από τις χώρες της Βαλτικής, έθεσε σε εφαρμογή μια γιγάντιας κλίμακας κινητοποίηση, καλύπτοντάς την από τους Σοβιετικούς υπό το πρόσχημα των εκπαιδευτικών στρατιωτικών γυμνασίων.

Πολεμική προπαρασκευή

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/7/73/Finn_ski_troops.jpg

Φινλανδοί χιονοδρόμοι στη βόρεια Φινλανδία τον Ιανουάριο του 1940

 

Στις 5 Οκτωβρίου του 1939, η Σοβιετική Ένωση προσκάλεσε στη Μόσχα αντιπρόσωπο της Φινλανδίας για διαπραγματεύσεις. Ο άνθρωπος που στάλθηκε στη Μόσχα ως εκπρόσωπος της φινλανδικής κυβέρνησης ήταν ο Φινλανδός πρέσβης στη Σουηδία, Γιούχο Κούστι Παασικίβι. Οι Σοβιετικοί κατά τις συνομιλίες απαίτησαν το σύνορο μεταξύ Ε.Σ.Σ.Δ και Φινλανδίας στον Ισθμό της Καρελίας να μετακινηθεί δυτικότερα σε ένα σημείο μόλις 30 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Βιιπούρι και οι Φινλανδοί να καταστρέψουν όλες τις οχυρώσεις τους στον ίδιο ισθμό. Απαίτησαν επιπλέον την κατάληψη των νησιών στον Κόλπο της Φινλανδίας καθώς και την κατοχή της χερσονήσου Καλασταγιανσααρέντο.

Δεν έμειναν όμως μόνο εκεί. Ζήτησαν την εγκατάλειψη από τους Φινλανδούς της χερσονήσου Χάνκο για μια περίοδο τριάντα ετών και την άδεια να εγκαταστήσουν στη χερσόνησο αυτή στρατιωτικές βάσεις. Σε αντάλλαγμα, η Σοβιετική Ένωση θα εκχωρούσε στη Φινλανδία δυο περιφέρειές της με το διπλάσιο μέγεθος των ζητούμενων από τους Φινλανδούς εδαφών. Η αποδοχή εκ μέρους των Φινλανδών της σοβιετικής πρότασης θα σήμαινε εγκατάλειψη των, πολύ κρίσιμων γεωστρατηγικά, οχυρώσεων της Φινλανδικής Καρελίας.

Η σοβιετική προσφορά δίχασε τη φινλανδική κυβέρνηση, τελικώς όμως απορρίφθηκε. Στις 31 Οκτωβρίου 1939, στη συνεδρίαση του Ανώτατου Σοβιέτ, ο Μολότοφ κατέστησε γνωστές δημοσίως τις σοβιετικές απαιτήσεις. Οι Φινλανδοί έκαναν δύο αντιπροσφορές στις οποίες η Φινλανδία θα εκχωρούσε την περιοχή Τεριγιόκι στην Ε.Σ.Σ.Δ, περιοχή που η κατοχή της θα διπλασίαζε την απόσταση ανάμεσα στο Λένινγκραντ και τα φινλανδικά σύνορα, προσφορές όμως που απείχαν πολύ από τις σοβιετικές απαιτήσεις.

Τις ατελέσφορες διαπραγματεύσεις ακολούθησε εντατική κινητοποίηση των σοβιετικών στρατευμάτων κοντά στα φινλανδικά σύνορα το 1938-39. Οι δυνάμεις εισβολής ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του '39 να καταλαμβάνουν τις θέσεις εξόρμησης. Τα επιχειρησιακά σχέδια που είχαν εκπονηθεί τον Σεπτέμβριο του '39 προσδιόριζαν την έναρξη της εισβολής για το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Ο βομβαρδισμός στο χωριό Μαϊνίλα - Η αφορμή

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/a/af/Trenches_mannerheim_line_winter_war.png
 
Φινλανδοί στρατιώτες στα χαρακώματα της Γραμμής Μάνερχαϊμ
 

Στις 26 Νοεμβρίου ένα συνοριακό επεισόδιο αναφέρθηκε κοντά στο χωριό Μαϊνίλα. Ένα σοβιετικό συνοριακό φυλάκιο επλήγη με πυρά πυροβολικού από αγνώστους, σύμφωνα με σοβιετικές αναφορές, προκαλώντας το θάνατο τεσσάρων και τον τραυματισμό εννέα σοβιετικών συνοριακών φρουρών. Σύγχρονες έρευνες από Φινλανδούς και Ρώσους ιστορικούς συμπέραναν ότι ο βομβαρδισμός έγινε από τη σοβιετική πλευρά των συνόρων και από μονάδα της Νικαβεντέ με σκοπό να δημιουργήσει προβοκάτσια και casus belli (αιτία πολέμου) για τους Σοβιετικούς και πρόσχημα εγκατάλειψης του Συμφώνου μη επίθεσης του 1932.

Ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μολότοφ απέδωσε την επίθεση στο φινλανδικό πυροβολικό και απαίτησε η Φινλανδία να απολογηθεί για το περιστατικό και να μετακινήσει τις δυνάμεις της 20 χιλιόμετρα από τη συνοριακή γραμμή. Η Φινλανδία αρνήθηκε κάθε ευθύνη, απέρριψε τις σοβιετικές απαιτήσεις και κάλεσε για τη σύσταση ρωσο-φινλανδικής επιτροπής προς εξέταση των ακριβών συνθηκών του συμβάντος. Η Σοβιετική Ένωση άδραξε την ευκαιρία χαρακτηρίζοντας ως εχθρική τη στάση της Φινλανδίας και αποκήρυξε στις 28 Νοεμβρίου το Σύμφωνο μη επίθεσης του 1932. Τα επόμενα χρόνια, η σοβιετική ιστοριογραφία περιέγραφε το συμβάν ως φινλανδική πρόκληση. Μόνο τα χρόνια της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, στη δεκαετία του '80, εγέρθηκαν στη Σοβιετική Ένωση ισχυρές αμφιβολίες ως προς τον υπαίτιο του συμβάντος. Παρόλα αυτά, το θέμα εξακολούθησε να διχάζει τη ρωσική ιστοριογραφία ακόμα και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Έναρξη της σοβιετικής εισβολής


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/6/67/Carl_Gustaf_Emil_Mannerheim.jpg

 Ο στρατηγός Καρλ Γκούσταφ Εμίλ Μάνερχαϊμ, ο ηγέτης των Φινλανδών στον επικό αγώνα με τους Σοβιετικούς

 

Στις 30 Νοεμβρίου, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη Φινλανδία με 21 μεραρχίες, συνολικά 450.000 άνδρες, και βομβάρδισαν τη φινλανδική πρωτεύουσα, Ελσίνκι. Αργότερα, ο Φινλανδός πολιτικός Γιούχο Κούστι Παασικίβι σχολίασε ότι οι Σοβιετικοί με την εισβολή είχαν παραβιάσει τρεις διαφορετικές πολιτικές συμφωνίες: τη Συνθήκη του Ταρτού του 1920, το Σύμφωνο μη επίθεσης του 1932 (και την ανανέωσή του του 1934) καθώς και τη Χάρτα της Κοινωνίας των Εθνών, την οποία η Ε.Σ.Σ.Δ είχε υπογράψει το 1934. Ο στρατηγός Μάνερχαϊμ ορίστηκε αρχηγός του γενικού επιτελείου των Φινλανδικών Δυνάμεων Άμυνας με την έναρξη της σοβιετικής επίθεσης. Παράλληλα, η φινλανδική κυβέρνηση, στα πλαίσια γενικότερης αναδιοργάνωσης, όρισε νέο πρωθυπουργό τον Ρίστο Ρύτι και υπουργό Εξωτερικών τον Βέινο Τάννερ.

Την 1η Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικοί σχημάτισαν μια σκιώδη φινλανδική κυβέρνηση-μαριονέτα με σκοπό να αναλάβει την διακυβέρνηση της Φινλανδίας όταν θα έπεφτε στα χέρια του Κόκκινου Στρατού. Το σχήμα αυτό λεγόταν Φινλανδική Δημοκρατία και είχε αρχηγό τον Όττο Βίλχελμ Κούουσινεν (πολιτικό, ιστορικό λογοτεχνίας και ποιητή). Ονομαζόταν επίσης Κυβέρνηση του Τεριγιόκι από το χωριό Τεριγιόκι, το πρώτο μέρος που κατέλαβε ο προελαύνων σοβιετικός στρατός. Μετά τη λήξη του πολέμου και την αποτυχία κατάληψης της Φινλανδίας, το σχήμα αυτό διαλύθηκε. Άλλωστε από τις αρχές του πολέμου, η πολυπληθής εργατική τάξη της Φινλανδίας στήριξε τη νόμιμη κυβέρνηση του Ελσίνκι. Η φινλανδική ενότητα απέναντι στη σοβιετική εισβολή ονομάστηκε αργότερα Το Πνεύμα του Χειμερινού Πολέμου.

Η σοβιετική προέλαση στη Γραμμή Μάνερχαϊμ

Το σοβιετικό σχέδιο επίθεσης


 

 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/51/Winterwar-december1939-soviet-attacks.png

Οι κύριες επιθέσεις των Σοβιετικών το διάστημα 30 Noεμβρίου ? 22 Δεκεμβρίου 1939 (τα παραλληλόγραμμα είναι οι Στρατιές και αριστερά τους ο αριθμός τους)

 

Στην αρχή του πολέμου, οι Σοβιετικοί ανέμεναν ολοκληρωτική νίκη έναντι των Φινλανδών μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ο Κόκκινος Στρατός μόλις είχε ολοκληρώσει την κατάληψη της Πολωνίας (1939-1945) με λιγότερες των 1.000 αντρών απώλειες. Οι προσδοκίες του Στάλιν για ένα γρήγορο σοβιετικό θρίαμβο είχαν ενισχυθεί από τον πολιτικό Αντρέι Ζντάνοφ και τον στρατηγό και μεγάλο ειδικό της στρατηγικής Κλιμέντ Βοροσίλοφ, άλλοι όμως στρατηγοί είχαν τις αμφιβολίες τους. Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του Κόκκινου Στρατού, στρατηγός Μπορίς Σάποσνικοφ, εκπόνησε ένα σοβαρό σχέδιο, με εκτενείς προπαρασκευές επιμελητείας και υποστήριξης πυρός, καθώς και ορθολογική διάταξη μάχης, αναπτύσσοντας τις καλύτερες μονάδες του σοβιετικού στρατού.

Ο στρατιωτικός διοικητής της Περιφέρειας του Λένινγκραντ και διοικητής των δυνάμεων εισβολής, στρατηγός Κιρίλ Μερετσκόφ, ανέφερε στην αρχή των εχθροπραξιών: Το έδαφος των επερχόμενων επιχειρήσεων χωρίζεται από λίμνες, ποτάμια, βάλτους, και είναι σχεδόν ολότελα καλυμμένο από δάση...Η ορθή χρήση των δυνάμεών μας θα είναι δύσκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά, οι αμφιβολίες αυτές δεν είχαν ανταπόκριση στον τρόπο ανάπτυξης των στρατευμάτων. Ο Μερετσκόφ ανακοίνωσε δημοσίως ότι η Φινλανδική εκστρατεία θα διαρκούσε το πολύ δύο εβδομάδες. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν επίσης προειδοποιηθεί να μην περάσουν κατά λάθος τα σύνορα με τη Σουηδία, ανοίγοντας έτσι νέο πολεμικό μέτωπο με άλλη χώρα.

Οι διωγμοί του Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του '30 είχαν στην κυριολεξία αποδιοργανώσει και εξοντώσει το Σώμα των αξιωματικών. Στους διωγμούς αυτούς χάθηκαν τρεις από τους πέντε στρατάρχες, 220 από τους 264 διοικητές μεραρχιών και άλλοι ανώτεροι και συνολικά 36.371 αξιωματικοί όλων των βαθμών. Οι αξιωματικοί αυτοί αναπληρώθηκαν με την προαγωγή στρατιωτών σε ηγήτορες, λιγότερο ικανούς βέβαια αλλά περισσότερο πειθήνιους στις άνωθεν εντολές.

Επιπλέον οι στρατιωτικοί διοικητές ήταν υπόλογοι σε ένα πολιτικό κομισάριο, ο οποίος ήταν προσκολλημένος σε κάθε στρατιωτική μονάδα, αποτελώντας τα μάτια και αυτιά του καθεστώτος. Κάθε απόφαση σε στρατιωτικό επίπεδο, ακόμα και σε επίπεδο μικρών ομάδων μάχης, έπρεπε να τύχει της πολιτικής έγκρισης του κομισάριου, γεγονός που περιέπλεξε τα πράγματα στη σοβιετική στρατιωτική αλυσσίδα, κάνοντάς τη δυσκίνητη και στερώντας της τον αιφνιδιασμό που ενέχει μια πρωτοβουλία. Η δυαρχία αυτή πολλές φορές επίσης οδήγησε σε λανθασμένες ενέργειες εξαιτίας της άγνοιας των κομισάριων σε ζητήματα στρατιωτικής τακτικής.

Η σοβιετική στρατηγική

Οι Σοβιετικοί στρατηγοί είχαν εντυπωσιαστεί από την επιτυχία του κεραυνοβόλου πολέμου της Βέρμαχτ (blitzkrieg) και τις γενικότερες γερμανικές τακτικές μάχης. Παρόλα αυτά, ο κεραυνοβόλος πόλεμος ταίριαζε περισσότερο στις εδαφικές συνθήκες της Κεντρικής Ευρώπης όπου υπήρχαν πλατιές πεδιάδες και καλοσχεδιασμένο οδικό δίκτυο ασφαλτοστρωμένων δρόμων. Οι στρατοί που μάχονταν στην Κεντρική Ευρώπη είχαν τα κέντρα εφοδιασμού και επικοινωνιών τους επισημασμένα από τον εχθρό ώστε αρκούσε να τα βομβαρδίσει για να τα καταστρέψει, ενώ αντίθετα τα αντίστοιχα κέντρα του Φινλανδικού Στρατού ήταν βαθιά χωμένα στην αφιλόξενη φινλανδική ενδοχώρα, τέλεια παραλλαγμένα και απρόσιτα.


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/f/f7/Red_army_party_convention_winter_war.png

Σοβιετικοί στρατιώτες στα χαρακώματα του ρωσο-φινλανδικού μετώπου

 

Δεν υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, και ακόμα και οι χαλικόδρομοι ή οι χωματόδρομοι ήταν σπάνιοι. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους απαρτιζόταν από αδιαπέραστα δάση και βάλτους. Κατά συνέπεια η εφαρμογή του κεραυνοβόλου πολέμου στη Φινλανδία ήταν μια πολύ δύσκολη επιχείρηση, γεγονός που σε συσχέτιση με την αδυναμία του Κόκκινου Στρατού να επιτύχει υψηλό βαθμό τακτικής συνεργασίας και ανάπτυξης πρωτοβουλίας σε τοπικό επίπεδο, στοιχεία απαραίτητα για το blietzkrieg, επέφερε την αποτυχία εφαρμογής τέτοιων καινοτόμων τακτικών στο φινλανδικό μέτωπο.

Οι σοβιετικές δυνάμεις είχαν την εξής διάταξη:

  • Η 7η Στρατιά, αποτελούμενη από 1 Σώμα Τεθωρακισμένων, 9 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ανεξάρτητες Ταξιαρχίες Τεθωρακισμένων, ήταν τοποθετημένη στον Ισθμό της Καρελίας. Ο αντικειμενικός της σκοπός ήταν η κατάληψη της φινλανδικής πόλης Βιιπούρι. Η στρατιά αυτή χωρίστηκε αργότερα στις 7η και 13η σοβιετικές Στρατιές.
  • Η 8η Στρατιά, αποτελούμενη από 6 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων, βόρεια της λίμνης Λάντογκα. Αποστολή της ήταν η υπερφαλάγγιση της Γραμμής Μάνερχαϊμ και η επίθεση στα νώτα της μέσω διενέργειας πλευρικού ελιγμού γύρω από τη βόρεια ακτή της λίμνης Λάντογκα.
  • Η 9η Στρατιά, αποτελούμενη από 3 Μεραρχίες Πεζικού, στις οποίες προστέθηκε άλλη 1 λίγο αργότερα. Ήταν τοποθετημένη στα σύνορα της Κεντρικής Φινλανδίας, με αποστολή να προελάσει δυτικά, χωρίζοντας ως σφήνα τη Φινλανδία στη μέση.
  • Η 14η Στρατιά, αποτελούμενη από 3 Μεραρχίες Πεζικού, τοποθετημένη στο Μούρμανσκ με αποστολή να καταλάβει το αρκτικό φινλανδικό λιμάνι του Πετσάμο και στη συνέχεια να προελάσει έως την πόλη του Ροβανιέμι.

Η φινλανδική στρατηγική

Η στρατηγική των Φινλανδών ήταν βασισμένη στη γεωγραφία της χώρας. Τα σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση εκτείνονταν σε μήκος 1.000 χιλιομέτρων και ήταν αδιάβατα λόγω του αφιλόξενου εδάφους, εκτός από μερικούς μη ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Σε προπολεμικούς σχεδιασμούς του, το φινλανδικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο ήταν εγκατεστημένο στην πόλη Μικκέλι, υπολόγιζε σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης την ανάπτυξη 7 σοβιετικών μεραρχιών στον Ισθμό της Καρελίας και όχι περισσότερες από 5 κατά μήκος των συνόρων βόρεια της λίμνης Λάντογκα. Σε αυτή την περίπτωση, η αναλογία επιτιθεμένων προς αμυνομένους θα ήταν 3 προς 1, αναλογία θετική για αμυνόμενο (σύμφωνα με τα στρατιωτικά εγχειρίδια) και με τόσο ιδιόμορφο ανάγλυφο εδάφους. Στην πραγματικότητα όμως, η αληθινή αναλογία όταν εκδηλώθηκε η σοβιετική επίθεση ήταν πολύ μεγαλύτερη, με 12 σοβιετικές μεραρχίες να αναπτύσσονται βόρεια της λίμνης Λάντογκα.

Ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα από την έλλειψη στρατιωτών ήταν η έλλειψη υλικού. Φορτία αντιαρματικών όπλων και εξαρτημάτων αεροσκαφών από το εξωτερικό έφταναν σε μικρές ποσότητες, μη επαρκείς για τις πολεμικές ανάγκες. Η επάρκεια πυρομαχικών ήταν σε σημείο συναγερμού, καθώς οι αποθήκες υλικού είχαν φυσίγγια, βλήματα πυροβολικού και καύσιμα για μόνο 20-60 μέρες, αναλόγως την ένταση των μαχών. Η έλλειψη πυρομαχικών σήμαινε για τους Φινλανδούς αδυναμία εκδήλωσης πολλών αντεπιθέσεων και εκτέλεσης προπαρασκευαστικού ισοπεδωτικού πυρός από το πυροβολικό. Οι φινλανδικές τεθωρακισμένες δυνάμεις, υπό αυτές τις συνθήκες, ουσιαστικά δεν ήταν επιχειρησιακές.

Η διάταξη των φινλανδικών δυνάμεων ήταν η εξής:

  • Η Στρατιά του Ισθμού (ισθμού Καρελίας), η οποία αποτελείτο από 6 Μεραρχίες Πεζικού υπό την ηγεσία του στρατηγού Ούγκο Έστερμαν.
  • Το 2ο Σώμα Στρατού, τοποθετημένο στο δεξιό πλευρό της Στρατιάς του Ισθμού
  • Το 3ο Σώμα Στρατού, τοποθετημένο στο αριστερό πλευρό της Στρατιάς του Ισθμού
  • Το 4ο Σώμα Στρατού, τοποθετημένο βόρεια της λίμνης Λάντογκα. Αποτελείτο από 2 Μεραρχίες Πεζικού και ήταν υπό την ηγεσία του στρατηγού Γιούχο Χαισκάνεν, ο οποίος σύντομα αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Βόλντεμαρ Χέγκλουντ
  • Η Ομάδα της Βόρειας Φινλανδίας, η οποία ήταν ένα μείγμα πολιτοφυλάκων, συνοριακών φρουρών και εφεδρικών μονάδων υπό την ηγεσία του στρατηγού Βίλγιο Τουόμπο.

Αρχικές συγκρούσεις


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/9/99/Winterwar-december1939-karelianisthmus.png

Η πολεμική κατάσταση το Δεκέμβριο του '39. Σοβιετικές μονάδες έχουν φτάσει στην κύρια γραμμή άμυνας των Φινλανδών, τη Γραμμή Μάνερχαϊμ, στον Ισθμό της Καρελίας.

?? Γραμμή Μάνερχαϊμ?? Φινλανδική Μεραρχία (XX) ή Σώμα Στρατού (XXX)?? Σοβιετική Μεραρχία (XX), Σώμα Στρατού (XXX) ή Στρατιά (XXXX) -XX- Όρια διάταξης φινλανδικής Μεραρχίας
-XXX- Όρια διάταξης φινλανδικού Σώματος Στρατού

 

Η κύρια φινλανδική γραμμή άμυνας, γνωστή ως Γραμμή Μάνερχαϊμ, απλωνόταν στον Ισθμό της Καρελίας, περίπου 30 έως 75 χιλιόμετρα από τα παλιά σοβιετο-φινλανδικά σύνορα. Οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στον Ισθμό αριθμούσαν 250.000 άντρες έναντι 130.000 Φινλανδών. Η φινλανδική στρατιωτική διοίκηση ανέπτυξε μια δύναμη κάλυψης 21.000 αντρών στην περιοχή μπροστά από τη Γραμμής Μάνερχαϊμ, για να καθυστερεί και να παρενοχλεί τον Κόκκινο Στρατό μέχρι να φτάσει σε αυτή.

Στη μάχη, η μεγαλύτερη εστία αναστάτωσης για τους Φινλανδούς ήταν η εμφάνιση των σοβιετικών τανκς. Οι Φινλανδοί είχαν λίγα αντιαρματικά όπλα και ανεπαρκή εκπαίδευση στις σύγχρονες αντιαρματικές τακτικές. Παρόλα αυτά, η τακτική των σοβιετικών αρμάτων δεν ήταν παρά μια μετωπική έφοδος και σύντομα θα ανακαλύπτονταν οι αδυναμίες αυτής της τακτικής. Οι Φινλανδοί έμαθαν ότι εκ του σύνεγγυς τα τεθωρακισμένα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ποικίλους τρόπους, όπως η εισαγωγή εμποδίων στις ερπύστριές τους με αποτέλεσμα συχνά την ακινητοποίησή τους. Σύντομα, οι Φινλανδοί ανέπτυξαν ένα πολύ καλό όπλο, το κοκταίηλ Μολότοφ, τη γνωστή βόμβα. Αμέσως άρχισε η μαζική παραγωγή τους από τη φινλανδική βιομηχανία Άλκο, μαζί με σπίρτα για την ανάφλεξή τους. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν, με ογδόντα σοβιετικά τανκς να καταστρέφονται στις μάχες των συνόρων.

Μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου, όλες οι φινλανδικές δυνάμεις κάλυψης είχαν αποσυρθεί πίσω από τη Γραμμή Μάνερχαϊμ. Ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε την πρώτη του μεγάλη επίθεση εναντίον της Γραμμής στο Ταϊπάλε-την περιοχή ανάμεσα στην όχθη της λίμνης Λάντογκα, τον ποταμό Ταϊπάλε και το κανάλι Σουβάντο. Κατά μήκος του τομέα του καναλιού Σουβάντο, οι Φινλανδοί είχαν ένα μικρό πλεονέκτημα καθώς ήταν ελαφρώς λοφώδης εκεί η περιοχή με στεγνό χώμα για να σκάψουν χαρακώματα. Το φινλανδικό πυροβολικό είχε αναγνωρίσει την περιοχή και είχε ήδη έτοιμα σχέδια πυρός, για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική επίθεση.

Η μάχη του Ταϊπάλε ξεκίνησε με σαραντάωρο φραγμό πυρός του σοβιετικού πυροβολικού. Μετά το μπαράζ αυτό βομβαρδισμού, το σοβιετικό πεζικό επιτέθηκε σε ανοιχτό έδαφος αλλά αποκρούστηκε με βαρύτατες απώλειες. Από τις 6-12 Δεκεμβρίου οι Σοβιετικοί συνέχισαν την εμπλοκή, χρησιμοποιώντας μόνο μία μεραρχία. Στη συνέχεια ενίσχυσαν τις δυνάμεις του πυροβολικού τους στο μέτωπο του Ταϊπάλε και επιπλέον έφεραν τανκς και τη 10η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων.

Στις 14 Δεκεμβρίου, οι ενισχυμένοι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν μια νέα επίθεση αλλά για ακόμα μια φορά αποκρούστηκαν. Μια τρίτη σοβιετική μεραρχία ενεπλάκη στη μάχη αλλά η απόδοσή της ήταν φτωχή και γρήγορα πανικοβλήθηκε από τα πυρά του φινλανδικού πυροβολικού. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν χωρίς αντίκρυσμα, με τρομερές απώλειες για τον Κόκκινο Στρατό. Μια συγκεκριμένη σοβιετική επίθεση κράτησε λιγότερο από μία ώρα και άφησε στην παγωμένη φινλανδική γη 1.000 Σοβιετικούς στρατιώτες νεκρούς και 27 άρματα κατεστραμμένα.

Βόρεια της λίμνης Λάντογκα, στο μέτωπο Λάντογκα της Καρελίας, οι αμυνόμενες φινλανδικές μονάδες βάσιζαν την αντίστασή τους στο έδαφος. Η περιοχή Λάντογκα στην Καρελία ήταν μια περιοχή με μεγάλες δασώδεις εκτάσεις, άγρια και αδιάβατη, χωρίς οδικά δίκτυα για τον σύγχρονο Κόκκινο Στρατό. Η σοβιετική όμως 8η Στρατιά είχε επεκτείνει το υπάρχον σιδηροδρομικό δίκτυο με μια νέα γραμμή μέχρι τα σύνορα, γεγονός που διπλασίαζε την ποσότητα προμηθειών που λάμβαναν στο μέτωπο οι σοβιετικές δυνάμεις. Στις 12 Δεκεμβρίου, η προελαύνουσα 139η μεραρχία Τυφεκιοφόρων, υποστηριζόμενη από την 56η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων, υπέστη δεινή ήττα από μια πολύ μικρότερη φινλανδική δύναμη υπό τον Πάαβο Τάλβελα στο Τολβαγιέρβι, νίκη που ήταν η πρώτη φινλανδική νίκη του πολέμου.

Στην κεντρική και βόρεια Φινλανδία, οι δρόμοι ήταν λίγοι και το έδαφος πολύ αφιλόξενο. Οι Φινλανδοί δεν περίμεναν μεγάλης κλίμακας σοβιετική επίθεση σε αυτές τις παγωμένες, ανεμοδαρμένες εσχατιές, αλλά οι Σοβιετικοί έστειλαν εκεί 8 μεραρχίες, ενισχυμένες με πυροβολικό και άρματα. Η σοβιετική 155η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων επιτέθηκε στη Λιέκσα και βορειότερα η 44η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων στο Κούμο. Η 163η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων αναπτύχθηκε στο Σουομουσσάλμι με την αποστολή να κόψει τη Φινλανδία στα δύο προελαύνοντας στην Οδό Ράατε. Στη φινλανδική Λαπωνία, οι σοβιετικές 88η και 122η Μεραρχίες Τυφεκιοφόρων επιτέθηκαν στη Σάλλα. Το αρκτικό λιμάνι του Πετσάμο δέχθηκε την επίθεση της 104ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων από την ξηρά και τη θάλασσα, με αποβατική ενέργεια, υποστηριζόμενη από πυρά του σοβιετικού ναυτικού που ναυλοχούσε εκεί κοντά.

Η φινλανδική άμυνα

Οι καιρικές συνθήκες

Ο χειμώνας του 1939-40 ήταν εξαιρετικώς δριμύς. Σε μια τοποθεσία του Ισθμού της Καρελίας η θερμοκρασία έφτασε τους -43°C στις 16 Ιανουαρίου 1940, κάνοντας ρεκόρ χαμηλής θερμοκρασίας. Στην αρχή του πολέμου μόνο οι Φινλανδοί που ήδη υπηρετούσαν είχαν στολές και όπλα. Οι υπόλοιποι που κλήθηκαν για τον πόλεμο έπρεπε να αντεπεξέλθουν με δικό τους ρουχισμό, ο οποίος για τους περισσότερους δεν ήταν παρά ο κανονικός χειμερινός ιματισμός τους, με κάποια διακριτικά που προστέθηκαν.

Οι Φινλανδοί ήταν πολύ ικανοί στο να διασχίζουν τη χώρα με τα σκι. Το ψύχος, το χιόνι, τα δάση και η μεγάλη διάρκεια της νύχτας, ήταν παράγοντες που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Ντύνονταν με στρώσεις λευκού χειμερινού ιματισμού και οι χιονοδρόμοι φορούσαν επίσης ένα λευκό σκούφο. Το καμουφλάζ αυτό έκανε τους χιονοδρόμους σχεδόν αόρατους πάνω στο πάλλευκο τοπίο καθώς εκτελούσαν τις καταδρομικές τους επιχειρήσεις ενάντια στους Σοβιετικούς. Στην αρχή του πολέμου, τα σοβιετικά άρματα ήταν βαμμένα σε λαδί χρώμα και οι άντρες φορούσαν χακί στολές. Μόνο στα τέλη Γενάρη του '40 οι Σοβιετικοί άρχισαν να βάφουν τον εξοπλισμό τους σε λευκό χρώμα και να χορηγούν λευκές στολές παραλλαγής στους στρατιώτες.

Πολλοί Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν από την αρχή του πολέμου χειμερινές στολές, όχι όμως σε λευκό χρώμα παραλλαγής. Στη μάχη του Σουομουσσάλμι πολλοί Σοβιετικοί πέθαναν από κρυοπαγήματα. Τα σοβιετικά στρατεύματα δεν είχαν ικανότητες στο σκι, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να είναι περιορισμένοι να κινούνται μόνο μέσω δρόμων (που ήταν ελάχιστοι) και να κινούνται σε μακριές σειρές (σε ήδη ανοιχτούς δρόμους). Η έλλειψη κατάλληλων χειμερινών σκηνών ήταν άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα, αναγκάζοντας τους άντρες να κοιμούνται σε διαμορφωμένα καταφύγια. Κάποιες στρατιωτικές μονάδες έχασαν από κρυοπαγήματα το 10% της συνολικής τους δύναμης πριν ακόμα περάσουν τα σύνορα της Φινλανδίας. Το μόνο πλεονέκτημα που καρπώθηκαν οι Σοβιετικοί ήταν η ευκολότερη κίνηση των αρμάτων στο παγωμένο έδαφος, από την ακινητοποίηση σε βάλτους και τη λάσπη που θα δοκίμαζαν αν είχαν επιτεθεί κάποια άλλη εποχή του χρόνου.

Οι φινλανδικές τακτικές


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/d/da/Soviet-t26-destroyed-february-1940-winterwar.png

Κατεστραμμένο σοβιετικό άρμα μάχης Τ-26

 

Στις μάχες που έλαβαν χώρα βορείως της Λάντογκα Καρελίας μέχρι και το αρκτικό λιμάνι του Πετσάμο, οι Φινλανδοί χρησιμοποίησαν τακτικές ανορθοδόξου πολέμου. Ο Κόκκινος Στρατός υπερείχε σε αριθμούς προσωπικού και υλικού, οι Φινλανδοί όμως χρησιμοποίησαν τους παράγοντες της ταχύτητας, της στοχευμένης τακτικής και οικονομίας δυνάμεων. Ειδικώς στο μέτωπο της Λάντογκα-Καρελίας και κατά τη μάχη στην Οδό Ράατε, απομόνωσαν μικρά τμήματα μεγαλύτερων σχηματισμών των Σοβιετικών. Τους κατέτμησαν έτσι σε μικρότερα κομμάτια, επιτιθέμενοι με ισχυρές τοπικές συγκεντρώσεις και από όλες τις μεριές.

Σύντομα, στις παγωμένες εκτάσεις του Βορρά, αντιμέτωποι με ένα λαό κυνηγών, δεινών σκοπευτών, με αντοχή στο ψύχος και απαράμιλλων με τα σκι, οι Σοβιετικοί βρέθηκαν να δίνουν πραγματικό αγώνα επιβίωσης. Για πολλούς Σοβιετικούς στρατιώτες, το να μείνουν ζωντανοί αποτελούσε δοκιμασία το ίδιο σκληρή με τη μάχη αυτή καθαυτή. Οι Σοβιετικοί λιμοκτονούσαν και ξεπάγιαζαν και οι υγειονομικές συνθήκες ήταν πολύ φτωχές.

