ΣΕΡΑΦΕΙΜ- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΚΥΡΙΤΣΗΣ

    Καθηγητής Μουσικής στο 7ο Δημοτικό Σχολείο Λαμίας

     Καλώς ήλθατε στη προσωπική μου σελίδα στο διαδίκτυο !!!                       

  αρχική σελίδα    βιογραφικό        ενδιαφέροντα  ενδιαφέρουσες σελίδες
    Ο ΦΟΥΡΝΑΣ των ΑΓΡΑΦΩΝ   7o Δημοτικό Σχολείο Λαμίας    Επικοινωνήστε μαζί μας  sekyritsis@sch.gr

 

Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική

Η Εθνική Μουσική των Ελλήνων περιλαμβάνει δύο κλάδους:

bulletτη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και
bulletτην δημώδη μουσική.


Α. Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική

Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική είναι η πατροπαράδοτος επίσημος μουσική της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέχρις ενός σημείου και των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αύτη ψάλλεται στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και ονομάζεται «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ», επειδή έλκει την καταγωγή της εκ του Βυζαντίου. Ο όρος «βυζαντινή μουσική» επεκράτησε μεταγενέστερα, όπως και ο όρος βυζαντινή ιστορία, βυζαντινή τέχνη κ.λ.π. Περιλαμβάνει δε τη θρησκευτική μουσική της βυζαντινής περιόδου, καθώς και της περιόδου μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι σήμερα, αρκεί όλες οι νεώτερες συνθέσεις να διατηρούν όλα τα στοιχεία της παλαιάς βυζαντινής μουσικής.

Η εσωτερική ουσία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής διακρίνεται για την απλότητα, την σεμνότητα, την ιεροπρέπεια και το μυσταγωγικό κλίμα που δημιουργεί το άκουσμά της. Όσον αφορά δε την εξωτερική της μορφή, είναι φωνητική, μονόφωνη (ταυτόχρονη συμψαλμωδία πολλών φωνών στην αυτή οξύτητα) συνοδευομένη από το λεγόμενο ισοκράτημα ή «ίσον». Τούτο είναι ένα είδος αρμονίας, το οποίον στηρίζεται εις την βάσιν των τετραχόρδων της μουσικής κλίμακας του ύμνου ή εις την βάσιν άλλων ήχων, όταν αυτοί εμπλέκονται εις την μελωδίαν, και διασώζεται δια της φωνητικής παραδόσεως. Η όλη μελική δομή των ύμνων της διαρθρώνεται πάνω σε ρυθμικά σχήματα, που έχουν ως βάσιν τον τετράσημον ρυθμό. Γενικά ο ρυθμός της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής είναι μεν ποικίλος, αλλά διαφέρει του ρυθμού της κοσμικής μουσικής και ως εκ του ήθους του πληροί όλες τις προϋποθέσεις της λειτουργικής μουσικής. Ο σκοπός της ανωτέρω μουσικής είναι λατρευτικός και πνευματικός και συμβάλλει στην ανύψωση και τελειοποίηση του ανθρώπου.

Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική στηρίζεται σε μουσικές κλίμακες με ποικιλία μουσικών διαστημάτων, εξ αιτίας της θέσεως των ημιτονίων επί τούτων ή των μικροτέρων μουσικών διαστημάτων των ημιτονίων. Ως εκ τούτου οι μουσικές κλίμακες διαφέρουν από τις κλίμακες του μουσικού ευρωπαϊκού συστήματος.

Οι εν λόγω κλίμακες διαρθρώνται σε οκτώ βασικούς ήχους, που είναι: οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, που λέγονται και κύριοι ήχοι, και οι πλάγιοι τούτων ήτοι οι: πλάγιος του Α΄, πλάγιος του Β΄, βαρύς και πλάγιος του δ΄. Σ' αυτούς, παρεμβάλλονται και άλλοι ήχοι (που στηρίζονται στη διάταξη των ημιτονίων ή των μικροτέρων των ημιτονίων μουσικών διαστημάτων) όπως είναι: ο λέγετος, ο πρωτόβαρυς, ο νενανώ, ο δίφωνος του Α΄ ήχου (δηλ. ο «ναός» των βυζαντινών). Υπάρχουν όμως και άλλοι ήχοι τετράφωνοι, πεντάφωνοι, μέσοι κ.λ.π. αναμεμειγμένοι με τους κυρίους ήχους στα εκκλησιαστικά άσματα (κλαδικοί ήχοι) συναντώμενοι όμως πολλές φορές ως αυτοτελείς στα δημοτικά τραγούδια. Ύστερα απ' αυτά αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχει βασικά η οκτωηχία, αλλά με τους παρεμβαλλομένους ήχους πρέπει να ομιλούμε για σύστημα πολυηχίας. Οι κλίμακες της βυζαντινής μουσικής αποτελούνται από φθόγγους (νότες), έκαστος των οποίων έχει δικό του μονοσύλλαβον όνομα που σχηματίζεται από τα επτά πρώτα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, στο οποίο προσλαμβάνεται σύμφωνο ή φωνήεν ανάλογα. Οι φθόγγοι είναι οι ακόλουθοι σε αντιστοιχία με την ευρωπαϊκή μουσική:

