Γράφτηκε μεταξύ 460 και 450 π.Χ. ( 1420 στίχοι).
Το χορό αποτελούν Σαλαμίνιοι ναυτικοί.
Πρόσωπα: Αθηνά, Οδυσσεύς, Αίας, Τέκμησσα, Άγγελος, Τεύκρος, Μενέλαος, Αγαμέμνων, Βουβά πρόσωπα( Ευρυσάκης, παιδαγωγός, κήρυξ)
Βαθιά χαράματα ο Οδυσσέας φτάνει έξω απ' τη σκηνή του Αίαντα και τον προσφωνεί η θεά Αθηνά. Ο Αίαντας νικήθηκε από τον Οδυσσέα στο δικαστήριο για τα όπλα του Ηρακλή.
Εκείνος (ο Αίαντας) βγήκε τη νύχτα για να εκδικηθεί με το σπαθί τον αντίπαλο του .Η Αθηνά του θόλωσε το μυαλό και, αντί για τον Οδυσσέα, έσφαζε τα κοπάδια των Ελλήνων. Αυτά ο Οδυσσέας τα μαθαίνει απ' τη θεά "κάτι είχε ακούσει και ήρθε να δει από κοντά". Η Αθηνά εμφανίζεται χαιρέκακη με τον Αίαντα και σκληρή, ενώ ο Οδυσσέας τον συμπονάει. Η θεά φωνάζει έξω τον Αίαντα για να τον εξευτελίσει. Σε λίγο η θεά ηρεμεί και ηθικολογεί. Η γυναίκα του Αίαντα( Τέκμησσα)διηγείται τα συμβάντα στο χορό. Ο Αίαντας συνέρχεται ανάμεσα στα σφαγμένα ζώα.
Όταν του στέρησαν τα όπλα έχασε μέρος της τιμής του, τώρα με τα καμώματα του, την έχασε ολοκληρωτικά. Συνειδητοποιεί πως δεν έχει άλλη επιλογή από τον ένδοξο θάνατο. Μάταια τον παρακαλεί η γυναίκα του, καθώς αποχαιρετά το γιο του. θεωρεί ότι μια ανώτερη Τάξη του ζητά να υποταχθεί. Ζητάει λοιπόν ένα καθαρτήριο θαλασσινό μπάνιο, να θάψει το μοιραίο σπαθί και να συμφιλιωθεί με τους Ατρείδες. Μια μαντεία του Κάλχα αναστατώνει τον χορό. Όλοι τρέχουν στην ακρογιαλιά, όπου ο Αίας ύστερα από ένα μονόλογο γεμάτο μίσος αυτοκτονεί. Ο Τεύκρος, στη συνέχεια αντιμετωπίζει τους Ατρείδες που σε μια εκδήλωση μικροπρέπειας ,θέλουν ν' αφήσουν άταφο και χωρίς τιμές τον Αίαντα. Τον βοηθάει ο Οδυσσέας που εξασφαλίζει έντιμη ταφή για το νεκρό.