Ο ιστορικός Ουίλιαμ Τρόττερ περιγράφει πολύ παραστατικά τις συνθήκες αυτές: Οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν είχαν καμία επιλογή. Αν αρνιόνταν να πολεμήσουν, θα εκτελούντο. Αν προσπαθούσαν να διαφύγουν μέσα από τα δάση, θα πάγωναν μέχρι θανάτου. Όσο για την παράδοση στον εχθρό, η σοβιετική προπαγάνδα τούς είχε προειδοποιήσει ότι οι Φινλανδοί βασάνιζαν τους αιχμαλώτους μέχρι θανάτου.

Άμυνα στη Γραμμή Μάνερχαϊμ


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/8a/SJ5_Miljoonalinnake_Mannerheim_Line.png

Αντιαρματικά εμπόδια (βράχοι) και συρματοπλέγματα, τμήμα της οχύρωσης στη Γραμμή Μάνερχαϊμ. Στο βάθος διακρίνεται φινλανδικό καταφύγιο-πολυβολείο από ενισχυμένο σκυρόδεμα

 

Το έδαφος στον ισθμό της Καρελίας δεν επέτρεπε τις τακτικές ανορθοδόξου πολέμου, με τους Φινλανδούς να αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν πιο συμβατικές μεθόδους στο μέτωπο αυτό: συγκεκριμένα, κατασκεύασαν μια οχυρωμένη γραμμή άμυνας, τη Γραμμή Μάνερχαϊμ, με τα πλευρά της προστατευμένα από μεγάλες υδάτινες μάζες. Η σοβιετική προπαγάνδα ισχυρίστηκε ότι ήταν εφάμιλλη ή και καλύτερη από τη Γραμμή Μαζινό. Οι Φινλανδοί ιστορικοί από την άλλη μειώνουν την αξία της, επιμένοντας ότι αποτελείτο από συμβατικά κυρίως χαρακώματα και απλές σειρές συρματοπλεγμάτων και αντιαρματικών εμποδίων.

Οι Φινλανδοί είχαν κατασκευάσει 221 ισχυρά σημεία στήριξης κατά μήκος του Ισθμού της Καρελίας, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Πολλά επεκτάθηκαν στα τέλη της δεκατίας του '30. Παρόλες όμως αυτές τις αμυντικές προετοιμασίες, ακόμα και ο πιο οχυρωμένος τομέας της Γραμμής Μάνερχαϊμ δεν είχε παρά μόλις ένα πολυβολείο υποστήριξης πυρός (με ενισχυμένο σκυρόδεμα) ανά χιλιόμετρο της Γραμμής. Σε μια συνολική εκτίμηση, η γραμμή αυτή άμυνας ήταν πιο αδύναμη από άλλες αμυντικές Γραμμές στην κεντρική Ευρώπη. Όπως αρέσκονται να λένε οι Φινλανδοί, η πραγματική δύναμη της γραμμής ήταν οι πεισματάρηδες υπερασπιστές της.

Στην ανατολική πλευρά του ισθμού, ο Κόκκινος Στρατός επιχείρησε να διασπάσει τη Γραμμή Μάνερχαϊμ με τη μάχη του Ταϊπάλε. Στη δυτική πλευρά, οι σοβιετικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τη φινλανδική αμυντική γραμμή στη Σούμα, κοντά στην πόλη Βιιπούρι, στις 16 Δεκεμβρίου. Οι Φινλανδοί είχαν φτιάξει 41 καταφύγια-πολυβολεία από ενισχυμένο σκυρόδεμα στην περιοχή της Σούμα, δημιουργώντας στο σημείο εκείνο τον πιο ισχυρό αμυντικό τομέα της Γραμμής Μάνερχαϊμ. Παρόλα αυτά, λόγω κάποιου λάθους στο σχεδιασμό, ο παρακείμενος βάλτος του Μουνασούο είχε ένα χιλιόμετρο-κενό που δεν είχε καλυφθεί στη Γραμμή.

Στη διάρκεια της πρώτης μάχης της Σούμα, αριθμός σοβιετικών αρμάτων διέσπασε τη λεπτή στο σημείο εκείνο αμυντική γραμμή στις 19 Δεκεμβρίου, όμως οι Σοβιετικοί δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν τη διάρρηξη της γραμμής λόγω έλλειψης συντονισμού μεταξύ των μονάδων τους. Οι Φινλανδοί παρέμειναν στα χαρακώματά τους, επιτρέποντας στα σοβιετικά τανκς να κινούνται ελεύθερα στα μετόπισθέν τους, καθώς υπήρχε έλλειψη αντιαρματικών όπλων στο φινλανδικό στρατό. Παρόλα αυτά, οι Φινλανδοί κατάφεραν να αποκρούσουν την κύρια σοβιετική επίθεση. Τα σοβιετικά άρματα, απομονωμένα στα φινλανδικά μετόπισθεν, επιτέθηκαν στα σημεία στήριξης της άμυνας των Φινλανδών μέχρι που καταστράφηκαν όλα, 20 τον αριθμό. Μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου, η μάχη είχε λήξει με νίκη των Φινλανδών.

Η σοβιετική προέλαση σταμάτησε στη Γραμμή Μάνερχαϊμ. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν χαμηλό ηθικό και υπέφεραν από έλλειψη εφοδίων, αρνήθηκαν τελικώς να συμμετέχουν σε περισσότερες μετωπικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Οι Φινλανδοί, υπό την ηγεσία του στρατηγού Χάραλντ Έκιστ, αποφάσισαν να εξαπολύσουν αντεπίθεση περικυκλώνοντας 3 σοβιετικές μεραρχίες σε ένα θύλακα κοντά στο Βιιπούρι στις 23 Δεκεμβρίου. Το σχέδιο του Έκιστ ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά απέτυχε. Οι Φινλανδοί έχασαν 1.300 άντρες και οι Σοβιετικοί ίδιο αριθμό αντρών όπως εκτιμήθηκε αργότερα.

Οι μάχες στη Λάντογκα Καρελίας


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/6/63/Simo_Hayha.jpg

Ο θρυλικός Φινλανδός ελεύθερος σκοπευτής Σίμο Χέιχε κατά τη διάρκεια του Χειμερινού Πολέμου, γνωστός με το προσωνύμιο Λευκός Θάνατος.

 

Η δύναμη του Κόκκινου Στρατού βόρεια της λίμνης Λάντογκα (στην περιοχή Λάντογκα Καρελίας) αιφνιδίασε το φινλανδικό γενικό επιτελείο. Δύο φινλανδικές μεραρχίες αναπτύχθηκαν εκεί: η 12η Μεραρχία υπό την ηγεσία του στρατηγού Λάουρι Τιάινεν και η 13η Μεραρχία υπό τον στρατηγό Χάννου Χαννουκσέλα. Υπήρχε επίσης εφεδρική δύναμη υποστήριξης 3 ταξιαρχιών, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό της φινλανδικής δύναμης σε 30.000 άντρες.

Οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν μια μεραρχία για σχεδόν κάθε οδό που οδηγούσε στα φινλανδικά σύνορα στα δυτικά. Η 8η Στρατιά βρισκόταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Ιβάν Χαμπάροφ, ο οποίος αντικαταστάθηκε στις 13 Δεκεμβρίου από τον στρατηγό Γκριγκόρι Στερν. Η αποστολή των Σοβιετικών ήταν να καταστρέψουν τα φινλανδικά στρατεύματα στην περιοχή της Λάντογκα Καρελίας και να προελάσουν στην περιοχή ανάμεσα στη Σορταβάλα και το Γιενσούου εντός δέκα ημερών. Οι Σοβιετικοί είχαν πλεονέκτημα 3 προς 1 σε δύναμη αντρών και 5 προς 1 σε πυροβολικό και αεροπορία.

Οι φινλανδικές δυνάμεις πανικοβλήθηκαν στη θέα τού κατά πολύ υπέρτερου σοβιετικού στρατού και αρχικώς υποχώρησαν. Ο διοικητής του 4ου φινλανδικού Σώματος Στρατού αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Βόλντεμαρ Χέγκλουντ στις 4 Δεκεμβρίου. Στις 7 Δεκεμβρίου, στο μέσο του μετώπου της Λαντόγκα Καρελίας, οι φινλανδικές δυνάμεις υποχώρησαν κοντά στο μικρό ποτάμι του Κολλάα. Το υδάτινο στοιχείο δεν πρόσφερε ασφάλεια από μόνο του, αλλά λόγω των βράχων κατά μήκος του, ύψους μέχρι και 10 μέτρων.

Η μάχη του Κολλάα κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Η φράση το Κολλάα κρατάει, έγινε θρυλική μεταξύ των Φινλανδών. Ακόμη περισσότερο συνεισέφερε στο θρύλο του Κολλάα, η δράση του θρυλικού ελεύθερου σκοπευτή Σίμο Χέιχε, γνωστού ως Λευκού Θανάτου στις τάξεις των Σοβιετικών, ο οποίος πολέμησε στο μέτωπο του Κολλάα.

Στα βόρεια της περιοχής Λάντογκα Καρελίας, οι Φινλανδοί υποχώρησαν από το Εγκλεγιέρβι στο Τολβαγιέρβι στις 5 Δεκεμβρίου και απέκρουσαν μια σοβιετική επίθεση στη μάχη του Τολβαγιέρβι στις 11 Δεκεμβρίου.

Στα νότια, δύο σοβιετικές μεραρχίες ενώθηκαν στο δρόμο κατά μήκος της βόρειας όχθης της λίμνης Λάντογκα. Όπως άλλοτε στον πόλεμο αυτό, οι μεραρχίες αυτές παγιδεύτηκαν καθώς οι πιο ευκίνητες φινλανδικές μονάδες αντεπιτέθηκαν από τα βόρεια πλαγιοκοπώντας τις γραμμές των Σοβιετικών. Στις 19 Δεκεμβρίου, οι Φινλανδοί έπαυσαν προσωρινά τις επιθέσεις τους, καθώς οι στρατιώτες ήταν εξουθενωμένοι. Έπρεπε να φτάσουμε στην περίοδο 6 με 19 Ιανουαρίου του 1940 για να επιτεθούν ξανά οι Φινλανδοί, αποκόπτοντας τις σοβιετικές μεραρχίες σε μικρότερα κομμάτια, εγκλωβίζοντάς τες σε διάφορους θύλακες.

Αντίθετα με τις φινλανδικές προσδοκίες, οι περικυκλωμένες σοβιετικές μεραρχίες δεν επιχείρησαν να διαρρήξουν τον κλοιό για να διαφύγουν στα ανατολικά, αλλά αντιθέτως οχυρώθηκαν στις θέσεις τους. Ανέμεναν σύντομα να φτάσουν αεροπορικώς ενισχύσεις σε άντρες και σε εφόδια. Καθώς οι Φινλανδοί είχαν έλλειψη βαρέος πυροβολικού και αντρών, δεν επιτίθονταν συχνά στους θύλακες στους οποίους είχαν αποκλείσει τους Σοβιετικούς, προτιμώντας να εξουδετερώνουν απλώς τις πιο σημαντικές απειλές και σοβιετικές κινήσεις. Συχνά, η τακτική να εγκλωβίζουν τους Σοβιετικούς σε θύλακες δεν οφειλόταν σε κάποιο προσχεδιασμένο δόγμα αλλά αποτελούσε φινλανδική προσαρμογή στη συμπεριφορά μάχης του Κόκκινου Στρατού όταν βρισκόταν υπό εχθρικό πυρ.

Παρά το κρύο και την πείνα, τα σοβιετικά στρατεύματα δεν παραδίνονταν εύκολα, αλλά αντιθέτως πολεμούσαν γενναία, συχνά οχυρώνοντας τα τεθωρακισμένα τους σε στατικές θέσεις ώστε να χρησιμοποιηθούν ως πολυβολεία και φτιάχνοντας ξύλινα αμπριά. Εξειδικευμένοι Φινλανδοί στρατιώτες καλούνταν να επιτεθούν στους θύλακες. Στις επιθέσεις αυτές ξεχώρισε με τις ικανότητες και το θάρρος του ο ταγματάρχης Μάττι Άαρνιο, που έγινε θρύλος στις τάξεις του φινλανδικού στρατού.

Στη βόρεια Καρελία, οι σοβιετικές δυνάμεις υπερκεράστηκαν στο Ιλομάντσι και στη Λιέκσα. Οι Φινλανδοί χρησιμοποίησαν αποτελεσματικές τακτικές ανορθοδόξου πολέμου, εκμεταλλευόμενοι την υπεροχή τους στη χιονοδρομία και τον λευκό ιματισμό τους, εκτελώντας πλήθος ενεδρών και αιφνιδιαστικών επιδρομών. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1939, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να υποχωρήσουν από το μέτωπο της Λάντογκα Καρελίας και να μεταφέρουν εφόδια σε πιο κρίσιμα μέτωπα.

Η διπλή επιχείρηση του Σουομουσσάλμι-Ράατε


 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/0/02/Raate_road.jpg

Σοβιετικός εξοπλισμός και πτώματα Σοβιετικών στρατιωτών μετά την καταστροφική μάχη της Οδού Ράατε τον Ιανουάριο του 1940

 

Η επιχείρηση Σουομουσσάλμι-Ράατε ήταν μια διπλή επιχείρηση, η οποία αργότερα θα χρησιμοποιείτο ως παράδειγμα από στρατιωτικούς μελετητές ως κλασική περίπτωση τού τι μπορούσαν να κάνουν στρατεύματα υπό ικανή ηγεσία και οι νεωτερικές, εμπνευσμένες τακτικές εναντίον ενός κατά πολύ υπέρτερου εχθρού.

Το Σουομουσσάλμι ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη 4.000 κατοίκων. Η περιοχή είχε μεγάλες λίμνες, πολλά και άγρια δάση και ελάχιστους δρόμους. Η φινλανδική στρατιωτική γενική διοίκηση πίστευε ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν θα επιτίθετο εκεί, οι Σοβιετικοί όμως ανέπτυξαν δύο μεραρχίες στην περιοχή με εντολή να διασχίσουν την άγρια αυτή περιοχή, καταλαμβάνοντας την πόλη Όουλου, αποκόπτοντας έτσι στα δύο τη Φινλανδία. Υπήρχαν δύο δρόμοι που οδηγούσαν από το Σουομουσσάλμι στα σύνορα: ο βόρειος δρόμος ή Οδός Γιουντουσράντα και ο νότιος ή Οδός Ράατε.

Η μάχη της Οδού Ράατε, η οποία συνέβη κατά τη διάρκεια της πολύμηνης μάχης του Σουομουσσάλμι, κατέληξε σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές του Χειμερινού Πολέμου. Η σοβιετική 44η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων και τμήματα της 163ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων, συνολικά 14.000 άντρες, καταστράφηκαν ολοσχερώς σε φινλανδική ενέδρα καθώς διέσχιζαν την Οδό Ράατε, οδό μέσα στο πυκνό δάσος.

Μια μικρή φινλανδική μονάδα σταμάτησε τη σοβιετική προέλαση ενώ ο Φινλανδός συνταγματάρχης Χγιάλμαρ Σιϊλασβούο και η 9η Μεραρχία του απέκοψαν την οδό υποχώρησης, κατέτμησαν τον εχθρό σε μικρότερα τμήματα και προχώρησαν κατόπιν στην καταστροφή των υπολειμμάτων που υποχωρούσαν. Οι Σοβιετικοί υπέστησαν απώλειες 7.000-9.000 ανδρών, ενώ οι φινλανδικές μονάδες έχασαν μόλις 400 άνδρες. Επιπροσθέτως, στην κατοχή των φινλανδικών στρατευμάτων πέρασε μεγάλος αριθμός τεθωρακισμένων, πυροβόλων, αντιαρματικών όπλων, εκατοντάδες φορτηγών, σχεδόν 2.000 ίπποι, χιλιάδες τυφέκια, ιατρικοφαρμακευτικά εφόδια και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, άκρως αναγκαίων στον φινλανδικό στρατό.

Παραπομπές

Η μάχη της Κρήτης


 

Πτώση Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη από Ju 52. Κάθε Ju 52 μπορούσε να μεταφέρει δώδεκα αλεξιπτωτιστές.

 

 

Χάρτης της γερμανικής επίθεσης στην Κρήτη. Παρότι ο Φρέιμπεργκ, χάρη στο σύστημα υποκλοπών Ultra, γνώριζε με ακρίβεια τις επιδιώξεις, τα χρονοδιαγράμματα και τους αντικειμενικούς σκοπούς των Γερμανών, δεν κατάφερε να κερδίσει την μάχη.

 

Η Κρήτη αποτελούσε μια εξαιρετική βάση αεροναυτικών και θαλάσσιων συγκοινωνιών καθώς βρίσκετε στο μέσο της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι όποιος την κατείχε μπορούσε και να ελέγξει τις συγκοινωνίες στην συγκεκριμένη περιοχή και γι΄ αυτόν τον λόγο βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους Βρετανούς η Κρήτη χρησίμευε ως εφαλτήριο για αποβατικές ενέργειες στα Βαλκάνια όπως και για αεροπορικές επιδρομές εναντίων των ρουμανικών πετρελαιοπηγών. Για τους Γερμανούς η κατοχή της, εκτός του ότι θα ανύψωνε το ηθικό του Άξονα, εξασφάλιζε την ελληνική ενδοχώρα και τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου και αποτελούσε ιδανική βάση εξόρμησης για επιθετικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, οι Γερμανοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν χερσαία επίθεση στην Αίγυπτο και την διώρυγα του Σουέζ.

Οι Βρετανοί απέστειλαν δυνάμεις στην Κρήτη αμέσως μετά την αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, ενώ κατά την διάρκεια της γερμανικής εισβολής η νήσος χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως κύρια βάση ανεφοδιασμού των βρετανικών δυνάμεων που επιχειρούσαν στα Βαλκάνια και αργότερα σαν βάση υποδοχής των περισσότερων στρατευμάτων που έφυγαν από την ηπειρωτική Ελλάδα. Μέχρι την 30η Απριλίου, όταν και ανέλαβε την διοίκηση των Ελληνικών και Κοινοπολιτειακών δυνάμεων ο υποστράτηγος Φρέιμπεργκ, υπήρχαν στην Κρήτη περίπου 25.000 άνδρες οι περισσότεροι άοπλοι, χωρίς ατομικά είδη, βαρύ οπλισμό και οχήματα. Το ελάχιστο στρατιωτικό υλικό που έφτασε ως την έναρξη της γερμανικής επίθεσης δεν βελτίωσε την θέση των αμυνομένων. Έτσι ο συνολικός αριθμός που υπερασπίστηκε την Κρήτη ήταν για τις δυνάμεις της Κοινοπολιτείας 1.512 αξιωματικοί και 29.977 οπλίτες και για τους Έλληνες 474 αξιωματικοί και 10.977 οπλίτες. Επίσης υπήρχαν 151 πυροβόλα και 25 άρματα μάχης. Λόγω της ανεπάρκειας των διαθέσιμων δυνάμεων και με βάση την σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων του νησιού, ο Φρέυμπερκ κατένειμε τις διαθέσιμες δυνάμεις στους Τομείς Μάλεμε- Αγυιάς, Χανίων-Σούδας, Ρεθύμνου-Γεωργιουπόλεως και Ηρακλείου, με αποστολή να απαγορεύσουν στους Γερμανούς την χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και των λιμανιών της Κρήτης.

Στις 25 Απριλίου ο Χίτλερ υπέγραψε την Οδηγία Νο 28 η οποία έφερε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Ερμής και αφορούσε την επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης. Το ΧΙ Αεροπορικό Σώμα διέθετε 465 μεταφορικά και 63 ανεμοπλάνα για να μεταφέρουν τους περίπου 15.000 αλεξιπτωτιστές της 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας. Με πλωτά μέσα και αεροπλάνα θα μεταφέρονταν και 8.500 άνδρες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας. Για την αεροπορική κάλυψη της επιχείρησης διατέθηκε το VIII Αεροπορικό Σώμα που είχε στην διάθεσή του 550 αεροσκάφη (βομβαρδιστικά, καταδιωκτικά καθέτου εφορμήσεως κ.α).  Το σχέδιο επιχειρήσεων των Γερμανών προέβλεπε την απόκτηση αεροπορικής υπεροχής και διατήρησή της. Αμέσως μετά πτώση των αλεξιπτωτιστών με στόχο την κατάληψη των αεροδρομίων της Κρήτης και κυρίως του Μάλεμε όπως και των λιμανιών Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αφού καταλαμβάνονταν τα αεροδρόμια, μεταφορά μονάδων της ορεινής μεραρχίας για την ολοκληρωτική κατάληψη της νήσου. Παράλληλα ενισχύσεις θα μεταφέρονταν και από την θάλασσα. Οι Γερμανικές δυνάμεις θα ενεργούσαν σε τρεις ομάδες επίθεσης: την ομάδα Κομήτης με στόχο το αεροδρόμιο του Μάλεμε, την ομάδα Άρης με στόχο την κατάληψη των Χανίων, της Σούδας και του Ρεθύμνου, και της ομάδας Ωρίων με στόχο το Ηράκλειο.

Νωρίς τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου άρχισε η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης με σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό από αεροσκάφη της Λουφτβάφε. Αμέσως μετά μεταφορικά αεροσκάφη Junkers Ju 52 και ανεμοπλάνα κατέκλυσαν την περιοχή Χανίων-Μάλεμε και άρχισαν να πραγματοποιούν κατά κύματα ρίψεις αλεξιπτωτιστών, καθώς και προσγείωση των ανεμοπλάνων. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και η άμυνα των ελληνοβρετανικών τμημάτων, προσβάλλοντας τα Ju 52 με αντιαεροπορικά πυροβόλα, ενώ οι μονάδες πεζικού στόχευαν τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος. Οι Γερμανοί, παρά τις μεγάλες απώλειες πού υπέστησαν, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στον ποταμό Ταυρωνίτη θέτοντας υπό τα πυρά τους το αεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψωμα 107, από το οποίο ελέγχονταν η ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Νεοζηλανδικές δυνάμεις, που είχαν επωμιστεί την φύλαξή του, εγκατέλειψαν το ύψωμα 107, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά την Μάχη της Κρήτης καθώς πλέον οι Γερμανοί μπορούσαν να μεταφέρουν ενισχύσεις μέσω του αεροδρομίου. Τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση και στις περιοχές Ρέθυμνου και Ηρακλείου, όπου οι αλεξιπτωτιστές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμία επιτυχία.


 

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές μπροστά στους τάφους συναδέλφων τους στην Κρήτη. Ένας παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης ήταν ότι οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ήταν εκπαιδευμένοι να σκέφτονται και να δρούν αυτόνομα, σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους που δεν προέβεναν σε καμία ενέργεια έαν πρώτα δεν ελάμβαναν κάποια διαταγή από τα ανώτερα κλιμάκια.

 

Το πρωί της επόμενης μέρας λίγα γερμανικά αεροπλάνα κατάφεραν να προσγειωθούν κοντά στο Μάλεμε για να μεταφέρουν όπλα και πυρομαχικά, καθώς τα πυρά των αμυνομένων απαγόρευαν κάθε προσγείωση στο κοντινό αεροδρόμιο. Μια δύναμη αλεξιπτωτιστών κατάφερε να εκκαθαρίσει την περιοχή και από το απόγευμα άρχισαν να προσγειώνονται μονάδες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στο αεροδρόμιο, παρόλο που αυτό ακόμη βαλλόταν από διακοπτόμενα πυρά πυροβόλων και πολυβόλων. Με τις ενισχύσεις και τα εφόδια να μεταφέρονται συνεχώς η μοίρα της Κρήτης είχε πλέον σφραγιστεί. Ύστερα από μια αποτυχημένη αντεπίθεση για την ανακατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε και του υψ. 107, την νύχτα 23/24 Μαΐου οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα. Παρότι η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν και κάτοικοι του νησιού, συνεχίστηκε με σφοδρότητα μέχρι της 29 Μαΐου.

Με διαταγή του Φρέιμπεργκ ξεκίνησε στις 27 Μαΐου η επιχείρηση εκκένωσης των στρατευμάτων από την Κρήτη, που ολοκληρώθηκε στις 31 Μαΐου. Όσοι Έλληνες και Βρετανοί στρατιώτες έμειναν στο νησί συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, με σκοπό να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Μετά λοιπόν από αγώνα δώδεκα ημερών έληξε η Μάχη της Κρήτης με τους Γερμανούς να συλλαμβάνουν 12.245 άνδρες των Κοινοπολιτειακών δυνάμεων και 5.255 Έλληνες. Ο συνολικός αριθμός απωλειών (νεκρών αγνοούμενων και τραυματιών) για τις Κοινοπολιτειακές δυνάμεις ξεπερνούσαν τους 18.000 άνδρες, ενώ οι Έλληνες που έχασαν την ζωή ήταν περισσότεροι από 400 άνδρες. Στους 6.580 άνδρες ανήλθε για τους Γερμανούς ο συνολικός αριθμός απωλειών, που ήταν τρομακτικές σε σύγκριση με προηγούμενες επιχειρήσεις τους, γεγονός που έκανε τον Χίτλερ να απαγορεύσει την διενέργεια παρόμοιων αεραποβατικών επιχειρήσεων.

Ο βομβαρδισμός του Πέρλ Χάρμπορ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
 

Άποψη του Περλ Χάρμπορ, στο σημείο όπου έγινε η επίθεση του 1941.

 

Το Περλ Χάρμπορ είναι μικρός όρμος ελλιμενισμού και βρίσκεται στη Χαβάη των ΗΠΑ. Εκεί βρισκόταν αγκυροβολημένος ο στόλος του Ειρηνικού των ΗΠΑ πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 εξαπολύθηκε ιαπωνική αεροπορική επίθεση στον αμερικανικό στόλο που βρισκόταν εκεί, με μεγάλες απώλειες για τις ΗΠΑ (με ζημιές σε πολλά πλοία και περίπου 2.400 νεκρούς) και αυτό το γεγονός έθεσε τέλος στην εσωστρέφεια και ουδετερότητα των ΗΠΑ. Την επόμενη μέρα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας και στις 11 Δεκεμβρίου εναντίον της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αμέσως μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, οι Ιάπωνες κατέλαβαν την νήσο Γουαίηκ, την νήσο Γκουάμ και το Χονγκ Κονγκ.

Ιστορικό πλαίσιο

Η Ιαπωνία είχε εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα ήδη από το 1937. Έχοντας καταλάβει μεγάλο μέρος της χώρας, κυβερνάται ουσιαστικά από μια ομάδα στρατιωτικών με ισχυρές επεκτατικές βλέψεις. Οι ΗΠΑ δυσφορούν από την επέκταση της Ιαπωνίας και προσπαθούν, με εμπορικούς αποκλεισμούς και άλλα μέτρα, να την περιορίσουν. Οι Ιάπωνες, ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένοι να απεμπολήσουν τις κατακτήσεις τους, ούτε να εγκαταλείψουν την επεκτατική τους πολιτική. Εκμεταλλεύονται τις συγκυρίες και μεγαλώνουν την σφαίρα των κατακτήσεών τους, εκδιώκοντας ουσιαστικά τους Γάλλους από την Ινδοκίνα. Το σκεπτικό των Ιαπώνων είναι, σε γενικές γραμμές, το εξής: Η Ιαπωνία εξαρτάται κατά το 90% της βιομηχανικής παραγωγής της από πόρους εκτός της χώρας. Κατά συνέπεια, οι πόροι αυτοί πρέπει να βρεθούν εντός της Ιαπωνικής επικράτειας. Οι ΗΠΑ, σκέπτονται οι στρατιωτικοί στο Τόκιο, ασφαλώς θα αντιδράσουν σε αυτό, όπως έχουν ήδη κάνει. Κατά συνέπεια, αργά ή γρήγορα, θα εμπλακούν σε πόλεμο. Ο εμπορικός αποκλεισμός, όμως, θέτει το πρόβλημα των πρώτων υλών και, ιδιαίτερα, των καυσίμων: Η Ιαπωνία έχει δημιουργήσει αποθέματα επαρκή για επιχειρήσεις για ένα έτος. Αν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν επιτύχει τους στόχους της, τότε θα βρεθεί, παρά τον πανίσχυρο στόλο και τη λαμπρή αεροπορία που έχει δημιουργήσει, σε πολύ δυσχερή θέση. Κατά συνέπεια, όσο πιο γρήγορα αρχίσει η κατάκτηση πλουτοπαραγωγικών πηγών, τόσο καλύτερα. Ο Αρχηγός του ιαπωνικού στόλου Ιζορόκου Γιαμαμότο προτείνει την καταστροφή του Αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού, που εδρεύει στο Περλ Χάρμπορ, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου. Αν ο στόχος επιτευχθεί, η Ιαπωνία θα έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε ολόκληρο τον Ειρηνικό. Ο Γιαμαμότο δεν εθελοτυφλεί: Προβλέπει ότι οι ΗΠΑ θα αντικαταστήσουν - και με το παραπάνω - τα κατεστραμμένα σκάφη τους[1]. Γι' αυτό, όμως, θα απαιτηθούν ένα έως δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ιαπωνία θα έχει πλέον στην κατοχή της ό,τι χρειάζεται για την αντιμετώπιση των αμερικανικών δυνάμεων. Ύστερα από αρκετούς δισταγμούς, το Γενικό Επιτελείο αποδέχεται το σχέδιο του Γιαμαμότο για επίθεση στο Περλ Χάρμπορ.

Οι Αμερικανοί δεν περίμεναν να τους επιτεθούν οι Ιάπωνες, επειδή πίστευαν ότι τα πλοία τους δεν ήταν ευάλωτα σε τορπίλες, αφού τα νερά ήταν ρηχά. Ομως, οι Ιάπωνες καινοτόμησαν και κατασκεύασαν τορπίλες με πτερύγια. Έτσι, οι Αμερικανοί υπέστησαν στρατηγικό και τακτικό αιφνιδιασμό.

Η προετοιμασία

Για την επίτευξη του στόχου ο Γιαμαμότο κρίνει ότι απαιτείται πολύ προσεκτική προετοιμασία και άριστη εκπαίδευση των αεροπόρων που θα συμμετάσχουν. Επιλέγεται, ως τόπος εκπαίδευσης, η ακτή της Καγκοσίμα (Kagoshima Bay) λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάζει με το Περλ Χάρμπορ. Οι πιλότοι εκπαιδεύονται εντατικά, ωστόσο παρουσιάζεται μια τεχνική δυσχέρεια: Η απόφαση συμμετοχής τορπιλοβόλων αεροπλάνων είναι ήδη ειλημμένη, αλλά μια τορπίλη που ρίπτεται από αεροπλάνο βυθίζεται περίπου 20 μέτρα και ύστερα ανεβαίνει καθώς πλησιάζει το στόχο της. Το Περλ όμως έχει μόνο 12 μέτρα βάθος. Κατά συνέπεια οι τορπίλες δεν θα πλήξουν στόχους, αλλά θα «καρφωθούν» στο βυθό. Την επίλυση του προβλήματος αναλαμβάνει ο πλωτάρχης Μινόρου Γκέντα. Με υπόδειξή του, κατασκευάζονται τορπίλες με ειδικά πτερύγια ανάσχεσης της βύθισης, οι οποίες έγινε δυνατό να παραδοθούν μόλις δύο ημέρες πριν την αναχώρηση του στόλου. Η επιτυχία τους δεν είναι ιδιαίτερα εξασφαλισμένη, καθώς δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για δοκιμές. Η πράξη, ωστόσο, έδειξε ότι η σχεδίαση ήταν απόλυτα επιτυχής.

Από την πλευρά των Αμερικανών δεν υπάρχει η παραμικρή ανησυχία. Η αμερικανική διοίκηση θεωρεί ότι η Χαβάη απέχει πολύ από τις ιαπωνικές βάσεις, ώστε Οι Ιάπωνες να τολμήσουν εναντίον της οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια. Ως συνέπεια, δεν τοποθετούν τα ανθυποβρυχιακά δίκτυα ούτε απλώνουν επάνω από τη βάση το φράγμα αεροστάτων. Το τελευταίο γίνεται ύστερα από παραίνεση του Γενικού Επιτελείου, που συνιστά να αποφεύγεται η λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να ανησυχήσουν τον αμερικανικό πληθυσμό. Τα σκάφη, όπως συνηθίζεται, είναι ελλιμενισμένα το Σαββατοκύριακο, ώστε να μη στερηθούν οι αμερικανοί ναύτες την έξοδό τους. Η αντιαεροπορική άμυνα δεν ενισχύεται (είναι, βέβαια, επαρκής για την αντιμετώπιση αεροπορικής επίθεσης) ούτε καμουφλάρονται οι εγκαταστάσεις της βάσης, τα αεροδρόμια ή οι δεξαμενές καυσίμων. Κανείς δεν υποπτεύεται ότι ένα ιαπωνικό κατασκοπευτικό δίκτυο μεταδίδει πληροφορίες υπό μορφή καθημερινών προγραμμάτων τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού. Η βάση συνεχίζει την ειρηνική της ζωή με βάση το σκεπτικό «αυτό δεν πρόκειται να συμβεί σε μένα!» («It will not happen to me!»). Έτσι, ο Ναύαρχος Χάσμπαντ Κίμελ (Husband E. Kimmel) και ο Στρατηγός Γουόλτερ Σορτ (Walter C. Short) δεν έχουν λάβει κανένα απολύτως μέτρο για την προστασία της βάσης, εκτός από την επαύξηση της επαγρύπνησης εναντίον δολιοφθορών από τον εντόπιο ιαπωνικής καταγωγής πληθυσμό. Η κατοπινή παραπομπή τους σε Στρατοδικείο δεν θα αποκαλύψει παρά μόνο την άγνοια της αμερικανικής ηγεσίας προς τα διεθνώς τεκταινόμενα της εποχής [2].