ΠΑ,     ΒΟΥ,     ΓΑ,     ΔΙ,     ΚΕ,     ΖΩ,     ΝΗ
RE,     MI,     FA,     SOL,     LA,     SI,     DO

Οι κλίμακες στηρίζονται στα τρία γένη της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Γένος ονομάζουμε το σύνολο των ήχων που έχουν την αυτή ή συγγενική διαίρεση τετραχόρδων. Ανάλογα με την διαίρεση των τετραχόρδων προκύπτουν τρία γένη, ήτοι: το διατονικόν, το χρωματικόν και το εναρμόνιον.

bulletΤο διατονικόν γένος περιλαμβάνει τους ήχους: πρώτον, τέταρτον και τους πλαγίους αυτών, πλάγιον του πρώτου και πλάγιον του τετάρτου.
bulletΤο χρωματικόν γένος περιλαμβάνει τους ήχους δεύτερον και τον πλάγιόν του δηλ. τον πλάγιον του δευτέρου.
bulletΤο ερναρμόνιον γένος περιλαμβάνει τον τρίτον ήχον και τον πλάγιον του τρίτου, δηλ. τον εναρμόνιον βαρύν.

Η εν λόγω μουσική διαθέτει δική της μουσική σημειογραφία («παρασημαντική»). Η μουσική αυτή σημειογραφία παρουσιάζεται μετά τον 7ον αιώνα ως εκφωνητικόν είδος (εκφωνητικά σημάδια) σε ευαγγελιστάρια, αποστόλους και προφητολόγια. Αυτά τα εκφωνητικά σημάδια έχουν την καταγωγή τους στους τόνους και στα πνεύματα της ελληνικής γραφής.

Κατά τον 8ον αιώνα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναπτύσσοντας την προ αυτού μουσική γραφή, καθιερώνει την λεγόμενη αγγιστροειδή συμβολική παρασημαντική, η οποία αποτελεί κατά κάποιον τρόπον απλούστευσιν της προηγουμένης.

Ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο φημισμένος βυζαντινός μαϊστωρ, κατά τας αρχάς του 13ου αιώνος επεξηγεί περαιτέρω την μουσική σημειογραφία, η οποία πλέον αποτελεί την παλαιά βυζαντινή μουσική σημειογραφία και η οποία (όπως και η προηγούμενη) αποτελούσε ένα στενογραφικό σύστημα μουσικής γραφής.

Το μουσικό αυτό σύστημα απαρτιζόταν από δύο είδη σημαδιών:

bulletτων φωνητικών και
bulletτων αφώνων, των λεγομένων και «μεγάλων υποστάσεων» χειρονομίας.

Τα φωνητικά σημάδια ήσαν για την ανάβασιν και κατάβασιν των φωνών, τα δε άφωνα, χωριζόμενες σε τρεις ομάδες, ή ήσαν δια την έκφρασιν, τον χρόνον και δια τον πλατειασμών, των μελών.

Η γραφή αυτή σταδιακά εξελίσσεται, έως ότου μεταρρυθμίζεται από τους τρεις διδασκάλους, τον Χρύσανθον, τον Γρηγόριον, και τον Χουρμούζιον. Το νέον αυτό σύστημα, που καθιερώθηκε το 1814, γνωστό ως νέα μέθοδος των τριών δασκάλων, βασίζεται στην επεξήγηση και απλοποίηση της παλαιοτέρας γραφής. Το σύστημα αυτό, το οποίο είναι πλέον εν χρήσει, καθορίζει με ακρίβεια την κίνηση του μέλους δια μονοσυλλάβων φθόγγων, τα σημάδια του χρόνου και παρέχει την ευχέρεια καθορισμού του ρυθμού.