Οι Αμερικανοί έχουν, ωστόσο, ένα σοβαρό στρατηγικό πλεονέκτημα: Έχουν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσουν τον ιαπωνικό κώδικα ανταλλαγής μηνυμάτων. Με τον τρόπο αυτό η Ουάσιγκτον πληροφορείται την επίθεση, όταν, όμως, στέλνει το σήμα συναγερμού στο Περλ είναι ήδη αργά. Διαθέτουν, επίσης, ραντάρ. Η δυσπιστία, όμως, των αξιωματικών προς την νέα αυτή εφεύρεση είναι τόση, ώστε η προειδοποίηση της επίθεσης από το ραντάρ απλά αγνοήθηκε, όπως επισημαίνεται πιο κάτω. Επίσης, υπήρξε μία σειρά από παθολογίες και εμπόδια στον τομέα των υπηρεσιών πληροφοριών, που οδήγησαν στον αιφνιδιασμό. Ένα από αυτά ήταν η «στεγανοποίηση», δηλαδή ο περιορισμός της πρόσβασης στα δεδομένα. Το ναυτικό θεωρούσε το πεζικό κατώτερο και δεν του έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες. Κυριαρχούσε το σκεπτικό «need to know», δηλαδή «θα μάθεις μόνον ό,τι είναι απαραίτητο».

Η επίθεση

Η επίθεση προγραμματίζεται να διεξαχθεί στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ημέρα Κυριακή. Την επιχείρηση αναλαμβάνει η 1-η μοίρα αεροπλανοφόρων του Ιαπωνικού στόλου με επικεφαλής τον Ναύαρχο Τσουίτσι Ναγκούμο[3]. Η δύναμή του περιλαμβάνει έξι αεροπλανοφόρα (Ακάγκι, Κάγκα, Χιριού, Σοριού, Σοκακού, Ζουϊκακού), τα οποία μεταφέρουν, συνολικά, 423 αεροσκάφη, καταδιωκτικά, βομβαρδιστικά οριζοντίου επιθέσεως και καθέτου εφορμήσεως καθώς και βομβαρδιστικά μεταποιημένα σε τορπιλοβόλα. Επικεφαλής αυτής της αεροπορικής δύναμης είναι ο πλοίαρχος Μιτσούο Φουσίντα. Περιλαμβάνει, επίσης, τα απαραίτητα καταδρομικά και αντιτορπιλικά καθώς και οκτώ πετρελαιοφόρα σκάφη, τα οποία είναι μεν απαραίτητα, επιβάλλουν όμως σχετικά βραδεία πορεία. Έξι από τα μεγαλύτερης ακτίνας δράσης υποβρύχια της μοίρας μεταφέρουν πέντε «υποβρύχια τσέπης», με πλήρωμα δύο ανδρών το καθένα και δύναμη πυρός από δύο μικρές τορπίλες, ώστε στο αεροπορικό όπλο εναντίον της βάσης να προστεθεί και το υποβρύχιο.

Ο στόλος ξεκινά από την Ιαπωνία στις 2 Δεκεμβρίου 1941. Έχει αποφασιστεί, για την αποφυγή επισήμανσής του, να ακολουθηθεί πορεία από τη βόρεια πλευρά του Ειρηνικού, η οποία είναι σχεδόν έρημη από σκάφη. Αυτό έχει ως συνέπειες τη δυσχερέστατη πορεία των σκαφών λόγω των πολύ κακών καιρικών συνθηκών και την εξασφάλιση της απόλυτης μυστικότητας της πορείας του: Οι Αμερικανοί δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν τον ιαπωνικό στόλο ούτε όταν αυτός έχει πλέον λάβει πορεία προς Ιαπωνία: Αγνοούν πώς κατάφερε να προσεγγίσει το Περλ και να επιστρέψει αλώβητος στη βάση του. Οι εντολές του Ναγκούμο ορίζουν ότι αν ανακαλυφθεί η μοίρα 4 ημέρες πριν την επίθεση, οφείλει να ματαιώσει την αποστολή. Αν ανακαλυφθεί 2 ή 3 ημέρες πριν, θα αποφασίσει ο ίδιος αν θα την εκτελέσει ή όχι και αν ανακαλυφθεί σε λιγότερο από 2 ημέρες πριν, θα την εκτελέσει ανεξάρτητα από την επισήμανσή του. Τον πραγματικό στόχο της αποστολής γνωρίζουν μόνον τα πληρώματα των αεροσκαφών και, φυσικά, ο Ναύαρχος και το επιτελείο του. Η πορεία του στόλου δεν επισημαίνεται, αλλά εν πλω φθάνουν δύο σήματα από τον ραδιοφωνικό - κατασκοπευτικό σταθμό: Το ένα διευκρινίζει το ανεμπόδιστο, από φράγμα αεροστάτων, της προσέγγισης των αεροπλάνων. Το άλλο προκαλεί αντιπαράθεση μεταξύ Ναγκούμο και Φουσίντα: Τα αεροπλανοφόρα Σαρατόγκα, Λέξιγκτον και Εντερπράιζ[2], κύριος στόχος της επίθεσης, δεν βρίσκονται πλέον στο Περλ: Το τελευταίο επισκευάζεται στο Σαν Ντιέγκο, τα άλλα δύο παραδίδουν αεροπλάνα σε άλλες αμερικανικές βάσεις του Ειρηνικού. Ο Φουσίντα θεωρεί ότι ο κύριος στόχος της επίθεσης δεν υφίσταται πλέον και προτείνει την ματαίωση της επιχείρησης. Ο Ναγκούμο, ωστόσο, θεωρεί ότι οκτώ θωρηκτά, τρία καταδρομικά, τέσσερα αντιτορπιλικά και πολλά βοηθητικά σκάφη παραμένουν αξιολογότατος στόχος, καθώς τα αεροπλανοφόρα θα στερηθούν την απαραίτητη υποστήριξη από σκάφη επιφανείας, αν δοκιμάσουν να αναλάβουν δραστηριότητα. Η πορεία δεν ανακόπτεται. Ο Ναγκούμο, δύο μέρες πριν την άφιξη της μοίρας στο προκαθορισμένο σημείο αποκαλύπτει στους ναυτικούς τον πραγματικό στόχο της αποστολής. Επικρατεί πολύ μεγάλος ενθουσιασμός.

Στο μεταξύ τα «υποβρύχια τσέπης» φθάνουν στο Περλ. Έφεδρος Σημαιοφόρος της ναρκοθέτιδας «Κόντορ» επισημαίνει ένα από αυτά και ειδοποιεί το σκάφος περιπολίας - έχει βάρδια το αντιτορπιλικό «Γουόρντ». Αυτό, ωστόσο, δεν καταφέρνει να εντοπίσει το άγνωστο υποβρύχιο και εγκαταλείπει την προσπάθεια, αφού ο κυβερνήτης του υποθέτει ότι ο Σημαιοφόρος στο «Κόντορ» έσφαλε. Στις 07:02 το πρωί της 7ης Δεκεμβρίου δύο νεαροί έφεδροι έχουν βάρδια στο σταθμό ραντάρ. Το όχημα που θα τους μεταφέρει στο κέντρο της βάσης έχει καθυστερήσει, κι έτσι δεν έχουν αποχωρήσει ακόμη, όταν μένουν άφωνοι ρίχνοντας μια ματιά στην οθόνη του ραντάρ: Πολυάριθμα μαύρα στίγματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε αυτήν. Επικοινωνούν με τον υπολοχαγό Τάιλερ, αξιωματικό υπηρεσίας, αναφέροντας την επισήμανση. Ο Τάιλερ αποκρίνεται με δυο λέξεις, που έμελλε να μείνουν ιστορικές για τη βάση: «Forget 'em» («ξεχάστε τα»). Λίγα λεπτά αργότερα, ωστόσο, τα «μαύρα στίγματα», που είναι το πρώτο κύμα των ιαπωνικών αεροπλάνων, με επικεφαλής τον ίδιο τον Φουσίντα, έχουν φθάσει στο Οάχου και βλέπουν τους στόχους τους εκεί που περίμεναν να είναι: Στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και κατά μήκος μιας αποβάθρας που αποκαλείται «Battleship Row» (στοίχος πολεμικών). Ο Φουσίντα στέλνει στη μοίρα το συμφωνημένο σύνθημα ότι οι στόχοι είναι στη θέση τους και η επίθεση αρχίζει: «Tora, tora, tora». (Tora στα ιαπωνικά σημαίνει τίγρη). Το σήμα φθάνει όχι μόνον στη μοίρα, αλλά και 5.000 μίλια μακρύτερα, στη ναυαρχίδα του Γιαμαμότο, ο οποίος ενθουσιάζεται. Τα ιαπωνικά αεροσκάφη αναπτύσσονται και αρχίζουν το έργο τους, κτυπώντας όλα τα σκάφη που βρίσκονται ελλιμενισμένα. Παράλληλα, ένα μέρος των αεροπλάνων έχει εντολή να επιλέξει ως στόχο τα αμερικανικά αεροπλάνα που βρίσκονται το ένα πλάι στο άλλο (για να μπορούν να καλυφθούν εύκολα, αν παρίστατο ανάγκη!), ώστε τα ιαπωνικά να δράσουν χωρίς εναέριο αντίπαλο. Πλήττουν τα αεροδρόμια της βάσης και καταστρέφουν στο έδαφος σχεδόν το σύνολο της αμερικανικής αεροπορίας.

 

Attack on Pearl Harbor Japanese planes view

Ο βομβαρδισμός του Πέρλ Χάρμπορ. Η φωτογραφία τραβήχτηκε απο Ιάπωνα Αεροπόρο την ώρα της επίθεσης.

 

Το πρώτο κύμα ολοκληρώνει το έργο του και σε δυάδες ή τριάδες τα αεροσκάφη αποχωρούν για να τα διαδεχθεί το δεύτερο κύμα, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται τορπιλοβόλα. Επικεφαλής του δεύτερου κύματος είναι ο υπαρχηγός του Φουσίντα, Σικεγκάζου Σιμαζάκι. Οι δυσκολίες του δεύτερο αυτού κύματος είναι πολύ μεγαλύτερες, καθώς ο ουρανός καλύπτεται από σύννεφα καπνού από την κατεστραμμένη βάση και τα καιόμενα σκάφη. Παράλληλα, η αντιαεροπορική άμυνα έχει αρχίσει τη δράση της - αν και πάσχει από έλλειψη πυρομαχικών: Για λόγους ασφαλείας, όπως σε καιρό ειρήνης, τα πυρομαχικά βρίσκονται όχι κοντά στα πυροβόλα, αλλά στις αποθήκες και (πολύ λίγα) αμερικανικά αεροπλάνα έχουν απογειωθεί για την αντιμετώπιση του εισβολέα. Αυτοί οι παράγοντες συντελούν ώστε το δεύτερο κύμα να μην έχει τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του πρώτου: Ολοκληρώνει, απλά, τις ζημίες στα σκάφη και αφήνει μια από τις πλέον βασικές εγκαταστάσεις, αυτή των καυσίμων (την επιλεγόμενη «φάρμα δεξαμενών», tank farm) ανέπαφη. Τα αεροσκάφη εξαντλώντας τις βόμβες τους αποχωρούν. Οι απώλειές τους είναι απίστευτα ελαφρές: 9 καταδιωκτικά, 15 βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης και 5 τορπιλοβόλα (σύνολο ανδρών 55), όταν το Τόκιο υπολόγιζε ότι η αποστολή θα εθεωρείτο επιτυχής με την απώλεια του 50% των αεροσκαφών και του 30% των πλοίων.

Με την επιστροφή των αεροπλάνων στη μοίρα γίνεται απολογισμός της επιχείρησης από τον Φουσίντα, ο οποίος, έχοντας επισημάνει την ακεραιότητα στόχων όπως η «tank farm» προτείνει τον ανεφοδιασμό των αεροπλάνων και την εξαπόλυση τρίτου κύματος επίθεσης. Όμως ο Ναγκούμο είναι υπερβολικά σώφρων: Τα σκάφη των ΗΠΑ καταστράφηκαν, οι ίδιες απώλειες είναι ελάχιστες, δεν υπάρχουν λόγοι να επαυξηθούν για στόχους χωρίς μεγάλη αξία. Ο Φουσίντα προτείνει να προηγηθεί αναγνώριση της ευρύτερης περιοχής για να εντοπισθούν τα αεροπλανοφόρα, όμως ο Ναγκούμο έχει πάρει την απόφασή του και έχει ήδη δώσει την εντολή στη μοίρα να ανακρούσει πρύμνα. Οι διαμαρτυρίες και οι προτάσεις του Φουσίντα δεν τον μεταπείθουν και η μοίρα παίρνει το δρόμο της επιστροφής.

Τα αποτελέσματα

Απώλειες

 

Το θωρηκτό West Virginia βαριά κτυπημένο. Θα βυθιστεί λίγο αργότερα.

 

Τα σκάφη που βρέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ τη στιγμή της επίθεσης ήταν τα εξής[4]:

Θωρηκτά

  • USS Arizona (BB-39) - Βυθίστηκε. Βρίσκεται και σήμερα στο βυθό του όρμου και από πάνω του έχει δημιουργηθεί πλωτή αποβάθρα, ώστε να είναι επισκέψιμο.
  • USS Oklahoma (BB-37) Ανατράπηκε. Ολική απώλεια.
  • USS West Virginia (BB-48) Βυθίστηκε. Ανελκύσθηκε, επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Ιούλιο του 1944
  • USS California (BB-44) Βυθίστηκε. Ανελκύσθηκε, επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Μάϊο του 1944
  • USS Nevada (BB-36) - Υπεστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Δεκέμβριο του 1942
  • USS Pennsylvania (BB-38) - Βρισκόταν στη δεξαμενή. Υπέστη ελαφρές σχετικά ζημίες, επισκευάσθηκε και εντάχθηκε ξανά στο στόλο τον Αύγουστο του 1942
  • USS Maryland (BB-46) - Υπεστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Φεβρουάριο του 1942
  • USS Tennessee (BB-43) - Υπέστη ελαφρές σχετικά ζημίες, επισκευάσθηκε και εντάχθηκε ξανά στο στόλο τον Μάρτιο του 1942

Καταδρομικά

  • USS Helena (CL-50) - Υπεστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Ιούνιο του 1942
  • USS Honolulu (CL-48) - Υπέστη ελαφρές σχετικά ζημίες, επισκευάσθηκε και εντάχθηκε ξανά στο στόλο τον Ιανουάριο του 1942
  • USS Raleigh (CL-7) - Yπέστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Ιούλιο του 1942

Αντιτορπιλικά

  • USS Cassin (DD-372) - Βρισκόταν στη δεξαμενή. Υπέστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Φεβρουάριο του 1944
  • USS Downes (DD-375) - Βρισκόταν στη δεξαμενή. Υπέστη σοβαρότατες ζημίες. Ανακατασκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Νοέμβριο του 1943
  • USS Helm (DD-388) - Υπέστη ζημίες, επισκευάσθηκε και ξαναεντάχθηκε στο στόλο τον Ιανουάριο του 1942
  • USS Shaw (DD-373) - Βρισκόταν στη δεξαμενή. Υπέστη σοβαρότατες ζημίες.

Ζημιές υπέστησαν επίσης και όλα τα βοηθητικά σκάφη και σκάφη συνοδείας που βρίσκονταν στο Περλ.

Λοιπές απώλειες

Καταστράφηκαν επί του εδάφους 92 αεροσκάφη του αμερικανικού ναυτικού, 31 έπαθαν ζημιές, ενώ καταστράφηκαν και 77 αεροσκάφη του αμερικανικού στρατού και άλλα 128 υπέστησαν ζημίες. Ουσιαστικά, η αεροπορική δύναμη στον Ειρηνικό είχε απομείνει με ελάχιστες δυνάμεις, που απέτρεπαν τη συμμετοχή της σε μεγάλες επιχειρήσεις.

Σε ανθρώπινες ζωές, οι ΗΠΑ θρήνησαν 2.500 περίπου νεκρούς και είχαν, επίσης, περισσότερους από 1.000 τραυματίες. Οι Ιάπωνες είχαν συνολικά 64 νεκρούς (55 αεροπόρους και εννέα από τα υποβρύχια τσέπης).

Πολιτικές συνέπειες

Τα πολιτικά αποτελέσματα της επίθεσης ήταν κατά πολύ σημαντικότερα από τα στρατιωτικά / στρατηγικά. Η επίθεση αυτή προκάλεσε ισχυρότατο κύμα αγανάκτησης στις ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ εκφωνεί έναν από τους πλέον διάσημους λόγους του, στηλιτεύοντας την άνανδρη επίθεση με τη φράση «...a date which will live in infamy» («η ημέρα αυτή θα καταγραφεί ως ημέρα ντροπής στην Ιστορία»). Η φράση του Προέδρου απηχεί το λαϊκό αίσθημα: Οι Αμερικανοί αποκαλούν τους Ιάπωνες «yellow bastards» και η κοινή γνώμη, που πριν μερικές ώρες ήταν κατά οποιασδήποτε εμπλοκής σε εχθροπραξίες, τώρα μεταστρέφεται και ζητά την κήρυξη πολέμου στην Ιαπωνία. Αφουγκραζόμενος το λαϊκό αίσθημα, ο Πρόεδρος κηρύσσει αυθημερόν τον πόλεμο στην Ιαπωνία (μερικές ημέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου, θα κάνει το ίδιο και στη Γερμανία) και η απόφασή του επικυρώνεται με μία μόνο ψήφο κατά (της Τζάνετ Ράνκιν, Γερουσιαστού της Μοντάνα) από την Γερουσία. Η πολιτική αυτή απόφαση είναι από μόνη της πολύ σημαντική: Ανατρέπει τα μέχρι τότε δεδομένα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού εισάγει σε αυτόν την μεγαλύτερη, σε οικονομική ισχύ, χώρα του πλανήτη. Ασφαλώς θα χρειάζονταν πολλοί μήνες ακόμη για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον Πόλεμο. Η ιαπωνική ενέργεια τις έθεσε σε αυτόν, βγάζοντάς τις από τον απομονωτισμό, τον οποίο επιθυμούσε η ευρεία μάζα του πληθυσμού μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο ενθουσιάζει τον Βρετανό Πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος στήριζε την πολιτική και τις ελπίδες του στην είσοδο των ΗΠΑ στη σύρραξη. Αντίθετα, στη Γερμανία η είσοδος των ΗΠΑ στον Πόλεμο γίνεται δεκτή με σκεπτικισμό και εκνευρισμό: Ο Χίτλερ και οι περί αυτόν - και ιδιαίτερα ο Γκέρινγκ - δεν θεωρούν τις ΗΠΑ σημαντική στρατιωτική δύναμη. Ο Γκέρινγκ δηλώνει «Δεν υποτιμώ τους Αμερικανούς. Είναι ασυναγώνιστοι στην κατασκευή ξυριστικών λεπίδων. Μην ξεχνάτε, ωστόσο, ότι η λέξη "bluff" είναι το κλειδί της κοινωνίας τους...». Η Γερμανική ηγεσία, ωστόσο, δεν παραβλέπει ότι οι ΗΠΑ θα είναι αρωγός, έστω και οικονομικός, της Βρετανίας, άρα απομακρύνεται η δυνατότητα να καταβληθεί ο έσχατος εχθρός σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Στην Ιαπωνία η μοίρα του Ναγκούμο γίνεται δεκτή με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Ογδόντα εκατομμύρια άτομα παραληρούν για την μεγάλη νίκη, ο Φουσίντα γίνεται εθνικός ήρωας και ο Αυτοκράτωρ απαιτεί να τον δεχθεί σε ακρόαση κατά παράβαση του πρωτοκόλλου (ο Φουσίντα είναι ταπεινής καταγωγής). Ο πολεμικός παροξυσμός φθάνει στο αποκορύφωμά του. Ένας άνθρωπος μόνον παραμένει βλοσυρός: Ο ίδιος ο δημιουργός της επιχείρησης Γιαμαμότο. Σε σχετικές ερωτήσεις των συνεργατών του απαντά ότι δεν είναι ευχαριστημένος. Τα αεροπλανοφόρα, ο κύριος στόχος της επιχείρησης δεν επλήγησαν. Οι ΗΠΑ αντέδρασαν με μεγαλύτερη ταχύτητα και βιαιότητα από όση αναμενόταν. Εν τούτοις, η Ιαπωνία είχε επιτύχει τον στόχο που είχε θέσει, σχεδιάζοντας την επίθεση: Είχε κερδίσει τον χρόνο που της ήταν απαραίτητος για να επεκτείνει την Αυτοκρατορία της στην νοτιοανατολική Ασία, χωρίς να χρειαστεί να εμπλακεί σε μάχες με τις ΗΠΑ. Μπόρεσε, έτσι, να καταλάβει ανενόχλητη τις Φιλιππίνες, την Ινδονησία και όλες τις περιοχές που θεωρούσε απαραίτητες για να επιτύχει τον μακροπρόθεσμο στόχο της, την αυτονομία της σε πλουτοπαραγωγικές περιοχές και πρώτες ύλες. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η άποψη του Φουσίντα για εξαπόλυση τρίτου κύματος ήταν, στρατηγικά, ορθότερη της άποψης που επέβαλε ο Ναγκούμο: Πριν περάσουν έξι μήνες, οι ΗΠΑ επιφέρουν την πρώτη ήττα στις Ιαπωνικές δυνάμεις στην Μίντγουέη και ανατρέπουν τη στρατηγική κατάσταση στον Ειρηνικό. Αν το τρίτο κύμα, που είχε προτείνει ο Φουσίντα, είχε εξαπολυθεί και επιτύχει τον στόχο του, οι ΗΠΑ θα είχαν αναγκασθεί να εγκαταλείψουν όλες τις βάσεις τους στον Ειρηνικό και να αποσυρθούν στη δυτική ακτή της χώρας τους, αυξάνοντας κατά 2.200 μίλια την απόστασή τους από το θέατρο επιχειρήσεων της Ιαπωνίας.

Πηγές, αναφορές

  1. ? Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964, τόμος Α΄
  2. ? 2,0 2,1 StudyWorld
  3. ? Imperial War Museum
  4. ? PearlHarbor.org
Commons logo
Τα Κοινά έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα

Η εισβολή στην Ελλάδα

 
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
 
Γερμανική εισβολή
Μέρος της Βαλκανικής Εκστρατείας του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου

Battle of Greece - 1941 el.png
 

Η επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας στην Ελλάδα

Χρονολογία 6 Απριλίου ? 1 Ιουνίου 1941
Τόπος Ελλάδα
Έκβαση Νίκη των δυνάμεων του Άξονα. Τριπλή κατοχή της Ελλάδας
Μαχόμενα μέρη
Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Ναζιστική Γερμανία
Flag of Italy (1861-1946) crowned.svg Φασιστική Ιταλία
Flag of Bulgaria.svg Βουλγαρία
Kingdom of Greece Flag.svg Ελλάδα
Flag of the United Kingdom.svg Ηνωμένο Βασίλειο
Flag of Australia.svg Αυστραλία
Flag of New Zealand.svg Νέα Ζηλανδία
Αρχηγοί
Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Βίλχελμ Λιστ
Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Μαξιμίλιαν φον Βάιχς
Flag of Italy (1861-1946) crowned.svg Αλμπέρτο Φερέρο
Kingdom of Greece Flag.svg Αλέξανδρος Παπάγος
Flag of the United Kingdom.svg Χένρι Μέτλαντ Γουίλσον
Flag of New Zealand.svg Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ
Flag of Australia.svg Τόμας Μπλάμεϊ
Δυνάμεις
Γερμανία:
180.000 άνδρες,
501 άρματα μάχης[1]
490 αεροσκάφη[2]
1Ιταλία:[3]
585.000 άνδρες
1Ελλάδα:[4]
430.000 άνδρες
Βρετανική Κοινοπολιτεία:[5]
262.612 άνδρες
100 άρματα μάχης
99 αεροσκάφη[6]
Απώλειες
1Ιταλία:[7]
13.755 νεκροί,
63.142 τραυματίες,
25,067 αγνοούμενοι
1Γερμανία:
1.099 νεκροί,
3.752 τραυματίες,
385 αγνοούμενοι
1Ελλάδα:[7]
13.325 νεκροί,
62.663 τραυματίες,
1.290 αγνοούμενοι
Βρετανική Κοινοπολιτεία:[5]
903 νεκροί,
1.250 τραυματίες,
13.958 αγνοούμενοι
1Τα στατιστικά για το μέγεθος και τις απώλειες τις Ιταλίας και της Ελλάδας αναφέρονται τόσο για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο όσο και για τη Γερμανική εισβολή (περίπου 300.000 Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν στην Αλβανία[8]). Τα στατιστικά για τις Γερμανικές απώλειες αναφέρονται στο σύνολο της Βαλκανικής Εκστρατείας και βασίζονται στις δηλώσεις του Χίτλερ στο Ράιχσταγκ στις 4 Μαΐου 1941.[9]

2Το σύνολο των βρετανικών στρατευμάτων που αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα, τα οποία περιλάμβαναν Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς, Κύπριους και Παλαιστίνιους, ήταν, πλην του προσωπικού της RAF και των στρατιωτών στην Κρήτη, περίπου 58.000.[5]
Στους παραπάνω αριθμούς δεν συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες των Γερμανών και των Βρετανών κατά την Μάχη της Κρήτης, οι οποίες ήταν για τους Γερμανούς 1.990 νεκροί και 1.995 αγνοούμενοι και για τους Βρετανούς 1.742 νεκροί 1.737 τραυματίες, 11.835 αιχμάλωτοι και πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες από βυθίσεις πλοίων.[10]

Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ήταν η πολεμική επιχείρηση του Άξονα, και κατά κύριο λόγο της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Ελλάδας. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα [Επιχείρηση Μαρίτα (Unternehmen Marita) για τους Γερμανούς και Μάχη της Ελλαδας (Battle of Greece) για τους Βρετανούς] είναι το πρώτο μέρος της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, της οποίας δεύτερο και τελευταίο μέρος ήταν η Μάχη της Κρήτης. Η Γερμανική εισβολή θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και ειδικότερα της Βαλκανικής Εκστρατείας.

Η Γερμανική εισβολή αποτελεί για την Ελλάδα συνέχεια και παραλληλία του Ελληνοϊταλικού πολέμου που είχε ξεκινήσει με την επίθεση Ιταλικών στρατευμάτων στις 28 Οκτωβρίου 1940. Μέσα σε μερικές μόλις εβδομάδες οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την Ελλάδα και οι Ελληνικές δυνάμεις προωθούμενες είχαν καταλάβει μεγάλο τμήμα της Βορείου Ηπείρου, της νότιας Αλβανίας. Τον Μάρτιο του 1941 η μεγάλη ιταλική εαρινή αντεπίθεση απέτυχε και η Γερμανία αναγκάστηκε τότε να προστρέξει σε βοήθεια της συμμάχου της, κατά το λεγόμενο Χαλύβδινο Σύμφωνο. Η Γερμανική επίθεση έγινε επιτακτικότερη από την παρουσία βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, διότι αυτά θα μπορούσαν να απειλήσουν τα μετόπισθεν της επικείμενης επίθεσης της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, γνωστής ως Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα.

Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941, με την επίθεση γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Δύο γερμανικά σώματα στρατού θα επιτεθούν στις ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων η μάχη διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, καθώς η γερμανική επίθεση μέσω Γιουγκοσλαβίας υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απειλούσε τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Στις 9 Απριλίου παραδόθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με τους Γερμανούς να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την ανδρεία και μαχητικότητα των Ελλήνων.

Στις 9 Απριλίου ξεκίνησε η γερμανική προέλαση προς νότια, με ταυτόχρονη κίνηση δυνάμεων από την Έδεσσα και από την περιοχή της Φλώρινας. Στην γραμμή άμυνας στην Δυτική Μακεδονία, οι συνδυασμένες δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις καλύτερα εξοπλισμένες και αριθμητικά υπέρτερες Γερμανικές δυνάμεις. Το ρήγμα στην άμυνα που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Κλεισούρας υποχρέωσε σε σύμπτυξη τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις, αλλά στις 16 Απριλίου οι Γερμανοί κατάφεραν να παρεμβληθούν μεταξύ των Ελληνικών και Κοινοπολιτειακών δυνάμεων.

Η γρήγορη κίνηση των γερμανικών δυνάμεων στην ελληνική ενδοχώρα έθετε σε κίνδυνο και τους Έλληνες που μάχονταν κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Η πεντάμηνη χειμερινή εκστρατεία είχε καταπονήσει τους Έλληνες μαχητές και μπροστά στον κίνδυνο πλήρους διάλυσης του Στρατού ένας ανώτατος αξιωματικός, ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, στις 20 Απριλίου συνθηκολογεί με τους Γερμανούς παρά τις αντίθετες διαταγές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Η Γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα τελείωσε με μία γρήγορη και καθολική γερμανική νίκη με την κατάληψη της Καλαμάτας στην Πελοπόννησο, μέσα σε ακριβώς είκοσι τέσσερις μέρες. Τόσο Γερμανοί όσο και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες.

Στις 20 Μαίου 1941 ξεκινά η Μάχη της Κρήτης. Επίλεκτα γερμανικά στρατεύματα επιτίθενται με αεραποβατική ενέργεια στο νησί το οποίο υπερασπίζονταν δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας . Οι σκληρές μάχες που διεξάγονται τις επόμενες δώδεκα μέρες αναδεικνύουν νικητές τους Γερμανούς. Όμως το τίμημα της νίκης τους είναι σοβαρό και έτσι μέχρι το τέλος του πολέμου δεν θα επαναλάβουν παρόμοια επιχείρηση.

Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν την Γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β? Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση. Άλλοι θεωρούν ότι η εκστρατεία δεν είχε καμία επιρροή στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και χαρακτηρίζουν τη Βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» ή ακόμα και ένα «σαφές στρατηγικό σφάλμα».

 Προοίμιο

Ελληνοϊταλικός Πόλεμος

« Ο Χίτλερ πάντα με φέρνει αντιμέτωπο με τετελεσμένα γεγονότα. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα.[11]  »

Μπενίτο Μουσολίνι μιλώντας στον Κόμη Τσιάνο

Με το ξέσπασμα του Β? Παγκοσμίου Πολέμου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς επεδίωξε να διατηρήσει πολιτική ουδετερότητας. Όμως η Ελλάδα βρισκόταν υπό διαρκώς αυξανόμενη πίεση από την Ιταλία, η οποία κορυφώθηκε με τον τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού Έλλη από το Ιταλικό υποβρύχιο Delfino, στην Τήνο στις 15 Αυγούστου 1940.[12] Ο Μουσολίνι ήταν ενοχλημένος με τον ηγέτη των Ναζί Αδόλφο Χίτλερ, καθώς δεν τον είχε συμβουλευτεί, όπως πράγματι προέβλεπε το "Χαλύβδινο Σύμφωνο", για την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία. Ο Ιταλός δικτάτορας επεδίωκε να καθιερώσει την ανεξαρτησία τουα[?] με μια στρατιωτική επιτυχία αντίστοιχη των Γερμανικών πετυχαίνοντας μία θριαμβευτική νίκη σε βάρος της Ελλάδας, χώρας την οποία θεωρούσε εύκολο αντίπαλο.[13] Στις 15 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι και οι σύμβουλοί του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ελλάδαβ[?]. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι (Emanuele Grazzi) παρουσίασε στον Μεταξά τελεσίγραφο τρίωρης διάρκειας με το οποίο απαιτούσε ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων προκειμένου να καταλάβουν μη καθορισμένα στρατηγικά σημεία εντός της Ελληνικής επικράτειας.[14] Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο, όμως προτού ακόμα εκπνεύσει ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα από την Αλβανίαγ[?]. Η κύρια ιταλική επίθεση πραγματοποιήθηκε στην οροσειρά της Πίνδου, κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων και αρχικά σημείωσε σημαντική πρόοδο. Οι Ιταλοί στη συνέχεια πέρασαν τον ποταμό Θύαμι (Καλαμάς), όμως η επίθεση τους αναχαιτίστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και εκδιώχθηκαν πίσω στην Αλβανία. Μέσα σε τρεις εβδομάδες η ελληνική επικράτεια ήταν ελεύθερη από εισβολείς, ενώ σε εξέλιξη βρισκόταν και η επιτυχημένη ελληνική αντεπίθεση.[15] Αρκετές πόλεις της νότιας Αλβανίας κατελήφθησαν από τις Ελληνικές δυνάμεις και ούτε η αλλαγή στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων ούτε η άφιξη σημαντικών ενισχύσεων κατόρθωσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση.[16]

GreekItalianinitialItal-gr.jpg
GreekItalianGreekCounter-gr.jpg
Πρώτη Ιταλική επίθεση
28 Οκτωβρίου - 13 Νοεμβρίου 1940.
Ελληνική αντεπίθεση
14 Νοεμβρίου 1940 - Μάρτιος 1941.

Μετά από εβδομάδες άκαρπων χειμερινών συγκρούσεων, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν μία ευρείας κλίμακας αντεπίθεση κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου στις 9 Μαρτίου 1941 η οποία, παρά την ανωτερότητα των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων, απέτυχε. Έπειτα από μία εβδομάδα συγκρούσεων και απώλειες 12.000 ανδρών, ο Μουσολίνι ανακάλεσε την αντεπίθεση και εγκατέλειψε την Αλβανία δώδεκα μέρες αργότερα.[17] Σύγχρονοι αναλυτές θεωρούν ότι η ιταλική εκστρατεία απέτυχε επειδή ο Μουσολίνι και οι στρατηγοί του διέθεσαν αρχικά πενιχρές δυνάμεις στην εκστρατεία [μία εκστρατευτική δύναμη 55.000 ανδρών (Οκτώβριος 1940) που έφτασε τους 585.000 (Μάιος 1941)],[18] απέτυχαν να αναγνωρίσουν το μέτωπο το φθινόπωρο και εξαπέλυσαν μία επίθεση χωρίς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και χωρίς τη βοήθεια των Βουλγάρων.[19] Ακόμα και βασικές προφυλάξεις από Ιταλικής πλευράς δεν είχαν ληφθεί, όπως η διάθεση χειμερινού ιματισμού στους στρατιώτες,[20] ενώ δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι συστάσεις της Ιταλικής Επιτροπής Πολεμικής Παραγωγής, η οποία προειδοποιούσε ότι η Ιταλία δεν θα ήταν σε θέση να εμπλακεί σε ένα πλήρη χρόνο πολεμικών επιχειρήσεων τουλάχιστον μέχρι το 1949.[21]

GreekItalian2ndItal-gr.jpg
Δεύτερη Ιταλική επίθεση
9 Μαρτίου - 23 Απριλίου 1941.

Κατά τη διάρκεια των εξάμηνων μαχών εναντίον της Ιταλίας οι επιτυχίες του Ελληνικού στρατού οφείλονταν στην εξάλειψη εχθρικών θυλάκων. Παρόλα αυτά η Ελλάδα δεν διέθετε ικανή αμυντική βιομηχανία και η προμήθεια τόσο του εξοπλισμού όσο και των πυρομαχικών εξαρτιόταν από τα αποθέματα που αιχμαλώτιζαν οι Βρετανικές δυνάμεις από τους Ιταλούς στη Βόρεια Αφρική. Προκειμένου να τροφοδοτηθεί η μάχη της Αλβανίας η Ελληνική διοίκηση αναγκάστηκε να αποσύρει δυνάμεις από την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Η αναμονή μίας γερμανικής επίθεσης επίσπευσε την ανάγκη να αντιστραφεί αυτή η τακτική, καθώς οι διαθέσιμες δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς να προβάλουν αντίσταση σε δύο μέτωπα. Η ελληνική διοίκηση αποφάσισε να διατηρήσει την επιτυχία της στην Αλβανία, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση από μία γερμανική επίθεση από τα βουλγαρικά σύνορα.[22]

Η απόφαση του Χίτλερ να επιτεθεί στην Ελλάδα

Ήθελα, πάνω από όλα, να σας ζητήσω να αναβάλετε την επιχείρηση μέχρι μια πιο βολική εποχή, σε κάθε περίπτωση μετά τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική. Σε κάθε περίπτωση, θέλησα να σας ζητήσω να μην αναλάβετε αυτή την ενέργεια, χωρίς την προηγούμενη διεξαγωγή μίας επιχείρησης της μορφής του κεραυνοβόλου πολέμου στην Κρήτη. Για το σκοπό αυτό σκοπεύω να κάνω πρακτικές προτάσεις σχετικά με την ανάπτυξη μίας μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και μίας αερομεταφερόμενης μεραρχίας.
Από ένα γράμμα του Αδόλφου Χίτλερ προς τον Μουσολίνι στις 20 Νοεμβρίου 1940[23]

Είναι γεγονός πως μέχρι το καλοκαίρι του 1940 τα Βαλκάνια δεν συμπεριλαμβάνονταν στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς του Χίτλερ με δεδομένο ότι ήδη αποτελούσαν για την Γερμανία μια πλούσια πηγή πρώτων υλών που δεν συνηγορούσε κανένας λόγος διαφοροποίησης της υφιστάμενης κατάστασης.[24]

Ο Χίτλερ παρενέβη στις 4 Νοεμβρίου του 1940, μετά από πληροφορίες που είχε για αποβίβαση βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδαδ[?].[25] Ο Φύρερ διέταξε το επιτελείο του να προετοιμαστεί για μία εισβολή στη Βόρεια Ελλάδα μέσω της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Τα σχέδιά του για την εκστρατεία κατάληψης της Βόρειας Ελλάδας εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχέδιο που είχε σκοπό την αποστέρηση των Βρετανών από τις Μεσογειακές τους βάσεις ώστε να εξαλειφθεί η απειλή για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές αλλά και να δώσει έμμεση βοήθεια στους Ιταλούς, με την δημιουργία ενός αντιπερισπασμού στις ελληνικές δυνάμεις που μάχονταν στην Ήπειρο.[26] Εκτός από αυτά μια βρετανική βάση στην Ελλάδα θα αποτελούσε διαρκή απειλή για το δεξιό άκρο της επικείμενης επιχείρησης στην Σοβιετική Ένωση, ενώ ξυπνούσαν μνήμες φθοράς και ήττας που οι γερμανικές δυνάμεις είχαν υποστεί στην συγκεκριμένη περιοχή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[27] Στις 12 Νοεμβρίου η Γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο. 18, στην οποία προγραμματίστηκαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις εναντίον του Γιβραλτάρ και της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1941. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ συνάντησε τον βασιλιά της Βουλγαρίας και προσπάθησε να τον πείσει να συμμετάσχουν βουλγαρικές δυνάμεις στην επίθεση κατά της Ελλάδας. Αν και ο Χίτλερ απέτυχε στον σκοπό του, τελικά κατάφερε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από την Βουλγαρία. Έτσι διέταξε, την 19η Νοεμβρίου, την Ανωτάτη Διοίκηση Στρατού να ετοιμάσει σχέδιο για ευρείας εκτάσεως επιχείρηση κατά της Ελλάδας μόνο με γερμανικές δυνάμεις. Η επιχείρηση αυτή έλαβε την κωδική ονομασία Μαρίτα.[28]

 

 

Η απερίσκεπτη επίθεση του Μουσολίνι (αριστερά) εναντίον της Ελλάδας ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους για την απόφαση του Χίτλερ (δεξιά) να σχεδιάσει την επιχείρηση Μαρίτα

 

Στις 5 Δεκεμβρίου, σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο Χίτλερ με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, συζητήθηκαν οι επιχειρήσεις Μαρίτα και Μπαρμπαρόσα. Ο Ανώτατος Διοικητής του Στρατού, φον Μπράουχιτς, εξέθεσε τα σχέδια της επιχείρησης Μαρίτα και υπολόγισε ότι η έναρξη της δεν θα ήταν πριν τις αρχές Μαρτίου, ενώ η διάρκειά της θα ήταν τρεις ως τέσσερις εβδομάδες. Αμέσως μετά μίλησε ο Χίτλερ και υποστήριξε ότι η επιχείρηση δεν μπορούσε να ξεκινήσει πριν από τις αρχές Μαρτίου και θα διαρκούσε ίσως μέχρι τέλος Απριλίου. Επομένως η γερμανική διοίκηση υπολόγιζε την διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα το λιγότερο τέσσερις και το περισσότερο οκτώ εβδομάδες.[29]

Όμως, τον Δεκέμβριο του 1940, τα γερμανικά σχέδια για τη Μεσόγειο ανατράπηκαν από την απόφαση του Ισπανού στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο να απορρίψει τα σχέδια για την επίθεση στο Γιβραλτάρ.[30] Ως επακόλουθο, η γερμανική επίθεση στην Νότια Ευρώπη περιορίστηκε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο. 20 στις 13 Δεκεμβρίου 1940. Το έγγραφο περιέγραφε την Ελληνική εκστρατεία με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» και αφορούσε σχέδια για την γερμανική κατοχή των βόρειων ακτών του Αιγαίου μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Παράλληλα, περιείχε σχέδια για την κατάληψη ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας, εφόσον αυτό κρίνονταν αναγκαίο.[31] Η 12η Στρατιά έπρεπε να αναλάβει την διεξαγωγή της επιχείρησης. Η Στρατιά αυτή αποτελούνταν από πέντε Γενικές Διοικήσεις και 18 Μεραρχίες.

Στις 25 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητά της, αλλά και αποτρέποντας την διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφός της. Επιπλέον οι Γερμανοί υποσχέθηκαν την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της Νέας Τάξης στα Βαλκάνια.[32] Κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης σύσκεψης του επιτελείου του Χίτλερ μετά το αναπάντεχο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας στις 27 Μαρτίου 1941, εξεδόθησαν διαταγές για μελλοντική επίθεση στην Γιουγκοσλαβία, μαζί με αλλαγές στα σχέδια της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να δεχθούν επίθεση στις 6 Απριλίου.[33]

Παράλληλα με τις στρατιωτικές προετοιμασίες, ξεκίνησαν κάποιες γερμανικές μεσολαβητικές προτάσεις για την λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Αυτές οι επαφές γίνονταν ανεπίσημα, κυρίως μέσω διαφόρων μεσολαβητών, διπλωματών τρίτων δυνάμεων και μυστικών υπηρεσιών και όχι μέσω των διπλωματών Ελλάδας και Γερμανίας. Οι επαφές που έγιναν με γερμανική πρωτοβουλία είχαν ως στόχο την συγκράτηση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο και το κέρδος πολύτιμου χρόνου για την προπαρασκευή της επιχείρησης Μαρίτα.[34]

Η Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα

 

Ο Γκαμπιέ Πάρρυ, ο Μεταξάς, ο Γεώργιος Β΄, ο ντ' Άλμπιακ και ο Παπάγος σε σύσκεψη. Ο ιστορικός Χάιαμ αναφέρει για τον Μεταξά ότι: η Βρετανία ήταν τυχερή που βρισκόταν αυτός εκεί να αποκρούει σταθερά τις ανόητες προτάσεις, οι οποίες ετοιμάζονταν στο Λονδίνο και εκ καθήκοντος μεταβιβάζονταν από το Κάιρο (όπου είχαν την ελπίδα ότι θα απορρίπτονταν).[35]

 

Η Βρετανία δεσμευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα από τη διακήρυξη του 1939, η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της Ελληνικής ή Ρουμανικής ανεξαρτησίας, «?η Βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να παράσχει άμεσα στην Ελληνική ή Ρουμανική κυβέρνηση [?] κάθε δυνατή βοήθεια».[36] H διακήρυξη αυτή δεν ήταν δεσμευμένη από καμιά συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών για την εγγύηση της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας, παρά ήταν περισσότερο μια ηθική υποχρέωση για ενίσχυση της Ελλάδας σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη δύναμη[37]. Η πρώτη βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη μοιρών της RAF, υπό τη διοίκηση του Τζον ντ' Άλμπιακ (John d' Albiac), οι οποίες εστάλησαν τον Νοέμβριο του 1940.[38]

Στις 17 Νοεμβρίου 1940 ο Μεταξάς πρότεινε στην Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα Βαλκάνια έχοντας τα ελληνικά προπύργια της Νότια Αλβανίας ως βάση των επιχειρήσεων ώστε να λήξη νικηφόρα ο Ελληνοιταλικός πόλεμος και να αποτραπεί η γερμανική επέμβαση. Αυτό όμως απαιτούσε την παρουσία στην Ελλάδα ισχυρής βρατανικής στρατιωτικής δύναμης. Η Βρετανία όμως ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρόταση του Μεταξά, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούμενων στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη του Ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή.[39]. Ο Μεταξάς σταθερά απέρριπτε τις βρετανικές προτάσεις για αποστολή ανεπαρκών δυνάμεων από τον φόβο ότι αυτές θα προκάλούσαν τους Γερμανούς. Εκείνη την εποχή οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι με την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος δέσμευε ένα μεγάλο μέρος των ιταλικών δυνάμεων που ήταν χρήσιμες στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, ενώ η πιθανή εμπλοκή των Γερμανών στα Βαλκάνια θα κατακερμάτιζε τα γερμανικά στρατεύματα και θα ελάττωνε τον κίνδυνο απόβασης τους στην Αγγλία.[40]

Κατά τη διάρκεια συσκέψεων των βρετανικών και ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα, από τις 13 ως 16 Ιανουαρίου 1941, ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού, ζήτησε από τους Βρετανούς εννέα πλήρως εξοπλισμένες μεραρχίες και την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη. Οι Βρετανοί απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής μπορούσαν να διαθέσουν άμεσα μία μικρή, συμβολική, δύναμη μικρότερη της μεραρχίας. Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, Στρατηγός Άρτσιμπαλντ Oυέιβελ, ανέφερε στον Παπάγο ότι είχε εντολή από το Λονδίνο να προσπαθήσει να πείσει τους Έλληνες να δεχθούν την βοήθεια που τους δίνονταν. Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τους Έλληνες οι οποίοι φοβήθηκαν πως η άφιξη μίας τέτοιας μικρής στρατιωτικής δύναμης θα επίσπευδε τη γερμανική επίθεση χωρίς να παράσχει σημαντική βοήθειαε[?]. Ο Oυέιβελ ένιωθε ανακουφισμένος που απορρίφθηκε η βοήθεια γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν υποχρεωμένος να σταματήσει την προέλασή του στο Τομπρούκ.[41] Βρετανική βοήθεια θα ζητούνταν αν και εφόσον τα γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν το Δούναβη από τη Ρουμανία προς τη Βουλγαρία.[42]

 

Το ασθενές σημείο της πολιτικής μας είναι ότι δεν εμμένουμε ποτέ στα σχέδια που κάνουμε. Αν ποτέ είχαμε σκεφθεί να βοηθήσουμε την Ελλάδα, θα έπρεπε προ πολλού να είχαμε καταρτίσει τα σχέδιά μας αναλόγως. Αντί γι΄ αυτό, εσκεμμένα, αποφασίσαμε το αντίθετο, και εκ των υστέρων επανήλθαμε «στην πολιτική βοήθειας», αυτοσχεδιάζοντας σε βάρος της αεροπορικής μας ισχύος. Τα μεγάλα λόγια απλώς χειροτερεύουν τα πράγματα.
Από το Ημερολόγιο του Άντονι Ήντεν[43]

 

Ο Τσόρτσιλ επέμεινε στη φιλοδοξία του για τη δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας[44] και διέταξε τον Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) και τον Σερ Τζον Ντιλ (Sir John Dill) να αρχίσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις με την Ελληνική κυβέρνηση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1941 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην Αθήνα μεταξύ του Ήντεν και της ελληνικής ηγεσίας, παρόντων του Βασιλιά Γεωργίου, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, που διαδέχθηκε τον Μεταξά ο οποίος είχε πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου. Στη τοποθέτησή του ο Κορυζής ρώτησε τον αριθμό και την σύνθεση των στρατευμάτων που θα μπορούσαν να στείλουν οι Βρετανοί για να ενισχύσουν τους Έλληνες εναντίον της γερμανικής εισβολής και επισήμανε ότι ακόμη και μόνη της η Ελλάδα θα πολεμούσε για την Μακεδονία. Έπειτα μίλησε ο Ήντεν και υποστήριξε ότι το σύνολο των στρατιωτών που προορίζονταν για την Ελλάδα έφτανε τους 100.000 άνδρες. Αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η απόφαση για την αποστολή της εκστρατευτικής δύναμης της Βρετανικής Κοινοπολιτείαςστ[?].[45]

Στις 3 Απριλίου, στη διάρκεια μίας συνάντησης μεταξύ των Βρετανών, των Γιουγκοσλάβων και των Ελλήνων, οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν να αποκλείσουν την κοιλάδα του Στρυμόνα σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στο έδαφός τους.[46] Στη διάρκεια της συνάντησης ο Παπάγος επεσήμανε τη σημασία μίας κοινής Ελληνο-γιουγκοσλαβικής επίθεσης εναντίον των Ιταλών όταν οι Γερμανοί θα επετίθεντο στις δύο χώρεςζ[?]. Μέχρι τις 24 Απριλίου περισσότεροι από 62.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία (Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Παλαιστίνιοι και Κύπριοι) στάλθηκαν στην Ελλάδα, σχηματίζοντας το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) ή «Δύναμη W», από τον διοικητή τους Αντιστράτηγο Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον.(Sir Henry Maitland Wilson)η[?]. Από αυτούς τους στρατιώτες, όμως, μόνο οι μισοί ήταν σε μάχιμες μονάδες.[1]

Στρατιωτικές προετοιμασίες

Τοπογραφία

Προκειμένου να εισέλθει στη Βόρεια Ελλάδα ο Γερμανικός Στρατός ήταν υποχρεωμένος να διασχίσει την οροσειρά της Ροδόπης, η οποία διαθέτει λίγες κοιλάδες και περάσματα ικανά να επιτρέψουν την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. Δύο περάσματα εντοπίστηκαν δυτικά του Κιουστεντίλ (Kyustendil) και ένα κατά μήκος των συνόρων Γιουγκοσλαβίας ? Βουλγαρίας, μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα προς τα νότια. Ελληνικές συνοριακές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στο ανάγλυφο και ισχυρά αμυντικά συστήματα κάλυπταν τους λίγους διαθέσιμους δρόμους. Οι ποταμοί Στρυμόνας και Νέστος διέσχιζαν την οροσειρά κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων και αμφότερες οι κοιλάδες προστατεύονταν από ισχυρά οχυρά, τμήματα της ευρύτερης Γραμμής Μεταξά. Αυτό το σύστημα από τσιμεντένια πολυβολεία και οχυρώσεις κατασκευάστηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και βασιζόταν σε παρόμοιες αρχές με αυτές που εφαρμόστηκαν στη Γραμμή Μαζινό. Η ισχύς της γραμμής επαφίονταν στη δύσκολη πρόσβαση που προσέφερε το ανάγλυφο προς τις οχυρωματικές θέσεις.[47]

Στρατηγικοί παράγοντες

 

Ο Έλληνας Αρχιστράτηγος, Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος (αριστερά), με τον Βρετανό Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής, Στρατηγό Άρτσιμπαλντ Oυέιβελ ύστερα από σύσκεψη στην Αθήνα στις 13/1/1941

 

Το ορεινό έδαφος της Ελλάδας βοηθούσε στη χάραξη μίας αμυντικής στρατηγικής και οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι της Ροδόπης, της Ηπείρου, της Πίνδου και του Ολύμπου προσέφεραν πολλές πιθανότητες να σταματήσουν έναν εισβολέα. Όμως απαιτούνταν επαρκής αεροπορική κάλυψη ώστε να αποτρέψει τις αμυνόμενες επίγειες δυνάμεις από το να παγιδευτούν στα πολλά στενώματα. Αν και μία επιτιθέμενη δύναμη από την Αλβανία μπορούσε εύκολα να αναχαιτιστεί από σχετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων τοποθετημένων ψηλά στην οροσειρά της Πίνδου, το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας ήταν δύσκολο να προστατευθεί από μία επίθεση από τον Βορρά.[48]

Οι βρετανικές ενισχύσεις μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για την άμυνα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Στην πρώτη τοποθεσία το ασθενές σημείο ήταν το τμήμα του Μπέλες όπου η οχύρωση δεν είχε ολοκληρωθεί. Μια εχθρική ενέργεια από την κοιλάδα Στρούμνιτσα προς την Θεσσαλονίκη, δηλαδή στο τμήμα Μπέλες, θα υπερκέραζε ολόκληρη την οχυρωμένη τοποθεσία και θα απέκοβε από την υπόλοιπη Ελλάδα όλες τις δυνάμεις που μάχονταν στην Α. Μακεδονία και την Δ. Θράκη. Επομένως η εκκένωση της Γραμμής Μεταξά και η μεταφορά της άμυνας στην τοποθεσία Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Αλιάκμονας (τοποθεσία Βερμίου) ήταν από στρατιωτική άποψη η πλέον ενδεδειγμένη. Όμως η εγκατάλειψη μεγάλου μέρους της Μακεδονίας- συμπεριλαμβανόμενης και της Θεσσαλονίκης- εκτός του ότι θα είχε σοβαρό ηθικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, συνδέονταν άμεσα με την στάση της Γιουγκοσλαβίας.[49]

Στις 22 Φεβρουάριου ο Παπάγος δέχτηκε την εκκένωση των ελληνικών στρατευμάτων από την περιοχή ανατολικά του Αξιού ποταμού και την μεταφορά τους στην τοποθεσία Βερμίου, στην οποία θα τάσσονταν και οι βρετανικές δυνάμεις, εφόσον όμως χανόταν κάθε ελπίδα συμμαχίας με την Γιουγκοσλαβία για την αντιμετώπιση της γερμανικής επίθεσης.[50] Τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Ρουμανία και στις 2 Μαρτίου άρχισαν να κινούνται εντός της Βουλγαρίας. Καθώς η στάση της Γιουγκοσλαβίας δεν είχε αποσαφηνιστεί και οι Γερμανοί βρίσκονταν στην Βουλγαρία, ο Έλληνας Αρχιστράτηγος έκρινε ότι η εκκένωση ανατολικά του Αξιού ήταν άκαιρη και ασύμφορη.[51]

 

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ πίστευε ότι ήταν σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο να λάβει κάθε πιθανό μέτρο για την υποστήριξη της Ελλάδας. Στις 8 Ιανουαρίου 1941 δήλωσε «δεν υπάρχει άλλη πορεία για μας από το διασφαλίσουμε ότι καταβάλαμε κάθε προσπάθεια να βοηθήσουμε τους Έλληνες που αποδείχθηκαν τόσο ικανοί»[52]

Οι Βρετανοί ηγέτες περιέγραψαν την συμπεριφορά του Παπάγου ως «αφιλόξενη και ηττοπαθή» και για να τον παρακάμψουν έπρεπε να στρατολογήσουν την βοήθεια του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος ήταν «ήρεμος αποφασιστικός και ήσυχος».[53] Ο Ντίλ υποστήριζε ότι το σχέδιο του Παπάγου παρέβλεπε το γεγονός ότι τα ελληνικά στρατεύματα και το πυροβολικό ήταν ικανά να προσφέρουν μικρή μόνο αντίσταση. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η ελληνική αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της Γραμμής Μεταξά, καθώς και η παραδοσιακές καλές σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, άφηναν τα βορειοδυτικά σύνορα αφύλακτα σε μεγάλο βαθμό.[54] Ο Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Κορυζής φοβούμενοι μία αρνητική αντίδραση των Βρετανών στην περίπτωση ασυμφωνίας, πίεσαν τον Παπάγο να βρεθεί μία λύση. Ο Παπάγος συμφώνησε αναγκαστικά να διχοτομηθούν οι διαθέσιμες δυνάμεις του με τρεις μεραρχίες και μία ταξιαρχία στην Γραμμή Μεταξά και τρεις μεραρχίες στην τοποθεσία Βερμίου.[55]

Στις 4 Μαρτίου ο Ντιλ και ο Παπάγος συμφώνησαν στο σχέδιο άμυνας και στις 7 Μαρτίου το σχέδιο επικυρώθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση.[56] Την διοίκηση θα αναλάμβανε ο Παπάγος και οι Ελληνικές και Βρετανικές διοικήσεις θα αναλάμβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.[48] Έτσι οι Βρετανοί μετακίνησαν τα στρατεύματά τους και κατέλαβαν μία θέση περίπου σαράντα χιλιόμετρα δυτικά του Αξιού, κατά μήκος της τοποθεσίας Βερμίου.[57] Ο κύριος σκοπός κατάληψης αυτής της θέσης ήταν να αποτρέψουν την πρόσβαση στους Γερμανούς προς την Κεντρική Ελλάδα.[58] Όμως η πιθανή διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας έκανε την παραπάνω τοποθεσία ακατάλληλη για άμυνα καθώς μια γερμανική ενέργεια στον άξονα Μοναστήρι- Φλώρινα θα απειλούσε όχι μόνο τα νώτα της τοποθεσίας Βερμίου αλλά και τα νώτα των Ελλήνων στρατιωτών που μάχονταν στην Αλβανία.[59]

Η γερμανική στρατηγική βασιζόταν στην τακτική του αστραπιαίου πολέμου (blitzkrieg) η οποία είχε αποδειχθεί επιτυχημένη κατά τη διάρκεια των εισβολών στη δυτική Ευρώπη και επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητά της κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία. Η γερμανική διοίκηση σχεδίαζε να συνδυάσει την επίθεση των πεζοπόρων στρατευμάτων και των τεθωρακισμένων με υποστήριξη από αέρος και να πραγματοποιήσει μία γρήγορη προέλαση στο εσωτερικό. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά θα αποτελούσαν τους επόμενους κύριους στόχους. Με την πτώση του Πειραιά και του ισθμού της Κορίνθου σε γερμανικά χέρια, η υποχώρηση και εκκένωση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων θα θέτονταν σε κίνδυνο.[48]

Αμυντικές και επιθετικές δυνάμεις


 

Ο Αντιστράτηγος Σερ Τόμας Μπλάμεϊ, διοικητής του 1ου Αυστραλιανού Σώματος, ο Αντιστράτηγος Σερ Χένρι Μάιτλαντ Ουίλσον, γενικός διοικητής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (Δύναμη W) και ο Υποστράτηγος Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ, διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας το 1941 στην Ελλάδα

 

Η Πέμπτη Γιουγκοσλαβική Στρατιά έφερε την ευθύνη άμυνας του νοτιοανατολικού συνόρου μεταξύ της Κρίβα Παλάνκα (Kriva Palanka) και της Ελληνικής μεθορίου, στην κοιλάδα του Αξιού έως το Κιλκίς. Κατά το χρόνο της γερμανικής επίθεσης τα γιουγκοσλαβικά στρατεύματα δεν ήταν πλήρως κινητοποιημένα και υστερούσαν σε σύγχρονο εξοπλισμό και οπλισμό προκειμένου να είναι αποτελεσματικά. Μετά την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία η πλειοψηφία των ελληνικών στρατευμάτων αποσύρθηκε από την Δυτική Θράκη.[60]

Οι ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν την γερμανική επίθεση ήταν οι εξής:

  • Στην Ανατολική Μακεδονία ήταν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, αποτελούμενο από τις XVIII, XIV, VII Μεραρχίες Πεζικού, την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, το Απόσπασμα Κρουσίων και ένα ενισχυμένο τάγμα Πεζικού.[61]
  • Στην Δυτική Θράκη ήταν αναπτυγμένη η Ταξιαρχία Έβρου, η οποία υπάγονταν στο ΤΣΑΜ.[61]
  • Στην τοποθεσία Βερμίου βρισκόταν το Ελληνοβρετανικό Συγκρότημα W υπό τον Αντιστράτηγο Ουίλσον, αποτελούμενο απο[62]:
- το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) υπό τον Αντιστράτηγο Ιωάννη Κωτούλα (αντικαταστάθηκε στις 8/4/41 από το Υποστράτηγο Χρήστο Καράσσο) με τις 20ή, ΧΙΙ Μεραρχίες Πεζικού και το X Συνοριακό Συγκρότημα (τρεις λόχοι).
- Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υπό τον Αντιστράτηγο Ουίλσον το οποίο διέθετε το 1ο Αυστραλιανό Σώμα Στρατούθ[?] (6η Αυστραλιανή και 2η Νεοζηλανδική Μεραρχίες) και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία.

Οι Ελληνικές μονάδες στην Α. Μακεδονία και την Δ. Θράκη αριθμούσαν 65.110 άνδρες, εκ των οποίων μόνο οι μισοί ήταν σε μάχιμες μονάδες.[63] Επιπλέον ο διαθέσιμος οπλισμός ήταν ανεπαρκής και απαρχαιωμένος. Τα αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, όπως και τα διαθέσιμα βλήματα, ήταν λιγότερα από τα προβλεπόμενα, καθώς είχαν σταλθεί στο Αλβανικό μέτωπο. Επίσης τα πυρομαχικά για τα ελαφρά όπλα ήταν στο ένα τρίτο από τα προβλεπόμενα. Οι αξιωματικοί ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό έφεδροι, ενώ υπήρχε έλλειψη σε επιτελικούς αξιωματικούς. Η δύναμη του κάθε τάγματος δεν ξεπερνούσε τους 500 άνδρες και πολλοί λόχοι διοικούνταν από ανθυπολοχαγούς που μόλις είχαν αποφοιτήσει από τις Σχολές τους ή ήταν έφεδροι. Τα μεταφορικά μέσα είχαν περιορισθεί στο ελάχιστο ενώ τα υλικά διαβιβάσεων ήταν ανεπαρκέστατα. Εξαίρεση ήταν η επαρκής επάνδρωση των οχυρών της Γραμμής Μεταξά σε έμψυχο δυναμικό, όπως και το εσωτερικό και εξωτερικό δίκτυο διαβιβάσεων αυτών των οχυρών. Σε πολύ χαμηλό επίπεδο μαχητικής ικανότητας ήταν και οι ελληνικές δυνάμεις στο Βέρμιο[64] που δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους 15.000 μαχητές. Όμως, παρά αυτές τις αδυναμίες το ηθικό των ανδρών, και ιδιαίτερα αυτών που ήταν στα οχυρά και στις μονάδες προκαλύψεως, ήταν σε υψηλό επίπεδο.[65] Οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις που αποτελούνταν από δεκατέσσερις μεραρχίες πεζικού, την Μεραρχία Ιππικού και την 21η Ταξιαρχία βρισκόταν στην Αλβανία.[66].

Στις 28 Μαρτίου οι ελληνικές δυνάμεις στην Κεντρική Μακεδονία, οι XII και 20ή Μεραρχίες Πεζικού, τοποθετήθηκαν υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Oυίλσον, ο οποίος κατέστησε το αρχηγείο του βορειοδυτικά της Λάρισας. Η νεοζηλανδική μεραρχία έλαβε θέση βόρεια του όρους Όλυμπος ενώ η αυστραλιανή μεραρχία απέκλεισε την κοιλάδα του Αλιάκμονα μέχρι την οροσειρά του Βέρμιου. Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία συνέχισε να επιχειρεί από αεροδρόμια στην κεντρική και νότια Ελλάδα, όμως λίγα αεροσκάφη μπορούσαν να αποσταλούν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Οι βρετανικές δυνάμεις βρίσκονταν σχεδόν σε πλήρη κινητοποίηση όμως ο εξοπλισμός τους ήταν περισσότερο κατάλληλος για πολεμικές επιχειρήσεις στην έρημο παρά στους απότομους ορεινούς δρόμους της Ελλάδας. Υπήρχε έλλειψη σε άρματα μάχης και αντιαεροπορικά όπλα και η γραμμές επικοινωνίας κατά μήκος της Μεσογείου ήταν ευάλωτες, καθώς κάθε νηοπομπή έπρεπε να πλεύσει κοντά από νησιά που τελούσαν υπό εχθρική κατοχή, παρά το γεγονός ότι το Βρετανικό Ναυτικό κυριαρχούσε στο Αιγαίο, Τα εφοδιαστικά αυτά προβλήματα επιτείνονταν από την περιορισμένη διαθεσιμότητα πλοίων και την περιορισμένη χωρητικότητα των ελληνικών λιμανιών.[67]

 

Γερμανοί στρατιώτες προελάυνουν στο ελληνικό έδαφος

 

Η Γερμανική 12η Στρατιά, υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ (Wilhelm List), ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση της Επιχείρησης Μαρίτα. Οι δυνάμεις που διέθεσε αυτή η Στρατιά για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας ήταν[68] :

  • Το XVIII (18o) Ορεινό Σώμα Στρατού (XVIII Gebirgskorps) υπό τον Αντιστράτηγο Φραντς Μπέμε (Franz B?hme), αποτελούμενο από τη 2η Μεραρχία Πάντσερ (Τεθωρακισμένη Μεραρχία), τις 5η και 6η Ορεινές Μεραρχίες, το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού, και την 72η Μεραρχία Πεζικού.
  • Το XXX (30ό) Σώμα Στρατού, υπό τον Αντιστράτηγο Ότο Χάρτμαν (Otto Hartmann) αποτελούμενο από τις 164η και 50ή Μεραρχίες Πεζικού.
  • Το XL (40ό) Σώμα Πάντσερ (Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού), υπό τον Αντιστράτηγο Γκέοργκ Στούμμε (Georg Stumme), αποτελούμενο από την 9η Μεραρχία Πάντσερ (Τεθωρακισμένη Μεραρχία), την 73η Μεραρχία Πεζικού και το Mηχανοκίνητo Σύνταγμα LSSAH (Leibstandarte SS Adolf Hitler) (αργότερα προστέθηκε και η 5η Μεραρχία Πάντσερ).
  • Ως εφεδρεία υπήρχε μια Μεραρχία Πεζικού στην περιοχή της Φιλιππούπολης.
  • Το VIII Αεροπορικό Σώμα υπό τον Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν με περίπου 490 αεροσκάφη.[2]

Οι γερμανικές μονάδες, που αποτελούνταν από περίπου 180.000 άνδρεςι[?], ήταν άριστα εξοπλισμένες και οργανωμένες. Μετά τις νίκες της Βέρμαχτ στην Πολωνία και στην Γαλλία το ηθικό τους ήταν υψηλό. Το σύνολο του Μηχανικού, Πυροβολικού, Αντιαεροπορικών και άλλων μέσων της Στρατιάς διατέθηκαν για την εκστρατεία κατά της Ελλάδας.[69] Οι τεθωρακισμένες μονάδες, παρά την πρόσφατη μείωση των διατιθέμενων αρμάτων από 258 κατά μέσο όρο σε 150 ή και λιγότερα ανά μεραρχία, είχαν καλύτερης ποιότητας άρματα αλλά και καλύτερο επίπεδο διοίκησης έναντι των αντιπάλων τους.[70] Συνολικά ο αριθμός των αρμάτων μάχης που διέθεσε η 12η Στρατιά ήταν 501.[1]

Στις αεροπορικές δυνάμεις μπορούσαν να συνδράμουν, μετά την μεταπολίτευση στην Γιουγκοσλαβίας, ο 4ος Αεροπορικός Στόλος ανεβάζοντας τον αριθμό των διατιθέμενων αεροσκαφών εναντίον της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας σε 1.000,[69] κάνοντας απόλυτη την γερμανική αεροπορική υπεροχήια[?].