Τα Εκκλησιαστικά μέλη διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ήτοι: ειρμολογικά, στα στιχηραρικά και στα παπαδικά είδη.

bulletΤο ειρμολογικό μέλος, όταν κάθε συλλαβή του κειμένου αντιστοιχεί σε έναν φθόγγο, λέγεται σύντομον, ενώ όταν κάθε συλλαβή του κειμένου αντιστοιχεί σε διπλάσιο συνήθως χρόνο, λέγεται αργό ειρμολογικό.
bulletΤο στιχηραρικό μέλος είναι μελισματικωτερο του πρώτου και διακρίνεται και αυτό σε σύντομο και αργό στιχηραρικό.
bulletΤο παπαδικό είναι μέλος κατ' εξοχήν αργό, ήτοι σε κάθε συλλαβή αντιστοιχούν πολλοί μουσικοί φθόγγοι. Στο είδος αυτό περιλαμβάνονται και τα λεγόμενα «μαθήματα» (μέλη) της ελευθέρας μελοποιϊας. Η εκκλησιαστική μουσική, όπως με πολύ συντομία περιγράψαμε ανωτέρω, χρησιμοποιείται ως λατρευτικό μέσο εις τους ιερούς ναούς ή και έκτος αυτών και όπως διδάσκει η Παράδοσις των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πρέπει να εκτελείται με σεμνότητα και φόβον Θεού, χωρίς την χρήσιν οργάνων, αλλά μόνο δίπατου φυσικού θείου δώρου, της φωνής.


Β. Δημώδης Μουσική

Η Δημώδης Μουσική (ή δημοτικό τραγούδι) είναι ένα σύνθετο λαϊκό δημιούργημα το οποίον αποτελείται κυρίως από την ποίησιν, την μελωδία και την όρχησιν. Υποστηρίζεται ότι πίσω από κάθε δημοτικό τραγούδι κρύβεται ένας δημιουργός. Τούτο όμως εξ αιτίας του σκοπού για τον οποίο δημιουργήθηκε, συμπληρώθηκε και τελειοποιήθηκε απ' όλο τον λαό. Γι' αυτό τα δημοτικά τραγούδια καθρεφτίζουν τους αγώνες και τους πόθους του λαού, τις δύσκολες στιγμές του αλλά και τα κλέη του. Επίσης καθρεφτίζουν και την ευγένεια της ψυχής του, την ανωτερότητά της και περιγράφουν τα ήθη και τα έθιμα, τους καημούς και τους πόθους της απλής καθημερινής ζωής. Στα δημοτικά τραγούδια διατηρείται και συνεχίζεται η αρχαία ελληνική παράδοση, κατά την οποία ο ποιητής, ανώνυμος ή επώνυμος είναι και ο μελοποιός και σε πολλές περιπτώσεις ο ορχηστής ή χορευτής.

Το ίδιο συμβαίνει και εις την εκκλησιαστικήν ποίησιν, κατά την οποίαν ο ποιητής είναι και ο μελοποιός, επομένως συνεχίζεται η αρχαία ελληνική παράδοσις και στους δύο κλάδους της ελληνικής μουσικής των Ελλήνων. Οι δύο αυτοί κλάδοι συμπορεύονται μέσα στην ιστορία, έχοντες ως αφετηρίες την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα παρατηρείται, ότι ολόκληρο το σύστημα της αρχαίας ρυθμοποιϊας σώζεται στα νέο-Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Χοροί αρχαιότροποι, όπως οι ατομικές ή κατά ζεύγη ορχήσεις, «τα βαλλίσματα», που συναντώνται στους σημερινούς μπάλλους ή ο ποιο διαδεδομένος στην Ελλάδα συρτός κυκλικός χορός, που είναι γνωστός από τον 1ον μ.Χ. αιώνα, είναι από τα στοιχεία που συνδέουν αυτή την παράδοση με την αρχαιότητα. Αλλά και σε παραστάσεις αγγείων ή άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων ή σε παραστάσεις κατοπινές της χριστιανικής εποχής, ζωγραφισμένες από αγιογράφους, αναγνωρίζει κανείς σημερινούς ελληνικούς χορευτικούς τρόπους ή λαϊκά μουσικά όργανα, που χρησιμοποιούν ακόμα οι Έλληνες λαϊκοί οργανοπαίκτες. Τα ως άνω τρία βασικά στοιχεία (ποίησις, μελωδία, όρχησις) εμπεριέχουν και άλλα στοιχεία τα οποία προσδίδουν την ιδιαιτερότητα, τόσο την τοπική, όσο και τη γενικώτερη στον ελληνικό χώρο, π.χ. η ποίηση εμπεριέχει, εκτός των άλλων, πληροφορίες ιστορικές, γεωγραφικές, λαογραφικές και κυρίως τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες του τόπου από τον οποίο προέρχεται.

Οι μελωδίες με της οποίες είναι επενδεδυμένη η ποίηση στην δημώδη μουσική παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία και εύρος απ' ότι στην εκκλησιαστική και διασώζουν ζωντανά όλον τον μυστικό πλούτο του ενιαίου κορμού της Εθνικής Ελληνικής μουσικής (ήτοι κλίμακες, διαστήματα, χρόες, ήχους, φθορές, γένη, συστήματα κ.λ.π.). Επειδή συνοδεύονται και με όργανα, είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες, ως «ετεροφωνίες», κατά τους αρχαίους (δηλ. οργανικές μελωδίες που συνοδεύουν το τραγούδι). Πολλές δε φορές παρουσιάζονται και χωρίς κείμενο. Είναι οι λεγόμενες οργανικές μελωδίες. Από το άλλο μέρος δανείζονται τη βυζαντινή μουσική γραφή, η οποία αποτελεί, θα λέγαμε, και τη γλώσσα τους.