Το Γερμανικό σχέδιο επίθεσης και η συγκέντρωση

Το γερμανικό σχέδιο επίθεσης διαμορφώθηκε βάσει της εμπειρίας που απέκτησε ο Γερμανικός στρατός στη Μάχη της Γαλλίας. Η στρατηγική του βασιζόταν στη δημιουργία ενός αντιπερισπασμού στο Αλβανικό μέτωπο, αποδυναμώνοντας τις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού από την άμυνα των γιουγκοσλαβικών και βουλγαρικών συνόρων. Χρησιμοποιώντας την τακτική της προώθησης τεθωρακισμένων σχηματισμών προς τα περισσότερο αδύναμα τμήματα της αμυντικής γραμμής, η διείσδυση προς την εχθρική περιοχή θα ήταν ευκολότερη και δεν θα απαιτούσε τη χρήση των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων πίσω από τις δυνάμεις του πεζικού. Μόλις το αδύναμο αμυντικό σύστημα της Νότιας Γιουγκοσλαβίας κατέρρεε από την επέλαση των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων, η Γραμμή Μεταξά θα υπερκεράζονταν από τις ταχύτερα κινούμενες δυνάμεις που θα προήλαυναν προς το νότο από τη Γιουγκοσλαβία. Η κατοχή του Μοναστηριού και της κοιλάδας του Αξιού, που οδηγούσε προς τη Θεσσαλονίκη, κρίνονταν απαραίτητη για μία τέτοια στρατηγική.[71]

Το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία οδήγησε σε ξαφνική αλλαγή του σχεδίου επίθεσης και έφερε τη Δωδέκατη Στρατιά αντιμέτωπη με μία σειρά δύσκολων προβλημάτων. Σύμφωνα με την Οδηγία Νο. 25 της 28ης Μαρτίου, η 12η Στρατιά έπρεπε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της με τέτοιο τρόπο ώστε μία ταχυκίνητη δύναμη να μπορεί να επιτεθεί προς το Βελιγράδι μέσω του Νις. Με μόνο εννέα μέρες από την ημέρα της επίθεσης κάθε ώρα ήταν σημαντική και κάθε νέα συγκέντρωση των στρατευμάτων χρειαζόταν χρόνο για να οργανωθεί. Το βράδυ της 5ης Απριλίου όλες οι επιθετικές δυνάμεις που προορίζονταν να επιτεθούν στην Νότια Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα είχαν συγκεντρωθεί.[72]

Το ελληνικό σχέδιο άμυνας

Στην Ανατολική Μακεδονία το ΤΣΑΜ είχε ως αποστολή να αμυνθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος ποταμός. Όταν εξαντλούνταν κάθε προσπάθεια άμυνας στην παραπάνω τοποθεσία οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να συμπτυχθούν, ανάλογα με τις συνθήκες, αρχικά προς τη Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια προς τα δυτικά του Αξιού ή προς την Καβάλα και την Αμφίπολη με σκοπό να μεταφερθούν δια θαλάσσης σε άλλα μέρη για την συνέχιση του αγώνα. Η αποστολή του Συγκροτήματος Κρουσίων ήταν να καταλάβει την τοποθεσία Κρουσίων και να απαγορεύσει την εχθρική προέλαση προς την Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσία Μπέλες.[73]

Στην Δυτική Θράκη η Ταξιαρχία Έβρου έπρεπε να αμυνθεί κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων, ανατολικά της λίμνης Βιστωνίδας, και να επιδιώξει την εξασφάλιση του προγεφυρώματος Πυθίου. Αν δεν μπορούσε να διατηρήσει το προγεφύρωμα θα έπρεπε να συμπτυχθεί προς το τουρκικό έδαφος.[73]

Η αποστολή του Ελληνοβρετανικού Συγκροτήματος W ήταν να απαγορεύσει την εχθρική προσπάθεια προέλασης δυτικά και νότια της τοποθεσίας Καιμακτσαλάν-Βέρμιο-ποταμός Αλιάκμων.[73]

Γερμανική εισβολή

Η επίθεση στην Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη

 

Βομβαρδισμός Ελληνικών θέσεων από το Γερμανικό πυροβολικό

 

Στις 05:30 το πρωί της 6ης Απριλίου ο Γερμανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, πρίγκιπας Έρμπαχ, επέδωσε στον πρωθυπουργό Α. Κορυζή διακοίνωση, στην οποία αναφέρονταν οι λόγοι της γερμανικής επίθεσης. Η διακοίνωση έλεγε πως η κυβέρνηση του Ράιχ έδωσε διαταγή στα στρατεύματά της να εκδιώξουν τις Βρετανικές Ένοπλες Δυνάμεις από το ελληνικό έδαφος. Κάθε αντίσταση στις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις θα συντρίβεται αδιακρίτως. Ο Κορυζής απάντησε στον Γερμανό πρεσβευτή ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί στην γερμανική επίθεση και δεν θα υποταχθεί αμαχητί. Νωρίτερα, στις 05:15, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό και γιουγκοσλαβικό έδαφος ταυτόχρονα. [74]

Η κύρια γερμανική προσπάθεια με το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού εκδηλώθηκε στο αριστερό της γραμμής Μεταξά και ειδικά κατά του Μπέλες και του Οχυρού Ρούπελ, ενώ ανατολικότερα στο υψίπεδο Νευροκοπίου και στη Δ. Θράκη η επίθεση του XXX Σώματος Στρατού ήταν μικρότερης έντασης. Η ελληνική οχύρωση, το υψηλότατο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών και την υποτίμηση των παραγόντων αυτών από την Γερμανική ηγεσία «αντιστάθμιζαν» την υλική υπεροχή των Γερμανών.

Η Γραμμή Μεταξά, μήκους περίπου 215 χλμ,[75] υπερασπιζόταν από τo Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ). Η γραμμή εκτείνεται κατά μήκος του ποταμού Νέστου προς τα ανατολικά και των βουλγαρικών συνόρων ως το όρος Μπέλες κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Για την υπεράσπισή της έπρεπε να υπάρχουν άνω των 200.000 ανδρών, όμως η έλλειψη προσωπικού είχε ως αποτέλεσμα την αραιή διάταξη των αμυντικών γραμμών.[76]


 

Αντιαρματικό κώλυμα μπροστά από το Οχυρό Παρταλούσκα της Γραμμής Μεταξά.[77] Οι Έλληνες στρατιώτες που επάνδρωσαν τα οχυρά της Γραμμής Μεταξά επέδειξαν χαλύβδινα νεύρα και καλή πειθαρχία, παρά τα ισχυρά και συνεχή πυρά που δέχτηκαν. Ούτε και οι επιδρομές των αεροσκαφών κάθετης εφόρμησης, Ju 87 Stuka, επηρέασαν αυτούς τους άνδρες, που εκτελούσαν πυρά και κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών- γεγονός που δεν συνέβη στις προηγούμενες γερμανικές εκστρατείες στην Πολωνία και στην Γαλλία. Εάν εξουδετερώνονταν οι υπερασπιστές κάποιας οχυρής θέσης αμέσως αντικαθιστούνταν με νέους. Ιδιαίτερα ενοχλητική για τους υπερασπιστές των οχυρών ήταν η έλλειψη αέρα από την φραγή των φαντωμάτων, αεραγωγών και ανοιγμάτων, όπως και η χρήση καπνογόνων και εμπρηστικών υλών.[78]

 

6 Απριλίου: Η επίθεση

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε με σφοδρότητα στο Μπέλες όπου η 6η Ορεινή Μεραρχία κινήθηκε μέσα από τους ορεινούς όγκους στο δυτικό τμήμα του όρους, στο οποίο τμήμα δεν υπήρχαν μόνιμες οχυρώσεις παρά μόνο ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις κατανεμημένες σε διάσπαρτα πολυβολεία. Παρά την σθεναρή αντίστασηιβ[?] οι γερμανικές δυνάμεις διέσπασαν δύο αμυντικές τοποθεσίες και υπερέβησαν το όρος Μπέλες, με αποτέλεσμα στο τέλος της μέρας να έχουν φθάσει στη Ροδόπολη και να καταλάβουν τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η επιτυχία αυτή των Γερμανών δημιούργησε κίνδυνο για την τοποθεσία Μπέλες- Νέστος και ανάγκασε τον διοικητή του ΤΣΑΜ να διατάξει τη σύμπτυξη της XVIII Μεραρχίας (Υποστράτηγος Λ. Στεργιόπουλος) στην τοποθεσία Στρυμόνα- λίμνη Κερκίνη και την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία (Υποστράτηγος Ν. Λιούμπας) να αμυνθεί έναντι της 6ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Μπέλες, από τη λίμνη Δοϊράνη έως την λίμνη Κερκίνη.[79]

Με την υποστήριξη 165 πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων και από μεγάλο αριθμό αεροπλάνων, η γερμανική 5η Ορεινή Μεραρχία επιτέθηκε στο ανατολικό Μπέλες, από το Ρουπέσκο εώς το Οχυρό Καρατάς. Στον τομέα αυτό, που υπεράσπιζε η XVIII Μεραρχία, οι Γερμανοί κατάφεραν, έπειτα από σκληρούς αγώνες και σφοδρό βομβαρδισμό, να επικαθήσουν στη επιφάνεια των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά. Οι επιτιθέμενοι εκτόξευσαν χειροβομβίδες και καπνογόνα αέρια στο εσωτερικό των οχυρών και προσπάθησαν να φράσσουν τα φατνώματα ώστε να αναγκάσουν τους υπερασπιστές τους να παραδοθούν. Παρά την εκτέλεση πυρών του ελληνικού πυροβολικού πάνω στα οχυρά εναντίον των ευρισκομένων στην επιφάνεια τους Γερμανών και τις ηρωικές αντεπιθέσεις εφεδρικών τμημάτων των οχυρών η κατάσταση δεν βελτιώθηκε για τους αμυνόμενους.[80]

Ανατολικότερα, στη στενωπό του Ρούπελ, που υπεράσπιζε το Συγκρότημα Σιδηροκάστρου της XIV Μεραρχίας (Υποστράτηγος Κων/νος Παπακωνσταντίνου), επιτέθηκε το 125ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στις επιχειρήσεις στη Γραμμή Μαζινό στη Γαλλία. Το Σύνταγμα αυτό, ενισχυμένο με ένα τάγμα της 5ης Ορεινής και με την υποστήριξη πυροβολικού, αεροπλάνων Στούκας (τα οποία είχαν σειρήνες, που χρησιμοποιούσαν κατά τις καταδύσεις τους για να κλονίζουν το ηθικό των αντιπάλων) και άλλων μονάδων επιτέθηκε με σφοδρότητα στο οχυρό Ρούπελ, αλλά αποκρούστηκε αποτελεσματικά από τα εύστοχα αμυντικά πυρά. Το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων συνέχισε να είναι ακμαίο παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς, οι οποίοι προκάλεσαν ελάχιστες ζημιές στα οχυρά. Ενώ όμως οι μετωπικές επιθέσεις των γερμανικών δυνάμεων αποκρούστηκαν, ένας λόχος κατόρθωσε να διεισδύσει στα νώτα της τοποθεσίας και κατάφερε να οργανωθεί στο ύψωμα Γκολιάμα και να καταλάβει χωριό Κλειδί.[81]

Στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου η 72η γερμανική Μεραρχία σχημάτισε δύο αιχμές με σκοπό να κατευθυνθούν προς Δράμα και Σέρρες. Την άριστα προετοιμασμένη για άμυνα περιοχή υπεράσπιζαν οι δυνάμεις του Συγκροτήματος Καραντάγ της XIV Μεραρχίας και η VII Μεραρχία (Υποστράτηγος Χρήστος Ζωιόπουλος). Οι γερμανικές δυνάμεις πεζικού υποστηρίζονταν από πυροβόλα εφόδου και πυροβολικό, αλλά δεν είχαν αεροπορική κάλυψη. Την επίθεση στον τομέα του Συγκροτήματος Καραντάγ δέχτηκαν τα οχυρά Περιθώρι, Μαλιάγκα και Μπαμπαζώρα, οπού και οι γερμανικές δυνάμεις καθηλώθηκαν. Στην ζώνη ευθύνης της VII Μεραρχίας οι Γερμανοί προσπάθησαν να κινηθούν μεταξύ των οχυρών Πυραμιδοειδές και Λίσσε, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς τα πυρά των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Στην συνέχεια, όλες οι κατά μέτωπον επιθέσεις και οι προσπάθειες διείσδυσης αποκρούστηκαν από τα πυρά των οχυρών και του ελληνικού πυροβολικού, επιφέροντας σοβαρές απώλειες στους Γερμανούς.[82]

Στη Θράκη οι δυνάμεις της Ταξιαρχίας Νέστου δέχτηκαν την επίθεση της 164ης Μεραρχίας. Αφού ανέτρεψαν τα συνοριακά φυλάκια, οι γερμανικές δυνάμεις περικύκλωσαν το οχυρό Εχίνος, όπου και καθηλώθηκαν από τα πυρά του οχυρού. Στη ζώνη της Ταξιαρχίας Έβρου η γερμανική 50ή Μεραρχία υποχρέωσε τα συνοριακά φυλάκια να συμπτυχθούν. Αμέσως μετά περικύκλωσαν το οχυρό Νυμφαία, σφυροκοπώντας το με αεροπορικές δυνάμεις και το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού του XXX Σώματος Στρατού.[83]

7 Απριλίου: Σκληροί αγώνες

 

Η Γερμανική προέλαση μέχρι τις 9 Απριλίου, οπότε η 2η Μεραρχία Πάντσερ κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη

 

Την επόμενη ημέρα, στον τομέα της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα επεισόδια, αλλά η προέλαση της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ στο γιουγκοσλαβικό έδαφος ήταν ραγδαία. Το απόγευμα της 7ης Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Στρώμνιτσα αναγκάζοντας τους Γιουγκοσλάβους να συμπτυχθούν δυτικά του Αξιού και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν την κοιλάδα του ποταμού για να εισβάλουν στην Ελλάδα και να υπερκεράσουν την οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες- Νέστος, με αποτέλεσμα η Γραμμή Μεταξά να κινδυνεύει με αποκοπή από τον κορμό της χώρας. Για την αντιμετώπιση του κινδύνου διατάχθηκε η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία να επεκταθεί προς αριστερά και να καλύψει τον διάδρομο του Αξιού. Οι ανεπαρκείς ελληνικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να φτάσουν έγκαιρα για να αποκρούσουν την γερμανική προέλαση και έτσι η κοιλάδα του Αξιού αποτελούσε πλέον την Αχίλλειο πτέρνα την όλης αμυντικής τοποθεσίας.[84]

Στο Μπέλες, τα οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά, μετά από την χρήση αποπνικτικών αερίων και φλεγόμενης βενζίνης από τους Γερμανούς, παραδόθηκαν. Το οχυρό Αρπαλούκι εκκενώθηκε από την φρουρά του. Ανερχόμενη σε 200 άνδρες, η φρουρά έφτασε στον ποταμό Στρυμόνα και επιχείρησε να τον διαβεί, όμως δέχτηκε την επίθεση γερμανικού τμήματος και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Μόνο το οχυρό Ποποτλίβιτσα συνέχιζε την αντίσταση του ολόκληρη την ημέρα.[85]

Στη στενωπό του Ρούπελ, οι Γερμανοί επιτέθηκαν και πάλι στο ομώνυμο οχυρό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η παρουσία όμως του γερμανικού τμήματος στα νώτα του, στο ύψ. Γκολιάμα, ήταν επιτυχής, καθώς, εκτός από την παρενόχληση και την διακοπή των επικοινωνιών του οχυρού, υποδείκνυε στόχους στα γερμανικά αεροπλάνα. Μια προσπάθεια της XIV Μεραρχίας για την εξουδετέρωσή του απέτυχε.[86]

Στον τομέα του Συγκροτήματος Καραντάγ, οι Γερμανοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κατέλαβαν το υψ. Σταυρός, εκδιώχθηκαν όμως μετά από αντεπίθεση ελληνικού τμήματος. Άλλες γερμανικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εισέλθουν στο οχυρό Περιθώρι. Μετά από δίωρο αγώνα, που έλαβε δραματική μορφή, όσοι Γερμανοί είχαν εισδύσει στο οχυρό εξοντώθηκαν.Το απόγευμα, νέα ισχυρή επίθεση δύναμης ενός συντάγματος και με την υποστήριξη 8 αρμάτων, απέτυχε με τους Γερμανούς να έχουν σοβαρές απώλειες. Τα οχυρά Μαλιάγκα και Παρταλούσκα δέχτηκαν ασθενή επίθεση που αποκρούστηκε εύκολα, ενώ τα υπόλοιπα οχυρά, Μπαμπαζώρα και Περσέκ δεν ενοχλήθηκαν καθόλου.[87] Στην ζώνη ευθύνης της VII Μεραρχίας στο Κάτω Νευροκόπι, οι γερμανικές επιθέσεις εναντίον των οχυρών Λίσσε, Πυραμιδοειδές και Ντάσαβλη αποκρούσθηκαν εκ νέου. Παρόλα αυτά οι Γερμανοί κατέλαβαν το ύψωμα Ουσόγια, βόρεια του Λίσσε και του Πυραμιδοειδούς. Την διάρκεια της νύχτας 7/8 οι Έλληνες διενήργησαν επίθεση για την ανακατάληψη του υψώματος, που ήταν όμως αποτυχημένη. Ένα ισχυρό Γερμανικό τμήμα εισέδυσε στα νώτα των οχυρών Ντάσαβλη και Περιθώρι και κατέλαβε το ύψ. Κρέστη, δημιουργώντας προϋποθέσεις για την εκβίαση της διάβασης Καλαποτίου και την περαιτέρω διείσδυση στα νώτα της τοποθεσίας. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης συγκροτήθηκε το απόσπασμα Καλαποτίου με σκοπό να καταλάβει το ύψωμα την επόμενη μέρα. [88]

Στην Θράκη, το οχυρό Εχίνος, παρότι δέχτηκε ισχυρή επίθεση και διαδοχικούς βομβαρδισμούς, συνέχισε επιτυχημένα την αντίσταση του όλη την ημέρα. Το οχυρό Νυμφαία, έπειτα από αλλεπάλληλες επιθέσεις πεζικού, σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και σφυροκόπημα από πυροβολικό, αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 23.30. Η Ταξιαρχία Έβρου, αποτελούμενη από 2.000 οπλίτες και 100 περίπου αξιωματικούς, εισήλθε, όπως όριζε το σχέδιο ενέργειας, στην Τουρκία όπου αφοπλίστηκε. Ο διοικητής της Ταξιαρχίας, υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης, αυτοκτόνησε στις 9 Απριλίου, καθώς θεώρησε ιδιαίτερα ταπεινωτική την τροπή των γεγονότων, ενώ το σύνολο των αξιωματικών και 1300 οπλίτες μεταφέρθηκαν στην Μέση Ανατολή. Οι υπόλοιποι επαναπατρίστηκαν τον Φεβρουάριο του 1942.[89]

8 Απριλίου: Ο κλονισμός του ΤΣΑΜ

Την τρίτη μέρα των μαχών η 2η Μεραρχία Πάντσερ πέρασε τη μεθόριο κοντά στη Δοϊράνη και, διαλύοντας ή παρακάμπτοντας τις αντιστάσεις που συναντούσε, κατευθύνθηκε νότια προς Θεσσαλονίκη. Την ίδια στιγμή, πέντε τάγματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας επιτέθηκαν κατά της τοποθεσίας Κρουσίων, πετυχαίνοντας ένα ρήγμα δυτικά του υψώματος Δοβά Τεπέ. Το βράδυ μια γερμανική φάλαγγα κατέλαβε το Μεταλλικό και κατευθύνθηκε προς το Κιλκίς. Η ταχύτητα της γερμανικής προέλασης αιφνιδίασε το στρατηγείο της ΧΙΧ Μεραρχίας, που μετακινήθηκε στο χωριό Κεντρικό.[90]

 

Είχομεν ακούσει να ομιλούν δια την γενναιότητα και τον ηρωισμόν του Ελληνικού Στρατού, αλλά δεν φανταζόμεθα την γενναιότητα και τον ηρωισμόν τον οποίον επέδειξαν οι στρατιώται σας. Επολεμήσατε θαυμάσια! Θαυμάσια! Και πάλιν σας συγχαίρω εγκαρδίως
Διοικητής του XVIII Ορεινού Σώματος Φράντς Μπέμε προς τον επιτελάρχη του ΤΣΑΜ[91]

 

Αυτή η σε βάθος διείσδυση των Γερμανών και η αναμενόμενη κατάληψη της Θεσσαλονίκης, αποτελούσε άμεσο κίνδυνο αιχμαλωσίας για το ΤΣΑΜ. Καθώς δυνατότητα σύμπτυξης δεν υπήρχε, ενώ εκτιμώντας πως ήταν μάταιη η συνεχιζόμενη αντίσταση και για την αποφυγή ανώφελων θυσιών, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο εξουσιοδότησε τον διοικητή του ΤΣΑΜ Μπακόπουλο για σύναψη συνθηκολόγησης και κατάπαυσης των εχθροπραξιών. Το βράδυ ο Μπακόπουλος απέστειλε επιστολή στον διοικητή της 2ης Μεραραχίας Πάντσερ, Αντιστράτηγο Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), προτείνοντας την κατάπαυση του πυρός, υπό τον όρο να κρατήσουν οι Έλληνες πολεμιστές τα όπλα τους, εάν όμως αυτό αποκλείονταν να επιστρέφονταν αυτά μετά το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα ειδοποίησε τους υφιστάμενους διοικητές του πως έπρεπε να κρατήσουν τις θέσεις τους μέχρι την υπογραφή της συνθηκολόγησης.[92]

Εν τω μεταξύ στο Μπέλες ύστερα από σκληρό αγώνα παραδόθηκε το οχυρό Ποποτλίβιτσα, ενώ στη στενωπό του Ρούπελ οι μάχες συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Οι προσπάθειες των Γερμανών με άρματα πυροβολικό και αεροπορία να καταλάβουν την τοποθεσία ανάμεσα στο Ρούπελ και στο Καρατάς απέτυχαν με σοβαρές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Όμως, η κάθοδος δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στη κοιλάδα Ροδοπόλεως και η παρουσία του τμήματος του 125ου γερμανικού Συντάγματος στο ύψωμα Γκολιάμα δημιουργούσαν σοβαρότατη απειλή στο αριστερό της XIV Μεραρχίας, η οποία ενισχύθηκε με δύο τάγμα πεζικού, μία ίλη ελαφρών αρμάτων και πυροβόλα.[93]

Στο Κάτω Νευροκόπι οι Γερμανοί, μετά από νυχτερινή επίθεση, απέτυχαν και πάλι να καταλάβουν τα οχυρά Μαλιάγκα και Περιθώρι. Στην αντεπίθεση των Ελλήνων στο Περιθώρι ακολούθησε σώμα με σώμα αγώνας, που έληξε με άτακτη υποχώρηση των Γερμανών. Το μεσημέρι νέα επίθεση από δύο γερμανικά συντάγματα πεζικού καθηλώθηκε έπειτα από τρίωρο αγώνα. Αποτυχημένες ήταν και οι επιθέσεις στα οχυρά Πυραμιδοειδές, Λίσσε και Ντάσαβλη, ενώ οι προσπάθειες ανακατάληψης του υψώματος Κρέστη από το ελληνικό απόσπασμα Καλαποτίου δεν είχαν αποτέλεσμα.[94]

Στον τομέα της Ταξιαρχίας Νέστου τα τμήματα προκαλύψεως συμτύχθηκαν χωρίς να παρενοχληθούν και αφού κατέστρεψαν οδικούς άξονες ανατίναξαν την γέφυρα των Τοξοτών. Στο οχυρό Εχίνος ένα ενισχυμένο γερμανικό τάγμα επιτέθηκε από δύο κατευθύνσεις φθάνοντας κοντά στις ελληνικές θέσεις. Η επίθεση αυτή καθηλώθηκε με σοβαρές απώλειες για τους Γερμανούς.[95]

9 και 10 Απριλίου: Η συνθηκολόγηση και το τέλος της μάχης των οχυρών

Όταν στις 02:00 της 9ης Απριλίου ο Αντιστράτηγος Φάιελ έλαβε την επιστολή του Μπακόπουλου απάντησε πως αυτός δεν μπορούσε να λάβει απόφαση λόγω της σοβαρότητας των προτεινόμενων όρων. Ο Φάιελ έθεσε υπ΄ όψιν του διοικητή της 12ης Γερμανικής Στρατιάς την επιστολή και έλαβε θετική απάντηση σχετικά με τους όρους, εκτός του όρου για διατήρηση του οπλισμού, με την κατάπαυση του πυρούς να ορίζετε στις 10:00. Εν τω μεταξύ, με τις πρώτες γερμανικές δυνάμεις να φτάνουν 20 χιλιόμετρα βόρεια από την Θεσσαλονίκη, ο Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης, Αντιστράτηγος Ραγκαβής, ενημέρωσε τον Μπακόπουλο ότι η παράδοση της προγραμματίστηκε στις 08:00, όπως και έγινε. Το μεσημέρι υπογράφηκε στο Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, μεταξύ του Μπακόπουλου και του Φάιελ, η συνθηκολόγηση με εξαιρετικά έντιμους όρους για τους Έλληνες. Έπειτα ο διοικητής του ΤΣΑΜ διέταξε την παύση των εχθροπραξιών, κάτι που προκάλεσε την δυσαρέσκεια στις μονάδες που διεξήγαγαν τον αγώνα τους με επιτυχία.[96]

Κατά τα άλλα, οι μάχες συνεχίστηκαν και την 9η Απριλίου. Η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, σε κατάσταση ημιδιάλυσης από την προηγούμενη μέρα, συμπτύχθηκε κοντά στο Λαχανά ενώ ένα σύνταγμά της αιχμαλωτίστηκε. Το οχυρό Παληουριώνες δέχτηκε σφοδρότατο βομβαρδισμό από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι το απόγευμα. Στις 17:30 παρουσιάστηκαν στον διοικητή του οχυρού Γερμανοί κήρυκες πληροφορώντας τον για την συνθηκολόγηση. Η παράδοση του οχυρού έγινε στις 09:00 της 10ης Απριλίου, με ένα γερμανικό τάγμα να παρίσταται για την απόδοση τιμών, ενώ ένας Γερμανός Συνταγματάρχης έδωσε συγχαρητήρια στους άντρες της φρουράς για την ηρωική τους αντίσταση.[97]


 

Δύο τεθωρακισμένα οχήματα αναγνώρισης μιας μηχανοκίνητης φάλαγγας της Leibstandarte SS Adolf Hitler προελαύνουν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941.Η εισβολή στην Ελλάδα ήταν πρώτη επιχείρηση στην οποία χρησιμοποιήθηκαν μηχανοκίνητες μονάδες πεζικού και μεραρχίες αρμάτων σε σαφώς ορεινό έδαφος. Η χρησιμοποίηση των αρμάτων σαν αιχμή δόρατος σε επιθέσεις διαμέσου ορεινών εδαφών αποδείχτηκε ορθή τακτική. Χωρίς την χρήση των Μεραρχιών Πάνσερ δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ταχεία κατάληψη της Θεσσαλονίκης και η συνεπακόλουθη παράδοση των ελληνικών στρατευμάτων στην Ανατολική Μακεδονία.[98]

 

Στο Ρούπελ οι συνεχείς βομβαρδισμοί δεν έκαμψαν την αντίσταση της φρουράς, αλλά ούτε και δέχτηκε να συνθηκολογήσει σε σχετική πρόταση των Γερμανών, με τον διοικητή του οχυρού να απαντά ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται πάρα μόνο όταν κυριευτούν από τον αντίπαλο.[99] Ανατολικότερα, οι απόπειρες των Γερμανών να διεισδύσουν στα νώτα των οχυρών Μαλιάγκα και Περιθώρι αποκρούστηκαν αποτελεσματικά, ενώ ένα γερμανικό τάγμα που κατόρθωσε να βρεθεί στα νώτα των Περιθώρι και Παρταλούσκα, καταδιώχτηκε μετά από αντεπίθεση Ελληνικού τμήματος, το οποίο συνέλαβε και 102 αιχμαλώτους. Άλλο ένα Γερμανικό τμήμα που βρέθηκε πίσω από το Συγκρότημα Καραντάγ δέχτηκε την άμεση ελληνική αντεπίθεση που είχε σαν αποτέλεσμα την σύλληψη 250 Γερμανών αιχμάλωτων. Το Πυραμιδοειδές συνέχισε να αντιστέκεται, ενώ το απόσπασμα Καλοποτίου κατόρθωσε να εκδιώξει τους Γερμανούς από το ύψ. Κρέστη. Στο Νέστο ο διοικητής της VII Μεραρχίας όταν ενημερώθηκε για την έναρξη διαπραγματεύσεων για συνθηκολόγηση, θεώρησε ότι η παρουσία του ήταν περιττή και για να αποφύγει την αιχμαλωσία αναχώρισε, χωρίς διαταγή, για την Καβάλα όπου επιβιβάσθηκε σε ατμόπλοιο και μετέβη στην Αθήνα. [100]

Στις 10 Απριλίου κάθε αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη είχε σταματήσει, με τους Έλληνες να έχουν 1.000 νεκρούς και τραυματίες και τους Γερμανούς 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους[101], αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό των συνολικών απωλειών τους στη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος τα ελληνικής αντίστασης. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών έγιναν εκδηλώσεις προς τιμή των διοικητών των οχυρών Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Περιθώρι, Εχίνος, Νυμφαία, Ιστίμπεη και Κελκαγιά και όλοι οι Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι.

Αναδιοργάνωση των Γερμανικών δυνάμεων και τροποποίηση της Ελληνοβρετανικής διάταξης

Το XL, το οποίο προορίζονταν να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια επιθέσεων κατά μήκος της νότιας Γιουγκοσλαβίας, ξεκίνησε την επίθεσή του στις 5.30 πμ της 6ης Απριλίου και προωθήθηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων σε δύο ξεχωριστά σημεία. Μέχρι το βράδυ της 8ης Απριλίου η Leibstandarte SS Adolf Hitler είχε καταλάβει την Πρίλαπο (Prilep), αποκόπτοντας μία σημαντική σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ του Βελιγραδίου και της Θεσσαλονίκης και απομονώνοντας τη Γιουγκοσλαβία από τους συμμάχους της. Στο σημείο αυτό οι Γερμανοί κατείχαν εδάφη, τα οποία ήταν κατάλληλα για την συνέχιση των επιθετικών ενεργειών τους. Διατηρώντας μία μικρή δύναμη ασφαλείας στα μετόπισθεν του Σώματος για την απόκρουση μίας ξαφνικής αντεπίθεσης από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας, στοιχεία της 9ης Μεραρχίας Πάντσερ κατευθύνθηκαν δυτικά για να ενωθούν με τους Ιταλούς στα αλβανικά σύνορα.[102]

Το βράδυ της 9ης Απριλίου ο διοικητής του ΧL Σώματος Παντσερ, Στρατηγός Στούμμε, ανέπτυξε τις δυνάμεις του βόρεια του Μοναστηρίου, προετοιμαζόμενος για την επέκταση των επιθέσεων πέρα από τα ελληνικά σύνορα προς τη Φλώρινα. Η θέση αυτή εγκυμονούσε τον κίνδυνο να περικυκλώσει τόσο τους Έλληνες στην Αλβανία όσο και το Ελληνοβρετανικό Συγκρότημα W στις περιοχές της Φλώρινας, της Έδεσσας και της Κατερίνης.[103] Γι΄ αυτό το λόγο ο Στρατηγός Ουίλσον αποφάσισε στις 8 Απριλίου την μετατόπιση της αμυντικής του διάταξης δυτικότερα, με μέτωπο προς τα βόρεια, για να αποφράξει τον διάδρομο από τη Μεγάλη Πρέσπα μέχρι την Βεύη, στην τοποθεσία Κλειδί. Η νέα διάταξη που ολοκληρώθηκε στις 10 Απριλίου είχε ανάπτυγμα περίπου 170 χιλιόμετρα, με αποτέλεσμα την αραιή διάταξη των στρατευμάτων.

Σε μία αποτίμηση της κατάστασης, στις 9 Απριλίου, ο Στρατάρχης Λιστ εξέφρασε τη γνώμη ότι, ως αποτέλεσμα της γρήγορης προώθησης των αυτοκινούμενων μονάδων, η 12η Στρατιά του βρισκόταν τώρα σε πλεονεκτική θέση για να αποκτήσει πρόσβαση προς την κεντρική Ελλάδα διασπώντας τις εχθρικές γραμμές πίσω από τον ποταμό Αξιό. Βασιζόμενος σε αυτή του την εκτίμηση ο Λιστ ζήτησε τη μεταφορά της 5ης Μεραρχίας Πάντσερ από την 1η Ομάδα Πάντσερ στο XL Σώμα Πάντσερ. Θεώρησε ότι η παρουσία της 5ης Μεραρχίας Πάντσερ θα έδινε επιπλέον δύναμη στην γερμανική προέλαση μέσω του περάσματος του Μοναστηρίου. Για τη συνέχιση της εκστρατείας δημιούργησε δύο επιθετικές ομάδες, μια Ανατολική υπό τη διοίκηση του XVIII Ορεινού Σώματος (5η και 6η Ορεινές Μεραρχίες, 2η Μεραρχία Πάντσερ, 72η μεραρχία Πεζικού) η οποία θα ενεργούσε κατά του άξονα Θεσσαλονίκη-Λιτόχωρο και μία Δυτική υπό το XL Σώμα Πάντσερ (5η και 9η Μεραρχίες Πάντσερ, Leibstandarte SS Adolf Hitler, 73η Μεραρχία Πεζικού) η οποία θα ενεργούσε κατά του άξονα Φλώρινα-Λάρισα.[104]

Μέχρι το πρωί της 10ης Απριλίου το XL Σώμα Πάντσερ είχε ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του για τη συνέχιση της επίθεσής του και συνέχισε την προέλαση προς την κατεύθυνση της Κοζάνης. Αντίθετα προς κάθε προσδοκία, το πέρασμα του Μοναστηρίου είχε αφεθεί αφύλακτο και οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Η πρώτη επαφή με τα Συμμαχικά στρατεύματα πραγματοποιήθηκε βόρεια της Βεύης στις 11.00 πμ της 10ης Απριλίου. Στην νέα γραμμή άμυνας που είχαν ταχθεί οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις έγινε φανερό, όπως εκτίμησε ο Ουίλσον, ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν την γερμανική επίθεση στην τοποθεσία Κλειδίου, με αποτέλεσμα η τοποθεσία Βερμίου να περιέλθει σε κίνδυνο. Διέταξε λοιπόν στις 11 Απριλίου νέα σύμπτυξη στην τοποθεσία Σινιάτσικο- Βουρινός- Καμβούνια- Πιέρια- Όλυμπος, η οποία ήταν πιο ισχυρή. Οι βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν τη ζώνη από την ακτή Πλαταμώνα έως την καμπή Αλιάκμονα, ενώ οι Ελληνικές Μεραρχίες Πεζικού ΧΙΙ (Συνταγματάρχης Γ. Καραμπάτος), 20ή (Συνταγματάρχης Μ. Παπακωνσταντίνου) έπρεπε να εξασφαλίσουν τα στενά Σιάτιστας και Κλεισούρας αντίστοιχα. Η Μεραρχία Ιππικού (Υποστράτηγος Γ. Στανωτάς) με την 21η Ταξιαρχία τάχθηκε επί των ορέων Βαρνούς και Βέρνο. Το συγκρότημα του Υποστράτηγου Μακέη (1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, 19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία και το Ελληνικό Σύνταγμα Δωδεκανησίων), που σχηματίστηκε για να «?αναχαιτίσει τον αστραπιαίο πόλεμο προς την κοιλάδα της Φλώρινας», όπως το έθεσε ο Γουίλσον[105] , μετά επιβραδυντικό αγώνα στην στενωπό Κλειδίου, θα συμπτυσσόταν στην νέα τοποθεσία άμυνας και θα διαλύονταν.[106]

Η διείσδυση στο Μοναστήρι και διάσπαση της άμυνας

 
 

Η θέση των δυνάμεων στην κοιλάδα της Φλώρινας στις 10 Απριλίου 1941. Τα μπλε βέλη απεικονίζουν τις γερμανικές προελάσεις, ενώ οι Συμμαχικές γραμμές εμφανίζονται με κόκκινο.

 

 

 
 
 
Η πρώτη γραμμή στις 15 Απριλίου 1941
 

Αμέσως μετά την κατάληψη της Φλώρινας το μεσημέρι της 10ης Απριλίου, δυνάμεις της LSSAH και της 9ης Μεραρχίας Πάντζερ επιτέθηκαν στην στενωπό Κλειδίου όπου αποκρούστηκαν από τα εύστοχα πυρά του βρετανικού πυροβολικού[107]. Την επόμενη μέρα λόγω χιονόπτωσης και ισχυρού ψύχους η επίθεση των Γερμανών σταμάτησε. Μόνο στο τέλος της μέρας πραγματοποιήθηκε μια επίθεση από δύο γερμανικά τάγματα, η οποία αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου, υπό τις ίδιες δυσμενής καιρικές συνθήκες, η μετωπική επίθεση της LSSAH κατά της στενωπού διέσπασε την γραμμή άμυνας των Βρετανών υποχρεώνοντας τους σε υποχώρηση. Ένα Αυστραλιανό και ένα Ελληνικό Τάγμα πεζικού που αμύνονταν στα δυτικά της στενωπού υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση, ενώ ανατολικά της στενωπού το Σύνταγμα Δωδεκανησίων απεσύρθη κατόπιν διαταγής.[108]

Δυτικότερα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχε δώσει ο Ουίλσον για υποχώρηση, οι ΧΙΙ και 20ή Μεραρχίες ξεκίνησαν την σύμπτυξή τους την νύχτα της 11ης και 12ης Απριλίου αντίστοιχα. Η κίνηση αυτών των μονάδων έγινε υπό δριμύ ψύχος, χιόνια και βροχή και μόνο ένα μέρος των δυνάμεών τους κατάφερε να φτάσει στις διαβάσεις Κλεισούρας και Σιάτιστας. Επιπλέον πολλοί από τους οπλίτες που οι περιοχές καταγωγής τους είχαν καταληφθεί από τους Γερμανούς και γνωρίζοντας ότι οι οπλίτες και αξιωματικοί του ΤΣΑΜ αφέθηκαν ελεύθεροι, άρχισαν να διαρρέουν προς τις εστίες τους. Έτσι το αξιόμαχο αυτών των Μεραρχιών που έπρεπε να αντιμετωπίσουν επίλεκτες γερμανικές μονάδες, όπως η LSSAH, ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Υπ΄αυτές τις συνθήκες, ο Ουίλσον, γνωρίζοντας ότι δεν θα αποστέλνονταν ενισχύσεις από την Αίγυπτο και φοβούμενος ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να εισβάλουν στα Ιωάννινα και στα Γρεβενά, αποφάσισε στις 13 Απριλίου σύμπτυξη των βρετανικών δυνάμεων στις Θερμοπύλες.[109]

Μετά την διάσπαση στο Κλειδί η Γερμανική προέλαση συνεχίστηκε προς νότια και την 13η Απριλίου έλαβε επαφή με την 1η Τεθωρακισμένη Βρετανική Ταξιαρχία. Η ταξιαρχία αυτή είχε ως αντικειμενικό σκοπό να επιβραδύνει την γερμανική προέλαση για να καλύψει την σύμπτυξη των υποχωρούντων Ελληνοβρετανικών δυνάμεων. Με την υποχωρητική κίνηση να γίνετε επιτυχώς, στην περιοχή της Πτολεμαΐδας έγινε η μοναδική αρματομαχία κατά την επιχείρηση Μαρίτα, που έληξε με πλήρη νίκη των Γερμανών καθώς κατέστρεψαν 32 βρετανικά άρματα ενώ αυτοί απώλεσαν μόλις τέσσερα.[110] Ταυτόχρονα η LSSAH κατευθύνθηκε δυτικά προς την Καστοριά, μέσω της στενωπού της Κλεισούρας. Τα ταλαιπωρημένα τμήματα της 20ής Μεραρχίας που αντιμετώπισαν τους Γερμανούς στην Κλεισούρα κατόρθωσαν να αντισταθούν για ένα εικοσιτετράωρο. Τελικά όμως οι επιτηθέμενοι κατάφεραν να διανοίξουν την στενωπό και μπορούσαν πλέον να προελάσουν νοτιοδυτικά και να αποκλείσουν την υποχώρηση του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ), αλλά και των στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Αλβανία.[111]

Την νύχτα 14/15 Απριλίου ο διοικητής του ΤΣΚΜ, Υποστράτηγος Χ. Καράσσος, βλέποντας την ισχυρή γερμανική προέλαση, διέταξε τις δύο μεραρχίες πού είχε υπό τις διαταγές του, 20ή και ΧΙΙ, σε σύμπτυξη δυτικά του Αλιάκμονα. Παρότι η σύμπτυξη έγινε κανονικά, πλέον τα πρώτα σημάδια της ιδέας για το άσκοπο της συνέχισης του αγώνα και η προσπάθεια όλων να αποφύγουν την αιχμαλωσία είχαν σοβαρό αντίκτυπο στο ηθικό των ανδρών που είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Έτσι όταν αυτές οι μονάδες δέχτηκαν επίθεση από πυροβολικό και αεροπορία σχεδόν διαλύθηκαν, με αποτέλεσμα στις 16 Απριλίου η συνεργασία ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων να πάψει οριστικά.[112]

Η 9η Μεραρχία Πάντσερ, αφού κατέλαβε την Κοζάνη στις 14 Απριλίου, κατευθύνθηκε νότια και καταδιώκοντας τους Βρετανούς έφτασε στην κατεστραμμένη γέφυρα του Αλιάκμονα βόρεια των Σερβίων. Οι τρεις επιθέσεις που κάναν οι Γερμανοί την επόμενή μέρα αποκρούστηκαν από την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία. Η αποτυχία αυτή υποχρέωσε τον Στρατηγό Στούμε να παρακάμψει την τοποθεσία Αλιάκμονα και με την 5η Μεραρχία Πάνστερ, αφού κατέλαβε την 16η Απριλίου τα Γρεβενά και μετά από δύο μέρες την Καλαμπάκα, κινήθηκε προς την Λαμία, αποστέλλοντας παράλληλα ένα τμήμα προς την διάβαση Μετσόβου.[113]

Η επιτυχία της σύμπτυξης των βρετανικών δυνάμεων στις Θερμοπύλες εξαρτιόταν από την επιτυχή άμυνα στον παραλιακό διάδρομο του Πλαταμώνα και τα στενά των Τεμπών που οδηγούσαν προς στην Λάρισα, στην οποία συνέκλιναν όλοι οι σημαντικοί δρόμοι από την Βόρεια Ελλάδα.[114] Για να αντιμετωπίσουν την γερμανική επίθεση οι Βρετανοί τοποθέτησαν την 5η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία με τρία τάγματα στα στενά Πέτρας και ένα τάγμα στην διάβαση Πλαταμώνα και την 4η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία μαζί με 3 συντάγματα πεδινού πυροβολικού στο στενό των Σερβίων μέχρι τον Αλιάκμονα. Στο μεταξύ, καθώς η ταχεία προέλαση του XL Σώματος Πάνσερ υποχρέωσε το Συγκρότημα W σε υποχώρηση καθιστώντας περιττή μία επίθεση στο Βέρμιο, το ΧVIII Ορεινό Σώμα Στρατού ξεκίνησε την εξόρμηση του καταλαμβάνοντας την Βέροια στις 11 Απριλίου. Αμέσως μετά στράφηκε προς τα νότια, με σκοπό να καταλάβει τις διαβάσεις του Ολύμπου (Στενά Πέτρας-διάβαση Πλαταμώνα- Τέμπη) και να εισβάλει στην Θεσσαλική πεδιάδα. Παράλληλα έστειλε μια πλαγιοφυλακή προς τα στενά των Σερβίων[115]. Πλέον οι μάχες των επόμενων ημερών, από την πλευρά των Βρετανών, είχαν χαρακτήρα μαχών οπισθοφυλακών, διότι οι δυνάμεις τους δεν είχαν πρόθεση να δώσουν μάχες εκ παρατάξεως.[116]

 

Αυστραλοί αντιαρματικοί πυροβολητές ξεκουράζονται αμέσως μετά την υποχώρηση τους από την περιοχή της Βεύης

 

Στις 15 Απριλίου η 2η Μεραρχία Πάντσερ χώρισε τις δυνάμεις της σε δύο φάλαγγες. Η μία δυτικά προς τα στενά Πόρτας υποχρέωσε τους Νεοζηλανδούς να συμπτυχθούν προς τον Άγιο Δημήτριο, ενώ η ανατολική προς τον Πλαταμώνα άσκησε ισχυρή πίεση δημιουργώντας κίνδυνο υπερκέρασης από την κατεύθυνση Πλαταμώνα- Τέμπη -Λάρισα. Την επόμενη μέρα η Γερμανική 6η Ορεινή Μεραρχία ξεκίνησε υπερκερωτικό ελιγμό και μέσα από δύσβατα δρομολόγια έφτασε στην έξοδο των Τεμπών στις 17 Απριλίου.[117] Το πρωί της 18ης Απριλίου η μάχη για το φαράγγι των Τεμπών έληξε, όταν το γερμανικό πεζικό πέρασε τον ποταμό Πηνειό χρησιμοποιώντας προγεφυρώματα και τα στρατεύματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας περικύκλωσαν το νεοζηλανδικό τάγμα, το οποίο εξοντώθηκε. Τι πρώτες πρωινές ώρες της 19ης Απριλίου τμήματα της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ εισήλθαν στη Λάρισα, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση[118], και κατέλαβαν το αεροδρόμιο, στο οποίο οι Βρετανοί είχαν αφήσει τα αποθέματα εφοδίων τους άθικτα. Η κατάληψη των δέκα φορτίων προμηθειών και καυσίμων επέτρεψε στις μονάδες των Γερμανών να συνεχίσουν την προέλασή τους δίχως στάση. Το λιμάνι του Βόλου, στο οποίο οι Βρετανοί είχαν επιβιβάσει πολυάριθμα στρατεύματα τις τελευταίες ήμερες, έπεσε στις 21 Απριλίου και οι Γερμανοί βρήκαν μεγάλες ποσότητες ντίζελ και αργού πετρελαίου.[119]

Υποχώρηση της Στρατιάς Ηπείρου

 

Υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες, Απρίλιος 1941. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή της υποχώρισης από την Αλβανία από τον Άγγελο Τερζάκη : Η εγκατάληψη ωστόσο τώρα των τόπων που είχε ποτιστεί με αίμα, είταν σκληρή. Κάθε όνομα χωριού, κάθε υψόμετρο, κάθε διάσελο, κάθε τοποθεσία, κάθε λιθάρι είχε αποκτήσει ψυχή, έγινε μύθος. Εδώ δόθηκε η τάδε μάχη, σ΄ εκείνην- εκεί την πλαγιά έπεσαν τόσοί δικοί μας, σε τούτο το φαράγγι παρέδωσε την τελευταία του πνοή ο σύντροφος, ο αδελφός, ο φίλος, ο συντοπίτης. Όλ΄ αυτά, είχαν ρίξει ρίζες μέσα στα σπλάχνα, έγιναν ζωντανά, μιλούσαν...Έκεί στα σύνορα της πατρίδας,...,ο κόσμος μονομιάς είχε αδειάσει από νόημα. Έγινε ξένος, εχθρικός, ένα πελώριο αίσχος. Όλα πιά έχαναν κάθε αξία, γίνονταν αδιάφορα περιττά[120]

 

Στο μέτωπο της Αλβανίας ο Ελληνικός Στρατός κατείχε σταθερά το έδαφος που είχε κερδίσει. Κατά την διάρκεια της γερμανικής εισβολής οι ελληνικές δυνάμεις στο μέτωπο αυτό αποτελούνταν από 1) το ΤΣΗ (Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου) υπό τον Αντιστράτηγο Ι. Πιτσίκα, με τo Α΄ Σώμα Στρατού (ΙΙ, III και VIII Μεραρχίες Πεζικού), το Β΄ Σώμα Στρατού (Ι, ΙV, V, VI, XI, XV και XVII Μεραρχίες Πεζικού) και 2) το ΤΣΔΜ (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας) υπό τον Αντιστράτηγο Γ. Τσολάκογλου, με τις ΙΧ, Χ, ΧΙΙΙ, ΧVI Μεραρχίες Πεζικού, την 21η Ταξιαρχία Πεζικού και την Μεραρχία Ιππικού. Η κατάσταση αυτών των μονάδων δεν ήταν ικανοποιητική καθώς η δύναμή τους ήταν 10-20% κάτω από την προβλεπόμενη, ενώ υπήρχαν μεγάλες ελλείψεις σε μεταφορικά μέσα, πυρομαχικά και όπλα.[121]

Καθώς η όλο και βαθύτερη γερμανική διείσδυση στην ελληνική επικράτεια είχε σοβαρό αντίκτυπο στο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών, άρχισε να εμφιλοχωρεί στις διοικήσεις των στρατευμάτων στην Ήπειρο η ιδέα ότι κάθε επιπλέον αντίσταση είναι μάταιη. Η πεντάμηνη χειμερινή εκστρατεία είχε καταπονήσει στρατιώτες και αξιωματικούς και κάθε προσπάθεια σύμπτυξης παρουσίαζε τον κίνδυνο αποσύνθεσης των μονάδων. Επιπλέον, ο χρόνος οργανωμένης σύμπτυξης είχε εκτιμηθεί στον ένα μήνα περίπου, διάστημα μεγάλο για τέτοιου είδους επιχείρηση στις δεδομένες συνθήκες. Όμως, ο διοικητής του ΤΣΗ Αντιστράτηγος Πιτσίκας ήταν αρνητικός στις προτάσεις για συνθηκολόγηση που του έκαναν οι διοικητές του Α΄ και Β΄ Σώμα Στρατού στις 11 Απριλίου.[122] Ο Παπάγος, από το Στρατηγείο του στην Αθήνα, ήθελε να παραμείνει νικητής των Ιταλών μέχρι τέλους και δεν ήθελε να αφήσει έδαφος που είχε κερδίσει με αγώνες και να παραδοθεί σε έναν αντίπαλο, όπως οι Ιταλοί, γι αυτό δεν έδωσε έγκαιρα διαταγή σύμπτυξης.[123] Ο στρατηγός Oυίλσον περιέγραψε αυτή τη διστακτικότητα ως «φετιχιστικό δόγμα ότι ούτε μία πιθαμή [γιάρδα] γης δεν έπρεπε να παραχωρηθεί στους Ιταλούς».[124]

Μετά την συγκατάθεση του Παπάγου, τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα του ΤΣΔΜ άρχισαν να αποσύρονται το βράδυ της 12ης Απριλίου ενώ οι δυνάμεις του ΤΣΗ ξεκίνησαν την σύμπτυξή τους τη νύχτα 13/14 Απριλίου.[125] Η υποχώρηση των Συμμάχων προς τις Θερμοπύλες άφησε εκτεθειμένο ένα πέρασμα κατά μήκος της Πίνδου από όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να πλευρίσουν την οπισθοφυλακή του ελληνικού στρατού. Όμως το πλέον ανησυχητικό ήταν το γεγονός της πτώσης του ηθικού των ανδρών, που σε συνδυασμό με τα κρούσματα ανυπακοής και φυγής προς τα μετόπισθεν, έφεραν τα πρώτα σημάδια ολοκληρωτικής διάλυσης του Ελληνικού Στρατού. Στις 16 Απριλίου ο Πιτσίκας, ζητώντας πολιτική επέμβαση ωστε να εγκριθεί η λύση της συνθηκολόγησης, ανέφερε στον Αρχιστράτηγο : Φρονούμεν ότι είναι αδύνατος κάθε περαιτέρω αντίστασις. Ενδεχόμενη διάλυσις του Στρατού θα δημιουργήση εσωτερικάς ανωμαλίας και ληστρικάς ορδάς με απεργράπτους συμφοράν διά την χώραν. Η απάντηση του Παπάγου ήταν αρνητική, διότι η συνθηκολόγηση θα έφερνε τα βρετανικά στρατεύματα που εξακολουθούσαν να μάχονται στην Ελλάδα σε αδύναμη θέση.[126]

Ο Παπάγος κατεύθυνε ελληνικές μονάδες προς το πέρασμα του Μετσόβου, όπου αναμένονταν να επιτεθούν οι Γερμανοί. Εν το μεταξύ, το απόγευμα της 18ης Απριλίου συζητήθηκε από το ελληνικό υπουργικό συμβούλιο το ζήτημα της άμεσης απομάκρυνσης των βρετανικών στρατευμάτων και της επίσπευσης της ανακωχής, κάτι τέτοιο όμως έβρισκε τελείως αρνητικό τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, που απέρριψε τις προτάσεις αυτές διότι θα ισοδυναμούσαν με σπίλωση της χώρας και ρήξη με τους Βρετανούς.[127] Η αδυναμία εξεύρεσης λύσης στο δίλημμα να μην υποκύψει η χώρα στον εχθρό ή να προχωρήσει σε άμεση συνθηκολόγηση, οδήγησε τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή στην αυτοκτονία, έχοντας προηγουμένως πει στον βασιλιά ότι αισθανόταν πως απέτυχε στο σκοπό που του είχε εμπιστευθεί.[128] Το βράδυ, οι διοικητές του Α΄ και Β΄ Σώματος Στρατού, στρατηγοί Δεμέστιχας και Μπάκος, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να στείλουν στην κυβέρνηση ένα τελεσίγραφο δωδεκάωρης διάρκειας, μετά την παρέλευση του οποίου οι τρείς σωματάρχες (Α΄, Β΄ και Γ΄ ιδ[?]ΣΣ) θα σχημάτιζαν κυβέρνηση υπό τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα και θα άρχιζαν διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για συνθηκολόγηση και μη παράδοση στους Ιταλούς. Η απόφαση αυτή διαβιβάστηκε στον Διοικητή του ΤΣΗ για να την συνυπογράψει και να την προωθήσει στην Αθήνα, όμως ο Πιτσίκας δεν την απέστειλε καθώς ήθελε να αποφύγει να είναι αυτός που θα έπαιρνε την ευθύνη για την συνθηκολόγηση.[129]

Την 19η Απριλίου οι δρόμοι υποχώρησης στην Ήπειρο και την Αλβανία δέχτηκαν ολοήμερο βομβαρδισμό από την ιταλική και την γερμανική αεροπορία. Η LSSAH, η οποία μέχρι τότε είχε φτάσει στα Γρεβενά, κινήθηκε προς τα δυτικά και κατέλαβε την διάβαση του Μετσόβου, αποκόπτοντας με αυτήν την κίνηση την οδό υποχώρησης του Ελληνικού Στρατού.[130]

Η πολιτική κρίση

Μετά την αυτοκτονία του Κορυζή, ο Βρετανός πρεσβευτής Πάλερετ συμβούλεψε τον Γεώργιο να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας, όμως ο βασιλιάς τελικά αποφάσισε να ασκήσει αυτός προσωρινά τα καθήκοντα του προέδρου της κυβέρνησης με αντιπρόεδρο το Κωνσταντίνο Κοτζιά. Στον Κοτζιά ανέθεσε και τον σχηματισμό κυβέρνησης γιατί, όπως ισχυρίστηκε ο βασιλιάς, χρειαζόταν έναν δημαγωγό για να ανορθώσει το ηθικό του λαού και επιπλέον ήταν ο μόνος που ήταν αντίθετος στην αναχώρηση του Γεωργίου και της κυβέρνησης από την Αθήνα. [131] Τελικά ο Κοτζιάς δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση διότι οι πολιτικοί που απευθύνθηκε αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, με αποτέλεσμα η εντολή να δοθεί στον απόστρατο Στρατηγό Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν. Ο Μαζαράκης όμως, όταν απέκτησε μια εικόνα της πραγματικής κατάστασης της χώρας, κατέθεσε στις 19 Απριλίου την εντολή, πιστεύοντας ότι είχε κληθεί πολύ αργά και η καλύτερη λύση ήταν η εκκένωση της Ελλάδας από τα συμμαχικά στρατεύματα. [132]


 

Ο Γεώργιος Β΄ έφερε την απόλυτη ευθύνη της τύχης της χώρας στις κρίσημες στιγμές πριν την συνθηκολόγηση, αφού αυτός ήταν ο ανώτατος άρχων, πρωθυπουργός, υπουργός των Εξωτερικών και υπουργός των τριών Πολεμικών Υπουργείων.[133]

 

Όταν την επόμενη μέρα κλήθηκε από τον βασιλιά ο Θεόδωρο Πάγκαλος να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας, αρνήθηκε λέγοντας πως Ο Ελληνικός Στρατός είναι ένα πτώμα. Δε χρειάζεται τώρα ηγέτη, αλλά έναν ιερέα. [134] Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ορκίστηκε αντιπρόεδρος ο Ναύαρχος Σακελλαρίου και υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Ο μετριοπαθής βενιζελικός Τσουδερός, πιστός στα ανάκτορα και αφοσιωμένος στους Βρετανούς, ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 21 Απριλίου. Ο βασιλιάς γνώριζε ότι στην Κρήτη που σκόπευε να μεταφερθεί δεν ήταν ευπρόσδεκτος, γι΄αυτό ο Κρητικής καταγωγής Τσουδερός με το κύρος του θα μπορούσε να προλάβει τυχόν δυσάρεστες καταστάσεις.[135]

Στο πολεμικό μέτωπο, ενόσω τα κρούσματα διάλυσης του Ελληνικού Στρατού έπαιρναν όλο και μεγαλύτερες διαστάσειςιγ[?] και ο Πιτσίκας αρνούνταν να πάρει πρωτοβουλίες, ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου απέστειλε στην Αθήνα τον Επιτελάρχη του, Συνταγματάρχη Αθανάσιο Χρυσοχόου, ώστε να συζητήσει με τον πρωθυπουργό και τον Παπάγο την άμεση λήψη αποφάσεων. Στις συναντήσεις του ο Χρυσοχόου διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να λάβει καμιά απόφαση και εκτιμώντας ότι υπήρχε πλήρες αδιέξοδο, καθώς κανείς δεν ανελάμβανε την ευθύνη για την σύναψη ανακωχής, απέστειλε το πρωί της 19ης Απριλίου στον Τσολάκογλου το εξής τηλεγράφημα: Απόρρητος προσωπική διά Στρατηγόν. Ενέργεια ανάγεται αρμοδιότητα Στρατιάς. Εάν αναλάβετε σεις, δέον πρώτον λάβητε εξουσιοδότησιν λοιπών Σωμάτων Στρατού, αναθετόντων υμίν ενέργειαν ως έχοντα επαφήν με Γερμανούς. Χρυσοχόου. Εκ Φρουραρχείο Θιε[?]. Επειδή ο Τσολάκογλου είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Παπάγος δεν είχε πολλές αντιρρήσεις για την σύναψη συνθηκολόγησης και γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν ελάμβανε καμία απόφαση, μόλις έλαβε στις 02:00 της 20ής Απριλίου το τηλεγράφημα διαλύθηκε κάθε δισταγμός του και, παραμερίζοντας τον Πιτσίκα, προχώρησε σε σύναψη ανακωχής με τους Γερμανούς.[136]

H παράδοση και τα τρία πρωτόκολλα συνθηκολόγησης

Το απόγευμα της 20ής Απριλίου στο χωριό Βοτονόσι ο Τσολάκογλου υπέγραψε με τον διοικητή της LSSAH Ζεπ Ντίντριχ, πρωτόκολλο ανακωχής, με το οποίο σταματούσε κάθε εχθροπραξία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας από τις 18:00 της ίδιας μέρας.[137] Ο ιστορικός του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου Τζον Κίγκαν (John Keegan) γράφει ότι ο Τσολάκογλου «ήταν τόσο αποφασισμένος [?] να αρνηθεί στους Ιταλούς την ικανοποίηση μίας νίκης που δεν κέρδισαν ώστε [?] ξεκίνησε συζητήσεις, χωρίς να έχει τέτοια διαταγή, με τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας των SS, Ζεπ Ντίντριχ (Sepp Dietrich), ώστε να κανονίσει η παράδοση να γίνει μόνο στους Γερμανούς».[138] Ο Χίτλερ συμφώνησε στην ανακωχή και προσπάθησε να μη συμπεριληφθούν οι Ιταλοί.[139]

 

Ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου (καθιστός δεξιά) συζητά με τον Γερμανό στρατηγό Γιόντλ (καθιστός δεύτερος από αριστερά) και τον Ιταλό στρατηγό Φερρέρο (προς τα δεξιά με την πλάτη προς τον φακό) το τρίτο και οριστικό πρωτόκολλο παράδοσης της Ελλάδας στην ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία. Θεσσαλονίκη, 23 Απριλίου 1941.