Δημοτικά γραμμένα σε βυζαντινή παρασημαντική ευρίσκουμε από τη μεταβυζαντινή κυρίως εποχή και εντεύθεν. (π.χ. χειρόγραφα Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους). Ύστερα, που μεταρρυθμίστηκε η γραφή, όσοι καταγίνονται με τη μουσική καταγραφή δημοτικών τραγουδιών, προτιμούν την βυζαντινή μουσική σημειογραφία ως πληρεστέρα της Δυτικής.

Τα δημοτικά τραγούδια τα διακρίνουμε ανάλογα με τον τρόπο που τραγουδιούνται και το σκοπό που εξυπηρετούν σε διάφορες κατηγορίες στις οποίες ο λαός έχει δώσει διάφορα ονόματα, οι δε ερευνητές έχουν κάνει συστηματικές κατατάξεις σύμφωνα με το περιεχόμενό τους. Ο λαός τα διακρίνει κυρίως στα λεγόμενα κλέφτικα (κυρίως αργοί καθιστικοί σκοποί), στις πατινάδες (τραγούδια δρομικά) και στα χορευτικά, τα οποία παρουσιάζουν την μεγαλυτέραν ποικιλίαν κατά τόπους μέσα στο χώρο που έζησε και έδρασε αείποτε ο Ελληνισμός.

Η υπό των ερευνητών κατάταξις, η οποία στηρίζεται στο περιεχόμενον, τα γενεσιουργά αίτια και την φύσιν των τραγουδιών είναι η ακόλουθος:

bulletΑκριτικά Δημοτικά τραγούδια. Είναι τα αναφερόμενα στους ακρίτες, ήτοις τους φύλακες των συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανάγονται στη χρονική περίοδο του 8ου- 12ου αιώνος.
bulletΠαραλλαγές. Mεσαιωνική τραγούδια τα οποία έχουν κυρίως περιεχόμενο δραματικό, διακρίνονται για το έντονο παραμυθιακό τους στοιχείο, συγγενεύουν αρκετά με τα ακριτικά τραγούδια και είναι πολύστιχα, όπως και τα ακριτικά.
bulletΙστορικά Τραγούδια. Τα Ιστορικά Τραγούδια αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα της μακραίωνης Ελληνικής ιστορίας.
bulletΚλέφτικα. Είναι τα τραγούδια που αναφέρονται στους κλέφτες και αρματωλούς κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και εξυμνούν τα ηρωϊκά κατορθώματά τους.
bulletΤραγούδια του καθημερινού βίου, τα οποία υποδιαιρούνται ανάλογα με το που αναφέρονται, σε εργατικά, ποιμενικά, του γάμου κ.λ.π.
bulletΜοιρολόγια, που αναφέρονται στο θάνατο προσφιλών προσώπων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα τραγούδια του χάρου και του κάτω κόσμου.
bulletΤα λεγόμενα κάλαντα, ήτοι: θρησκευτικά τραγούδια, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Θεοφανείων, Λαζάρου, Μεγάλης Παρασκευής, Πάσχα κ.α.

Τα εν λόγω τραγούδια διατηρούνται ακόμη στα χείλη του Ελληνικού λαού και φυλάσσονται με ιδιαίτερη αγάπη στο νου και την καρδιά του. Μ' αυτά συνοδεύει τις εορτάσιμες στιγμές του βίου του, τις Εθνικές του εορτές, αλλά και τις πένθιμες ώρες του. Ακόμη και κατά τα θρησκευτικά πανηγύρια των Ορθοδόξων Ελλήνων αποτελούν την προέκταση της θείας λατρείας, διότι όλο το Εκκλησίασμα, «εν ενί στόματι και μια καρδία», παλαιότερα τουλάχιστον, εχόρευε, συνήθως χωρίς όργανα, πέριξ του Ιερού Ναού, με επικεφαλής τον ιερέα, άδοντας Ακριτικά και Ιστορικά άσματα με βαθειά ριζωμένη την αντίληψη, ότι έτσι τιμούν τον εορτάζοντα άγιο ή το εορταζόμενο γεγονός.

Αυτή είναι η παράδοση των Ορθοδόξων Ελλήνων, αυτός είναι ο Ελληνορθόδοξος βίος συνυφασμένος με τα ήθη, τα έθιμά του και την τραγουδιστική του παράδοση (ποίηση, μελωδία και ποικίλη όρχηση) η οποία κατά κοινή ομολογία Ελλήνων και ξένων ερευνητών είναι υψηλής αξίας.