 

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό καθορίζονταν και οι όροι των ελληνικών και ιταλικών στρατευμάτων, ως εξής: τη νύκτα της 20ής προς 21η Απριλίου, με επέμβαση του Γερμανού αρχιστράτηγου, θα γινόταν ανακωχή, ο Ελληνικός Στρατός θα αποσυρόταν εντός δέκα ημερών στην ελληνοαλβανική μεθόριο, ενώ ο Ιταλικός δεν θα εισχωρούσε σε ελληνικό έδαφος με τα γερμανικά στρατεύματα να παρεμβάλλονται μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες στρατιώτες θα αποστρατεύονταν, καθώς θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους και έπειτα θα μπορούσαν να μεταβούν στις εστίες τους, ενώ οι αξιωματικοί δεν θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και θα διατηρούσαν των οπλισμό τους τιμητικώς.[140] Η πραγματικότητα ταχύτατα διέψευσε όμως τις προσδοκίες, καθώς οι Γερμανοί δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους. Την ώρα μάλιστα των διαπραγματεύσεων βομβάρδιζαν με πρωτοφανή τρόπο τα Ιωάννινα, χωρίς να αποτελεί εξαίρεση ούτε το νοσοκομείο της πόλης που έφερε εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού.[141] Όταν ο διοικητής της 12ης Στρατιάς, φον Λίστ, έλαβε γνώση του πρωτοκόλλου αμέσως ζήτησε την επαναδιατύπωσή του, με πολύ δυσμενέστερους όρους αυτή την φορά. Ο Τσολάκογλου αναγκάστηκε να υπογράψει ένα δεύτερο πρωτόκολλο «ως αιχμάλωτος άνευ ελευθέρας γνώμης», παραδίδοντας τον στρατό μόνο στην Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση και όχι στους Ιταλούς.[142] Από την άλλη πλευρά, ο Μουσολίνι εξοργισμένος από αυτή την συμφωνία διέταξε αντεπιθέσεις εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες αποκρούστηκαν. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση του Μουσολίνι προς τον Χίτλερ ώστε να επιτευχθεί μία ανακωχή στην οποία περιλαμβανόταν και η Ιταλία, στις 23 Απριλίου.[143]

Σύμφωνα με τους όρους του τρίτου και οριστικού πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης, που υπογράφηκε στις 23 Απριλίου, η «Ελληνική Στρατιάν Μακεδονίας- Ηπείρου» θα παραδίδονταν στους Ιταλούς και τους Γερμανούς, οι στρατιώτες θα ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ενώ οι αξιωματικοί, λόγο της ανδρείας τους, θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους. Αξιωματικοί και οπλίτες θα συγκεντρώνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και μετά το τέλος των εχθροπραξιών θα απελευθερώνονταν.[144] Τελικά και αυτοί οι όροι έγιναν αποδεκτοί. Οι στρατιώτες έπρεπε να παραμείνουν στις θέσεις που είχαν μέχρι την αποστράτευσή τους. Όμως δεν έγινε το ίδιο με όλες τις μονάδες, που μόλις μάθαιναν την είδηση της παράδοσης, πετούσαν τα όπλα τους, διέλυαν την παράταξη και ακολουθούσαν το δρόμο που πίστευαν ότι θα τους οδηγούσε συντομότερα στον τόπο τους. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο αποχωρισμός από τα όπλα σήμανε τον έσχατο εξευτελισμό του μαχητή. Αυτό το αίσθημα εκφράσθηκε από τον ταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Βερσή, που τη στιγμή της παράδοσης έδωσε εντολή να καταστραφούν τα πυροβόλα της μοίρας του και αυτοκτόνησε[141][145], ενώ οι στρατιώτες της μοίρας του έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο[146]

Θερμοπύλες


 

Γερμανικό πυροβολικό (Ελλάδα, Απρίλιος 1941)

 

Από τις 16 Απριλίου η γερμανική διοίκηση είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Βρετανοί εκκένωναν τα στρατεύματά τους με πλοία από τον Βόλο και τον Πειραιά. Η όλη εκστρατεία έχει πάρει χαρακτήρα καταδίωξης. Για τους Γερμανούς ήταν βασικό να διατηρούν επαφή με τα υποχωρούντα Βρετανικά στρατεύματα και να παρεμποδίζουν τα σχέδια εκκένωσής τους. Γερμανικές μεραρχίες πεζικού αποσύρονταν από την ενεργό δράση λόγω της έλλειψης μηχανοκίνητης υποστήριξης τους. Οι 2η και 5η Μεραρχίες Πάντσερ, η LSSAH και οι δύο ορεινές μεραρχίες εξαπέλυσαν καταδίωξη στις εχθρικές δυνάμεις.[147]

Προκειμένου να επιτραπεί η απομάκρυνση του κυρίως όγκου των βρετανικών δυνάμεων, ο Γουίλσον διέταξε την οπισθοφυλακή να κρατήσει το ιστορικό πέρασμα των Θερμοπυλών. Ο Αντιστράτηγος Φρέιμπεργκ έλαβε την εντολή να υπερασπιστεί το παράκτιο πέρασμα, ενώ ο Υποστράτηγος Μακέη να κρατήσει το χωριό Μπράλος. Μετά τη μάχη ο Μακέη φέρεται να είπε «Δεν ονειρευόμουν την εκκένωση. Θεωρούσα ότι θα κρατούσαμε για περίπου ένα δεκαπενθήμερο και θα καταρρέαμε υπό το βάρος των αριθμών».[148] Όταν έφτασαν οι εντολές της υποχώρησης το πρωί της 23ης Απριλίου αποφασίστηκε ότι οι δύο θέσεις θα προστατεύονταν από μία ταξιαρχία έκαστη. Αυτές οι ταξιαρχίες, η 19η Αυστραλιανή και η 6η Νεοζηλανδική θα κρατούσαν τα περάσματα όσο το δυνατόν περισσότερο, επιτρέποντας στις άλλες μονάδες να αποσυρθούν. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στις 11.30 πμ της 24ης Απριλίου, συνάντησαν ισχυρή αντίσταση, έχασαν δεκαπέντε άρματα και είχαν σημαντικές απώλειες.[149] Οι Σύμμαχοι κράτησαν ολόκληρη την ημέρα. Με την επίτευξη του στόχου να καθυστερήσουν τα γερμανικά στρατεύματα υποχώρησαν προς την κατεύθυνση των παραλίων εκκένωσης και έστησαν μία οπισθοφυλακή στη Θήβα.[150] Οι μονάδες των Πάντσερ που εξαπέλυσαν καταδίωξη στο δρόμο που οδηγούσε προς το πέρασμα καθυστέρησαν λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους και του μεγάλου αριθμού των δύσκολων στροφών του δρόμου.[151]

 

Η αποδημία του Πολεμικού Στόλου


 

Το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ. Η ανυπαρξία σχεδίων και η αναποφασιστικότητα της πολιτικής και ναυτικής ηγεσίας για τη συνέχιση του αγώνα του Βασιλικού Ναυτικού, είχε φθοροποιό επίδραση στα πληρώματα των πολεμικών πλοίων τον Απρίλιο του 1941.[152]  

 

Όταν έγινε φανερό ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατευθύνονται με γρήγορο ρυθμό προς την νότια Ελλάδα, συγκλήθηκε στις 10 Απριλίου το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο για να συζητήσει το θέμα της αποδημίας του Ελληνικού Στόλου. Στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε ότι ο στόλος πρέπει να κατευθυνθεί σε κατάλληλη βάση, που θα οριζόταν μελλοντικά, για την συνέχιση του αγώνα που θα γινόταν σε συνεργασία με τους Συμμάχους. Έως ότου καθοριστεί η μελλοντική βάση του, ο Στόλος έπρεπε να κατευθυνθεί προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου[153]. Για την υλοποίηση της απόφασης εκδόθηκε από τον Κορυζή διαταγή, με την οποία όλα τα αντιτορπιλικά και υποβρύχια, καθώς και αριθμός επίτακτων και βοηθητικών σκαφών, θα πρέπει να είναι έτοιμα για άμεσο απόπλου με πλήρη εφοδιασμό. Αν και η διαταγή προωθήθηκε με άκρα μυστικότητα προς τους αχηγούς και ανώτερους διοικητές, δεν έγινε ο άμεσος απόπλους του Στόλου. Η αιτία ήταν η αναποφασιστικότητα και η σύγχυση που επικρατούσε στην τότε πολιτική ηγεσία για τον χρόνο που θα επιβιβαστεί η κυβέρνηση για να μεταφερθεί στην νέα βάση. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα να καθηλωθούν στην περιοχή του Σαρωνικού τα περισσότερα από τα πλοία, δεχόμενα συχνούς βομβαρδισμούς από την εχθρική αεροπορία.[154]

Την νύχτα 11/12 Απριλίου το πλωτό νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΗ βυθίζετε έπειτα από βομβαρδισμό γερμανικού αεροπλάνου. Την επόμενη νύχτα, 13/14 Απριλίου, το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ- μαζί με το ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ ήταν τα πλέον αξιόμαχα πλοία- δέχεται αεροπορικό βομβαρδισμό που του προξενεί σοβαρές αβαρίες. Όταν θα μεταφερθεί στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας εκτιμήθηκε ότι για να μπορέσει να αποπλεύσει θα χρειαζόταν επισκευές διάρκειας 45 ημερών. Εντούτοις, ξεκινούν εργασίες επισκευής, όμως νέα αεροπορική προσβολή, στις 25 Απριλίου, επιφέρει νέες ζημιές στο πλοίο και τότε διατάσσεται η βύθισή του.[155][156]

Στο θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, που είχε ως βάση ο Αρχηγός Στόλου (ΑΣ), επικρατούσε σύγχυση γιατί κανείς δεν γνώριζε ποια θα είναι η τύχη του, λόγο της παλαιότητάς και της μειωμένης μαχητικής ικανότητάς του, άλλα και από τις αλληλοαναιρούμενες διαταγές που υποχρέωναν το πλήρωμα να αποβιβάζει και να επιβιβάζει πολυβόλα, αρχεία κλπ. Όταν ο ΑΣ μαζί με το επιτελείο του αποβιβάστηκε από το πλοίο χωρίς να ενημερώσει κανέναν προκλήθηκε αναταραχή καθώς το πλήρωμα νόμιζε πως το εγκατέλειψε η φυσική του ηγεσία. Όμως, όταν ο πλοίαρχος Βλαχόπουλος αναλαμβάνει κυβερνήτης του ΑΒΕΡΩΦ η κατάσταση θα εξομαλυνθεί και τότε το πλήρωμα ξεκίνησε τις προετοιμασίες για τον απόπλου του.[155][157] Η μετάβαση του Βλαχόπουλου στην Αθήνα την 17η Απριλίου, για να ζητήσει διαταγή απόπλου του ΑΒΕΡΩΦ, δημιουργεί νέα σύχγυση και το πλήρωμα επαναστατεί, θεωρώντας ότι εγκαταλλήφθηκε για να συλληφθεί από τους Γερμανούς ή το πλοίο προορίζεται να αυτοβυθιστεί. Τελικά εν ?έσω αποδοκι?ασιών, προπηλακισ?ών και πυροβολισ?ών, αποβιβάζονται οι άνδρες που δεν επιθυ?ούσαν να παρα?είνουν στο πλοίο και στις 18 Απριλίου άρχισε ο απόπλος του ΑΒΕΡΩΦ χωρίς τον κυβερνήτη του.[158]

 

Καταστροφές από τον γερμανικό βομβαρδισμό του Πειραιά στις 6 Απριλίου. Η αεροπορική επίθεση στον Πειραια δεν προξένησε μεγάλες καταστροφές όμως οι πυρκαγές και οι εκρήξεις εξαιτίας της ήταν καταστροφικές. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού ένα πλοίο που μετέφερε ΤΝΤ χτυπήθηκε, προκαλώντας τεράστια έκρηξη, καταστρέφοντας τις επτά από τις δώδεκα αποβάθρες του λιμανιού[159]

 

Στις 18 Απριλίου ξεκίνησε ο απόπλους των υποβρυχίων από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Την Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου, το αντιτορπιλικό ΨΑΡΑ δέχεται σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό και βυθίζεται στον Κόλπο των Μεγάρων.[160] Την ημέρα αυτή διεξήχθει πάνω από την Αθήνα και τον Πειραιά μεγάλη αερομαχία, γνωστή ως Μάχη της Αθήνας, μεταξύ της Λουφτβάφε και της ΡΑΦ, όπου καταρίφθηκαν περισσότερα από 22 γερμανικά αεροπλάνα ενώ οι Βρετανοί έχασαν 9.[161]ιστ[?]

Από τις 21 Απριλίου η Λουφτβάφε άρχισε να βομβαρδίζει συστηματικά την περιοχή γύρω από από την Αθήνα, με τον κύριο όγκο των βομβαρδισμών να επικεντρώνεται στην περιοχή από τον όρμο των Μεγάρων μέχρι τον Πειραιά, τη Σαλαμίνα και την περιοχή του Ναυστάθμου, με κύριο στόχο συγκοινωνιακούς κόμβους, πλοία και πλωτά.[162] Καθ' όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών ρίχτηκαν στην περιοχή μεταξύ Ψυττάλειας και Κερατσινίου μαγνητικές και ακουστικές νάρκες, δυσχεραίνοντας την εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων, τη χρήση του λιμένα του Πειραιά και την απομάκρυνση του ελληνικού στόλου.[163]Αυτή την μέρα Γερμανικά αεροπλάνα βυθίζουν τα τορπιλοβόλα ΘΥΕΛΛΑ και ΔΩΡΙΣ. Έως τις 22 Απριλίου είχαν απομείνει στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού μόνο τέσσερα μεγάλα πλοία του Στόλου. Ένα από αυτά, το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ, θα υποστεί βομβαρδισμό από 80 αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.

Στις 23 Απριλίου γερμανικά αεροσκάφη κάθετης εφορμήσεως πραγματοποίησαν επίθεση εναντίον του ναυστάθμου Σαλαμίνας, προξενώντας σημαντικές ζημιές. Την ίδια μέρα ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός μετέβησαν με υδροπλάνο από τον Σκαραμαγκά στα Χανιά. Την επόμενη ημέρα πραγματοποιούνται στον ναύσταθμο δύο ακόμα επιθέσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, πέρα από τις υλικές ζημιές, τη βύθιση των παροπλισμένων θωρηκτών ΚΙΛΚΙΣ και ΛΗΜΝΟΣ, ενώ συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση οι αερπορικές επιθέσεις και τις επόμενες ημέρες.[164]

Τελικά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας κατέπλευσε ως στις 2 Μαΐου το σύνολο του Στόλου, αποτελούμενος από το θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, τα αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΠΑΝΘΗΡ, ΑΕΤΟΣ και ΙΕΡΑΞ, τα τορπιλοβόλα ΑΣΠΙΣ, ΣΦΕΝΔΟΝΗ και ΝΙΚΗ, τα υποβρύχια ΝΗΡΕΥΣ, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ, ΚΑΤΣΩΝΗΣ και ΓΛΑΥΚΟΣ και το πλωτό συνεργείο ΗΦΑΙΣΤΟΣ.[165]

Η κατάληψη των Αθηνών και η εκκένωση των Κοινοπολιτειακών δυνάμεων

 

Η φιλονικία για την νικηφόρα είσοδο των στρατευμάτων στην Αθήνα ήταν ένα κεφάλαιο από μόνη της. Ο Χίτλερ ήθελε να γίνει χωρίς κάποια ειδική παρέλαση, για να αποφύγει να πληγώσει την Ελληνική εθνική υπερηφάνεια. Ο Μουσολίνι, όμως, επέμενε σε μία λαμπρή είσοδο στην πόλη των Ιταλικών του στρατευμάτων. Ο Φύρερ ενέδωσε στην Ιταλική απαίτηση και μαζί τα γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα βάδισαν στην Αθήνα. Αυτό το άθλιο θέαμα, που προετοιμάστηκε από τον γενναίο σύμμαχό μας τον οποίο είχαν έντιμα νικήσει πρέπει να δημιούργησε κάποιο ελαφρύ χαμόγελο στους Έλληνες.[166]
Βίλχεμ Κάιτελ (Wilhelm Keitel)

 

Αφού εγκατέλειψε την περιοχή των Θερμοπυλών, η βρετανική οπισθοφυλακή αποσύρθηκε σε αυτοσχέδιες θέσεις νότια τις Θήβας, όπου έστησε ένα τελευταίο εμπόδιο πριν την Αθήνα. Ένα τάγμα μοτοσικλετών της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ, το οποίο είχε περάσει στην Εύβοια με σκοπό να καταλάβει το λιμάνι της Χαλκίδας, ανέλαβε την αποστολή να υπερφαλαγγίσει τη βρετανική οπισθοφυλακή. Οι μοτοσικλετιστές συνάντησαν μικρή αντίσταση και το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 οι πρώτοι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, ακολουθούμενοι από θωρακισμένα οχήματα, άρματα μάχης και πεζικό. Κατέλαβαν μεγάλες ποσότητες πετρελαίου, λαδιού και λιπαντικών, πολλές χιλιάδες τόνους πυρομαχικών, δέκα φορτηγά φορτωμένα με ζάχαρη και δέκα φορτία άλλων προμηθειών, καθώς και άλλο εξοπλισμό, όπλα και ιατρικές προμήθειες.[167] Οι κάτοικοι της Αθήνας περίμεναν τους Γερμανούς να μπουν στην πόλη πολλές μέρες πριν και βρίσκονταν κλεισμένοι στα σπίτια τους με τα παράθυρά τους κλειστά. Το πρωι το Αθηναϊκό Ραδιόφωνο έβγαλε ανακοίνωση για να εμψυχώσει τους Έλληνες.[168] Οι Γερμανοί κατευθύνθηκαν αμέσως στην Ακρόπολη και ύψωσαν τη Ναζιστική σημαία.

Στις 21 Απριλίου πάρθηκε η οριστική απόφαση για την απομάκρυνση των κοινοπολιτειακών δυνάμεων στην Κρήτη και την Αίγυπτο και ο Ουέιβελ, σε επιβεβαίωση των προφορικών οδηγιών, απέστειλε τις γραπτές οδηγίες στον Ουίλσον.[169]

 

Δεν μπορούμε να παραμείνουμε στην Ελλάδα ενάντια στη θέληση του Έλληνα Διοικητή και να εκθέσουμε τη χώρα σε καταστροφή. Ο Ουίλσον ή ο Πάλερετ πρέπει να λάβουν θεωρημένη από την ελληνική κυβέρνηση την επιθυμία του Παπάγου. Με τη λήψη αυτής της συγκατάθεσης η εκκένωση πρέπει να προχωρήσει, χωρίς όμως να προκαταληφθεί κάποια υποχώρηση στη γραμμή των Θερμοπυλών σε συνεργασία με τον Ελληνικό Στρατό. Θα προσπαθήσετε φυσικά να σώσετε όσο περισσότερο πολεμικό υλικό είναι δυνατό[170]
Η απάντηση του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην ελληνική πρόταση στις 17 Απριλίου 1941

 

5.200 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στην 5η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία αναχώρησαν το βράδυ της 24ης Απριλίου από το Πόρτο Ράφτη της Ανατολικής Αττικής, ενώ η 4η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία παρέμεινε για να καλύψει τον στενό δρόμο προς την Αθήνα, ο οποίος πήρε το όνομα «Εικοσιτετράωρο Πέρασμα» (24 Hour Pass) από τους Νεοζηλανδούς.[171] Στις 25 Απριλίου οι λίγες μοίρες της RAF αναχώρησαν από την Ελλάδα (ο ντ' Άλμπιακ μετέφερε το αρχηγείο του στο Ηράκλειο της Κρήτης) και περίπου 10.200 Αυστραλοί στρατιώτες εκκενώθηκαν από το Ναύπλιο και τα Μέγαρα.[172] 2.000 άνδρες έπρεπε να περιμένουν έως τις 27 Απριλίου καθώς το Ulster Prince προσάραξε σε αβαθή νερά κοντά στο Ναύπλιο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι η εκκένωση πραγματοποιούνταν και από λιμάνια της ανατολικής Πελοποννήσου.[173]

Στις 25 Απριλίου οι Γερμανοί πραγματοποίησαν μία από αέρος επιχείρηση με σκοπό την κατάληψη των γεφυρών πάνω από τη διώρυγα της Κορίνθου, ώστε να αποκόψουν την βρετανική γραμμή υποχώρησης και να διασφαλίσουν το πέρασμα των γερμανικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο μέσω του ισθμού. Η επίθεση αρχικά ήταν επιτυχής, ώσπου ένα βρετανικό βλήμα κατέστρεψε τη γέφυρα.[174] Στο μεταξύ η LSSAH, η οποία βρισκόταν συγκεντρωμένη στα Ιωάννινα, κινήθηκε κατά μήκος των δυτικών παρυφών της Πίνδου μέσω της Άρτας και του Μεσολογγίου και πέρασε στην Πελοπόννησο από την Πάτρα, σε μία προσπάθεια να αποκτήσει πρόσβαση στον ισθμό από τα δυτικά. Με την άφιξή τους στις 5.30 μ.μ.στις 27 Απριλίου οι δυνάμεις των SS πληροφορήθηκαν ότι οι αλεξιπτωτιστές είχαν ήδη αντικατασταθεί από μονάδες του στρατού, που προωθούνταν από την Αθήνα.[167]


 

Το πρωί της 15ης Απριλίου 1941 ο Ουέιβελ (φωτογραφία) έστειλε στο Ουίλσον το ακόλουθο μήνυμα: «Οφείλουμε φυσικά να συνεχίσουμε να μαχόμαστε σε στενή συνεργασία με τους Έλληνες όμως από τα νέα που λαμβάνουμε φαίνεται πως η πρόωρη περαιτέρω απόσυρση είναι απαραίτητη»[175]

 

Η δημιουργία ενός πρόχειρου προγεφυρώματος πάνω από τον ισθμό επέτρεψε σε μονάδες της 5ης Μεραρχίας Πάντσερ να καταδιώξουν τους αμυνόμενους στην Πελοπόννησο. Κατευθυνόμενες μέσω του Άργους προς την Καλαμάτα, από όπου οι περισσότερες συμμαχικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να αποχωρούν, έφτασαν στην νότια ακτή στις 29 Απριλίου, όπου ενώθηκαν με τα στρατεύματα των SS που είχαν φτάσει από τον Πύργο.[167] Οι μάχες στην Πελοπόννησο αποτελούνταν κυρίως από μικρής έκτασης εμπλοκές με αποκομμένες ομάδες βρετανικών στρατευμάτων οι οποίες δεν κατάφεραν να φτάσουν στα πλοία εγκαίρως. Η γερμανική επίθεση πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση και δεν κατόρθωσε να αποκόψει τον κύριο όγκο των βρετανικών στρατευμάτων στην Κεντρική Ελλάδα, όμως κατάφερε να απομονώσει τις αυστραλιανές 16η και 17η ταξιαρχίες.[176] Μέχρι τις 30 Απριλίου η εκκένωση των περίπου 50.000 [177] στρατιωτών είχε ολοκληρωθεί, όμως δέχθηκε βαριά πλήγματα από τη γερμανική Λουφτβάφε, η οποία βύθισε τουλάχιστον 26 πλοία φορτωμένα με στρατιώτες. Οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν στην Καλαμάτα περίπου 7-8.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία και τη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, ενώ ελευθέρωσαν πολλούς Ιταλούς αιχμαλώτους από στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου.[178]

Με την φυγή των τελευταίων Βρετανών από την ηπειρωτική Ελλάδα έληξε ουσιαστικά και η Επιχείρηση Μαρίτα. Οι συνολικές απώλειες των Γερμανών έφτασαν τους 5.000 άνδρες περίπου, ενώ, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, κυρίευσαν 54 βαριά και 444 ελαφρά πυροβόλα, 431 όλμους και πυροβόλα συνοδείας πεζικού, 49 αντιαρματικά πυροβόλα, 151.050 τυφέκια, 134 τεθωρακισμένα οχήματα, 2.710 αυτοκίνητα και περίπου 600 άλλα τροχοφόρα καθώς και μεγάλες ποσότητες εφοδίων.[179]

Κατάληψη των ελληνικών νησιών

Η ηγεσία της 12ης Στρατιάς αποφάσισε, ταυτόχρονα με την προώθηση προς την κεντρική Ελλάδα, την κατάληψη των κυριοτέρων ελληνικών νησιών, εκτός από την Κρήτη. Την αποστολή αυτή, παράλληλα με την ασφάλιση των παραλιών του Αιγαίου, ανέλαβε η 164η Μεραρχία Πεζικού καταλαμβάνοντας την Θάσο στις 15 Απριλίου και την Σαμοθράκη στις 19 Απριλίου. Στη Λήμνο, ύστερα από ένα αεροπορικό βομβαρδισμό, αποβιβάστηκε ένα γερμανικό τμήμα επιπέδου συντάγματος, το οποίο κατέλαβε το νησί στις 25 Απριλίου. Συνεχή αεροπορικό βομβαρδισμό, από 10 έως 24 Απριλίου, δέχτηκε η Εύβοια, η οποία καταλήφθηκε στις 25 Απριλίου. Με συμμετοχή Ιταλών κυριεύθηκαν οι Κυκλάδες το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου. Στις 4 Μαΐου κυριεύθηκαν η Χίος και η Λέσβος, ενώ στις 8 Μαΐου η Σάμος από ιταλικές δυνάμεις.[180]. Ιταλοί επίσης κατέλαβαν την Κέρκυρα στις 28 Απριλίου, την Κεφαλλονιά στις 30 Απριλίου, την Ζάκυνθο στις 1 Μαίου και την Ιθάκη στις 5 Μαίου.[181]

Μάχη της Κρήτης

Κύριο λήμμα: Μάχη της Κρήτης

 

Πτώση Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη από Ju 52. Κάθε Ju 52 μπορούσε να μεταφέρει δώδεκα αλεξιπτωτιστές.

 

Χάρτης της γερμανικής επίθεσης στην Κρήτη. Παρότι ο Φρέιμπεργκ, χάρη στο σύστημα υποκλοπών Ultra, γνώριζε με ακρίβεια τις επιδιώξεις, τα χρονοδιαγράμματα και τους αντικειμενικούς σκοπούς των Γερμανών, δεν κατάφερε να κερδίσει την μάχη.

 

Η Κρήτη αποτελούσε μια εξαιρετική βάση αεροναυτικών και θαλάσσιων συγκοινωνιών καθώς βρίσκετε στο μέσο της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι όποιος την κατείχε μπορούσε και να ελέγξει τις συγκοινωνίες στην συγκεκριμένη περιοχή και γι΄ αυτόν τον λόγο βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[182]. Για τους Βρετανούς η Κρήτη χρησίμευε ως εφαλτήριο για αποβατικές ενέργειες στα Βαλκάνια όπως και για αεροπορικές επιδρομές εναντίων των ρουμανικών πετρελαιοπηγών. Για τους Γερμανούς η κατοχή της, εκτός του ότι θα ανύψωνε το ηθικό του Άξονα, εξασφάλιζε την ελληνική ενδοχώρα και τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου και αποτελούσε ιδανική βάση εξόρμησης για επιθετικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, οι Γερμανοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν χερσαία επίθεση στην Αίγυπτο και την διώρυγα του Σουέζ.[183]

Οι Βρετανοί απέστειλαν δυνάμεις στην Κρήτη αμέσως μετά την αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, ενώ κατά την διάρκεια της γερμανικής εισβολής η νήσος χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως κύρια βάση ανεφοδιασμού των βρετανικών δυνάμεων που επιχειρούσαν στα Βαλκάνια και αργότερα σαν βάση υποδοχής των περισσότερων στρατευμάτων που έφυγαν από την ηπειρωτική Ελλάδα.[184] Μέχρι την 30η Απριλίου, όταν και ανέλαβε την διοίκηση των Ελληνικών και Κοινοπολιτειακών δυνάμεων ο υποστράτηγος Φρέιμπεργκ, υπήρχαν στην Κρήτη περίπου 25.000 άνδρες οι περισσότεροι άοπλοι, χωρίς ατομικά είδη, βαρύ οπλισμό και οχήματα. Το ελάχιστο στρατιωτικό υλικό που έφτασε ως την έναρξη της γερμανικής επίθεσης δεν βελτίωσε την θέση των αμυνομένων. Έτσι ο συνολικός αριθμός που υπερασπίστηκε την Κρήτη ήταν για τις δυνάμεις της Κοινοπολιτείας 1.512 αξιωματικοί και 29.977 οπλίτες και για τους Έλληνες 474 αξιωματικοί και 10.977 οπλίτες. Επίσης υπήρχαν 151 πυροβόλα και 25 άρματα μάχης.[185] Λόγω της ανεπάρκειας των διαθέσιμων δυνάμεων και με βάση την σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων του νησιού, ο Φρέυμπερκ κατένειμε τις διαθέσιμες δυνάμεις στους Τομείς Μάλεμε- Αγυιάς, Χανίων-Σούδας, Ρεθύμνου-Γεωργιουπόλεως και Ηρακλείου, με αποστολή να απαγορεύσουν στους Γερμανούς την χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και των λιμανιών της Κρήτης. [186]

Στις 25 Απριλίου ο Χίτλερ υπέγραψε την Οδηγία Νο 28 η οποία έφερε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Ερμής και αφορούσε την επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης.[187] Το ΧΙ Αεροπορικό Σώμα διέθετε 465 μεταφορικά και 63 ανεμοπλάνα για να μεταφέρουν τους περίπου 15.000 αλεξιπτωτιστές της 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας. Με πλωτά μέσα και αεροπλάνα θα μεταφέρονταν και 8.500 άνδρες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας. Για την αεροπορική κάλυψη της επιχείρησης διατέθηκε το VIII Αεροπορικό Σώμα που είχε στην διάθεσή του 550 αεροσκάφη (βομβαρδιστικά, καταδιωκτικά καθέτου εφορμήσεως κ.α). [188] Το σχέδιο επιχειρήσεων των Γερμανών προέβλεπε την απόκτηση αεροπορικής υπεροχής και διατήρησή της. Αμέσως μετά πτώση των αλεξιπτωτιστών με στόχο την κατάληψη των αεροδρομίων της Κρήτης και κυρίως του Μάλεμε όπως και των λιμανιών Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αφού καταλαμβάνονταν τα αεροδρόμια, μεταφορά μονάδων της ορεινής μεραρχίας για την ολοκληρωτική κατάληψη της νήσου. Παράλληλα ενισχύσεις θα μεταφέρονταν και από την θάλασσα. [189] Οι Γερμανικές δυνάμεις θα ενεργούσαν σε τρεις ομάδες επίθεσης: την ομάδα Κομήτης με στόχο το αεροδρόμιο του Μάλεμε, την ομάδα Άρης με στόχο την κατάληψη των Χανίων, της Σούδας και του Ρεθύμνου, και της ομάδας Ωρίων με στόχο το Ηράκλειο.[190]

Νωρίς τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου άρχισε η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης με σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό από αεροσκάφη της Λουφτβάφε. Αμέσως μετά μεταφορικά αεροσκάφη Junkers Ju 52 και ανεμοπλάνα κατέκλυσαν την περιοχή Χανίων-Μάλεμε και άρχισαν να πραγματοποιούν κατά κύματα ρίψεις αλεξιπτωτιστών, καθώς και προσγείωση των ανεμοπλάνων. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και η άμυνα των ελληνοβρετανικών τμημάτων, προσβάλλοντας τα Ju 52 με αντιαεροπορικά πυροβόλα, ενώ οι μονάδες πεζικού στόχευαν τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος. Οι Γερμανοί, παρά τις μεγάλες απώλειες πού υπέστησαν, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στον ποταμό Ταυρωνίτη θέτοντας υπό τα πυρά τους το αεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψωμα 107, από το οποίο ελέγχονταν η ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Νεοζηλανδικές δυνάμεις, που είχαν επωμιστεί την φύλαξή του, εγκατέλειψαν το ύψωμα 107, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά την Μάχη της Κρήτης καθώς πλέον οι Γερμανοί μπορούσαν να μεταφέρουν ενισχύσεις μέσω του αεροδρομίου. Τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση και στις περιοχές Ρέθυμνου και Ηρακλείου, όπου οι αλεξιπτωτιστές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμία επιτυχία.[191]

 

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές μπροστά στους τάφους συναδέλφων τους στην Κρήτη. Ένας παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης ήταν ότι οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ήταν εκπαιδευμένοι να σκέφτονται και να δρούν αυτόνομα, σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους που δεν προέβεναν σε καμία ενέργεια έαν πρώτα δεν ελάμβαναν κάποια διαταγή από τα ανώτερα κλιμάκια.[192]

 

Το πρωί της επόμενης μέρας λίγα γερμανικά αεροπλάνα κατάφεραν να προσγειωθούν κοντά στο Μάλεμε για να μεταφέρουν όπλα και πυρομαχικά, καθώς τα πυρά των αμυνομένων απαγόρευαν κάθε προσγείωση στο κοντινό αεροδρόμιο. Μια δύναμη αλεξιπτωτιστών κατάφερε να εκκαθαρίσει την περιοχή και από το απόγευμα άρχισαν να προσγειώνονται μονάδες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στο αεροδρόμιο, παρόλο που αυτό ακόμη βαλλόταν από διακοπτόμενα πυρά πυροβόλων και πολυβόλων. Με τις ενισχύσεις και τα εφόδια να μεταφέρονται συνεχώς η μοίρα της Κρήτης είχε πλέον σφραγιστεί. [193] Ύστερα από μια αποτυχημένη αντεπίθεση για την ανακατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε και του υψ. 107, την νύχτα 23/24 Μαΐου οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα. Παρότι η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν και κάτοικοι του νησιού, συνεχίστηκε με σφοδρότητα μέχρι της 29 Μαΐου.[194]

Με διαταγή του Φρέιμπεργκ ξεκίνησε στις 27 Μαΐου η επιχείρηση εκκένωσης των στρατευμάτων από την Κρήτη, που ολοκληρώθηκε στις 31 Μαΐου. Όσοι Έλληνες και Βρετανοί στρατιώτες έμειναν στο νησί συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, με σκοπό να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Μετά λοιπόν από αγώνα δώδεκα ημερών έληξε η Μάχη της Κρήτης με τους Γερμανούς να συλλαμβάνουν 12.245 άνδρες των Κοινοπολιτειακών δυνάμεων και 5.255 Έλληνες. Ο συνολικός αριθμός απωλειών (νεκρών αγνοούμενων και τραυματιών) για τις Κοινοπολιτειακές δυνάμεις ξεπερνούσαν τους 18.000 άνδρες, ενώ οι Έλληνες που έχασαν την ζωή ήταν περισσότεροι από 400 άνδρες. Στους 6.580 άνδρες ανήλθε για τους Γερμανούς ο συνολικός αριθμός απωλειών, που ήταν τρομακτικές σε σύγκριση με προηγούμενες επιχειρήσεις τους, γεγονός που έκανε τον Χίτλερ να απαγορεύσει την διενέργεια παρόμοιων αεραποβατικών επιχειρήσεων.[195]

Η επόμενη μέρα

Τριπλή Κατοχή


 

                 Οι τρεις ζώνες κατοχής:
                                                                Ιταλική (       Ιταλική κτήση πριν τον πόλεμο)
         Γερμανική
           Βουλγαρική

 

Στις 13 Απριλίου 1941 ο Χίτλερ εξέδωσε την Οδηγία Νο. 27 η οποία σκιαγραφούσε την μελλοντική πολιτική του για την κατοχή της Ελλάδας.[196] Οριστικοποίησε τη δικαιοδοσία στα Βαλκάνια με την Οδηγία Νο. 31 που εξεδόθη στις 9 Ιουνίου.[197] Η ηπειρωτική Ελλάδα χωρίστηκε μεταξύ της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τις πλέον στρατηγικά σημαντικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένων της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της κεντρικής Μακεδονίας, αρκετά νησιά του Αιγαίου και το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Κατέλαβαν, επίσης, την Φλώρινα, η οποία διεκδικούνταν τόσο από την Ιταλία όσο και από τη Βουλγαρία.[198] Την ίδια μέρα που ο Τσολάκογλου προσέφερε την παράδοση του, ο Βουλγαρικός Στρατός εισέβαλε στη Θράκη. Ο σκοπός του ήταν η δημιουργία μίας διόδου προς το Αιγαίο στην Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και μία γραμμή που οριοθετούνταν από την Αλεξανδρούπολη και το Σβίλενγκραντ, δυτικά του ποταμού Έβρου.[199] Η υπόλοιπη Ελλάδα παρέμεινε υπό την κατοχή των Ιταλών. Τα ιταλικά στρατεύματα άρχισαν να καταλαμβάνουν τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου στις 28 Απριλίου. Στις 2 Ιουνίου κατέλαβαν την Πελοπόννησο, στις 8 Ιουνίου τη Θεσσαλία και στις 12 Ιουνίου το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής.[197]

Με την αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης Τσουδερού και του Βασιλιά για την Κρήτη στις 25 Απριλίου (και αργότερα για το Κάιρο), στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε η Κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου στις 29 Απριλίου 1941, διορισμένη από τους Γερμανούς. Το κράτος μετονομάστηκε από Βασίλειον της Ελλάδος σε Ελληνική Πολιτεία.[200]

Η κατοχή της Ελλάδας, στη διάρκεια της οποίας οι πολίτες υπέστησαν τρομερές κακουχίες που κορυφώθηκαν με τον Μεγάλο Λιμό και τις λεηλασίες των κατοχικών αρχών, αποδείχθηκε δύσκολο και δαπανηρό εγχείρημα. Οδήγησε στη δημιουργία αρκετών αντιστασιακών ομάδων, οι οποίες επιδόθηκαν σε ανταρτοπόλεμο με τις δυνάμεις κατοχής και δημιούργησαν δίκτυα κατασκοπείας.

Συμπεράσματα

Η επιχείρηση Μαρίτα έληξε με μία καθολική γερμανική νίκη. Οι Βρετανοί δεν διέθεταν τους απαραίτητους στρατιωτικούς πόρους στη Μέση Ανατολή που να τους επιτρέψουν την ταυτόχρονη διεξαγωγή ευρείας κλίμακας επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και τα Βαλκάνια. Επιπλέον, ακόμα και αν κατόρθωναν να εμποδίσουν την γερμανική προέλαση στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση με μία αντεπίθεση στα Βαλκάνια. Παρόλα αυτά οι Βρετανοί έφτασαν πολύ κοντά στο να κρατήσουν την Κρήτη και αρχικά θα πρέπει να είχαν λογικές προοπτικές να κρατήσουν την Κρήτη και ίσως μερικά ακόμα νησιά τα οποία θα ήταν πολύτιμα ως αεροπορικές βάσεις από τις οποίες θα υποστηρίζονταν ναυτικές επιχειρήσεις σε όλη την ανατολική Μεσόγειο.

Απαριθμώντας τους λόγους της καθολικής γερμανικής νίκης στην Ελλάδα (επιχείρηση Μαρίτα), εξαιρετικά σημαντικοί φαίνεται να υπήρξαν οι εξής παράμετροι:

  1. Η γερμανική υπεροχή σε επίγειες δυνάμεις και εξοπλισμό.[201]
  2. Η γερμανική υπεροχή στον αέρα σε συνδυασμό με την αδυναμία των Ελλήνων να παράσχουν στη RAF περισσότερα αεροδρόμια.[202]
  3. Η ανεπάρκεια της βρετανικής εκστρατευτικής δύναμης αφού η διαθέσιμη αυτοκρατορική δύναμη ήταν μικρή.[201]
  4. Η φτωχή κατάσταση του Ελληνικού Στρατού και οι ελλείψεις σε σύγχρονο εξοπλισμό.[202]
  5. Οι ανεπαρκείς υποδομές σε λιμάνια, δρόμους και σιδηροδρόμους.[203]
  6. Η απουσία μίας κοινής διοίκησης και η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των βρετανικών, ελληνικών και γιουγκοσλαβικών δυνάμεων.[202]
  7. Η αυστηρή ουδετερότητα της Τουρκίας.[202]
  8. Η γρήγορη πτώση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης.[202]
  9. Η πλειοψηφία του ελληνικού στρατού βρισκόταν στην Αλβανία πολεμώντας τους Ιταλούς και μακριά από τα θέατρα επιχειρήσεων των Γερμανών.

Το 1942 μέλη της Βρετανικής Βουλής χαρακτήρισαν την εκστρατεία στην Ελλάδα ως μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση». Ο Άντονι Ήντεν απέρριψε την κριτική, αντιπρότεινε ότι η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ομόφωνη και ισχυρίστηκε ότι η Μάχη της Ελλάδας καθυστέρησε την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση.[204] Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ιστορικούς όπως ο Κίγκαν ώστε να αποδείξουν ότι η ελληνική αντίσταση μπορεί να υπήρξε καθοριστικό σημείο στον Β? παγκόσμιο πόλεμο.[205] Σύμφωνα με την Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl) ο Χίτλερ είπε ότι «αν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και χρειάζονταν τη βοήθειά μας ο πόλεμος θα είχε πάρει άλλη διαφορετική τροχιά. Θα προλαμβάναμε το ρωσικό κρύο για βδομάδες και θα κατακτούσαμε το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δεν θα υπήρχε κανένα Στάλινγκραντ».[206] Παρά τις επιφυλάξεις του ο Άλαν Μπρουκ, αρχηγός του βρετανικού Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου, φέρεται να αποδέχεται ότι η έναρξη της επίθεσης ενάντια στη Σοβιετική Ένωση καθυστέρησε εξαιτίας της βαλκανικής εκστρατείας.[207] Οι Τζον Ν. Μπράντλεϊ (John N. Bradley) και Τόμας Μπ. Μπιούελ (Thomas B. Buell) καταλήγουν ότι «παρόλο που κανένα τμήμα της βαλκανικής εκστρατείας δεν ανάγκασε τους Γερμανούς να καθυστερήσουν την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, προφανώς όλη η εκστρατεία του ανάγκασε να καθυστερήσουν».[208] Από την άλλη πλευρά ο Ρίχτερ αποκαλεί τους ισχυρισμούς του Ίντεν ως «παραποίηση της ιστορίας».[209] Οι Μπέιζιλ Λίντελ Χαρτ (Basil Liddell Hart) και ντε Γκουίνγκαρντ ισχυρίστηκαν ότι, ακόμα και αν η επιχείρηση Μαρίτα καθυστέρησε την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αυτό δεν ήταν αρκετό να δικαιώσει την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης γιατί δεν ήταν ο αρχικός στρατηγικός σκοπός της.[210] Το 1952 το Ιστορικό Τμήμα του Βρετανικού Κοινοβουλίου κατέληξε ότι η βαλκανική εκστρατεία δεν επηρέασε την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα.[210] Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Κιρχούμπελ (Robert Kirchubel), «οι κύριες αιτίες για την μετάθεση την ημερομηνία έναρξης της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα από τις 15 Μαΐου στις 22 Ιουνίου ήταν οι μη ολοκληρωμένες εφοδιαστικές προετοιμασίες και ένας ασυνήθιστα υγρός χειμώνας που κράτησε τα ποτάμια πλημμυρισμένα μέχρι αργά την άνοιξη»,[211] άποψη που συμμερίζεται και ο ιστορικός Ian Kershaw, ο οποίος απορρίπτει την προαναφερθείσα δικαιολογία του Χίτλερ ως εκ των υστέρων προσπάθεια διάσωσης της υστεροφημίας του.[212]

Σύμφωνα με τον Τζον Κίγκαν (John Keegan) «η ελληνική εκστρατεία έπρεπε να είναι ένας παλαιομοδίτικος πόλεμος κυρίων, με τιμή από και προς τους γενναίους αντιπάλους σε κάθε πλευρά» και οι ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις, υπό το βάρος της τεράστιας αριθμητικής υπεροχής των Γερμανών «είχαν, δικαίως, την αίσθηση ότι πολέμησαν για καλό σκοπό».[143]

Όσον αφορά την Μάχη της Κρήτης, παρά την επιτυχία των Γερμανών, το υψηλό τίμημα που κατέβαλαν για την κατάληψη του νησιού, οδήγησε τον Χίτλερ να χάσει την εμπιστοσύνη του στις αεροκίνητες επιχειρήσεις. Η χρήση των επίλεκτων αεροκίνητων μονάδων σε ρόλο πεζικού κατά την εκστρατεία στην ΕΣΣΔ, οδήγησε τον Πτέραρχο Κούρτ Στουντέντ να δηλώσει ότι Η Κρήτη ήταν ο τάφος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Επιπλέον, σαν βάση επιθετικών επιχειρήσεων των δυνάμεων του Άξονα, η Κρήτη αποδείχτηκε μικρής αξίας και ούτε αποτέλεσε, όπως ήλπιζαν οι Γερμανοί, το σκαλοπάτι προς το Σουέζ και τη Μέση Ανατολή, παρά μάλλον την κατάληξη των εκστρατειών στα Βαλκάνια.[213]

Αναγνώριση της ελληνικής αντίστασης

«Όλοι μπορούν να ανακαλέσουν τα συναισθήματα θαυμασμού τα οποία η ηρωική άμυνα της Ελλάδας, πρώτα ενάντια στους Ιταλούς και μετά ενάντια στον Γερμανοί εισβολέα, ξύπνησε σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο»[214]
Ουίνστον Τσόρτσιλ

 

Σε μία ομιλία του στο Ράιχσταγκ το 1941 ο Χίτλερ εξέφρασε τον θαυμασμό του για την ελληνική αντίστασηιζ[?], λέγοντας για την εκστρατεία «η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να δηλώσω ότι από τους εχθρούς οι οποίοι μας αντιτάχθηκαν, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με το μεγαλύτερο κουράγιο. Συνθηκολόγησε μόνο όταν η περαιτέρω αντίσταση κατέστη αδύνατη και άνευ σκοπού». Ο Φύρερ διέταξε επίσης την απελευθέρωση και επαναπατρισμό όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου, αμέσως μόλις αυτοί αφοπλίζονταν «λόγω της γενναίας συμπεριφοράς τους».[215] Σύμφωνα με τον επιτελάρχη του Χίτλερ, στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ, ο Φύρερ «ήθελε να δώσει στους Έλληνες ένα δίκαιο διακανονισμό σε αναγνώριση της γενναίας προσπάθειάς τους και της άδικης αιτίας αυτού του πολέμου. Ούτως η άλλως τον ξεκίνησαν οι Ιταλοί»ιη[?]. Εμπνευσμένος από την ελληνική αντίσταση ενάντια σε Ιταλούς και Γερμανούς ο Τσόρτσιλ είπε «Εφεξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».[216] Σε απάντηση ενός γράμματος από τον βασιλιά Γεώργιο Β? με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1940 ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ δήλωσε ότι «όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι βαθύτατα εντυπωσιασμένοι από το κουράγιο και την σταθερότητα του Ελληνικού έθνους».[217]

 

Σημειώσεις

Χρονολόγιο της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα
6 Απριλίου 1941 Οι γερμανικές στρατιές εισβάλουν στην Ελλάδα.
7 Απριλίου 1941 Σκληροί αγώνες στην Γραμμή Μεταξά. Καταλαμβάνονται τα οχυρά Ιστίμπεη, Κελκαγιά, Αρπαλούκι και Νυμφαία.
8 Απριλίου 1941 Η επίμονη προσπάθεια των γερμανικών δυνάμεων έχει σαν αποτέλεσμα την διάσπαση της Γραμμής Μεταξά από δύο Ορεινές Μεραρχίες. Η 2η Μεραρχία Πάντζερ εισβάλει στο ελληνικό έδαφος και απειλεί με κύκλωση το ΤΣΑΜ. Η γερμανική 164η Μεραρχία Πεζικού καταλαμβάνει την Ξάνθη.
9 Απριλίου 1941 Τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη.
Η γερμανική 72η Μεραρχία Πεζικού διασπά τη Γραμμή Μεταξά.
Υποκύπτει το οχυρό Εχίνος. To Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) συνθηκολογεί άνευ όρων.
10 Απριλίου 1941 Οι Γερμανοί κάμπτουν την εχθρική αντίσταση βόρεια της Βεύης, στο πέρασμα του Κλειδιού.
12 Απριλίου 1941 Την νύχτα ξεκινά η υποχώριση του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας
13 Απριλίου 1941 Ο στρατηγός σερ Ουίλσον αποφασίζει να αποσύρει όλες τις βρετανικές δυνάμεις στον ποταμό Αλιάκμονα και στη συνέχεια στις Θερμοπύλες.
Τμήματα των ελληνικών στρατευμάτων που επιχειρούσαν στην Αλβανία αποσύρονται προς την Πίνδο.
Ο Χίτλερ εκδίδει την Οδηγία Νο. 27, η οποία καθορίσει την μελλοντική του πολιτική κατοχής της Ελλάδας.
14 Απριλίου 1941 Οι στρατιώτες της 9ης Μεραρχίας Πάνζερ φτάνουν στην Κοζάνη.
Μετά από συγκρούσεις στην Μάχη της στενωπού της Κλεισούρας, οι Γερμανοί μπλοκάρουν την ελληνική υποχώρηση, η οποία εκτείνεται κατά μήκος ολόκληρου του αλβανικού μετώπου.
15 Απριλίου 1941 Δυνάμεις των SS καταλαμβάνουν την Καστοριά ύστερα από μάχη στο Άργος Ορεστικό.
16 Απριλίου 1941 Ο Ουίλσον ενημερώνει τον στρατηγό Παπάγο για την απόφασή του να αποσυρθεί από τις Θερμοπύλες. Το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου αναφέρει στο Γενικό Στρατηγείο ότι είναι αδήριτη η ανάγκη πολιτικης επέμβασης για να σωθούν τα ελληνικά στρατεύματα από την διάλυση.
17 Απριλίου 1941 Γερμανικές δυνάμεις κινούμενες προς την δυτική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών δημιουργούν απειλή στο δεξιό πλευρό των βρετανικών δυνάμεων.
18 Απριλίου 1941 Μετά από μάχες τριών ημερών το γερμανικό μηχανοκίνητο πεζικό περνάει τον ποταμό Πηνειό.
Η Leibstandarte SS Adolf Hitler, η οποία είχε φτάσει στα Γρεβενά, συντρίβει αρκετές ελληνικές μονάδες.
19 Απριλίου 1941 Γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στη Λάρισα και καταλαμβάνουν το αεροδρόμιο.
Γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τα Ιωάννινα.
20 Απριλίου 1941 Ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου παραδίδει το στρατό του μόνο στους Γερμανούς.
Ο Βουλγαρικός Στρατός εισβάλει στη Θράκη.
21 Απριλίου 1941 Λαμβάνεται η τελική απόφαση για την εκκένωση των κοινοπολιτειακών δυνάμεων στην Κρήτη και την Αίγυπτο.
Ο Γερμανοί καταλαμβάνουν το Βόλο.
23 Απριλίου 1941 Επίσημη παράδοση των Ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία τόσο στους Γερμανούς όσο και στους Ιταλούς έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Μουσολίνι στον Χίτλερ.
24 Απριλίου 1941 Οι Γερμανοί επιτίθενται στις κοινοπολιτειακές δυνάμεις στις Θερμοπύλες. Η βρετανική οπισθοφυλακή αποσύρεται στην Θήβα.
5.200 στρατιώτες της Κοινοπολιτείας εκκενώνονται από το Πόρτο Ράφτη της ανατολικής Αττικής.
25 Απριλίου 1941 Οι λιγοστές μοίρες της RAF φεύγουν από την Ελλάδα. Περίπου 10.200 Αυστραλοί στρατιώτες εκκενώνονται από το Ναύπλιο και τα Μέγαρα.
Οι Γερμανοί ξεκινούν από αέρος επίθεση για την κατάληψη των γεφυρών του ισθμού της Κορίνθου.
27 Απριλίου 1941 Οι πρώτοι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα.
28 Απριλίου 1941 Ιταλικά στρατεύματα αρχίζουν την κατοχή νησιών στο Ιόνιο και το Αιγαίο.
29 Απριλίου 1941 Μονάδες της 5ης Μεραρχίας Πάντσερ φτάνουν στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου, όπου ενώνονται με στρατεύματα των SS που φτάνουν από τον Πύργο.
Σχηματισμός κυβέρνησης υπό τον Γ. Τσολάκογλου
30 Απριλίου 1941 Η εκκένωση περίπου 50.000 στρατιωτών ολοκληρώνεται. Οι Γερμανοί καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν περίπου 7-8.000 στρατιώτες της Κοινοπολιτείας.
20 Μαΐου 1941 Ξεκινά η Μάχη της Κρήτης με γερμανική αεραποβατική ενέργεια.
Δημιουργία γερμανικού προγεφυρώματος στον ποταμό Ταυρωνίτη. Στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο διεξάγονται μάχες με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς.
21 Μαΐου 1941 Την νύχτα 20/21 εγκαταλείπεται από τις βρετανικές δυνάμεις το ύψ. 107. Το αεροδρόμιο του Μάλεμε καταλαμβάνεται από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές.
22 Μαΐου 1941 Η αντεπίθεση βρετανικών δυνάμεων για την ανακατάληψη του Μάλεμε και του ύψ. 107 αποτυγχάνει.
23 Μαΐου 1941 Η συνεχής ενίσχυση των Γερμανών και η αποτυχημένη προσπάθεια άμυνας των ελληνοβρετανικών δυνάμεων κρίνει την τύχη της νήσου. Η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιέρχεται στους Γερμανούς.
27 Μαΐου 1941 Κατάληψη των Χανίων και του λιμανιού της Σούδας από γερμανικές δυνάμεις.
29 Μαΐου 1941 Αρχίζει η εκκένωση της Κρήτης από τις Βρετανικές δυνάμεις.
31 Μαΐου 1941 Αποχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος των Βρετανικών δυνάμεων. Όσοι από τους Έλληνες και Βρετανούς παραμένουν στην Κρήτη είτε παραδίδονται είτε καταφεύγουν στα βουνά.

^ α: Σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο Χίτλερ είχε συμφωνήσει ότι η Μεσόγειος και η Αδριατική αποτελούσαν αποκλειστικά Ιταλικές σφαίρες επιρροής. Εφόσον η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα βρίσκονταν μέσα σε αυτές τις σφαίρες ο Μουσολίνι θεώρησε αυτονόητη να υιοθετήσει όποια πολιτική θεωρούσε κατάλληλη.[218]

^ β: Σύμφωνα με το Κέντρο Στρατιωτικής Ιστορίας του Αμερικανικού Στρατού, η επίθεση του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας και «η σχεδόν άμεση υποχώρηση των Ιταλών το μόνο πέτυχε ήταν να αυξήσει την δυσαρέσκεια του Χίτλερ. Αυτό που εξόργισε τον Φύρερ περισσότερο ήταν ότι οι συνεχείς δηλώσεις του για την ανάγκη ειρήνης στα Βαλκάνια αγνοήθηκαν από τον Μουσολίνι».[218]
^ γ: Σύμφωνα με τον Μπάκλεϊ ο Μουσολίνι προτιμούσε οι Έλληνες να απορρίψουν το τελεσίγραφο και να προέβαλαν κάποια αντίσταση. Ο Μπάκλεϊ γράφει «έγγραφα που αποκαλύφθηκαν αργότερα έδειξαν ότι κάθε λεπτομέρεια της επίθεσης είχε προετοιμαστεί... Το γόητρό του χρειαζόταν κάποιες αδιαμφισβήτητες νίκες για να ισορροπήσει τους Ναπολεόντειους θριάμβους της Ναζιστικής Γερμανίας».[14]

^ δ:  Την 1η Νοεμβρίου 1940 αποβιβάστηκαν στην Σούδα το 2ο York and Langaster και στις 6 Νοεμβρίου μία μοίρα ελαφρού αντιαεροπορικού και μία βαρέως πυροβολικού, ένα τάγμα σκαπανέων και το στρατηγείο της 14ης Βρετανικής Ταξιαρχίας. Συνολικά όχι πάνω από 5.000 άνδρες.[219]

^ ε: Σύμφωνα με το Κέντρο Στρατιωτικής Ιστορίας του Αμερικανικού Στρατού οι Έλληνες πληροφόρησαν τους Γιουγκοσλάβους για αυτή την απόφαση και αυτοί με τη σειρά τους τη γνωστοποίησαν στη γερμανική κυβέρνηση.[220] Ο Παπάγος γράφει για το θέμα: Αυτό, παρεμπιπτόντως, καταδεικνύει ότι τον γερμανικό ισχυρισμό ότι αναγκάστηκαν να μας επιτεθούν προκειμένου να διώξουν τους Βρετανούς από την Ελλάδα, καθώς γνώριζαν πως εάν δεν προήλαυναν στη Βουλγαρία κανένας Βρετανός στρατιώτης δεν θα είχε πατήσει στην Ελλάδα. Ο ισχυρισμός τους ήταν απλά μία δικαιολογία από μέρους τους για να τους επιτραπεί να επικαλεστούν ιδιάζουσες περιστάσεις για τη δικαιολόγηση της επιθετικότητας του ενάντια σε ένα μικρό έθνος το οποίο βρίσκονταν ήδη σε πόλεμο με μία μεγάλη δύναμη. Όμως, ανεξάρτητα από την παρουσία ή απουσία των βρετανικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια, η γερμανική παρέμβαση θα πραγματοποιούνταν πρώτον γιατί οι Γερμανοί έπρεπε να εξασφαλίσουν τη δεξιά πλευρά του Γερμανικού Στρατού, που θα επιχειρούσε εναντίον της Ρωσίας, σύμφωνα με τα σχέδια που είχαν ήδη καταστρωθεί το φθινόπωρο του 1940, και δεύτερον γιατί η κατοχή του νότιου τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου, που επόπτευε το ανατολικό άκρο της Μεσογείου, ήταν στρατηγικής σημασίας για τα γερμανικά σχέδια επίθεσης στη Μεγάλη Βρετανία και τις Αυτοκρατορικές γραμμές επικοινωνίας με την Ανατολή.[221]

^ στ:  Η απόφαση να σταλούν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με έντονη κριτική στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο στρατάρχης Άλαν Μπρουκ (Alan Brooke), επικεφαλής του Αυτοκρατορικού Επιτελείου κατά τη διάρκεια του Β? παγκοσμίου πολέμου, θεωρούσε την εμπλοκή στην Ελλάδα ένα «βέβαιο στρατηγικό σφάλμα», καθώς η εμπλοκή αυτή στερούσε στον Ουέιβελ τους απαραίτητους πόρους για την ολοκλήρωση της ιταλοκρατούμενης Λιβύης ή την επιτυχή ανάσχεση της επίθεσης του Άφρικα Κορπ του Έρβιν Ρόμελ. Έτσι, παρατάθηκε ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική, ο οποίος θα μπορούσε να είχε λήξει επιτυχώς μέσα στο 1941.[207] Το 1947 ο ντε Γκουίνγκαρντ ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει τα σφάλματα που διεπράχθησαν όταν καταστρωνόταν η στρατηγική της για την Ελλάδα.[222] Ο Μπάκλεϊ από την άλλη ανέφερε ότι εάν η Βρετανία δεν στήριζε τη δέσμευσή της του 1939 να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της Ελλάδας θα έπληγε την ηθική αιτιολόγηση του αγώνα της ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία.[223] Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ιστορίας Χάιντς Ρίχτερ (Heinz Richter) ο Τσόρτσιλ προσπάθησε μέσω της εκστρατείας στην Ελλάδα να επηρεάσει την πολιτική ατμόσφαιρα στις Ηνωμένες Πολιτείες και επέμεινε σε αυτή του τη στρατηγική ακόμα και μετά την ήττα.[224] Ο Φρέιμπεργκ και ο Μπλάμεϊ είχαν επίσης σοβαρές αμφιβολίες για την έκβαση της επιχείρησης όμως απέτυχαν να μεταφέρουν στις κυβερνήσεις τις επιφυλάξεις και τις ανησυχίες τους.[225] Η εκστρατεία προκάλεσε αντιδράσεις στην Αυστραλία όταν έγινε γνωστό ότι, όταν έλαβε την πρώτη του ειδοποίηση για την μεταφορά στην Ελλάδα στις 18 Φεβρουαρίου 1941, ο στρατηγός Μπλάμεϊ ανησύχησε αλλά δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση της Αυστραλίας, λέγοντας στον στρατηγό Ουέιβελ ότι ο πρωθυπουργός Μένζιες (Robert Menzies) είχε ήδη δώσει τη συγκατάθεσή του για το σχέδιο.[226] Πραγματικά, η πρόταση είχε γίνει αποδεκτή σε μία συνάντηση του Πολεμικού Συμβουλίου στο Λονδίνο στο οποίο ο Μένζιες ήταν παρών, όμως ο Αυστραλός πρωθυπουργός είχε διαβεβαιωθεί από τον Τσώρτσιλ ότι τόσο ο Φρέιμπεργκ όσο και ο Μπλάμεϊ είχαν εγκρίνει την αποστολή.[227] Στις 5 Μαρτίου, σε ένα γράμμα του προς τον Μένζιες, ο Μπλάμεϊ είπε ότι «το σχέδιο είναι, φυσικά, αυτό που φοβόμουν, κομματιαστή απόσπαση την Ευρώπη» και την επόμενη μέρα αποκάλεσε την επιχείρηση «εξαιρετικά επικίνδυνη». Όμως, θεωρώντας ότι ο Μπλάμεϊ ήταν σύμφωνος, η αυστραλιανή κυβέρνηση είχε ήδη δεσμεύσει την Αυστραλιανή Αυτοκρατορική Δύναμη στην ελληνική εκστρατεία.[228]

^ ζ: Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 6ης Απριλίου 1941 και ενώ η γερμανική εισβολή είχε ξεκινήσει, οι Γιουγκοσλάβοι πληροφόρησαν τους Έλληνες ότι θα υιοθετήσουν το σχέδιο: θα επιτίθεντο στα Ιταλικά στρατεύματα το πρωί της επόμενης ημέρας, στις 6:00 π.μ. Στις 3:00 π.μ. της 7ης Απριλίου η XIII Μεραρχία επιτέθηκε στα ιταλικά στρατεύματα, κατέλαβε ένα ύψωμα και αιχμαλώτισε σχεδόν ένα ολόκληρο ιταλικό τάγμα, αλλά στην συνέχεια καθηλώθηκε και είχε σοβαρές απώλειες. Παρόλα αυτά, η γιουγκοσλαβική επίθεση δεν πραγματοποιήθηκε και, στις 8 Απριλίου, το ελληνικό αρχηγείο διέταξε την ματαίωση της επιχείρησης.[229]

^ η: Αν και προορίζονταν για την Ελλάδα η Ανεξάρτητη Πολωνική Καρπαθιανή Ταξιαρχία Τυφεκιοφόρων (Polish Independent Carpathian Rifle Brigade) και η Αυστραλιανή 7η Μεραρχία κρατήθηκαν από τον Ουέιβελ (Wavell) στην Αίγυπτο λόγω της επιτυχούς προέλασης του Έρβιν Ρόμελ στην Κυρηναϊκή.[230]
^ θ: Στις 12 Απριλίου το 1ο Αυστραλιανό Σώμα Στρατού έλαβε την ονομασία ANZAC (Australian and New Zealand Army Corps)

^ ι: Εκείνη την εποχή κάθε Τεθωρακισμένη Μεραρχία της Βέρμαχτ είχε περίπου 15.000 άνδρες, κάθε Μεραρχία Πεζικού 15.000-18.000 άνδρες ενώ κάθε Μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού περίπου 14.000 άνδρες.[231] Συνολικά στην Ελλάδα επιτέθηκαν τρεις Τεθωρακισμένες Μεραρχίες, δύο Ορεινές Μεραρχίες, τέσσερις (συν μία εφεδρική) πεδινές Μεραρχίες και δύο ανεξάρτητα Συντάγματα.[69]

^ ια:  Η γερμανική εισβολή βρήκε την Ελληνική Βασιλική Αεροπορία αρκετά αποδυναμωμένη από τον εξάμηνο αγώνα κατά των Ιταλών. Η πανίσχυρη Λουφτβάφε κατέστρεψε τα περισσότερα ελληνικά αεροσκάφη στο έδαφος και έξι χάθηκαν σε αερομαχίες, ενώ τα ελληνικά καταδιωκτικά κατέρριψαν 4 γερμανικά. 14 αεροπλάνα διασώθηκαν και διέφυγαν στην Μέση Ανατολή[232]

^ ιβ: Ενδεικτικό της επίμονης αντίστασης είναι το γεγονός ότι η φρουρά του πολυβολείο Π9 εξάντλησε τα 33.000 φυσίγγια του και τις χειροβομβίδες του, ενώ το Π8 υπό τον λοχία Δημήτριο Ίντζο προκάλεσε τέτοια φθορά στο εχθρικό τμήμα που ο διοικητής του, εξοργισμένος, αφού συνεχάρη τον Ίντζο, διέταξε στη συνέχεια την εκτέλεση του.[233]

^ ιγ: Οι συμμαχικές εφημερίδες παρομοίασαν την μοίρα του ελληνικού στρατού ως μοντέρνα ελληνική τραγωδία. Ο ιστορικός και πρώην πολεμικός ανταποκριτής Κρίστοφερ Μπάκλεϊ (Christopher Buckley), όταν περιέγραφε τη μοίρα του ελληνικού στρατού την ανέφερε ως «μία εμπειρία αυθεντικής Αριστοτέλειας κάθαρσης, ένα επιβλητικό αίσθημα της ματαιότητας όλης της ανθρώπινης προσπάθειας και όλου του ανθρώπινου κουράγιου».[234]

^ ιδ: Στις 17 Απριλίου το ΤΣΔΜ ανασυγκροτήθηκε ως Γ΄ Σώμα Στρατού υπό την διοίκηση του Τσολάκογλου και με υπαγωγή στο ΤΣΗ. Στις 21 Απριλίου ο Τσολάκογλου αναλαμβάνει την διοίκηση του ΤΣΗ. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Γενικό Στρατηγείο διατάσσει την παύση του Τσολάκογλου από την διοίκηση του Γ΄ Σώματος, όμως ήταν πλέον αργά.[235]

^ ιε: Παρότι το τηλεγράφημα έφερε την κωδική ονομασία του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου (Φρουραρχείο Θ) δεν είχε την συγκατάθεση του Παπάγου και στάλθηκε εν αγνοία του. Η πρωτοβουλία ανήκε στον Χρυσοχόου και απηχούσε τις προσωπικές του απόψεις.[137]

^ ιστ: Κατα την αερομαχία αυτή σκοτώθηκε ο Νοτιοαφρικανός επισμηναγός Μάρμαντιουκ Πάττλ, ίσως ο μεγαλύτερο άσσος της ΡΑΦ κατα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[236]

^ ιζ: Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος ήταν θαυμαστής των Ελληνικών αρχαιοτήτων (στο ημερολόγιό του περιγράφει πως πραγματοποιήθηκε ένα όνειρο της νιότης του όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά)[237]) και πίστευε ότι ο Μεταξάς σκόπευε να κρατήσει ουδέτερη στάση,[238] επιβεβαιώνει στο ημερολόγιό του ότι ο Χίτλερ ήταν θετικά διακείμενος προς την Ελλάδα και τους κατοίκους της. Παρόλα αυτά η ευρύτερη στρατηγική του Άξονα καθιστούσε την εισβολή στην Ελλάδα αναπόφευκτη.[239]

^ ιη: Σύμφωνα με τον Κάιτελ, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1940, όταν οι Γερμανοί προετοιμάζονταν για τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, ο Χίτλερ είχε πει επανειλημμένα στους στενότερους συνεργάτες του ότι μετάνιωνε βαθύτατα για αυτή την εκστρατεία.[240]


© 2015 - Σχεδίαση & Συντήρηση Ιστοτόπου : Λάμπρου Αθανάσιος - Καθηγητής Πληροφορικής 1ου Γενικού Λυκείου Αρτέμιδος